Μικρά διηγήματα από τις “Παλιές Αγάπες”.
Στη Ρούμελ’ είναι η λεβεντιά
και στο Μοριά είν’ η γνώση,
– Μωρ’ εσύ ’σαι, Πέτρο;
– Γιωργάκη, εσύ!
Και με το σπιθοβόλημα των ματιών, που έδειχνε την ελπίδα της ψυχής· με την αποφασιστική ροπή, που φανέρωνε την ανυπομονησία των νεύρων· με το τρεμούλιασμα της φωνής, που πρόδινε της σάρκας τη συγκίνηση, άνοιξαν οργιές τα χέρια και ρίχτηκαν στην αγκαλιά ο ένας τ’ αλλουνού. Και από τον τόσο λαό, που περνοδιάβαινε έξω στο λιθοστρωμένο δρόμο της Σπηλιάς: τους Εβραίους, που ξυπόλυτοι κουβαλούσανε τ’ ασκιά από τα Τελωνείο· του ψωμά και του μανάβη και του κουρέα, που έκραζαν με ξεφωνητά τους πελάτες· του σαράφη, που μπροστά στο τραπεζάκι του έπαιζε τα τάλιρα, βασανίζοντας με τον ήχο και τη λαμπρότη τους τον αντικρινό μπαλωματή, κανείς ούτε πρόσεξε, ούτε ήταν ικανός να αισθανθεί τη λαχτάρα, που είχαν στο αγκάλιασμά τους οι δυο φίλοι.
Εδώ και πέντε λεφτά πριν ο ένας δε γνώριζε τον άλλον. Ο Γιωργάκης Λαμπρόπουλος καθότανε ανάμεσα στις πραμάτειες του, στα στρώματα και τα σκοινιά, τις στοίβες των κεφαλοτυριών και τους σωρούς των γυαλικών, τους ώμους στηρίζοντας στην κάσα του, το κεφάλι μισογυρισμένο, τα μάτια μισοκλεισμένα, κάτω από την πλέχτρα των σκόρδων και του κεράτου, σαν πολεμιστής ανάμεσα στις δάφνες της νίκης του, κάτω από την αγαπημένη του σημαία. Καθώς όμως πάτησε στο κατώφλι ο Πετρολέτσος ψηλός, λεβεντόκορμος, ξεσκλιάρης μα μεγαλόπρεπος, ζητώντας ένα όβολο τυρί να κολατσίσει, σαν να πλάκωσε ο ίσκιος του τον μπακάλη, σήκωσε το κεφάλι και η φωνή συγκλόνισε για μιας τ’ αποκαρωμένα νεύρα του. Σαν αστραπή πέρασε στο νου του η υποψία πως κάπου τ’ απάντησε το πρόσωπο εκείνο, κάπου την άκουσε κείνη τη φωνή, πως τ’ αγάπησε άλλοτε κείνο το κορμί. Η φαντασία του άρχισε να πλέκει την κλωνά της φωτεινή στα περασμένα, παντού ψηλαφώντας και πασπατεύοντας, στα κλώσματα και τα παραστρατίσματα της εβδομηντάρικης ζωής του. Νεκρούς ξέθαψε από τα μνήματα, ξανάνιωσε γερόντους, έσυρε σε λύπες και σε χαρές, σε φιλίες και σ’ έχθρητες, σε γάμους και σε νεκροπομπές. Μα δεν κατόρθωσε άλλο παρά να ζαλιστεί και να πονέσει· για τα χρόνια που έφυγαν, για τα παθήματα που τον ήβραν. Άξαφνα πέταξε μπροστά του ξανθομούστακος και γαλανομάτης παλικαράς, ο Πετρολέτσος, ο φίλος του, ο αδερφός του! Και τώρα ανάμεσα στο μαγαζί οι δυο φίλοι, ψαρομάλληδες, σαρακοφαγωμένοι, σφιχταγκαλιάζονται και γλυκοφιλιώνται με τα δάκρυα βροχή στα μάτια.
– Μωρ’ εσύ ’σαι, Πέτρο;
– Γιωργάκη, εσύ!
Τέλος χωριστήκανε κι ο ένας κοίταξε τον άλλον με περιέργεια. Μεγάλη απορία ζωγραφήθηκε στα πρόσωπά τους, σαν να μη μπορούσαν να καταλάβουν πως έγινε κι από τα σπαρταριστά νιάτα γκρεμίστηκαν για μιας στ’ άχαρα γεράματα.
– Καημένε, γεράσαμε! είπε αργοκουνώντας το κεφάλι ο Λαμπρόπουλος.
– Γεράσαμε κι αλλάξαμε! πρόσθεσε ο Πετρολέτσος πικραμένος. Σωστός Κορφιάτης μου φαίνεσαι.
Και σφουγγίζοντας με το μανικοπουκάμισο τα δάκρυά του, κοίταζε και ξανακοίταζε το φίλο του, σαν να ζητούσε κάτω από το βαρύ εκείνο σώμα, το στρογγυλό κεφάλι, τα κρεμαστά φρεσκοξουρισμένα μάγουλα, και τον παχύ λαιμό, το λυγερό παλιό του σύντροφο· σαν να ζητούσε κάτω από την υγρή και σουρτή μιλιά ν ακούσει τους στρογγυλούς μοραΐτικους ήχους· σαν να ήθελε να ιδεί τον αλαφρό αέρα του κορμιού και των ματιών το σπιθοβόλημα και το διαβολικό γοργοπαίξιμο του προσώπου, κάτω από το νυσταγμένο πρόσωπο ενού Κορφιάτη νοικοκύρη.
– Μωρ εσύ ’σαι ο Γιώργος, που τα ’βαλες μ’ όλους τους κοντοστάμπελους στην Οβριακή! φώναζε δυσκολόπιστος.
Ήρθε στο νου του άξαφνα η πρώτη φορά, που γνωριστήκανε μέσα στη Οβριακή, στο φοβερό καυγά. Ο Πετρολέτσος από μικρός στο νησί, όταν ο πατέρας του πέρασε συφάμελος από τ’ Αργυρόκαστρο, φεύγοντας τη λύσσα του Αληπασά· ο Λαμπρόπουλος φευγάτος από τον Κάμπο της Γαστούνης για να γλυτώσει από τους μαχαιράδες του δημογέροντα, ήταν αδύνατο να γνωριστούν στον ξένον τόπο, που τον έσφιγγε και κείνον τον Σουλτάν Θωμά η αλύγιστη παλάμη. Μα όσα φέρν’ η ώρα δεν τα φέρνει όλος ο χρόνος. Ο Μοραΐτης στον καυγά εκείνο έδειξε φοβερή παλικαριά. Ξαρμάτωτος, μ’ ένα πόδι σκαμνιού στο χέρι ρίχτηκε στην αρματωμένη εξουσία, άνοιξε κεφάλια, τσάκισε κόκαλα και τέλος τους σκόρπισε όλους. Ο Ρουμελιώτης από φυσικό του σεβασμό στην παλικαριά, έκρυψε το Μοραΐτη στο μαγαζί του, χωρίς να συλλογιστεί πως αν τον έβρισκαν, θα στέλνανε και κείνον στην κρεμάλα. Κατόρθωσαν όμως να μην ανακαλυφτούν κι έμειναν αιματωμένοι οι κοντοστάμπελοι και φίλοι αχώριστοι οι δυο νέοι. Μα τώρα πώς μπορούσε να πιστέψει ο Πετρολέτσος ότι το πιθάρι που κάθεται μπροστά του είναι κείνος ο παλικαράς; Και πάντα ίδιος, όπως στα νιάτα και στα γεράματα, ετοιμάζεται να σωριάσει θαυμαστικά για το ανδραγάθημα εκείνο. Η παλικαριά όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν παλιώνει.
Μα ο Λαμπρόπουλος του έκοψε τη φόρα:
– Άσ’ τα τώρα, περάσανε· είπε. Παλαβομάρες παιδιάτικες· όλο παλαβομάρες!… Και συ πως βρίσκεται; τι γένεσαι;
– Α! είπε με αδιαφορία μεγάλη· βουκόλος γυρίζω… Αμ’ εσύ;
– Έχω τάλαρα!…
– Τι λες! αλήθεια; φώναξε ο Πετρολέτσος με χαρά. Μπράβο! Μα πώς, μωρ’ αδερφέ, πώς!…
– Πώς; με αγώνες και κόπους… Για φαντάσου πόσα χρόνια είναι που χωρίσαμε!
– Θυμάμαι και γω!… Σαν έφυγα για τον πόλεμο εσύ πουλούσες σαπούνι στα καντούνια.
– Τι καλά που δε σε άκουσα να έρθω μαζί σου! Τι απόχτησες με τα τρεχάματά σου; Πες μου έχεις τίποτσι;
– Μπα· ό,τι φορώ κλέφτη δε φοβάμαι.
Και μ’ ένα βεργολύγισμα περήφανο, που δε θα το έκανε χρυσοφορεμένο βασιλόπουλο, έδειξε ο Ρουμελιώτης τα τρυπημένα του γουρνοτσάρουχα, τις ξηλωμένες κάλτσες του, τη λερή και ξεσκλισμένη φουστανέλα του τα ξεφτισμένα μεϊντανογέλεκα και το λιγδωμένο φέσι του. Έδειξε ακόμη στη μέση του το σιλάχι μαύρο, καταζαρωμένο, με το ξύγκι απάνω του σαν λέπια ψαριού, με το μαυρομάνικο λάζο μέσα και δυο τρεις αλυσίδες, που βαστούσανε δεξιά τον ασημοσουγιά κι ένα λουρί μισολιωμένο αριστερά με τρεις τοκάδες – μοναχή αρματωσιά και στολίδια του.
– Και βαστιόσουνα καλά σαν έφυγες· είπε κουνώντας τα κεφάλι ο Λαμπρόπουλος. Το ψωμάδικό σου στην Πόρτα Ριάλα έκανε δουλειά· είχες ούλη την Οβριακή απάνου σου. Αν βάσταγες κεφάλι, τώρα θα είχες μηχανές και θα τάιζες ούλη τη χώρα. Ψεσινός άθρωπος ο Μεϊντάνης κι έχει εκατομμύριο!…
– Και δε θα ’χανα τους γονιούς μου!… πρόσθεσε ο Πετρολέτσος, στυλώνοντας το βλέμμα στον κούφιον αέρα, σαν να διάβαζε τα περασμένα.
– Οι γονιοί σου! φώναξε ο Λαμπρόπουλος, Οι γονιοί σου! Διακονιά βγήκανε! Το ξέρεις που βγήκαν διακονιά!… Ακούς ο Πετρολέτσος διακονιά! Ακούς η βαφτισιμιά του Τζαβέλλα διακονιά!… Και στο τέλος ο πατέρας σου γύριζε παλαβός στο Μαντούκι, μπαίγνιο του κόσμου κι η μάνα σου έπεσε στη Γαρίτσα και πνίγηκε…
– Σώπα για όνομα Θεού! σώπα!… είπε ο Πετρολέτσος, κουνώντας τα χέρια και γυρίζοντας τα μάτια, λες κι ήθελε να διώξει φοβερό φάντασμα.
Μα ο Μοραΐτης, σα να τον έπιασε ο πειρασμός εκείνος της φυλής του να γελάσει με την απελπισία του άλλου, να φανεί πως είναι έξυπνος, πως όλα με την τσαχπινιά του τα καταφέρνει και πως οι άλλοι χαντακώνονται σε φαντασίες μόνον, άρχισε με περισσότερο θυμό:
– Τι τσώπα, μωρέ, τι τσώπα! Ά δα δε σου τα ’λεγα, ο κακόρκος, από τότες: – Μωρέ, κάτσε και τήρα τη δουλειά σου! Καλά καθόμαστε δω· λευτεριά έχουμε με τσ’ Εγγλέζους.
– Μα τ’ αδέρφια μας … η Πατρίδα…
– Τι Πατρίδα; Πού σε είδε σένα η Πατρίδα; Πού την ξέρεις; Τάισε τσου γονιούς σου που πείνασαν;… Εσένα σε τάισε!… Μα να ειπείς ήταν και το μυαλό – παιδιάτικο μυαλό! Πρόσθεσε μαλακότερα ο Μοραΐτης. Να, εγώ που σου μιλώ έτσι, δε μπήκα στο καράβι με τσου Παργινούς να κατεβώ στη φωτιά;
– Α! έκαμε ο Πετρολέτσος, κοιτάζοντας το φίλο του κατάματα, σαν να έλεγε: Βλέπεις; Δεν έχω άδικο· η πατρίδα πάντα πατρίδα είναι· πονιέται!…
– Ναίσκε· εξακολούθησε κείνος χωρίς να τον προσέξει· πήγε τότενες ο Κυριακούλης να βαρέσει τσι Αρβανιτάδες στο Φανάρι και πήγαμε να τσου δώκουμε βοήθεια. Μα ώστε να φτάσουμε κει τελείωσε ο πόλεμος. Οι Μανιάτες με το λείψανο του Κυριακούλη κατεβήκανε στο Μισολόγγι κι οι Αρβανιτάδες αφέντευαν σ’ όλο το περγιάλι. Τότενες οι Παργινοί είπαν να κατέβουμε στο Μισολόγγι· μα εγώ κατάλαβα πως δεν ήμουν για πόλεμο και πέρασα ολονυχτίς στσου Παξούς. Από τότενες ήβρα την τύχη μου…
– Τότε που λες έκανα και γω τον πρώτο μου πόλεμο· τον έκοψε ο Ρουμελιώτης. Βαρέσαμε τους Τούρκους στο Μοριά. Ήταν άμετρη Τουρκιά και λιγοστοί εμείς, μα διαλεγμένοι. Βαστάξανε καλά οι οχτροί, στο τέλος τσακίσανε… Όρε, μάτια μου, θέρο που στον κάναμε!
Κι έριξε τα μάτια του μακριά πύρινα, λες κι ήθελε να φωτίσει τα περασμένα. Είχε τα δασά του φρύδια σμιχτά· έσκαζε το ρουθούνι σαν να μυριζότανε τη μπαρούτη της μάχης· κουνούσε τα χέρια σαν να έδινε ζερβόδεξα σπαθιές θανατοφόρες κι έβλεπε τώρα να φεύγουν τους οχτρούς και νικήτριες την Πίστη και την Πατρίδα. Τα λόγια του φίλου του, το Φανάρι, ο Κυριακούλης, οι Αρβανίτες, λόγια αλησμόνητα στη ζωή του, γιατ’ ήταν της ζωής του τ’ όνειρο, στέγνωσαν ευθύς τα δάκρυά του, έδιωξαν από τα φυλλοκάρδια του το φαρμάκι και τον φέρανε πάλι στην πρώτη του θέση, που δεν ήθελε ν’ αφήσει παρά νεκρός.
Μα ο Λαμπρόπουλος, κλωθογυρίζοντας κι αυτός στα περασμένα, περήφανος για το κατόρθωμά του, εξακολούθησε χωρίς να τον προσέξει.
– Στσου Παξούς, που λες, ήβρα δυο καλούς συντρόφους. Άξιοι αθρώποι! Δε χάνονταν σε λόγια. Βρίσκουμ’ ένα καϊκάκι και τραβούμε στα σκαλώματα του Μοριά και στα πόρτα τση Ρούμελης. Εκεί μας βοήθησε η τύχη στα γερά! Ήβλεπες στους έρμους κάβους και στα περγιάλια γυναίκες, άντρες, παιδιά, κατατρεγμένους από το τούρκικο ασκέρι. Άμα μας αγνάντευαν, αρχινούσαν τα σενιάλα να τους πάρουμε, να τους περάσουμε στα ξερονήσια του Κάλαμου. Κι έδιναν ό,τι είχαν: δαχτυλίδια διαμαντένια, ζουνάρια αξετίμωτα, μεταξωτά και λαχούρια, ό,τι άρπαξαν από τα σπίτια τους στην ώρα του φευγιού, τα ’διναν ούλα για να σωθούν από το λεπίδι, από τη σκλαβιά και την ατιμία. Δε λέω πως δεν κάναμε κι αδικιές· χωρίς αδικιά βιος δε γένεται. Το καϊκάκι μας δεν έπαιρνε πολλούς και μεις βάναμε διαλεόνα. Μπαρκάραμε πρώτα εκείνους που έδιναν τα πολλά, κι αν έμενε τόπος, μπαρκάραμε κι από τη φτώχια· είτ’ αλλιώς βουλώναμε τ’ αφτιά μας στα μοιρολόγια τους και κάναμε πανιά. Πολλές βολές θυμούμαι, πλάκωναν άξαφνα οι Τούρκοι και βλέπαμε τους έρμους να σκροπάνε και να γκρεμίζονται από τους βράχους στη θάλασσα για να μας φτάσουν να μας απλώνουν τα παιδιά, τους στην ώρα, που βυθιζόντουσαν στα κύματα… Μα πολλουνώνε σώσαμε τη ζωή…
– Εγώ πήρα ζωές· μα τούρκικες ζωές! Έσπειρα κουφάρια στο διάβα μου, που χορτάσανε τα πετεινά κι αντρείεψε η γη μας… Μα δεν το πήρα τ’ αλλουνού το πράμα. Ό,τι πήρα το πήρα δίκαια, με το σπαθί μου!
– Κι εγώ δίκαια το πήρα. Στο Μισολόγγι…
– Έκαμες στο Μισολόγγι;
– Ναίσκε έκαμα στους δυο μπλόκους και στην έξοδο.
– Μωρέ, τι λες! Εγώ τότες ήμουνα με τον Κώστα Μπότσαρη κι ήρθαμε γυρεύοντάς σας… Μωρέ, πες μου τ’ αδέρφι, πολέμησες στο πλάι του Σιαδήμα! Είδες πώς γλίτωσε ο Μακρής; πώς χάθηκαν τα γυναικόπαιδα, πώς σκοτώθηκε ο Ραζικότσικας;
Ο Ρουμελιώτης, όπως όλοι του καιρού του, έτρεφε, άλλου είδους θαυμασμό στου Μεσολογγιού την ιστορία. Έγιναν κι άλλες μεγάλες μάχες, μακελειά φριχτά στον πικρόν εκείνον εννιαχρονίτικον αγώνα· δοξαστήκανε κι άλλες πολλές φορές τα ελληνικά όπλα· μα ό,τι έγινε στο Μεσολόγγι, το νόμιζαν κάτι εξαιρετικό και κείνους, που πολέμησαν εκεί, τους πίστευαν θεούς. Τώρα εκεί που άρχιζε ν’ αηδιάζει το Μοραΐτη, με μιας όλα τα λησμόνησε μπροστά στη σκέψη πως είναι αγωνιστής του Μεσολογγιού. Μα ο Λαμπρόπουλος γέλασε δυνατά.
– Τίποτσι δεν είδα· αποκρίθηκε με απάθεια. Είδα μανάχα που ήφερναν την άλλη μέρα τις Μεσολογγίτισσες αρμαθιασμένες στ’ αράπικο στρατόπεδο…
– Μωρ’ με τους Τούρκους ήσουνα!
– Κι αμέ; Έδινα χούφτα καπνό στους Αρβανιτάδες, χούφτ’ αφιόνι στους Αραπάδες κι έπαιρνα χούφτα μάλαμα και χούφτ’ ασήμι.
– Ου να μου χαθείς! βροντοφώναξε με αηδία ο Πετρολέτσος.
– Να χαθώ; Εσύ χάθηκες, κακόρκε, με τα μυαλά που ’χες!… Τη βλέπεις τούτη την καδένα; δεύτερη δε βρίσκεται στον κόσμο. Την πήρα για μια Μισολογγιτοπούλα, που πούλησα στον πρόξενο της Αούστριας στο Τσιρίγο.
Ο Πετρολέτσος πήγαινε να φρενιάσει από θυμό. Η ξετσιπωσιά του Μοραΐτη έφερνε το αίμα στα μάτια του και δυο τρεις φορές σκέφτηκε να του στρίψει το καρύδι, για να πάψει να λέει τις ατιμίες του. Άξαφνα χωρίς λόγο, βράζοντας από γεροντικά θυμό, σήκωσε βιαστικά το δεξί μανίκι κι έδειξε στο μπράτσο του μια φοβερή σπαθιά.
– Τη βλέπεις τούτη; φώναξε φέρνοντας το στα μάτια του Μοραΐτη· είναι σπαθιά! Την πήρα στο Κερατσίνι με τον Καραϊσκάκη. Ήμαστε λίγοι, στα δάχτυλα, όπως πάντα, κι οι Τούρκοι άμετροι. Με την πρώτη μπαταριά σκοτώνετ’ ο Μπαϊραχτάρης: – «Πετρολέτσο, δικό σου!» φωνάζει ο καπετάνος, με τον κόκκινο ντουλαμά του λάμποντας σαν Αϊ Γιώργης απάνω στ’ άλογό του. Με το λόγο τ’ άρπαξα κιόλας. Μας έμπλεξαν εκεί, μας ζώσανε απ’ ολούθε, μας στρίμωξαν σε μια φράχτη, μας πήραν τις πλάτες… Κολύμπησα στα αίματα, μα το γλύτωσα το μπαϊράκι…
– Και τι απόχτησες; Πού είναι το σπίτι σου; Πού είν’ οι γονιοί σου, πού είν’ η φαμίλια σου;… Δε χάφτω μύγες εγώ, ακούς! Δε χάφτω μύγες!… Σαν τέλειωσε ο πόλεμος, γύρισα φορτωμένος εδώ. Μάζωξα, τους γονιούς μου από τα Καλύβια και τους έβαλα αφεντάδες. Την αδερφή μου τη Ρήνη – θυμάσαι που της έκανες τα γλυκά μάτια κι έλεγα να σε κάμω γαμπρό; – την πάντρεψα με τιμές και δόξες και ζει αρχοντικά στον Πέλεκα. Εγώ παντρεύτηκα και πήρα μια κοντέσα. Ετούτο το σπίτι δικό μου είναι και τ’ άλλο στα Μουράγια δικό μου και στη Σπιανάδα το ψηλό πάλε δικό μου. Εκείνος ο σαράφης είναι γιος μου, ο Νικολάκης· ακούς πώς παίζει τα τάλαρα στο χέρι σαν να παίζει κομπολόι; Τον άλλο, το δικηγόρο θαν τον κάνουμε βουλευτή· ετούτο το μαγαζί το κρατεί ο μικρότερος. Το μεγάλο λιοτρίβι στη Γαρίτσα· ένα λιοστάσι στους Άγιους Δέκα, μια περβόλα στον Ποταμό, όλα δικά μου!…
Ο Ρουμελιώτης χολοταράχτηκε. Στην ορμητική κουβέντα του φίλου του είδε να συνεπαίρνονται όλα του τα αισθήματα, όπως κάτω από το κατρακύλημα του νερού ξεριζώνονται και τρίβονται και αφανίζονται τα δροσερά πολυτρίχια του βράχου. Και στη θέση τους ένιωσε να φυτρώσει και να τον ενοχλεί μια απορία πρωτόφαντη. Να αυτός, να κι ο φίλος του. Εκείνος αναπαύεται στους κόπους της νιότης του, τιμημένος από τον κόσμο, ευλογημένος από τους γονέους του, αγαπημένος από τους συγγενείς του. Προσμένει το θάνατο ήσυχος. Χέρια παιδιών θα του κλείσουν τα μάτια· μύριοι θα συναχτούν γύρω στο λείψανό του, να τον κλάψουν ειλικρινά και να βλογήσουν τη μνήμη του. Κι αυτός, που δεν αφιέρωσε ούτε ώρα της μακρινής ζωής του στη φροντίδα του εαυτού του, γυρίζει τώρα δίχως το τίποτε, περιφρονημένος από τον κόσμο, καταραμένος, βέβαια, από τους γονέους του, απορριμμένος από τους συγγενείς του. Και όταν κλείσει τα μάτια, θα πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Ποιος λοιπόν είναι ο ίσος δρόμος, Θεέ μου!
Άξαφνα ο ερεθισμένος του λογισμός ύφανε εμπρός του εικόνα ολοζώντανη. Μια ασπροφόρα, με κορμί και πρόσωπο αγγελοκάμωτο, στεκότανε κοντά σε μια μεγάλη φωτιά. Γύρω στη φωτιά λίγος, μα εκλεχτός κόσμος ερχόταν κι έριχνε μέσα πλούτη, ονόματα, γονέους, παιδιά, αδέρφια· αγάπες, πόθους, όνειρα, φιλοδοξίες, πάθη. Η φωτιά τ’ άρπαζε όλα, τα κατάπινε σαν φάρυγγας θεριού. Και η παρθένα με το πλάνο της χαμόγελο και το αυστηρό της βλέμμα, τους ζητούσε κι άλλα, «κι άλλα!» τους φώναζε πεισματάρα, απαιτητική, αχόρταγη. Και κείνοι, αφού έριχναν ό,τι κι αν είχαν μέσα, δίχως πίκρα, δίχως θυμό, έπεφταν τέλος κι οι ίδιοι και χάνονταν εκεί, όπως έσβησε και χώνεψε πριν κάθε χαρά τους και κάθε τους απόχτημα. Και κάτι του έλεγε μυστικά πως η παρθένα, η λάμια η αχόρταγη, ήταν η Πατρίδα. Ανυπόμονα έριξε τα μάτια περίγυρα να έβρει την ελπίδα, την ανταπόδοση να βρει σε κείνο τ ολοκαύτωμα· τίποτα!
– Έχεις δίκιο… δίκιο έχεις! εψιθύρισε με δακρυσμένα μάτια, με στήθος βαρύ, λες και καθότανε η Μόρα απάνω του.
Μα σύγκαιρα είδε την κόρη να τον κοιτάζει κατάματα και με το χέρι της να δείχνει μακριά. Γύρισε εκεί ο Πετρολέτσος κι είδε μια χώρα μεγάλη. Και μάντεψε αμέσως πως ήταν η Ελλάδα, ελεύθερη πέρα πέρα, δοξασμένη, λαμπροφώτιστη. Είχε πρωτεύουσα της την Πόλη την φτάλοφη και λατρευτό ναό της την Αγιασοφιά. Του Κωνσταντίνου τον τάφο άγιο λείψανο και των κλεφτών τ’ αρμούτια φυλαχτάρια της. Και ήταν ο στρατός της τρόμος της γης και φρίκη της θάλασσας ο χιλιάρμενος στόλος της και δόξα της Δημιουργίας ο λαός της, ο ημίθεος! Μονώρας ένιωσε μια μυλόπετρα να κυλά από πάνω του· τα πύρινά του αισθήματα τ’ απείκασε να χύνονται πάλι και να ξανάφτουν το αίμα του. Να τη λοιπόν την ελπίδα και την ανταπόδοση!… Πήδησε αγέρωχος, αυστηρός, όπως την ώρα που στο Κερατσίνι αγωνιζότανε με τους οχτρούς για το μπαϊράκι και στο «τι απόχτησες» που του πρόβαλε μ’ επιμονή ο Μοραΐτης,
– Την Πατρίδα μου! φώναξε χτυπώντας τα στήθη του δυνατά.
Ο Λαμπρόπουλος στην απροσδόκητη απάντηση έμεινε άλαλος. Ο Πετρολέτσος φαντάστηκε να στείλει και δεύτερη μπαταριά, να σαρώσει τα κακομοιριασμένα λείψανα του οχτρού. Με φωνή μεγάλη, αφεντική, σαν να μιλούσε από μέρος όλου του λαού του Εικοσιένα, του αδικημένου και αμνημόνευτου, ξαναφώναξε πιο δυνατά.
– Ναι· έκαμα την Πατρίδα μου!