Από την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, στην προσφυγιά, στην ορφάνια, την ζωή στο οικοτροφείο και τον.. Πάγκαλο!. Πρώτη πρωταγωνίστρια της «Λαϊκής σκηνής» του Κάρολου Κουν και από εκεί στα χέρια της Μαρίκας Κοτοπούλη. Σύντροφος για σαράντα τρία χρόνια του Λαυρέντη Διανέλλου. Πρώτη ερμηνεύτρια δημοτικών τραγουδιών στο θέατρο και το ραδιόφωνο. Αγωνίστρια στα μαύρα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, όπου παρ όλες τις φοβέρες των κατακτητών, τα εντάλματα συλλήψεως και τις απειλές με εκτόπιση στο.. «μεγάλο Ράιχ», συνέχισε να δίνει το «παρών» κοντά στο λαό, να του δίνει ζωή με το τραγούδι της, να ξυπνάει μέσα του ότι ωραίο και ευγενικό είχε η περήφανη ψυχή του.. Από την «Επίδαυρο» και το «Ηρώδειο», στο πλευρό της Κατίνας Παξινού και του Μίμη Φωτόπουλου, έγινε ιδιαίτερα γνωστή από την πεντάχρονη παρουσία της στον τηλεοπτικό «Μεθοριακό σταθμό» στο ρόλο της κυρά Χαρίκλειας!. Τον μήνα αυτό που γιορτάζουμε το «Όχι», μια από της αφανείς ηρωίδες που πρέπει να θυμηθούμε είναι η Φρόσω Κοκόλα, που έχει «φύγει» από κοντά μας – σεμνά όπως έζησε – πριν από δέκα τρία χρόνια, χωρίς τότε να γραφτεί μια λέξη για εκείνη!.
Γράφει ο Δημήτρης Κραουνάκης
Φωτογραφίες από το αρχείο του.
Εγραφα παλιότερα σ ένα σημείωμα ότι πάντα είχα μια «μανία» – σαν παραγωγός πολιτιστικών εκδηλώσεων, αλλά και παλιότερα σαν «δημοσιογράφος» – να μην μου αρέσουν αυτοί που είναι μπροστά στα έντονα φώτα της δημοσιότητας. Tις περισσότερες φορές αυτοί που πραγματικά αξίζουν είναι αυτοί που δουλεύουν μακριά από τα «φώτα», που προσφέρουν χωρίς να τους ενδιαφέρει η προβολή και το οικονομικό όφελος.. Αυτά τα άτομα προσπάθησα να παρουσιάσω μέσα από τα έντυπα που συνεργαζόμουν πριν τριάντα χρόνια, κόντρα στον άγραφο νόμο που θέλει – έτσι ήταν πάντα – να προβάλλεις αυτούς που θα σου τα «φέρουν»..
Την Φρόσω Κοκόλα την πρωτοείδα σε μια μεγάλη επιτυχία της κρατικής τηλεόρασης τον «Μεθοριακό σταθμό» (1974-1981) στον ρόλο της κυρά Χαρίκλειας. Ένα σχετικά μικρό ρόλο που όμως με τον ξεχωριστό τρόπο της τον έκανε σημαντικό.
Ρώτησα φίλους, ανθρώπους του θεάτρου.. Μου είπαν ότι η Κοκόλα είχε μια μεγάλη πορεία στο θέατρο, ότι είχε δώσει την ζωή της ολόκληρη σε αυτό, αλλά και στο δημοτικό τραγούδι, ότι με τον τρόπο της είχε αγωνιστεί, χωρίς υστεροβουλία τα μαύρα χρόνια της Γερμανικής κατοχής…
Μετά από αυτά ήθελα οπωσδήποτε να την γνωρίσω..
29 Μαρτίου του 1980, παρέα μ έναν αγαπημένο φίλο εκείνων των χρόνων – που ελπίζω να είναι σήμερα καλά – βρεθήκαμε στο Μάτι αναζητώντας το σπίτι της Φρόσως Κοκόλα. Τελικά δεν ήταν δύσκολο όπως φοβόμαστε. Ολοι την γνώριζαν. «Η κυρά Χαρίκλεια; Εκεί στην γωνία δεξιά μένει!», μας είπε ο ταβερνιάρης στον κεντρικό δρόμο. Στη πόρτα της αυλής μια ταμπέλα μας.. προειδοποιούσε: «Φρόσω Κοκόλα – Προσοχή ο σκύλος δαγκώνει!»
Σε λίγο βρεθήκαμε «αντιμέτωποι» με εκείνη και τα δυο σκυλιά της που συνεχώς ανακάτευαν τα χαρτιά μου! Και λέω «αντιμέτωποι» γιατί δεν μας άφησε να κάνουμε μια ερώτηση!. Είχε ένα τρόπο να αφηγείται – να ερμηνεύει – που δεν σου έκανε καρδιά να την σταματήσεις..
Μεσημέρι την συναντήσαμε και είχε σκοτεινιάσει, το μαγνητόφωνο από ώρα είχε σταματήσει να γράφει. Η Κοκόλα για πολλές ώρες ξετύλιγε μπροστά μας το κουβάρι της ζωή της..
Γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1912 στην Σμύρνη μα η καταγωγή της ήταν από τα Κύθηρα. Κόρη του Μάρκου και της Μαρίας Κοκόλα. Θυμόταν το 1922 – δέκα χρονών τότε – το «ταξίδι» στην Ελλάδα μαζί με την μάνα και την αδελφή της Ιωάννα: «Ηταν 14 Σεπτέμβρη του 1922. Η μανούλα μου με βάσταγε από το χέρι, με έσφιγγε πάνω της λες και θα με παίρναν οι Τούρκοι.. Μαζί μας η αδελφή της και νονά μου η Παναγιωτίτσα και η τετράχρονη αδελφή μου. Τρέχαμε στην παραλία της Σμύρνης στο Κε, να γλυτώσουμε από την μανία των αντίχριστων, να προλάβουμε να μπούμε στα Αμερικάνικα καράβια που έφευγαν για την Μυτιλήνη… Σε λίγο το πλοίο σαλπάρει, το βλέμμα μας στραμμένο στο ολοκαύτωμα, την λαμπαδιασμένη Σμύρνη, δάκρυα στα μάτια για τους νεκρούς που αφήναμε, για τους ζωντανούς που δεν θα ξανά ανταμώναμε..»
[scribd id=110746811 key=key-1henvojok1b02gkzjuay mode=scroll]
Θυμάται τον θάνατο της αγαπημένης μάνας το 1926 και δακρύζει – τον πατέρα δεν τον είχε γνωρίσει – την είσοδο της στο οικοτροφείο όπου έζησε δέκα τρία χρόνια, την χαρά που ένιωθε κάνοντας χίλια δυο πειράγματα σε δασκάλους και συμμαθήτριες!.Το οικοτροφείο αυτό ιδρύθηκε τότε από τον «Διεθνή Σύνδεσμο Γυναικών» και την σπουδαία, όπως λέει πρόεδρο του Αθηνά Γαϊτάνου – Γιαννιού και στέγασε 250 παιδιά από την Μικρά Ασία, στην αρχή στα παλιά ανάκτορα [την σημερινή βουλή] και στην συνέχεια στην οδό Νάξου 56 στην Πλατεία Κολιάτσου. Θυμάται η Κοκόλα και τον Θόδωρο Πάγκαλο – τον παππού όχι τον σημερινό! «Η πρώτη δουλειά που έκανε ο Πάγκαλος μόλις έγινε.. δικτάτωρ – σπουδαία δουλειά! – τον Ιανουάριο του 1926 ήταν να βγάλει 250 παιδιά από τα ανάκτορα! Μας ανάγκασε να κοιμηθούμε μια ολόκληρο βραδιά στο χωμάτινο λόφο – όπου σήμερα είναι ο άγνωστος στρατιώτης – με τους τσολιάδες να μας φρουρούν!!»
Στο οικοτροφείο η Κοκόλα έπαιζε σε θεατρικές παραστάσεις και σε μία από αυτές την είδε ο Κάρολος Κουν. Μιλούσε με ενθουσιασμό για εκείνον και την τύχη που είχε να την διαλέξει και να την πάρει μαζί του στην «Λαϊκή σκηνή» του, την χαρά της πρώτης σκηνικής δημιουργίας στο πλευρό του το 1934 παίζοντας τον ομώνυμο ρόλο στην «Ερωφίλη» του Χορτάτζη, με βασιλιά τον Παντελή Ζερβό και Πανάρετο τον Λυκούργο Καλλέργη. Τις λαμπρές κριτικές που έγραψαν για εκείνη μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής. Μαζί με τον Κουν έπαιξε και στα έργα : «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ, «Αλκηστη» του Ευριπίδη, «Πλούτο» του Αριστοφάνη, «Κατά φαντασία ασθενή» του Μολιέρου, «Βυσινόκηπο» του Τσέχωφ.
Θυμάται τα χρόνια που πέρασε στο θίασο της Αλίκης – κόρη της Κυβέλης – και του Κώστα Μουσούρη και τις μουσικές κωμωδίες που έπαιξε μαζί τους στο θέατρο «Αλίκης» – σημερινό «Μουσούρη».
Ιδιαίτερα θυμάται την στοργή και την αγάπη που της έδειξε η μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη από το 1937 έως το 1941 που ήταν κοντά της. Στα πρώτα χρόνια της κατοχής η μεγάλη ηθοποιός είχε παραχωρήσει το καμαρίνι της στο θέατρο «Ρεξ» στην Φρόσω! Εκεί κοιμόταν τα βράδια μετά την παράσταση για να αποφεύγει τα μπλόκα των Γερμανών στους δρόμους, μια και έμενε στην Λεωφόρο Συγγρού. Την φρόντιζε η Κοτοπούλη σαν παιδί της.. Της έφερνε φαγητό, την σκέπαζε και μετά έφευγε από το θέατρο!. Μαζί της στο «Ρεξ» και τι δεν έπαιξε: «Μάκβεθ», «Εκτο πάτωμα», «Δον Ζουάν», «Το μεράκι του άρχοντα», «Πολεμικές εικόνες», «Τιτάνικ βαλς», «Θερμή αγκαλιά», «Φρενίτιδα» κα. Με συγκίνηση θυμάται την Μαρίκα στην «Φρενίτιδα».. «Αρεσα και στο τέλος της παράστασης με άρπαξε, με έβγαλε στην σκηνή και έφυγε! Εγώ έτρεμα, εκείνη ήταν η πρωταγωνίστρια.. Ο κόσμος όρθιος με χειροκροτούσε, ενώ η Κοτοπούλη από την κουίντα μου φώναζε: «δικά σου τα χειροκροτήματα Φροσάκι!»… Το αγαπημένο μου «Ρεξ».. Πόσα έπαιξα εκεί, πόσα έμαθα κοντά στην μεγάλη Μαρίκα!»
Το 1938 ήταν μια σημαντική χρονιά για την ζωή και την καριέρα της Κοκόλα. Παντρεύεται τον ηθοποιό Λαυρέντη Διανέλλο – τον αγαπημένο «πατέρα» του Ελληνικού σινεμά. Τον είχε γνωρίσει τρία χρόνια πριν στον Κουν όταν μαζί έπαιζαν στον «Πλούτο». Μαζί έζησαν σαράντα τρία χρόνια και απέκτησαν την κόρη τους Μαρία. Για την Κοκόλα ο «Λαυρεντάκος» της ήταν ο αγαπημένος σύντροφος, ήταν ο καλός φίλος.. «Θα θελα να περνάγαμε τα στερνά μας χρόνια μαζί» σιγοψιθύρισε και ένα δάκρυ κύλισε στο χαραγμένο από το χρόνο πρόσωπο της… Ο Λαυρέντης αρρώστησε το 1977 και η Κοκόλα έπρεπε να είναι κοντά του. Από την «κακιά αρρώστια» που τον βασάνισε έφυγε το 1978. Τον έφερε κοντά της στο νεκροταφείο της Ραφήνας.. Συνέχισε να μένει στο σπιτάκι που με κόπους έκτισαν μαζί.. «Κουράστηκα για να το φτιάξω», μας λέει. «Μέχρι τούβλα και λάσπη κουβάλησα! Ηθελα να ήταν τώρα κοντά μου ο Λαυρέντης…»
Το 1938 ήταν ξεχωριστή χρονιά και για την καριέρα της Κοκόλα..Εκανε την πρώτη εμφάνιση της σαν ερμηνεύτρια δημοτικών τραγουδιών μετά από προτροπή της Μαρίκας Κοτοπούλη. Πρώτη συναυλία της στις 10 Φεβρουαρίου στα «Ολύμπια» μπροστά στους πρεσβευτές όλων των βαλκανικών χωρών. Μεγάλη επιτυχία! Φορούσε, θυμάται μια άσπρη υφαντή πουκαμίσα, αληθινό μετάξι που.. «άρπαξε» από την μητέρα του ο Γιάννης Τσαρούχης!
Παράλληλα με το τραγούδι μέχρι το 1942 συνέχισε να παίζει στο θέατρο στο πλευρό της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Βασίλη Λογοθετίδη, της Μαίρη Αρώνη, του Γιώργου Παππά, της Μιράντα Μυράτ κά. Το 1939 θυμάται την συμμετοχή της στην «Ηλέκτρα» που σκηνοθέτησε ο Κάρολος Κουν για τα 30χρονα της Μαρίκας Κοτοπούλη. «Ηλέκτρα» εκείνη, κορυφαία του χορού η Κοκόλα.
1939. Τα πρώτα σύννεφα του πολέμου είχαν αρχίσει να φαίνονται απειλητικά…
Ο Λαυρέντης φεύγει για τα νέα όπλα του Μεταξά και από εκεί στην πρώτη γραμμή. Στην διάρκεια του πολέμου κάθε κάρτα του από το μέτωπο ήταν γιορτή για την Κοκόλα αλλά και για όλο τον θίασο του «Ρεξ»..
Η Κοκόλα ήταν η πρώτη που τραγούδησε στο κρατικό ραδιόφωνο από την ίδρυση του δημοτικό τραγούδι. Από το 1942 και για όλη την διάρκεια της κατοχής άφησε το θέατρο για το τραγούδι.. Ηταν οι πρώτες μέρες της σκλαβιάς και όλοι το θεώρησαν μεγάλη τόλμη.. Η λογοκρισία δεν επέτρεπε όχι δημοτικό τραγούδι να ακουστεί αλλά ούτε καν οι λέξεις «βουνό», «χωριό», «αέρα», «πατρίδα».. Εκείνη εκεί, τραγουδούσε φορώντας την χρυσοκεντημένη φορεσιά της την χωριάτικη, καταφέρνοντας να περνά μέσα από τα τραγούδια μηνύματα για την λευτεριά, παραφράζοντας τους λογοκριμένους στίχους τους…
Η πρώτη κατοχική συναυλία της έγινε στις 12 Απριλίου 1942 στο θέατρο «Βρετάνια». Στην διάρκεια της κατοχής η Κοκόλα τραγούδησε σε περισσότερες από πέντε χιλιάδες συναυλίες και εκδηλώσεις σε νοσοκομεία των τραυματιών του Αλβανικού μετώπου, σε έκτακτες παραστάσεις στην Αθήνα, Πειραιά, Κοκκινιά, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Ιωνία, Χαροκόπου, Βύρωνα για το «πιάτο του παιδιού». Τραγούδησε για την ενίσχυση των ταμείων αλληλοβοηθείας των εργατών, των δημόσιων ταμείων, για την ένωση συντακτών, για τα ταμεία πνευματικών ιδρυμάτων, τα ταμεία οργανώσεων αντίστασης κλπ. Παράλληλα τραγουδούσε – πάντα δημοτικό τραγούδι – στα θέατρα «Αλκαζάρ», «Παναθήναια», «Οαση», «Απόλλων», «Ερμής», «Λούξ», «Μοντιάλ», «Σαμαρτζή», σε θιάσους όπως του Κυριάκου Μαυρέα, Μίμη Κοκκίνη, Αννας & Μαρίας Καλουτά, Αιμίλιου Βεάκη, Γιώργου Παππά, Αντώνη Γιαννίδη κα.
Ολο αυτό το διάστημα δεν έλειψαν οι φοβέρες των κατακτητών, οι απαγορεύσεις, τα εντάλματα συλλήψεως, τα καθημερινά κουβαλήματα στις πρεσβείες, οι απειλές για εκτόπιση στο.. «Μεγάλο Ράϊχ»! Εκείνη όμως εκεί. Κοντά στον λαό να του δίνει ζωή με το τραγούδι της, να ξυπνάει μέσα του ότι ωραίο και ευγενικό είχε η περήφανη ψυχή του. Δεν άφησε την Ελλάδα – όπως έκαναν πολλοί – για να ζητήσει έξω εύκολη και καλά πληρωμένη εθνική δόξα!!
«Το μεγαλύτερο όπλο του λαού», μας έλεγε η Κοκόλα «είναι το τραγούδι του!. Με αυτό πολεμά, με αυτό χαίρετε, με αυτό οργώνει την γη που τον τρέφει, με αυτό κλαίει, με αυτό γλεντά φτάνοντας ψηλά στον ουρανό, ανακουφίζοντας την ζωή του!»
Σε όλες τις συναυλίες τραγουδούσε δημοτικά τραγούδια από όλη την Ελλάδα και τον Πόντο και έλεγε μαντινάδες. Όταν την άκουγαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ενθουσιάζονταν και της έστελναν λουλούδια, ενώ εκείνη τους απαντούσε τραγουδώντας: «Δεν μπαίνω εγώ στο σόι σας, μηδέ και στην γενιά σας, κάλιο φιλώ τον γάιδαρο παρά την αφεντιά σας!!» Ο κόσμος όρθιος χειροκροτούσε ενώ οι κατακτητές δεν καταλάβαιναν και συνέχιζαν να της πετάνε λουλούδια για να πάρουν μια ακόμα απάντηση: «Οποιος για να φανεί ψηλός [ο Ιταλός] βγαίνει σ αλλού την ράχη [των Γερμανών] άδικο και κακομοιριά και μαύρη μέρα θα χει!!»…
Στην απελευθέρωση τραγουδούσε στην Ομόνοια στο θέατρο «Αλάσκα» στο θίασο Γιάννη Διανέλλου – Φωφώς Λουκά. Καθώς στις 12 Οκτωβρίου του 1944 οι καμπάνες κτυπούσαν και οι Γερμανοί έφευγαν από την Αθήνα ένα πλήθος κόσμου μπήκε στο θέατρο την άρπαξε, όπως ήταν με την στολή και την ανέβασε σ ένα κάρο που ανέβαινε την Σταδίου..Τραγουδούσε μέχρι το Σύνταγμα ενώ ο κόσμος την έραινε με λουλούδια που έκοβε από τα δέντρα. Γύρω της οι Γερμανοί στρατιώτες με τα όπλα, έφευγαν από την Αθήνα.. Την ίδια στιγμή ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών ανήγγειλε: «Ο λαός της Αθήνας γιορτάζει την λευτεριά του με επικεφαλής την Φρόσω Κοκόλα!!»
Η Κοκόλα θυμάται και τον εμφύλιο που ακολούθησε και το βλέμμα της σκοτεινιάζει.. «Δεν μας έφτανε ο πόλεμος, η φρικτή πείνα, οι βασανισμοί, οι διωγμοί, οι θάνατοι, μας ήρθαν και τα Δεκεμβριανά για να μας αποτελειώσουν! Μια χούφτα Ελληνες νίκησαν δυο αυτοκρατορίες και αυτή η χούφτα δεν μπόρεσε να νικήσει τα δικά της πάθη.. Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου!.»
Μετά την απελευθέρωση και για δέκα χρόνια η Κοκόλα βρίσκεται στον σημαντικότατο «Θυμελικό θίασο» του Λίνου Καρζή παίζοντας σε όλες τις τραγωδίες – και κωμωδίες – σε «Επίδαυρο», «Ηρώδειο» και σε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα: «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Λυσιστράτη», «Προμηθέα Δεσμώτη», «Τραχινίες», «Φοίνισσες», «Βάκχες», «Μήδεια», «Ορέστη», «Ανδρομάχη» κά.
Το 1948 παίζει με τον σπουδαίο Βασίλη Λογοθετίδη στο θέατρο «Κεντρικόν» το έργο «Ενας απρόσκλητος μουσαφίρης». Ακολουθεί τουρνέ με τους θιάσους Βασίλη Μεσολογγίτη και Φωφώς Λουκά – Σωτηρίας Ιατρίδου. Το 1953 συνεργάζεται με την Δώρα Στράτου δίνοντας παραστάσεις στην Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη και Κύπρο. «Τότε είχα την τύχη να γνωρίσω δυο μεγάλες φυσιογνωμίες: Τον Oικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα και τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο», θα μας πει. Ακολουθεί η συνεργασία με την Μαίρη Αρώνη στα έργα «Μαντώ Μαυρογένους», «Διαβολεμένη μυλωνού», «Κυρά της αυγής» και περιοδεία με τον Φωτόπουλο και τον Λαυρέντη. Το 1961 παίζει στον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα στον θίασο του Νίκου Χατζίσκου.
Παράλληλα έκανε πολλές συναυλίες πάντα με δημοτικό τραγούδι. Ξεχωριστή στιγμή η συναυλία της τον Οκτώβριο του 1962 στην πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης μπροστά σε χιλιάδες θεατές.
Το 1965 παίζει στον θίασο Ελεάνας Απέργη – Διονύση Παγουλάτου στο θέατρο «Γιώργου Παππά», που είχαν τότε δημιουργήσει στην οδό Σίνα στο έργο του Αλέκου Γαλανού «Τον καιρό της ειρήνης». Θυμάται σήμερα η αγαπημένη μου φίλη η Ελεάνα τις ατέλειωτες ώρες στα καμαρίνια που η Φρόσω της εξιστορούσε τα βάσανα που πέρασε στην διάρκεια της κατοχής και όχι μόνο…
Το 1966 είναι με τον Λαυρέντη στην «Αυλαία» του Πειραιά στο έργο «Ο τελευταίος τίμιος», το 1968 στο θέατρο «Μπουρνέλη»..
Από το 1970 έως και το 1972 συνεργάζεται με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή στα έργα «Ματωμένος γάμος» του Λόρκα και «Μάνα κουράγιο» του Μπρεχτ. «Σαν μικρό παιδί χαιρόμουν παίζοντας δίπλα στην μεγάλη Παξινού όπως χαιρόμουν όταν έπαιζα με την Μαρίκα. Ετρεμα μήπως και δεν φανώ αντάξια της εμπιστοσύνης της!» Μετά με τον Δημήτρη Μυράτ στο έργο «Φόνος στο Ιερό παλάτι». Για πολλά χρόνια έπαιζε στον θίασο του αγαπημένου της φίλου Μίμη Φωτόπουλου στα έργα «Δον Καμίλο», «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ», «Πελοπίδας ο καλός πολίτης» κα.
Τελευταία εμφάνιση της στο θέατρο «Λουζιτάνια» το 1977 στο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου «Χάσαμε την θεία στοπ» – τεράστια θεατρική επιτυχία τότε. Εκείνη την χρονιά αρρώστησε ο Λαυρέντης Διανέλλος και έπρεπε να είναι κοντά του. Ενα χρόνο μετά εκείνος «έφυγε» και εκείνη έφυγε για πάντα από το θέατρο!.
Οπως καταλαβαίνουμε σ’ εκείνη την χειμαρρώδη αφήγηση της τον Μάρτιο του 1980 δεν φαίνεται να της λείπει το θέατρο..Το χόρτασε, του έδωσε όσα είχε, του πρόσφερε την ζωή της, το ίδιο και στο δημοτικό τραγούδι…
H Κοκόλα από το 1952 [«Μαύρη γη»] έως το 1985 [ «Εν πλω»] έπαιξε σε περίπου τριάντα ταινίες. Δούλεψε αρκετά και στην τηλεόραση. Μετά την 5χρονη συμμετοχή της στον «Μεθοριακό σταθμό» [1974-1981] έπαιξε στην «Αφροδίτη» του Ξενόπουλου το 1977, το 1981 στο «Ξενοδοχείο» του Βαγγέλη Κατσάνη, το 1982 στο «Φονιά» του Βιζυηνού, το 1983 στην «Μαργαρίτα Στέφα» του Ξενόπουλου, το 1985 στο «Χαίρε Τάσο Καρατάσο» και «Στον αργαλειό του φεγγαριού» και σε πολλά μονόπρακτα. Λίγη πίκρα ένιωθε για κάποιους ανθρώπους της τηλεόρασης που της έδωσαν εκείνα τα χρόνια δουλειά αλλά δεν την αντιμετώπισαν όπως της άξιζε.. Κάποιοι ούτε καν το όνομα της έβαζαν στους τίτλους! Εκείνη δεν έλεγε τίποτα. Η πίκρα όμως έμεινε.. «Οι άνθρωποι ξεχνάνε εύκολα» θα μας πει κάποια στιγμή…
Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω πως από την μια αυτή η γυναίκα είχε στα χέρια της ένα παραφουσκωμένο ντοσιέ με ευχαριστήριες επιστολές από υπουργούς, στρατηγούς, διοικητές δημόσιων οργανισμών, διευθυντές νοσοκομείων, για την κατοχική προσφορά της, από την άλλη να έχει κάνει ένα μεγάλο σημαντικό δρόμο στο θέατρο, να έχει βγάλει από την αφάνεια το δημοτικό μας τραγούδι αφού πρώτη αυτή το τραγούδησε στο θέατρο και στο ραδιόφωνο και από την άλλη η «αμοιβή» της για όλα αυτά να είναι μια σύνταξη.. 7000 δραχμές!!! Τότε δεν καταλάβαινα πως μπορεί να συμβαίνει αυτό.. Σήμερα ξέρω πως αυτό ήταν.. «φυσικό»!. Ποτέ δεν υπήρξε αξιοκρατία στην Ελλάδα και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους της σημερινής κατάντιας της χώρας μας, στην οποία μας έφεραν ανίκανοι πολιτικοί που κυβέρνησαν τα τελευταία αρκετά χρόνια..
Είχε βραδιάσει για τα καλά, ίσα – ίσα προλαβαίναμε το τελευταίο λεωφορείο για την Αθήνα.. «Σας ευχαριστώ που με θυμηθήκατε και ήρθατε να με συντροφεύσετε εδώ στην μοναξιά μου» τα τελευταία λόγια της Κοκόλας καθώς μας αποχαιρετούσε στην πόρτα της αυλής του σπιτιού της…
Τα επόμενα δώδεκα χρόνια την έβλεπα συχνά.. Κάποια στιγμή την πήγα στο σπίτι της κας Αλίκης που τότε δούλευα μαζί της. Ξανά συναντήθηκαν μετά από σχεδόν πενήντα χρόνια! Μάλιστα η κα Αλίκη της πρότεινε να παίξουν ξανά μαζί στο έργο του Ξενόπουλου «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας» που ανέβασε το 1985 στο θέατρο της, την «Πύλη». Όμως η Φρόσω δεν ήθελε να ξανά παίξει στο θέατρο!. Ηρθε και στην γειτονιά μου την Πλατεία Κολιάτσου. Ηθελε να ξανά δει στην οδό Νάξου 56 το παλιό της οικοτροφείο όπου έζησε δέκα τρία χρόνια και που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Με δάκρυα στα μάτια και χωρίς να μιλάει στάθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο για ώρα..
Εκείνη μου τηλεφωνούσε σπάνια. Δεν ήθελε να με ενοχλεί! Ενόχληση το όλο ζωντάνια τηλεφωνημά της.. Πάντα είχε να μου πει κάτι καινούργιο, όλο σχέδια και όλα με ενθουσιασμό μικρού παιδιού που με έκανε να ξεχνώ κάθε δικό μου πρόβλημα.. Μόνο κάτι χειμωνιάτικα βράδια από την άλλη άκρη της γραμμής άκουγα την φωνή της Φρόσως διαφορετική… Ηταν νύχτες που γύρω από το σπίτι της έγερναν απειλητικά οι μαύρες σκιές των πεύκων και των κυπαρισσιών και εκείνη μου σιγοψιθύριζε: «Σ ευχαριστώ που μου τηλεφώνησες».. Την σκεπτόμουν πιο έντονα κάθε φορά που ο ουρανός σκοτείνιαζε, που τα σύννεφα βάραιναν και ερχόταν καταιγίδα…Ηξερα ότι εκείνη θα ήταν εκεί στη γωνιά της περιμένοντας δυο κουβέντες από ένα φίλο…
Προσπάθησα τα επόμενα χρόνια να κάνω ότι μπορούσα για την Φρόσω. Ελάχιστα κατάφερα. Δυστυχώς τα καθημερινά προβλήματα δεν μας αφήνουν χρόνο να ασχοληθούμε με αυτούς που πραγματικά αξίζουν..Τα μικρά, τα ασήμαντα – και οι ασήμαντοι άνθρωποι – μας πνίγουν…
Στις 8 Νοεμβρίου 1982 οργάνωσα στο θέατρο «Κώστα Μουσούρη» – όπου τότε δούλευα στο πλευρό της αγαπημένης μου Τζένης Ρουσσέα – μια βραδιά για την Φρόσω. Ηρθαν και μίλησαν για εκείνη ο Μίμης Φωτόπουλος, η Μιράντα Μυράτ, ο Ασημάκης Γιαλαμάς, ο Βασίλης Μεσολογγίτης. Βασικός ομιλητής ο Πειραιώτης λογοτέχνης Αγγελος Βογάσαρης, ενώ εγώ έκανα την παρουσίαση της βραδιάς με φοβερό τρακ – πρώτη φορά επάνω στην σκηνή!… Η Τζένη Ρουσσέα υποδέχτηκε στην σκηνή του θεάτρου της την Κοκόλα και εκείνη ντυμένη την παραδοσιακή φορεσιά της τραγούδησε συγκλονιστικά πέντε δημοτικά τραγούδια μαζί με τους παλιούς μουσικούς της.. Στην συνέχεια πρόσφερε σε όλους τους θεατές – περίπου τριακόσιοι – από ένα κλαράκι δεντρολίβανο όπως έκανε στις πέντε χιλιάδες κατοχικές συναυλίες της!. Ο αγαπημένος της δάσκαλος Κάρολος Κουν – άρρωστος τότε – της έστειλε ένα καλάθι λουλούδια και ευχές: «Συχνά θυμάμαι τα παλιά» της έγραφε. Εστειλε και τον βασικό συνεργάτη του Μίμη Κουγιουμτζή μ ένα κινηματογραφικό συνεργείο και απαθανάτισε στιγμιότυπα από την εκδήλωση, που μαζί με μια δήλωση της Κοκόλα συμπεριλήφθηκαν σε ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα για το «Θέατρο Τέχνης» μια και Φρόσω ήταν η πρώτη του πρωταγωνίστρια..
Γράφει η Φρόσω στο βιβλίο της: «Ο Δημήτρης έδωσε ζωή στη μοναξιά μου! Χαιρόμουν να διαβάζω κείμενα του για μένα σε όλα τα έντυπα που υπήρχαν τότε. Για την βραδιά στο «Μουσούρη» τι να πώ; Καλό μου παιδί πόσο φρόντισες την γιορτή της Κοκόλα!.. Φεύγοντας εκείνο το βράδυ από το θέατρο ευχαριστούσα το θεό γι αυτή την γιορτή.. Θυμήθηκα τον λόγο που κάποτε μου είχε πεί η νονά μου: «Από εκεί που άρχισες, εκεί θα τελειώσεις!.» Ετσι έγινε τελικά!!. Από το θέατρο «Αλίκης» άρχισα, στο θέατρο «Αλίκης» – σημερινό «Μουσούρη» – τελείωσα με αυτή την βραδιά!!» Εκείνη την νύχτα η Φρόσω ανέβηκε για τελευταία φορά στην σκηνή!.
1988. Το τηλέφωνο του γραφείου μου κτυπά. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούω την φωνή της Φρόσως: «Με ξέχασες, σε ψάχνω»..Τα μικρά, τα ασήμαντα που λέγαμε πιο πάνω με είχαν κρατήσει μακριά της ένα-δυο μήνες.. «Τελείωσα το γράψιμο του βιβλίου μου και θέλω να το φτιάξεις εσύ».. Πάλι νέα σχέδια η Φρόσω..
Ακολούθησαν αρκετοί μήνες δουλεύοντας πάνω στα σκόρπια κείμενα που είχε γράψει.. Δεν είχε χρονολογική συνέχεια η αφήγηση της, δεν ήταν εύκολο να την παρακολουθήσεις. Μετά από αρκετή προσπάθεια – δεν ήμουν και ειδικός – και πολλά βάσανα με απίθανους εκδότες που είχε βρει, το 1989 κυκλοφορεί το βιβλίο της με τον τίτλο.. «Ηλιε ανάτειλε. Ηλιε λάμψε και δωσ μου». Τι τύχη είχε αυτό το βιβλίο δεν ξέρω..
«Αυτό το βιβλίο είναι το τελευταίο της «όπλο» έγραφα στον πρόλογο. «Με αυτό θέλει να κάνει γνωστό ότι έχει στα χέρια της ένα θησαυρό ανεκτίμητο. Μια σειρά από παραδοσιακές φορεσιές από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Θέλει κάπου να τοποθετηθούν να μην καταστραφούν. Από την άλλη έχει πάνω από 250 δημοτικά τραγούδια που με κόπο μάζεψε γυρίζοντας από χωριό σε χωριό, τραγούδια άγνωστα που θα πρέπει κάποιος να τα αξιοποιήσει, ίσως μέσα από τις σελίδες κάποιου άλλου βιβλίου..»
Θα με ρωτήσετε τώρα, τι έγινε όλο αυτό το υλικό; Δεν ξέρω! Από το 1992 και μετά δεν είχα καμία επικοινωνία με την Φρόσω.. Εκείνη την εποχή έφευγα μεγάλα διαστήματα από την Αθήνα περιοδεία με μουσικά και θεατρικά σχήματα, έτσι απομακρύνθηκα από κοντά της, αλλά και εκείνη δεν έκανε καμία προσπάθεια να επικοινωνήσει μαζί μου.. Δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν δείξεις ενδιαφέρον σε θεωρούν «κτήμα» τους, σε θέλουν πάντα εκεί!.. Δεν υπολογίζουν ότι και εσύ έχεις δουλειές, έχεις προβλήματα και εσύ έχεις ανάγκη από την προσοχή τους…
Για να κλείσω αυτό το κείμενο έπρεπε από κάπου να μάθω πότε «έφυγε» η Φρόσω ή μήπως ζούσε ακόμα; Τώρα θα είναι εκατό χρονών!.. Στο διαδίκτυο δεν αναφερόταν πουθενά ημερομηνία θανάτου της.. Τα τηλέφωνα της κόρης, της αδελφής της δεν λειτουργούσαν πια, το δικό της το είχε κάποιος άλλος. Ετσι ξεκίνησα να ψάχνω από το ληξιαρχείο της Ραφήνας όπου είχε ταφή ο Λαυρέντης. Εκεί η κα Μαυριγιαννάκη βρήκε ότι η «μερίδα» του ήταν στον Δήμο Καλλιθέας, απ όπου με πληροφόρησαν ότι είχε μεταδημοτεύσει πριν πολλά χρόνια στην Κοινότητα Νέα Μάκρης. Μετά από έρευνα, η εξυπηρετικότατη κα Βασιλάκη στο Ληξιαρχείο του Δήμου Νέας Μάκρης βρήκε την ληξιαρχική πράξη θανάτου της. Η Φρόσω «έφυγε» στις 13 Μαίου 1999 σε ηλικία 87 ετών. Κανείς τότε δεν έμαθε για τον θάνατο της, δεν γράφτηκε για εκείνη μια λέξη!.. Επιθυμία της; Δεν νομίζω.. Αρεσε στην Φρόσω η αναγνώριση του έργου της, χαιρόταν θυμάμαι τα κείμενα που έγραφα για εκείνη τα δώδεκα χρόνια της γνωριμίας μας..
Αυτό όμως που με στεναχώρησε – γιατί τώρα συνειδητοποίησα ότι η Φρόσω δεν υπάρχει – ήταν ότι δεν βρέθηκε κανείς τότε από την οικογένεια της να μου κάνει ένα τηλέφωνο…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
1. Η Φρόσω Κοκόλα το 1985 στο σπίτι της.
2. Η Φ. Κοκόλα με φόντο μακέτα κοστουμιού που έφτιαξε για εκείνη το 1942 ο Γιάννης Τσαρούχης.
3. Η Φ. Κοκόλα με την αδελφή της Ιωάννα το 1926 στο οικοτροφείο.
4. Η Φ. Κοκόλα με τον συντροφό της – τον αγαπημένο «πατέρα» του σινεμά – Λαυρέντη Διανέλλο.
5. Η Φ. Κοκόλα μαζί με την Δήμητρα Ζέζα το 1977 στην τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο στο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου «Χάσαμε την θεία στοπ».
6. Η Φ. Κοκόλα στην σκηνή του θεάτρου «Μουσούρη» στο αφιέρωμα που της ετοίμασα το 1982.
7. Από την ίδια βραδυά το 1982, η Τζένη Ρουσσέα, ο Ιάκωβος Ηλίας [πρώτο βιολί],η Φρόσω Κοκόλα και ο Πειραιώτης λογοτέχνης Αγγελος Βογάσαρης.
8. Σκίτσο της Κοκόλα στο εξώφυλλο του βιβλίου της.
9. Μαζί με την Φρόσω στο σπίτι της το 1988, όταν ετοιμάζαμε το βιβλίο της.
10. Σε μια γωνιά του σπιτιού της δίπλα στην φωτογραφία του Διανέλλου η Φρόσω το 1985.
11. Δίπλα στο τζάκι, από την ίδια φωτογράφηση που έκανε η αγαπημένη τότε φίλη Κάτε Παπανικολάου που δεν υπάρχει πια.
12. Με συντροφιά τα δυο σκυλιά της στο σπίτι της στο Μάτι το 1985.
ΒΙΝΤΕΟ
Από το αρχείο της ΕΡΤ το έργο του Μίμη Φωτόπουλου «Πελοπίδας ο καλός Πολίτης» που ανέβηκε το 1976 στο θέατρο «Ακάδημος» και σε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Στο ρόλο της Χαρίκλειας η Φρόσω Κοκόλα. [ διάρκεια 106΄]
http://www.vustv.com/TEnZp0Fcs1wQV