Όταν ο Καραμανλής «πέταξε» τη Βλάχου έξω από το πρωθυπουργικό αυτοκίνητο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μερικά πράγματα στην πατρίδα μας θεωρούνται σήμερα αυτονόητα. Αλλά στο παρελθόν δεν ήταν. Και μέρα που είναι -αποκατάστασης της δημοκρατίας-, σας προτείνω να τα θυμηθούμε.

Από τον Μανώλη Κοττάκη

Δείπνησα προσφάτως με έναν από τους κορυφαίους Ελληνες δημοσιογράφους, πλέον τακτικό συνομιλητή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την αρχή της πολυκύμαντης σταδιοδρομίας του: τον ευπατρίδη Μακεδόνα δημοσιογράφο Νίκο Μέρτζο, ο οποίος, μαζί με τη γλυκύτατη σύζυγό του Τέσσα Λεβαντή, εκδότρια του θρυλικού «Ελληνικού Βορρά», ήταν σε άλλους καιρούς το αντίπαλο δέος του Γιάννη Βελλίδη της ιστορικής «Μακεδονίας».

Σέβομαι και αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι ζώσα ιστορία, και χαμογελώ κάθε φορά που κάποιος προοδευτικός τού επιτίθεται για τη δράση του στο παρελθόν. Πού να ξέρουν όλοι αυτοί ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, διαβλέποντας εγκαίρως την κατάρρευση της δικτατορίας, είχε δώσει οδηγία σε απολύτως δικούς του, έμπιστους ανθρώπους να διεισδύσουν στους θεσμούς, στον κρατικό μηχανισμό, έως και στα πανεπιστήμια ακόμη, προκειμένου να έχει εικόνα της διάλυσης εκ των έσω και να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται, που λέει και το τραγούδι…

Ο Μέρτζος μού διηγήθηκε πολλά από την ταραχώδη περίοδο που ο Καραμανλής κυβέρνησε την πατρίδα μας. Και την πρώτη οκταετία και τη δεύτερη εξαετία. Κοινό στοιχείο και των δύο αυτών περιόδων ήταν πως η δημοκρατία στην πατρίδα μας δεν ήταν αυτονόητη, αλλά υπό διαπραγμάτευση. Το 1963 ο Εθνάρχης, ο εκ Κιούκποϊ πολιτικός, όπως τον αποκαλούσε, μάλλον ειρωνικά, η «Εστία» της εποχής, γνώριζε ότι κυοφορείται η δικτατορία. Είχε συγκεκριμένες πληροφορίες. Ειδικώς μετά τη δολοφονία Λαμπράκη. Πϊσω από την οποία, παρά τους θρύλους που κατά καιρούς έχουν ακουστεί, πρέπει να βρισκόταν όλη η βασική ομάδα των πρωταιτίων που μεθοδικώς ετοίμαζε το πραξικόπημα του 1967. Αυτοί αποσταθεροποιούσαν. Απόδειξη, ότι όλοι οι αξιωματικοί που πρωταγωνίστησαν στην υπόθεση Λαμπράκη προήχθησαν σε καίριες θέσεις του κρατικού μηχανισμού επί δικτατορίας.

Ο Νίκος Μέρτζος μού διηγήθηκε πως, ύστερα από μια περιοδεία στη βόρεια Ελλάδα, ο Καραμανλής κάλεσε τον ίδιο για να τον αποχαιρετήσει. Και, όταν εκείνος νόμιζε «αποχαιρετισμό» το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός θα συνέχιζε την περιοδεία του στα νησιά του Αιγαίου, όπου ο Μέρτζος δεν επρόκειτο να τον ακολουθήσει -ο «Ελληνικός Βορράς» δεν κυκλοφορούσε εκεί-, ο Σερραίος τού εξήγησε ότι ο αποχαιρετισμός είναι πολιτικός. «Φεύγω – έρχεται δικτατορία!» ήταν η ατάκα του ανθρώπου που έμεινε στην Ιστορία για τη φράση «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;»

Η πρόβλεψή του ήταν εύστοχη. Χρειάστηκαν μόνο τέσσερα χρόνια για να δικαιωθεί. Ο Καραμανλής της περιόδου εκείνης είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει πόσο βαθιά τον αντιπαθούσε η καθεστηκυία τάξη των Αθηνών. «Δεν θέλουν ηγεσία από πάνω, από τη Μακεδονία» είχε εκμυστηρευτεί στον Μέρτζο, όταν τον κάλεσε για να του επιστήσει την προσοχή στο ότι η διαρκής υπόμνηση στη μακεδονική καταγωγή του προκαλούσε τα πάθη της πρωτευούσης.

Η φράση Μέρτζου «ο Μακεδών πρωθυπουργός» ήταν κάρφος εις τα όμματα κάποιων που είχαν μάθει να ελέγχουν τους «γκάγκαρους» πρωθυπουργούς. Να τους έχουν του χεριού τους. Απαίτηση πάνω στην οποία οικοδομήθηκαν η φθορά και η απαξίωση της πολιτικής τάξης της δεκαετίας του 1960, που οδήγησε εν τέλει στον πολιτικό εκφυλισμό και στην πτώση της δημοκρατίας. Η οποία, κατά Καραμανλή, «εδολοφονήθη σε συνθήκες ελευθερίας».

Σύμφωνα με τις αναμνήσεις της εποχής, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε ένα φοβερό επεισόδιο με την εκδότρια της «Καθημερινής» Ελένη Βλάχου, η οποία είχε υποστηρίξει την εκλογή του στην ηγεσία της ΕΡΕ. «Κύριε πρόεδρε, σας διαλέξαμε για άλογο κούρσας και εσείς μας προκύψατε… μουλάρι» φέρεται ότι του είπε η Βλάχου μέσα στο πρωθυπουργικό αυτοκίνητο, όταν εκείνος απέρριψε κάποιο αίτημα ή εισήγησή της. «Πώς τολμάς να μιλάς έτσι στον πρωθυπουργό της Ελλάδος;» της επιτέθηκε ο Καραμανλής, στολίζοντάς τη με έναν πεζοδρομιακό χαρακτηρισμό που δεν γράφεται. Είπε στον οδηγό να κάνει δεξιά, όπως ανέβαινε τη Συγγρού, και… διέταξε: «Έξω από το αυτοκίνητό μου!» Σε αυτή την κατάσταση βρισκόταν η Ελλάς αρχές της δεκαετίας του 1960. Οι πρωταίτιοι της δικτατορίας ετοίμαζαν μεθοδικά το πραξικόπημα, αποσταθεροποιώντας τη χώρα τη στιγμή που η ηγέτιδα τάξη της, ανίδεη από όλα αυτά, τραβούσε το χαλί, as usual, στον πρωθυπουργό της χώρας. Σημειωτέον ότι, παρά ταύτα, τα επεισόδια αυτά δεν είχαν οριστικό χαρακτήρα. Ο Καραμανλής πρότεινε στην κυρία της ελληνικής δημοσιογραφίας Ελένη Βλάχου, και εκείνη αποδέχθηκε, να εκλεγεί βουλευτής Επικρατείας της Ν.Δ. στη Βουλή του 1974. Περίοδος που, κατά τον Νίκο Μέρτζο, υπήρξε επίσης εξόχως θυελλώδης. Καθώς ο πρωθυπουργός, μολονότι πανίσχυρος στον λαό, ήταν πράγματι στόχος ανατροπής και απόπειρας δολοφονικών επιθέσεων στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Όχι από τον βασιλέα Κωνσταντίνο, όμως, όπως αστόχως εγράφη προσφάτως, αλλά από παρακρατικές ομάδες αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, εναπομείναντα σταγονίδια που δεν συμβιβάζονταν με την επιστροφή της δημοκρατίας. Ο ευπατρίδης Μέρτζος, ο οποίος θυμόταν ότι ο πρωθυπουργός κοιμόταν τα πρώτα βράδια της Μεταπολίτευσης σε διαφορετικά καταλύματα, ακόμη και σε θαλαμηγούς, και ότι η φρουρά του αποτελείτο μόνο από Μακεδόνες και Ηπειρώτες αστυνομικούς, μου διηγήθηκε grosso modo ένα άγνωστο περιστατικό: πως η ζωή του Εθνάρχη διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο κατά τη διάρκεια μιας επισκέψεώς του στο Αγιον Ορος, όπου επιχειρησιακά οι συνθήκες για χτύπημα εναντίον του ήταν ιδανικές. Εχοντας «όσφρηση», ίσως και κάτι παραπάνω, ότι κάτι ετοιμάζεται, ο Μέρτζος έδωσε στον τότε υπουργό Βορείου Ελλάδος Νίκο Μάρτη ένα σημείωμα με έναν υπαινικτικό στίχο του Καβάφη, με την παράκληση να το παραδώσει αμέσως σε έναν στενό συνεργάτη του Καραμανλή. Από την ανάγνωση του στίχου προέκυπτε ευκρινώς ότι κάτι… τρέχει -ο Μέρτζος είχε προσθέσει δύο δικές του λέξεις ως παράθεμα-, με συνέπεια λίγο μετά να σημάνει συναγερμός. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιβιβάστηκε αίφνης στο ελικόπτερο και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη.

Αυτά συνέβαιναν στη μακρινή για εμάς Ελλάδα του 1963 και του 1974. Στη δημοκρατία της εποχής εκείνης η ζωή του πρωθυπουργού δεν ήταν διασφαλισμένη. Ηταν διαρκώς υπό απειλή. Στη δημοκρατία των ημερών μας και μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ουδείς απειλεί τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Η σταθερότης είναι αυτονόητη. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν η γενιά μας εκτίμησε σωστά τα αγαθά της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν οι ιστορίες αυτές λένε κάτι στη νέα γενιά.

Τα παιδιά του 2000, γενιά μηδενικής εθνικής μνήμης, μάλλον αγνοούν όλα αυτά, μάλλον δεν ενδιαφέρονται να μάθουν «προϊστορικά» στην αντίληψή τους νέα, μάλλον νομίζουν ότι η δημοκρατία ήταν στο παρελθόν σταθερή και αδιατάρακτος όσο στις μέρες μας. Τόσο σταθερή, ώστε να θεωρούμε ότι έχουμε την πολυτέλεια να την πληγώνουμε κάθε μέρα. Αν και, κατά βάση, ίσως είναι μάταιο, προτείνω σε όποιον επιθυμεί να καταλάβει τι συνέβη στη χώρα εκείνον τον φοβερό Ιούλιο του 1974 να μελετήσει με προσοχή το βιβλίο του εξαιρετικού ρεπόρτερ της εποχής Σταύρου Ψυχάρη, που φέρει τον τίτλο «Οι εβδομήντα κρίσιμες μέρες». Ίσως καταλάβει με τη βοήθεια κάποιου μεγαλύτερου σε ηλικία τη σημασία της φράσης «δημοκρατία είναι να σου χτυπούν το πρωί την πόρτα και να είναι ο γαλατάς»…

ΔΗΜΟΦΙΛΗ