Οι Κλόουν – José Gutiérrez Solana |
Θα ήταν κάποιος σίγουρα αφελής αν αμφισβητούσε τον βαθιά πολιτικό χαρακτήρα του ελληνικού ζητήματος, με ρίζες που πρέπει να εντοπιστούν μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του σχετικά νεογέννητου ελλαδικού κράτους. Θα είχε κανείς όμως και αυταπάτες αν πίστευε πως το πρόβλημα περιορίζεται στην έλλειψη ηγετών και δεν πηγάζει από αυτές καθ’ αυτές τις θεσμοθετημένες και μη σχέσεις εξουσίας και τις προτεραιότητες που θέτουμε ως λαός, ως κοινωνία.
Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Κώστας Παπαϊωάννου, στο εξαιρετικό βιβλίο του Τέχνη και Πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα, «κάθε λαός αρχίζει την ιστορία του με αυτή την εκούσια αυτο-απαλλοτρίωση», την συνειδητή αυτο-εγκατάλειψη και παραίτησή του από την εξουσία, θεσπίζοντας έτσι μοναδικό φορέα της τον βασιλιά (ή κάποια ομάδα ανθρώπων). Το δίλημμα, όμως, ανάμεσα στο κράτος και στην αναρχία παραμένει και αφήνει τον άνθρωπο μετέωρο αλλά και «υποταγμένο σε μια εξουσία πάνω στην οποία δεν έχει κανένα έλεγχο». Έτσι σύμφωνα με τον Παπαϊωάννου «ο άνθρωπος υπεραναπλήρωνε την ανικανότητα του αυτη είτε «καταργώντας», με μαγικό τρόπο, στην οργιαστική εορτή, κάθε τάξη και νομιμότητα [που δεν μπορεί να αλλάξει πραγματικά στην καθημερινή ζωή], είτε υποτάσσοντας το πρόσωπο του άρχοντα σε ένα πλήθος εκδικητικών ταμπού, είτε αναζητώντας την σωτηρία έξω από το κράτος, σε μυστικές αδελφότητες ή σε αντικρατικές Εκκλησίες.» Αλλά πάντα, ο χαρακτήρας αυτού του παραδοσιακού κοινωνικού ελέγχου παραμένει συμβολικός και προ πάντων απολιτικός.
Ένα ιδιαίτερο παράδειγμα τέτοιου συμβολικού ελέγχου την εξουσίας μας δίνουν οι Βαβυλώνιοι. Στην Βαβυλώνα, ο εορτασμός του Ακίτου (Akitu, περισσότερα εδώ και εδώ), ή ότι θα ονομάζαμε σήμερα εορτή της πρωτοχρονιάς, είχε μια ιδιαίτερη θέση μέσα στον χρόνο μιας και μεταξύ άλλων, τελείται όχι μόνο ο εξαγνισμός του ναού αλλά και του βασιλιά σε μια ταπεινωτική τελετή. Την πέμπτη μέρα του Ακίτου, ο βασιλιάς εξαναγκάζεται να παραδώσει τα βασιλικά διακριτικά του όπως το στέμμα και το σκήπτρο στον ιερέα, έπειτα ο ιερέας θα τον χαστουκίσει και θα τον εξαναγκάσει να γονατίσει μπροστά στο άγαλμα του θεού Μαρντούκ και μετά να απολογηθεί για τα πεπραγμένα του προηγούμενου έτους καθώς και να διαβεβαιώσει πως δεν έχει αμαρτήσει, δεν έχει καταστρέψει την Βαβυλώνα ή τα τείχη της, δεν έχει παραμελήσει τον ναό και ότι δεν έχει χτυπήσει ή προσβάλει κανέναν πολίτη. Ο ιερέας θα του δώσει συγχώρεση και τα διακριτικά του πίσω, αλλά θα συνεχίσει να τον χτυπάει στο πρόσωπο ή ακόμα να του τραβάει τα αυτιά μέχρι να δακρύσει. Όπως σημειώνει ο Παπαϊωάννου «η εχθρότητα της κοινωνίας αντί να ομολογείται ως τέτοια, καλύπτεται και εξαντλείται στα επιφαινόμενα της τελετουργίας, δίχως να ενσωματώνεται στην ίδια την άσκηση της εξουσίας, δίχως να δημιουργεί ένα μόνιμο, άμεσο και συνειδητό έλεγχο.» Ο βασιλιάς έτσι είναι έτοιμος να βασιλέψει για ακόμη ένα έτος. Ο θεσμός της βασιλείας αυτός καθ’ αυτός δεν αμφισβητείται και μόνο το ιερατείο, το οποίο κατέχει το ιδεολογικό μονοπώλιο, την «αλήθεια», μπορεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να εναντιωθεί στον βασιλιά. Ο λαός μπορεί να δυσαρεστείται πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν διεκδικεί την εξουσία πίσω.
Δυστυχώς, παρά τις προφανείς διαφορές με την Βαβυλώνα, τόσο οι προηγούμενες όσο και οι σημερινές εκλογές, ίσως τελικά δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ακόμη παράδειγμα μιας απόπειρας να καθαγιάσουμε την αποτυχίας μας, την αποτυχία μας ως κοινωνία να μετέχουμε στην διαμόρφωση της πολιτείας. Οι εκλογές δεν είναι μάλλον τίποτα άλλο από μια τελετουργία, ένα συμβολικό ράπισμα στο πρόσωπο μιας πλέον αυτονομημένης «πολιτικής» τάξης στην οποία έχουμε παραχωρήσει την δυνατότητα να μας εξουσιάζει. Οι εκλογές δεν είναι μετοχή στην εξουσία αλλά η ανανέωση μια σύμβασης παραχώρησής της από τον λαό. Μια παραχώρηση που εκβιάζεται εγκληματικά καθώς ακομη και η αποχή όσο και το λευκό δεν συνεκτιμούνται αλλά εκλαμβάνονται ως κατάφαση. Η κοινωνία έχει πάψει να καθορίζει ακόμη και τους υποψηφίους καθώς αυτοί επιβάλλονται στην συνείδηση του κατ’ επίφαση πολίτη μέσω των νόμων του marketing και την δύναμη των ΜΜΕ, και όχι μέσα από αξιοκρατικές και οργανικές κοινωνικές διεργασίες. Ο ψηφοφόρος ψηφίζει ως ανελεύθερος καταναλωτής και τις περισσότερες φορές γνώμονας είναι η οικειότητα με ένα όνομα και όχι η συμμετοχή του στον κοινωνικό στίβο. Το κοινωνικό σώμα είτε ακούσια είτε εκούσια έχει πάψει να είναι ο εντολέας και τελικά έχει μείνει ένας παραπληγικός παρατηρητής. Η επιθυμία του λαού όπως εκφράζεται μέσα από θεσμικά ή μη μέσα, ερμηνεύεται κατά βούληση ενώ οι πολιτικοί θεσμοί ρυθμίζονται και ελέγχονται από την ίδια την πολιτική τάξη. Οι ψήφοι εκβιάζονται με υποσχέσεις που ποτέ δεν πραγματοποιούνται. Το μόνο που θυμίζει την ισχύ της κοινωνίας είναι μονάχα κάποιες παροξυσμικές εκτονωτικές αντιδράσεις, που περιορίζονται όμως στην απαίτηση για αναγνώριση ιδιωτικών/ατομικών δικαιωμάτων και που ποτέ δεν διεκδικούν την έμπρακτη και άμεση μετοχή της κοινωνίας στην εξουσία.
Αυτό που μένει είναι η ψευδαίσθηση της ελευθερίας, η ψευδαίσθηση ότι είμαστε πολίτες μιας Δημοκρατίας. Δημοκρατία όμως δεν σημαίνει παραχώρηση της εξουσίας αλλά μετοχή σε αυτήν. Η Δημοκρατία δεν χαρίζεται αλλά είναι ένας αγώνας που πρέπει να κερδίζεται συνεχώς από κάθε πολίτη και πολίτης δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν αποδεσμευτεί από το δόγμα, τον ιδεολογικό φανατισμό, και δεν ανακτήσει την αυτονομία του πνεύματος, αν δεν θέσει ως προτεραιότητα του βίου του την ελευθερία και την Αλήθεια, πάνω από κάθε άλλη ιδιωτική ανάγκη.
Για ακόμη μια φορά, οι εκλογές αυτές θα προσπαθήσουν να καθαγιάσουν την ανικανότητά μας να γίνουμε κοινωνία πολιτών, αλλά φοβάμαι πως η πικρή επίγευση της αποτυχίας μας θα παραμείνει.
α.α
http://anaghrapho.blogspot.co.uk/2012/06/blog-post.html