«εσθ’ ήμαρ, ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται
και ες αεί έσται!»*
οι γραικύλοι
(τα ελληνοειδή τέρατα)
πρώτο μέρος
ήρθαν οι σοφισμένοι
να σοφίσουνε τον ασόφιστο·
και το Σοφό
δε χώραγε στη σοφία τους!
κι ήρθαν οι δικιωτές
να δικιώσουνε τον αδίκιωτο·
και το Δίκιο
δε χώραγε στη δικιοσύνη τους!
κι ήρθαν οι άλλοι∙
με την ύβρη στα χείλη
και τη βία του σίδερου∙
μ’ ένα δισάκι σκύβαλα
κι άλογη πίστη
να σιγάσουνε
το απορείν και θαυμάζειν!
κι ήρθανε πάλι και πάλι
-όπως μύριες φορές-
οι…άσπονδοι φίλοι μας
να τσακίσουν τη σκέψη
να τη φέρουν στο ίσο τους!!
φευγατίσανε την αλήθεια…
και την είπανε…«θύραθεν»!
μυκτηρίσανε του Φοίβου την ομορφιά
χτίζοντας το βωμό της αχαροσύνης
με τσακισμένα
κορινθιακά κιονόκρανα
δογματίζοντας πως τάχα:
«ο αρχαίος Λόγος πέθανε…»
κι η Θεά Γαία οργισμένη
αποστράφηκε τον άχαρο λόγο τους,
ότι ακούγονταν πιότερο
οι κραυγές και οι βόγγοι του Έλληνα
απ’ τα κουδουνίσματα των αγιώνε τους…
κι ήρθαν ουρλιάζοντας τα τσακάλια
κι οι λύκοι του Γιεχωβά
με μια αγιοσύνη κάλπικη
στερημένοι και άξεστοι
της Ομορφιάς του Απόλλωνα
και του άρρητου Λόγου…
και ξαμώσανε το ανίερο χέρι τους
στο σοφό και στο μέτρο
ανίκανοι να γευτούνε
την ομορφιά και τη γνώση…
χτίσανε βωμό στο μέτοικο θεό
με τ’ ασβεστωμένα αετώματα
της Αθηνάς Ειρήνης
και με βιάση καλύψανε
το βέβηλο πρόσωπο της ασκήμιας τους
με τα σπασμένα φτερά
του αγριοπερίστερου…
πασχίζοντας τα κάψουν
το…μυσαρό γένος των Ελλήνων
οι μέτοικοι άγιοι τ’ ανύπαρχτου θεού!
κι ήρθαν οι βάρβαρες ορδές
των μελανειμονούντων·
με τα μακριά τους περόνια
να καρφώσουν το φως…
και μη μπορώντας˙
ότι ήτανε πολλά
πιο πάνω απ’ το μπόι τους,
ξαμώσανε πελέκια
με τα λερά τους χέρια
τα μάρμαρα του Ήλιου να συντρίψουνε
τραγουδώντας ανίερους ύμνους
στο μουχτερό θεό τους…
ανέντροπα βεβηλώσανε
την ομορφιά και το μέτρο
και πήρανε φεύγοντας
τη σκόνη της ¨δόξας¨
στις πεταλωμένες τους μπότες…
κι έπειτα
κι ήρθαν εκείνοι
¨οι τα φαιά φορούντες…¨
με χρυσά σιρίτια και μίτρες
και χαρές παιδιάτικες
στα λείψανα των αιώνων…
κι όντας αρπάξανε τις βίβλους
με τις γενεαλογίες και τα έργα
των εδικώνε μας μαρτύρων˙
ρίξανε μπόλικη λάσπη
στα δίπτυχα της Ιστορίας
του κάκου πασχίζοντας
με μαύρους αιώνες
να νυχτώσουν το χάραμα!
κι έπειτα οι τυμβωρύχοι
των σκοτεινών κοιμητηρίων
-μαυροντυμένοι οχτρέλληνες-
βάψανε χλωμό το πρόσωπό τους
και ξαμώσανε τ’ άδικο χέρι τους
με ξύλα, πέτρες και σίδερα
στα ξενιτεμένα οράματα
των απογυμνωμένων κρανίων…
γκρεμίσανε νυχτωμένοι
τους Ολύμπιους Ναούς
πασχίζοντας να καλύψουν
μ’ ανίερες κραυγές
τον Ύμνο του Απόλλωνα
βάνοντας το μίσος ταφόπλακα
στην καθάρια τη σκέψη…
τσακίσανε τις χορδές
της γλυκύφθογγης λύρας
και φευγάτισαν
τον αχό του διθύραμβου…
στομώσανε το βακχικό τραγούδι
χουγιάζοντας στα ρουμάνια
τους έρωτες των Μουσών…
ξυλεύτηκαν οι βέβηλοι
στην ιερά δρυ της Δωδώνης
κι υλοτόμησαν ανελέητα
το ιερό άντρο
του Τροφώνιου
σβώντας
την ιερή λυχνία…
πασχίσανε του κάκου
να ξενιτέψουνε
το τραγούδημα των Νηρηΐδων
και φέρανε στερνότερα
τις ορδές των θυμιατισμένων
πασχίζοντας να θολώσουνε
τα μαντικά νερά της Κασταλίας,
να γκρεμίσουνε τα σκολειά μας
και να σιγάσουνε την αλήθεια μας…
κι οι άβουλοι δέχτηκαν
την ασόφιστη πρόληψη
και το άλογο δόγμα
φοραίνοντας κατάσαρκα
το μουχτερό θεό τους
κι ορμήσανε πάλι και πάλι
όπως τόσες φορές
-καιροσκόποι και προδότες-
που καμώνονται τάχα μου˙ Έλληνες˙
χωρίς τίποτα ελληνικό
να δένει πάνω τους
κρύβοντας την άχαρη σκέψη τους
με το σκουφί της προδοσίας…
κι υψώνοντας ανάποδα
τη γαλάζια σημαία
του προδομένου τόπου˙
οϊδίσανε ανέντροπα
οι ¨δικοί¨ μας βιαστές
με τους άλλους
ανταλλάσσοντας-όπως πάντα-
μια κούπα αίμα
με μια παλάμη κέρματα…
πομπέψανε τους σοφούς μας,
και φιμώσανε την αλήθεια τους…
συντρίψανε ουρλιάζοντας τα χνάρια τους
στα μνημεία του κάλλους
και χλεύασαν τη σκέψη τους…
αφορίσανε το όνομα Έλλην
κι εμποδίσανε νυχτωμένοι
στα δικά μας παιδιά
τα ονόματα των προγόνων μας
κι έκαμαν το νου πιο σκοτεινό
κι απ’ την άχαρη όψη τους…
κι απέ˙
φορέσανε το μίσος
του ’ματοβαμμένου θεού τους
και με βιάση κρεμάσανε
σε γερτούς φανοστάτες
το λεύτερο στοχασμό…
στερνά σκυβαλίσανε τ’ όνειρο
με τρύπια κρανία και μ’ άδικο…
δείχνοντας από συνήθειο
-με το δάχτυλο της ντροπής-
το λαβωμένο δίκιο…
και στερνότερα
φέρανε τον άγιο και το βάρβαρο
δασκαλεμένους
να νοματίσουν αλλιώς˙
τη Μίλητο και την Έφεσο
την Αλικαρνασσό και τον Κολοφώνα
τη Σμύρνη και τη Φώκαια
την Κύμη και τη Μύρινα
τις Κλαζομενές και την Κνίδο
την Τραπεζούντα και τη Σινώπη
για να σβήσουν για πάντα
τη λάμψη του Φοίβου
ότι δεν άντεχε την Αλήθεια Του
ο λειψερός θεός τους…
κι ακόμη στις μέρες μας
μερίζουν τα κέρματα
-αντίτιμο της πατρίδας-
λογαριάζοντας άναυγα
χρηματισμούς προδοσίας…
*****
όμως ιδού
στο γνέψιμο του Φοίβου
το Φως ορθώνει το δίκιο του
με τ’ αηδονιού το τραγούδημα
στην καταιγίδα τ’ άδικου…
κι ο άνεμος σιγαληνά
παίζει στα δάκτυλά του
μ’ ένα τσακισμένο καλάμι
το χρησμό της επόμενης ημέρας˙
ότι ιδού˙
το σοφό και το δίκιο
το μέτρο κι ο λόγος
θενά χωρέσουνε ξανά
στο λογισμό τ’ ανθρώπου…
*****