Η Μαύρη Λίστα του Χόλυγουντ που οδηγούσε σε επαγγελματική και προσωπική εξόντωση

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Μαύρη Λίστα του Χόλυγουντ ήταν ένας άτυπος κατάλογος που κυκλοφορούσε στις κινηματογραφικές εταιρείες του Χόλυγουντ κατά τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, προγράφοντας καλλιτέχνες που θεωρούνταν μέλη ή επιρροές του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Όσοι συμπεριλαμβάνονταν στον κατάλογο αποκλείονταν από κάθε εργασία στον κινηματογράφο και αρκετά θέατρα των ΗΠΑ, οδηγούμενοι στην επαγγελματική και προσωπική εξόντωση.

Η συγκεκριμένη πρακτική εντασσόταν στο γενικότερο κλίμα μακαρθισμού των ημερών και ενθαρρυνόταν (εμμέσως πλην σαφώς) από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, ένα όργανο του Κογκρέσου που είχε αναλάβει να περιορίσει την υποτιθέμενη διείσδυση κομμουνιστών στο δημόσιο βίο.

Έπαυσε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’60, αφού είχε οδηγήσει μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών σε καταστροφή ή αυτοεξορία στην Ευρώπη και το Μεξικό.

Ιστορικό πλαίσιο

Η αίσθηση πως ο κόσμος του θεάματος είχε «αλωθεί» από κομμουνιστές και φιλελεύθερους (αντίθετα από την Ευρώπη, στις ΗΠΑ ο όρος φιλελεύθερος παραπέμπει στην Αριστερά) ήταν διάχυτη από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του ’30. Η αλήθεια είναι ότι η Σοβιετική Ένωση είχε γοητεύσει σημαντικό μέρος του αμερικανικού καλλιτεχνικού κόσμου, επαγγελλόμενη έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και αργότερα με την ηρωική αντίσταση στο Ανατολικό Μέτωπο. Αρκετοί πέρασαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αν και συνήθως για μικρό διάστημα. Ήταν όμως υπερβολή ότι οι κομμουνιστές δέσποζαν στον κινηματογράφο, πολλώ δε μάλλον ότι θα χρησιμοποιούσαν αυτή τη δεσπόζουσα θέση για να κάνουν συστηματική κόκκινη προπαγάνδα.

Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση είχε χρηματοδοτήσει τη συγγραφή σεναρίων και το γύρισμα ταινιών με φιλοσοβιετικό περιεχόμενο. Όταν ο πόλεμος τελείωσε και οι Σοβιετικοί έγιναν πάλι ανταγωνιστές, τα συναισθήματα άλλαξαν. Ο Ψυχρός Πόλεμος έφερε τον Κόκκινο Τρόμο, την πολιτικά καλλιεργημένη ψύχωση του μέσου Αμερικανού ότι αργά ή γρήγορα οι σοβιετικοί πυρηνικοί πύραυλοι θα εκτοξεύονταν με στόχο τη χώρα του. Το δημόσιο αντικομμουνιστικό αίσθημα εξέφραζε η διαβόητη Επιτροπή, η οποία ερευνούσε τη «διάβρωση» της αμερικανικής πολιτιστικής παραγωγής με ερωτήματα όπως «Είστε ή υπήρξατε στο παρελθόν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος», «Γνωρίζετε κάποιον που είναι ή υπήρξε μέλος στο παρελθόν» και άλλα παρόμοια – κάτι που αποτελούσε συνταγματική εκτροπή, αφού το Κ.Κ. ΗΠΑ ουδέποτε υπήρξε παράνομο και η συμμετοχή σε αυτό αποτελούσε νόμιμο δικαίωμα.

Σε αυτό το περίγραμμα, η σκοπιμότητα της συγκυρίας καθιστούσε κοινωνικά αποδεκτές ακόμα τις πιο ακραίες παραβιάσεις δικαιωμάτων. Ο Ουώλτ Ντίσνεϋ προειδοποιούσε για τη «σοβαρή απειλή» και κατέδιδε ως κομμουνιστές όλους τους συνδικαλιστές των εταιρειών του. Πιο ανάγλυφα ο ηθοποιός Αντόλφ Μενζού δήλωνε στην Επιτροπή: «Είμαι κυνηγός μαγισσών, εάν οι μάγισσες είναι κομμουνίστριες. Είμαι ψαράς κόκκινων. Θέλω να τους στείλω όλους στη Ρωσία».

Οι «Δέκα»

Η αρχή της Μαύρης Λίστας έγινε στις 25 Νοεμβρίου 1947 με την απόλυση των Δέκα. Πρόκειται για δέκα σεναριογράφους και σκηνοθέτες που την προηγουμένη είχαν κατηγορηθεί για «περιφρόνηση προς το Κογκρέσο», διότι αρνούνταν να καταθέσουν ενώπιον της Επιτροπής με το επιχείρημα ότι δεν έχουν να δώσουν εξηγήσεις για τις προσωπικές πολιτικές επιλογές τους.

Η ομάδα περιελάμβανε αρχικά και ενδέκατο, το συγγραφέα και ποιητή Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος όμως είχε παρουσιαστεί στην Επιτροπή στις 30 Οκτωβρίου και την επομένη επέστρεψε για πάντα στην Ευρώπη (μία απόφαση που είχε λάβει πριν καταθέσει).

Μία εβδομάδα αφού απέλυσαν τους Δέκα, οι εκπρόσωποι όλων των κινηματογραφικών εταιρειών εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση (Δήλωση Γουώλντορφ) σύμφωνα με την οποία δεν αμφισβητούνται τα νόμιμα δικαιώματα των Δέκα, όμως η πράξη τους ήταν επιζήμια για τους εργοδότες τους και τους κατέστησε άχρηστους για την κινηματογραφική βιομηχανία. Δεσμεύονταν επίσης να μην τους ξαναπροσλάβουν, εκτός εάν ορκίζονταν ότι δεν είναι κομμουνιστές, καθώς και να μην προσλαμβάνουν κανέναν στο εξής κανέναν ομοϊδεάτη τους.

Είχε προηγηθεί, λίγες μέρες νωρίτερα, το συνδικαλιστικό όργανο των ηθοποιών, όπου επικεφαλής ήταν ο πρωταγωνιστής γουέστερν Ρόναλντ Ρέηγκαν (ο μετέπειτα πρόεδρος της χώρας) και είχε αναγκάσει τα μέλη του σωματείου να δώσουν παρόμοιο όρκο.

Η διεύρυνση

Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’50 η λίστα εμπλουτιζόταν διαρκώς με ονόματα σεναριογράφων, σκηνοθετών, ηθοποιών, μουσικών, συγγραφέων, ακόμα και τεχνικών, των οποίων τα πολιτικά φρονήματα θεωρούνταν επικίνδυνα ή αμφισβητούμενα. Μερικοί ήταν όντως αριστεροί, ενώ άλλοι μπήκαν βάσει υποψιών και φημών, επειδή για παράδειγμα προπολεμικά συμμετείχαν σε μια διαδήλωση, είχαν ερωτική σχέση με κομμουνιστή στα φοιτητικά χρόνια, είχαν δωρίσει ρούχα για ορφανά των ανατολικών χωρών κτλ.

Μέχρι και ιδιωτικοί ερευνητές επιστρατεύονταν από τις εταιρείες, ώστε να ερευνάται η δραστηριότητα των συνεργατών τους πριν υπογράψουν συμβόλαιο. Το δε Counterattack (Αντεπίθεση), ένα δεξιό περιοδικό που είχε αναλάβει εργολαβικά να δημοσιοποιεί στοιχεία για την πολιτική δράση των ανθρώπων του κινηματογράφου, είχε μεταβληθεί σε φόβο και τρόμο του καλλιτεχνικού χώρου.

Για να σπάσουν τον αποκλεισμό, κάποιοι προγραμμένοι χρησιμοποίησαν φανταστικά ονόματα ή συνηθέστερα παρένθετα πρόσωπα, τους ανθρώπους – βιτρίνες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του σεναριογράφου Ντάλτον Τράμπο, ο οποίος κέρδισε δύο Όσκαρ με άλλο όνομα. Την πρώτη φορά, το 1953 για τις Διακοπές στη Ρώμη, είχε χρησιμοποιηθεί ως βιτρίνα ένας άσημος Βρετανός συνάδελφός του ονόματι Ίαν ΜακΛίλαν Χάντερ, ο οποίος και παρέλαβε το τιμητικό αγαλματάκι. Τη δεύτερη, το 1956 για το Γενναίο, δεν υπήρχε καν σεναριογράφος για να παραλάβει το βραβείο, αφού είχε χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο.

Εάν όμως τέτοιες λύσεις ήταν εφικτές για σεναριογράφους ή μουσικούς, ήταν αδύνατες για σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Εκεί, ο μόνος τρόπος για να «καθαρίσει» κάποιος το όνομά του, ήταν να στρατευτεί στους στόχους της Επιτροπής, δηλ. πρακτικά να καταδώσει συναδέλφους του. Γνωστό είναι το παράδειγμα του Ελία Καζάν που κατονόμασε το Ζυλ Ντασέν, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να εγκαταλείψει τη χώρα.

Εκτός από το να μην προσλαμβάνουν τους υπόπτους, οι κινηματογραφικές εταιρείες επιδίδονταν σε μία προσπάθεια να πείσουν για την προσήλωσή τους στις αμερικανικές αξίες κυκλοφορώντας σωρηδόν ταινίες όπως:

– Κόκκινη απειλή. Ένας Αμερικανός γίνεται κομμουνιστής για χάρη του έρωτά του. Όταν ανακαλύπτει το αδιέξοδο της ιδεολογίας του και προσπαθεί να ξεμπλέξει από το Κόμμα, γίνεται στόχος κατασκόπων.

– Κόκκινος πλανήτης Άρης. Ένας Σοβιετικός κι ένας ναζί επιστήμονας ξεγελούν ένα έντιμο μα αφελές ζευγάρι Αμερικανών επιστημόνων και μαζί τους όλη την ανθρωπότητα, υποκρινόμενοι ότι είναι η φωνή του Θεού που μιλά από τον Άρη.

– Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή. Ένας ηθικός ναυτιλιακός πράκτορας, που στα νιάτα του ήταν λιμενεργάτης και αριστερός, απειλείται από τον κομμουνιστή Βάνινγκ πως θα αποκαλύψει το παρελθόν του, εκτός εάν ανατινάξει το ναυπηγείο του Σαν Φρανσίσκο.

– Έγινα κομμουνιστής για το FBI. Ένας νεαρός παρεισφρύει για εννιά χρόνια σε μια κομμουνιστική ομάδα και στέλνει αναφορές στο FBI για τη δράση της (αν και ταινία μυθοπλασίας, το ψυχροπολεμικό κλίμα ήταν τόσο έντονο που προτάθηκε για Όσκαρ Ντοκιμαντέρ το 1951).

– Ο μεγάλος Τζιμ Μακ Λέιν. Ο Τζον Γουέην είναι ο Τζιμ Μακ Λέιν, ένας πράκτορας που ξετρυπώνει κομμουνιστές στα εργατικά συνδικάτα της Χαβάης.

Το τέλος

Το πρώτο ρήγμα στον αποκλεισμό των καλλιτεχνών της Μαύρης Λίστας ήλθε από το χώρο της τηλεόρασης. Το φθινόπωρο του 1957, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ προσέλαβε τον προγραμμένο ηθοποιό Νόρμαν Λόιντ ως συμπαραγωγό για τον τρίτο κύκλο της σειράς «Ο Χίτσκοκ παρουσιάζει». Ακολούθησαν διάφορες ακόμα μεμονωμένες περιπτώσεις σε τηλεοπτικές παραγωγές.

Η αλλαγή στον κινηματογράφο, ο οποίος ήταν και το βασικό επίδικο, ξεκίνησε το 1960. Αρχές της χρονιάς, ο Ότο Πρέμινγκερ ανακοίνωσε δημοσίως πως θα γύριζε την Έξοδο σε σενάριο του Τράμπο. Λίγους μήνες αργότερα, ο Κερκ Ντάγκλας δήλωσε ότι το σενάριο της πολυαναμενόμενης νέας ταινίας του (Σπάρτακος, σκην. Στάνλεϊ Κιούμπρικ) ήταν επίσης του Τράμπο. Έτσι, όταν στις 6 Οκτωβρίου έκανε πρεμιέρα ο Σπάρτακος, ήταν η πρώτη φορά μετά το Νοέμβριο του 1947 που ένας προγραμμένος έβλεπε το όνομά του στους συντελεστές χωρίς να κάνει δήλωση μετανοίας ή να καταδώσει συναδέλφους του.

Αυτό πυροδότησε σειρά εξελίξεων: Συντηρητικοί πολίτες οργάνωναν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έξω από αίθουσες όλης της χώρας ζητώντας την απαγόρευση της ταινίας, ενώ απ’ την άλλη μεριά δεκάδες καλλιτέχνες άρχισαν να μιλούν ανοιχτά κατά της λίστας.

Το ζήτημα είχε διχάσει τη χώρα μέχρι τη στιγμή που ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζον Κένεντι προέβη σε μια κίνηση υψηλότατου συμβολισμού: Εμφανίστηκε έξω από έναν κινηματογράφο, προσπέρασε τους διαμαρτυρόμενους και παρακολούθησε την ταινία, καταδεικνύοντας την πρόθεσή του να τελειώνει με αυτές τις πρακτικές.

Το οριστικό τέλος της Μαύρης Λίστας ήλθε το 1962 με αφορμή την καταδίκη ενός πρακτορείου ερευνών που τροφοδοτούσε τις εταιρείες με στοιχεία, καθώς και των εντολέων του. Με την απόφασή του, το δικαστήριο τούς χαρακτήριζε ως νομικά υπαίτιους για την προσωπική και οικονομική βλάβη που υπέστησαν τα θύματά τους.

Έκτοτε η πρακτική εγκαταλείφθηκε, αλλά πολλές καριέρες είχαν ήδη καταστραφεί. Υπολογίζεται ότι μόλις το ένα δέκατο κατάφερε να επανενταχθεί στην κινηματογραφική παραγωγή.

Αποτίμηση

Δεν αποτελεί υπερβολή ότι η περίοδος της Μαύρης Λίστας άλλαξε το χαρακτήρα του Χόλυγουντ για πάντα, μεταβάλλοντάς το από πεδίο σύνθεσης δημιουργικότητας και εμπορικότητας σε στυγνή βιομηχανία.

Από κινηματογραφική σκοπιά, χαμήλωσε ο μέσος ποιοτικός όρος της παραγωγής. Προ λίστας η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία παρήγε τα πάντα – από «ταινίες τέχνης» μέχρι εύπεπτες ταινίες μαζικής κατανάλωσης. Η εκδίωξη των πιο φωτισμένων και διανοούμενων μυαλών από τα στούντιο οδήγησε σε σχεδόν πλήρη εξαφάνιση της πρώτης κατηγορίας. Θρύλοι της έβδομης τέχνης, όπως οι Τσάρλι Τσάπλιν, Όρσον Γουέλς, Τζον Χιούστον και δεκάδες άλλοι, αυτοεξορίστηκαν στην Ευρώπη για να μπορέσουν να κάνουν ταινίες.

Ακόμα χειρότερα ήταν τα πράγματα για τους σεναριογράφους που απολύονταν μαζικά, διότι τα σενάριά τους αναψηλαφίζονταν και βρίσκονταν αμφιλεγόμενα. Ακόμα και οι μη προγραμμένοι φοβούνταν να περιλάβουν ανθρωπιστικά και οικουμενικά μηνύματα, υπό τη δαμόκλειο σπάθη ότι κάποιος θα τα χαρακτήριζε κομμουνιστική προπαγάνδα και θα έμεναν άνεργοι. Η θεματολογία των ταινιών στράφηκε σε πατριωτικά (όπως τα κατασκοπευτικά και τα γουέστερν) ή ουδέτερα θέματα (αισθηματικές κομεντί ή υπερπαραγωγές χλαμύδας τύπου Μπεν Χουρ). Ο αμερικανικός κινηματογράφος μπορεί να υπερηφανευόταν για την τεχνική αρτιότητά του, αλλά είχε χάσει κομμάτι της ψυχής του – νέα πατρίδα του «κινηματογράφου τέχνης» γινόταν πια η Ευρώπη.

Το χειρότερο όμως αποτέλεσμα ήταν η διάρρηξη της εσωτερικής ενότητας του καλλιτεχνικού κόσμου, η κυριαρχία ενός κλίματος καχυποψίας και φόβου πως όλοι μπορούν να σταμπαριστούν ως κόκκινοι, εκτός από όσους αποδεικνύουν τον πατριωτισμό τους καταδίδοντας συναδέλφους στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων.

Φιλίες και συνεργασίες χάλασαν για πάντα – όταν ο Ελία Καζάν παρέλαβε τιμητικό Όσκαρ το 1999 για την (αναμφισβήτητη) συνεισφορά του στον κινηματογράφο, πολλοί παρευρισκόμενοι αποχώρησαν από την τελετή υπενθυμίζοντας το ρόλο του ως καταδότη 47 χρόνια νωρίτερα.

wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ