Πολλοί επιλέγουν γάλα σόγιας και γάλα αμυγδάλου ως εναλλακτικές λύσεις του γάλακτος ζωικής προέλευσης.
Σε αυτούς συγκαταλέγονται όσοι έχουν δυσανεξία στη λακτόζη, καθώς και οι πάσχοντες από διαβήτη ή καρδιοπάθειες. Και τα δύο αυτά γάλατα φυτικής προέλευσης έχουν οφέλη για την υγεία.
Δεν περιέχουν γλουτένη και ενδείκνυνται για όσους πρέπει να αποφεύγουν τα γαλακτοκομικά. Και τα δύο όμως περιέχουν αλλεργιογόνα.
Η αλλεργία στη σόγια επηρεάζει συνήθως τα παιδιά, ενώ η αλλεργία στο αμύγδαλο επηρεάζει όσους έχουν αλλεργία στους ξηρούς καρπούς δέντρων και στα ροδάκινα.
Δείτε παρακάτω τους λόγους για τους οποίους πρέπει να προτιμάτε το γάλα σόγιας ή αμυγδάλου, καθώς και τους παράγοντες που πρέπει να λάβετε υπόψιν για να αποφύγετε τυχόν αρνητικές επιπτώσεις.
Γάλα αμυγδάλου
Τα μη επεξεργασμένα ή άψητα αμύγδαλα είναι καλή πηγή πρωτεϊνών, βασικών βιταμινών, φυτικών ινών και αντιοξειδωτικών. Το αμυγδαλέλαιο παρέχει επίσης υψηλά επίπεδα μονοακόρεστων λιπαρών οξέων που συμβάλλουν στην απώλεια βάρους και τη μείωση της «κακής» χοληστερόλης.
Ωστόσο, κάποιοι κατασκευαστές προσθέτουν καραγενάνη, ένα πολυσακχαρίτη που χρησιμοποιείται κυρίως σε γαλακτοκομικά και κρεατικά, εξαιτίας των ισχυρών δεσμών τoυ με τις πρωτεΐνες των τροφίμων. Αυτά τα πρόσθετα είναι γνωστά για τις παρενέργειες που προκαλούν, όπως έλκη του πεπτικού και φλεγμονή στο πεπτικό.
Στην Ευρώπη απαγορεύεται η χρήση της για οργανικά ή άλλα προϊόντα για βρέφη για προληπτικούς λόγους.
Γάλα σόγιας
Είναι το μοναδικό υποκατάστατο γάλακτος με την ίδια ποσότητα πρωτεϊνών με το αγελαδινό γάλα. Περιέχει επίσης υψηλά επίπεδα μονοακόρεστων και πολυακόρεστων λιπαρών, καθώς και ισοφλαβόνες, αντιοξειδωτικά που μπορούν να μειώσουν τη φλεγμονή στο σώμα και να βοηθήσουν στην καταπολέμηση ορισμένων μορφών καρκίνου.
Κάποιες μάρκες περιέχουν μεθειονίνη, ένα απαραίτητο για το οργανισμό αμινοξύ.
Το γάλα σόγιας περιέχει επίσης ενώσεις που λειτουργούν ως φυσικά αντιβιοτικά που μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο το σώμα απορροφά τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά και διαταράσσουν την πέψη των πρωτεϊνών και των υδατανθράκων.
Πηγή: Medical Daily
onmed