Η Τουρκία προκαλεί τη τύχη της και ο Ελληνισμός οφείλει να είναι έτοιμος να αδράξει την ευκαιρία αν και όταν δοθεί

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Αν ο τουρκικός αναθεωρητισμός συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο που μέχρι σήμερα εκδηλώνεται, δηλαδή, προκαλώντας τις Μεγάλες Δυτικές Δυνάμεις, (κυρίως : ΗΠΑ, Γαλλία, και υπό προϋποθέσεις και τη Γερμανία, αν τελικώς τη δημιουργήσει το δίλλημα να επιλέξει μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης), με το να αμφισβητεί και κυρίως προσβάλλει έργω εγκαθιδρυμένα ζωτικά τους γεωστρατηγικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, της Βορειοδυτικής Αφρικής, μα και στα Βαλκάνια, περιοχές στις οποίες οι Δυνάμεις αυτές έχουν μακρά παρουσία και δράση, τότε, ίσως, αυτό που ζούμε σήμερα να μην είναι τίποτα άλλο, παρά ένα ακόμα επεισόδιο του λυσιτελώς λυμένου Ανατολικού Ζητήματος, και το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτή η νέα έξαρση του Ζητήματος αυτού μπορεί να οδηγήσει στην (επιτέλους) οριστική του επίλυση ή αν θα είναι ένα ακόμα επεισόδιο που θα λήξει εφόσον Τουρκία και οι άνω Δυνάμεις κατορθώσουν να βρουν ένα σημείο ισορροπίας σε ό,τι αφορά τα εθνικά τους συμφέροντα στη περιοχή.

Βεβαίως σ’ αυτή τη περιοχή, «παίζουν» τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος, των οποίων τα εθνικά τους συμφέροντα απειλούνται ευθέως από τον τουρκικό αναθεωρητισμό και, μάλιστα, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό Κράτος, διότι αμφισβητείται ταυτόχρονα και η ίδια τους η εθνική κυριαρχία σε ξηρά και θάλασσα εκ μέρους της Τουρκίας.

Το ερώτημα που τίθεται για Ελλάδα και Κύπρο, είναι τι ακριβώς θα πρέπει να επιδιώξουν στην οποιαδήποτε πιθανή οριστική ή πρόσκαιρη έκβαση του αναθεωρητικού εγχειρήματος της Τουρκίας στη περιοχή. Και το ερώτημα που τίθεται, για Ελλάδα και Κύπρο, είναι αν η Τουρκία συρθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ως «ηττημένη» ή «επί ίσοις όροις με τις άνω Δυνάμεις, κυρίως τις ευρωπαϊκές), ενώ, αν και αυτό φαντάζει μάλλον απίθανο, εν τούτοις, επειδή ποτέ δεν πρέπει να λέμε ποτέ, υπάρχει πάντα και το ενδεχόμενο να είναι η Τουρκία που μπορεί να σύρει την Ευρώπη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και όχι το αντίστροφο, κι αυτό το τελευταίο μπορεί να γίνει αν η Τουρκία κατορθώσει, πράγμα που κι αυτό δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε, με λόγια μα κυρίως με έργα, να «πείσει» την Ευρωπαϊκή Ένωση (Γερμανία και κυρίως τη Γαλλία) ότι τα εθνικά τους συμφέροντα θα εξυπηρετηθούν και κυρίως θα ενισχυθούν έτι περαιτέρω, με το να κλείσουν τα ανοικτά ζητήματα της περιοχής, μεταξύ των οποίων και οι ελληνοτουρκικές και τουρκοκυπριακές διαφορές με βάση τις πάγιες θέσεις της Τουρκίας για αυτές τις διαφορές, ενώ φυσικά, έχοντας εν τω μεταξύ αυγατίσει πάρα πολύ τις απαιτήσεις έναντι της Ελλάδας και Κύπρου, με αξιώσεις που στο σύνολό τους έχουν να κάνουν με αμφισβητήσεις εθνικής κυριαρχίας σε βάρος Ελλάδας και Τουρκίας χωρίς ούτε μία ανταπαίτηση των τελευταίων που να «πονά» πράγματι την Τουρκία, και επειδή, είναι μάλλον απίθανο οι λοιποί «σύνεδροι» να μην θεωρήσουν «λογικό» «όλα τα μέρη» να «θυσιάσουν κάτι από τις αξιώσεις τους» έναντι των άλλων, ακόμα και αν η Τουρκία «θυσιάζει» πράγματα που ούτως η άλλως δεν της ανήκουν ή δεν μπορεί να προβάλλει αξιώσεις επ’ αυτών με βάση το Διεθνές Δίκαιο, και επειδή, η Τουρκία, με το άνω πλούσιο καλάθι των αξιώσεών της έναντι Ελλάδας και Κύπρου, θα μπορεί με σχετική ευκολία να «υποχωρεί», (φυσικά πάντα «δυσανασχετώντας» για τις «υποχωρήσεις» της αυτές), είναι φανερό, πως από την Ελλάδα και Κύπρο θα ζητηθούν «ανάλογες» «υποχωρήσεις». Μπορούν όμως οι «εταίροι» μας, να μας «αδειάσουν» έτσι «στεγνά»; Μα ό,τι ζητά η Άγκυρα από το «σώμα» της Ελλάδας και Κύπρου, δεν είναι σα να το ζητά ταυτόχρονα και από το «σώμα» της «Ευρώπης» (της Ευρωπαϊκής δηλαδή Ένωσης);

Μα, δεν είναι «κοινά» τα σύνορα Ελλάδας και Κύπρου και αυτά της Ευρώπης; Όταν ο τουρκικός στόλος με το ερευνητικό σκάφος Ορούτς Ρέις διεξάγει έρευνες εντός των ορίων της ελληνικής και κυπριακής υφαλοκρηπίδας (δηλαδή, εντός των ορίων της «ευρωπαϊκής υφαλοκρηπίδας»), και όταν το τουρκικό γεωτρύπανο Γιαβούζ είναι κι αυτό έτοιμο όπως απειλεί η Τουρκία να αρχίσει να «τρυπά» την άνω «ευρωπαϊκή υφαλοκρηπίδα», είναι ποτέ δυνατόν η «Ευρώπη» να «ανεχτεί» κάτι τέτοιο; Βεβαίως, πιστεύω πως δεν θα υπάρξει ούτε ένας αναγνώστης του παρόντος άρθρου, που να μην αντιλαμβάνεται την «σοβαρότητα» αυτών των ερωτημάτων, διότι μόνο σοβαρά δεν είναι : είναι ερωτήματα μιας μικρής δράκας ιδεοληπτικών (διαφόρων αποχρώσεων), που ευτυχώς, δεν εκπροσωπούν παρά τον εαυτό τους.

Η προφανής απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα είναι ότι αυτό που θα κάνουν οι «εταίροι» μας, είναι να ζητήσουν «αμοιβαίες υποχωρήσεις», αν Γερμανία και Γαλλία τελικώς τα «βρουν» με την Τουρκία, και βεβαίως, ασφαλώς και θα σπεύσουν Γερμανία και Γαλλία στο πλευρό των δικαίων Ελλάδας και Κύπρου αν δεν τα «βρουν» με την Τουρκία, οπότε πάντα θα ζούμε με την αγωνία τι θα συμβεί αν τα «βρουν» σε ένα επόμενο χρόνο. Αυτά τα περί «κοινών» συνόρων, αποτελούν ανοησίες πρώτου μεγέθους : η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι άθροισμα όχι κοινών συμφερόντων, μα άθροισμα ανταγωνιστικών εθνικών συμφερόντων, που επιδιώκουν ένα minimum ισορροπίας μεταξύ του, με την κάθε χώρα να προσπαθεί να μεγιστοποιεί κατά το δυνατόν το δικό της εθνικό συμφέρον. Κοινό εθνικό ευρωπαϊκό συμφέρον ΔΕΝ υπάρχει.

Με αυτά τα δεδομένα, Ελλάδα και Κύπρος θα πρέπει να διαθέτουν έτοιμες εναλλακτικές στρατηγικές και τακτικές, και κυρίως να έχουν μεριμνήσει από τώρα, πριν φτάσουμε στο όποιο «τραπέζι διαπραγματεύσεων», (αν τελικώς φτάσουμε), να λάβουν συγκεκριμένες και ουσιαστικές δεσμεύσεις εκ μέρους της Γερμανίας (και της Γαλλίας όμως), για το τι με βάση το Διεθνές Δίκαιο θεωρούνται «κόκκινες γραμμές» για την Αθήνα και Λευκωσία, τις οποίες δεν είναι διατεθειμένες να αναμείξουν με κανένα άλλο χρώμα προκειμένου να τις «απαλύνουν». Και κυρίως, να τολμήσουν η Αθήνα και η Λευκωσία, να διαμηνύσουν προς κάθε «εταίρο» στην Ευρώπη, (ουσιαστικά στη Γερμανία μα και σε μερικούς άλλους, όπως την Ιταλία και Ισπανία), πως αν δεν λάβουν την στήριξη που ζητούν, τότε και οι δύο αυτές χώρες, στα πλαίσια της προάσπισης των (κοινών) εθνικών τους συμφερόντων, αποδεσμεύονται από κάθε υποχρέωση «αλληλεγγύης» στα κοινοτικά όργανα, σε αποφάσεις που απαιτείται ομοφωνία, εφόσον αυτή η υποχρέωση δεν εκδηλώνεται σε μείζονος σημασίας απειλές των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρο, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.

Ο αναγνώστης θα έχει παρατηρήσει ασφαλώς, πως αναφέρομαι ταυτόχρονα στην Ελλάδα και την Κύπρο (η αναφορά στον «Ελληνισμό» στον τίτλο του άρθρου δεν είναι τυχαία). Εδώ υπάρχει σκοπιμότητα. Πράγματι, αυτό που εδώ θέλω να υπογραμμίσω, με αυτή τη διπλή αναφορά σε Ελλάδα και Κύπρο, είναι κάτι που και σε παλαιότερο άρθρο μου έχω επισημάνει. Αν και εκείνο το άρθρο μου είχε γραφτεί για άλλο λόγο (αναφέρονταν στην επιβολή Μνημονίου και στην Κύπρο, τον Μάρτιο του 2013), εν τούτοις, είχα κάνει κάποιες ευρύτερου ενδιαφέροντος τοποθετήσεις. Ανάμεσα σ΄ αυτές ήταν και η ευχή ο ελληνισμός να συναπαντηθεί εκ νέου, σε μια πανελλαδική συμμαχία, και υπέβαλα τη πρόταση το ελληνικό και κυπριακό Κράτος, να συντονίζουν ως εάν ήταν μια ενιαία κρατική οντότητα τις κινήσεις τους, στη προοπτική της ενότητας σε πολιτικό και κυρίως κρατικό επίπεδο.

Η Ένωση, σημείωνα, μπορεί να εξεταστεί εκ νέου ως δυνατότητα, μέσα από τα νέα εθνικά και γεωστρατηγικά δεδομένα, και κυρίως, τα δεδομένα που αναδεικνύουν τις δύο χώρες ως ενεργειακούς γίγαντες στο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και όχι μόνο, χωρίς εν τούτοις να έχω επεκταθεί στη πρόταση της «Ένωσης», πέρα από μια σημείωση που έκανα ότι, αν η προοπτική της ίδιας της συμμετοχής μας στην (κοινή) Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κάποια στιγμή στο μέλλον, πράγματι όλη η Ευρώπη να είναι μια ενιαία κρατική οντότητα, ας πρωτοπορήσουμε, κάνοντας πράξη αυτή τη προοπτική της πολιτικής ενοποίησης –έστω και σε ένα συμβολικό επίπεδο, δηλαδή έστω και αν δεν αφορά και την ενοποίηση των δύο κρατικών οντοτήτων- σε περιορισμένη κλίμακα, και ας καλέσουμε την Ευρώπη να ακολουθήσει, και εν πάση περιπτώσει, ας ακολουθήσει όποιο μέλος της Ένωσης βούλεται.

Όμως, και μ’ αυτό θα κλείσω το παρόν άρθρο, μου δίνεται η ευκαιρία να προσθέσω μερικές ακόμα σκέψεις μου ως συνέχεια της άνω πρότασής μου για την προοπτική της Ένωσης Ελλάδας και Κύπρου.

Ήδη από την εποχή του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο, εκείνο που είχε γίνει τότε σαφές ήταν πως αυτό που αποκαλείται «Διεθνής Κοινότητα» (που μεγαλοστομικά υποτίθεται ότι εκφράζεται μέσω του ΟΗΕ), στην ουσία «έσπρωχνε» την Κυπριακή Δημοκρατία στον θάνατό της και στην ουσιαστική της διχοτόμηση. Έκτοτε, νομίζω πως αν κανείς μιλήσει για «διεθνή επίλυση» του «Κυπριακού Ζητήματος», στη βάση της όποιας επιχειρηματολογίας, ρητά ή άρρητα, ενυπάρχει η λογική της ουσιαστικής διχοτόμησης του Νησιού. Η Τουρκία, υπό οιαδήποτε πολιτική (τουρκική) ηγεσία, δεν πρόκειται να ανεχθεί άλλη προοπτική εξόν από αυτή, υπό οιοδήποτε νομικό μανδύα και αν περιτυλιχθεί η διχοτόμηση αυτή. Πρόσφατα ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε πως στην πραγματικότητα στη Κύπρο υπάρχουν δύο ξεχωριστά Κράτη. Βεβαίως το «κράτος» στη Βόρεια Κύπρο, δεν έχει αναγνωριστεί παρά μονάχα από την Τουρκία. Όμως, η τουρκική ηγεσία, αν μη τι άλλο είναι εξαιρετικά πρακτική.

Γνωρίζει πως μπορεί άνετα να εγγράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της τις όποιες διεθνείς καταδίκες της για την εκεί στρατιωτική παρουσία της που κατέχει παράνομα σχεδόν το μισό της Κυπριακής Δημοκρατίας, που εκπροσωπεί το σύνολο του Νησιού και είναι η μόνη κρατική νόμιμη οντότητα διεθνώς, πλην Τουρκίας, ενώ ταυτόχρονα, γνωρίζει τη σημασία του στρατηγικού χρονικού βάθους στη διαμόρφωση θέσεων σε διεθνή ζητήματα. Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο ίδιος ο ΟΗΕ που επίσημα έχει καταδικάσει τη τουρκική εισβολή και κατοχή στη Κύπρο και ζητά την αποχώρηση των στρατιωτικών της δυνάμεων από εκεί, είναι αυτός που με το Σχέδιο Ανάν, στην ουσία προσπάθησε να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα και την διχοτόμηση του Κυπριακού Κράτους.

Έκτοτε, υπάρχουν οι εξής προοπτικές με βάση τον τρέχοντα ιστορικό χρόνο : είτε η Κύπρος θα παραμείνει ως έχει, ουσιαστικά διχοτομημένη και τυπικά μονάχα ενιαίο Κράτος, είτε στα πλαίσια μιας διεθνούς συμφωνίας θα διχοτομηθεί ουσιαστικά και τυπικά υπό ένα ενιαίο κρατικό κέλυφος. Προσωπικά, θεωρώ την τελευταία εξέλιξη ως την πλέον επιθυμητή για την Άγκυρα, εφόσον με αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικά θα βρίσκεται εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, με την δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης μέσω της τουρκοκυπριακής μερίδας που θα συμμετέχει στην πολιτική ηγεσία του Νησιού. Βεβαίως, αν αυτή η δεύτερη προοπτική δεν ευοδωθεί, και πάλι, η Τουρκία, απλά θα αξιοποιήσει όσο μπορεί περισσότερο γεωστρατηγικά με όπλο την ενέργεια, το ψευδοκράτος της, το οποίο όμως, όσο ενισχύεται διεθνώς η αντίθεση Ισλάμ – Δύσης, ίσως να μην αποτελέσει και έκπληξη αν αρχίσει σταδιακά να αναγνωρίζεται τουλάχιστον από εκείνες τις ισλαμικές χώρες που δεν έχουν και ιδιαίτερα καλές σχέσεις με την Ευρώπη.

Εφόσον οι παραπάνω θέσεις, έχουν κάποιο βαθμό ρεαλιστικότητας, νομίζω, πως η πρότασή μου να αρχίσουμε να βλέπουμε το ζήτημα της Ένωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Ελλάδα, δεν είναι περισσότερο ουτοπική από την πραγματικότητα, πως το βόρειο τμήμα της Κύπρου που ελέγχεται από την Τουρκία μέσω του τουρκοπυπριακού ψευδοκράτους, ουσιαστικά αποτελεί προέκταση της τουρκικής επικράτειας πάνω στο Νησί.

Κύπρος και Ελλάδα, κράτη ξεχωριστά αλλά με κοινή εθνική ιστορία χιλιάδων ετών, για διάφορους λόγους δεν μπόρεσαν ποτέ να βρεθούν κάτω από την ίδια κρατική υπόσταση. Η ιστορία είναι παλιά και πονεμένη και δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος άρθρου να παρατεθεί. Είναι όμως αντικείμενο του παρόντος άρθρου, να επισημανθεί, πως ο Ελληνισμός στα δύο αυτά Κράτη μπορεί να αποφασίσει να κάνει πράξη ό,τι υπήρχε ως κοινός πόθος παλαιότερα αλλά δεν είχε επιτευχθεί. Το καθένα από τα δύο αυτά ελλαδικά Κράτη, αντιμετωπίζει σήμερα προκλήσεις, για την αντιμετώπιση των οποίων, χρειάζεται περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε, η Εθνική Συνέργεια του Ελληνισμού, η οποία δεν μπορεί να βρει, κατά την άποψή μου, πιο αποτελεσματική έκφραση από μια ενιαία κρατική οντότητα Ελλάδας και Κύπρου. Αρκεί κανείς να κοιτάξει τον χάρτη, όχι μόνο της Ανατολικής Μεσογείου μα και της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και της Ευρώπης για να αντιληφθεί το τι θα σήμαινε μια τέτοια οντότητα και μάλιστα εθνικά ομογενή σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μια τέτοια κρατική οντότητα, δεν θα έχει μονάχα ένα κρίσιμο ενεργειακό, στρατιωτικό και πολιτικό γεωστρατηγικό μέγεθος, μα θα έχει και ένα εξαιρετικά κρίσιμο οικονομικό μέγεθος.

Μένω σε ό,τι μέχρι στιγμής έχω εκθέσει, πολύ αδρά. Δεν έχει πράγματι ιδιαίτερη σημασία να μπούμε σε λεπτομέρειες των άνω θέσεων, διότι αυτό που προέχει είναι η κατ’ αρχήν εξέταση της λογικής αυτών των θέσεων «επι της αρχής». Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόμαστε.
Θα έλεγα, ως προς αυτό το ζήτημα, ας τολμήσουμε να κάνουμε ό,τι κάνουν οι Τούρκοι στη Βόρεια Κύπρο. Ο μόνος λόγος που δεν θα στήριζε την πρότασή μου, είναι η ρεαλιστική προοπτική, πως τελικώς η Κύπρος ΔΕΝ θα διχοτομηθεί ουσιαστικά. Όμως, το Σχέδιο Αναν, έδειξε με σαφήνεια το πώς ο «Διεθνής Παράγων» αντιλαμβάνεται την «λύση» του Κυπριακού. Μια «λύση» του Κυπριακού τύπου «Σχεδίου Ανάν», θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και ένα βαθύ πλήγμα στον Ελληνισμό. Έχοντας αυτός ο τελευταίος ουκ ολίγα τέτοια πλήγματα στο σώμα του, με τελευταίο της Συμφωνία των Πρεσπών, νομίζω ότι θα πρέπει να καταβάλουμε προσπάθειες ώστε να μη δεχτεί άλλα, τουλάχιστον από εμάς τους ίδιους.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ