Το έγκλημα συγκλόνισε την Αργεντινή και μεταφέρθηκε στην τηλεόραση.
23 Νοεμβρίου 1998. Από το μικρό διαμέρισμα της Μάρτα Φερνάντεζ ακούγονταν τα συνήθη ουρλιαχτά. Ωστόσο εκείνη τη νύχτα, η φασαρία σταμάτησε απότομα. Η εξώπορτα άνοιξε και από το σπίτι βγήκε βιαστικά μία καλόγρια με αιματοβαμμένα ρούχα.
Η Μάρτα Φερνάντεζ είχε γνωρίσει τη Μάρτα Οδέρα σε μία φιλανθρωπική εκδήλωση. Πολύ γρήγορα οι δύο γυναίκες συνειδητοποίησαν ότι μοιράζονταν αρκετά κοινά, πέρα από το μικρό τους όνομα. Ήταν ολομόναχες, δίχως χρήματα, ούτε μόνιμη στέγη.
Μία καλόγρια και μία ηθοποιός
Η Μάρτα Οδέρα ήταν 38 ετών και είχε από καιρό αποφασίσει να ακολουθήσει το δρόμο του μοναχισμού. Ήταν δόκιμη μοναχή σε ένα παρεκκλήσι έξω από το Μπουένος Άιρες της Αργεντινής και απώτερος στόχος της ήταν να προαχθεί σε καλόγρια. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες κάτι είχε αλλάξει στον ψυχισμό της θρησκευόμενης γυναίκας. Είχε αρχίσει να αμφισβητεί το κατά πόσο ήταν έτοιμη για το μεγάλο βήμα.
Τις αμφιβολίες αυτές μοιράστηκε με τον πνευματικό της στη μονή, έναν παπά ονόματι Γουέντελιν Ρόφνερ. Ο ηλικιωμένος ιερέας την συμβούλευσε να δώσει στον εαυτό της λίγο χρόνο προκειμένου να σκεφτεί. Την προέτρεψε να πάρει μία διετή «άδεια» από τη μονή και να επιστρέψει προσωρινά στα εγκόσμια. Η Οδέρα ακολούθησε την προτροπή του.
Έβγαλε τη μοναστική ενδυμασία και επιχείρησε να βρει δουλειά ως νοσοκόμα.
Παράλληλα, δεν έπαψε να περνά τον ελεύθερο χρόνο της σε εκκλησίες, θρησκευτικά δρώμενα και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Σε μία από τις εκδηλώσεις αυτές γνώρισε τη Μάρτα Φερνάντεζ. Η Φερνάντεζ ήταν κι εκείνη ιδιαίτερα θρησκευόμενη. Ωστόσο, η ζωή της δεν είχε καμία σχέση με τη γαλήνια καθημερινότητα της δόκιμης καλόγριας.
Δήλωνε ηθοποιός, όμως στα 39 της χρόνια δεν είχε κανένα ρόλο στο δυναμικό της. Περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της κάνοντας βόλτες στην αγορά και σπαταλώντας την πενιχρή περιουσία του ηλικιωμένου συζύγου της. Εκτός αυτού, όσοι τη γνώριζαν έκαναν λόγο για έναν εκρηκτικό και βίαιο χαρακτήρα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έφτανε να κακοποιεί τον ανήμπορο άντρα της. Εκείνος, αν και αδύναμος σωματικά, είχε σώας τα φρένας και σύντομα κατάλαβε τον κίνδυνο που διέτρεχε στο πλευρό της. Έτσι, στις αρχές του 1998 μάζεψε τα πράγματά του και κλείστηκε αυτοβούλως σε ένα γηροκομείο. Μάλιστα, έδωσε ρητή εντολή στους φροντιστές του να μην επιτρέψουν σε κανέναν να τον επισκεφθεί.
Τότε η Φερνάντεζ έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Ξαφνικά δεν είχε δουλειά, λεφτά και οσονούπω θα έμενε και δίχως στέγη για να μείνει. Σε αυτήν την κατάσταση βρισκόταν όταν γνώρισε την Οδέρα. Παρόλα αυτά, καθώς εξιστορούσε στη νεαρή μοναχή τα γεγονότα, φρόντισε να θέσει τον εαυτό της στο ρόλο του θύματος. Από την ημέρα εκείνη, οι δυο γυναίκες έγιναν αχώριστες.
Η Οδέρα σύστησε τη νέα της φίλη στον ιερέα Γουέντελιν και ζήτησε τη βοήθειά του. Εκείνος, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην πρώην μοναχή, αποφάσισε να βρει στις δυο τους ένα ασφαλές και φθηνό διαμέρισμα όπου θα μπορούσαν να μείνουν. Έτσι, αφού εγγυήθηκε προσωπικά σε μία γυναίκα της ενορίας του, την οποία γνώριζε, εκείνη τους παρέδωσε τα κλειδιά του σπιτιού που νοίκιαζε.
Μια μυστήρια και ταραχώδης σχέση
Δεν πέρασε πολύς καιρός και άρχισαν τα προβλήματα. Σύμφωνα με τη σπιτονοικοκυρά, ήταν το τρίτο μόλις βράδυ της διαμονής τους στο διαμέρισμα όταν ακούστηκαν για πρώτη φορά φωνές. Φασαρία, έντονοι τσακωμοί, αντικείμενα να σπάνε. Οι διαπληκτισμοί ήταν καθημερινοί και με τον καιρό γίνονταν όλο και εντονότεροι.
Ύστερα από τρεις μήνες συγκατοίκησης, η Οδέρα αποφάσισε να φύγει από το σπίτι. Οι γείτονες που όλον αυτόν τον καιρό υπέφεραν από την κατάσταση, πίστεψαν ότι η γαλήνη θα επέστρεφε επιτέλους στο ήσυχο συγκρότημα. Για κακή τους τύχη, η νεαρή καλόγρια άντεξε μερικές βδομάδες μακριά από την Φερνάντεζ. Δεν επέστρεψε μόνιμα στο σπίτι, όμως άρχισε να την επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά. Έτσι, οι τσακωμοί ξεκίνησαν και πάλι.
Η μοιραία νύχτα
Η 23η Νοεμβρίου ήταν μία μέρα σαν όλες τις άλλες. Αργά εκείνο το απόγευμα, η Μάρτα Οδέρα χτύπησε για ακόμη μια φορά το κουδούνι της Φερνάντεζ. Μόλις έπεσε η νύχτα, άρχισαν και πάλι οι φωνές. Αυτή η φορά, όμως, ήταν αλλιώτικη από τις άλλες. Όπως κατέθεσαν οι γείτονες, ο τσακωμός ήταν πιο έντονος, ενώ σταμάτησε απότομα μετά από τις απελπισμένες κραυγές της Φερνάντεζ που ζητούσαν βοήθεια. Καθώς όλοι ήταν συνηθισμένοι στους διαπληκτισμούς των δύο γυναικών, δεν έδωσαν σημασία.
Το επόμενο πρωί, η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος, που κατοικούσε στο διπλανό σπίτι, ήταν αποφασισμένη να δώσει ένα τέλος στην απελπιστική κατάσταση. Τα παράπονα των γειτόνων ήταν καθημερινά και οι κλήσεις στην αστυνομία δεν είχαν αποφέρει κάποιο αποτέλεσμα.
«Στις επτά το πρωί, πριν πάω στη δουλειά μου, χτύπησα το κουδούνι, όμως δεν απαντούσε κανείς. Μου φάνηκε αστείο. Το προηγούμενο βράδυ δεν άφησαν όλη τη γειτονιά να ξεκουραστεί και τώρα κοιμόντουσαν σαν πουλάκια», κατέθεσε η σπιτονοικοκυρά στους αστυνομικούς.
Όταν σχόλασε, είχε ήδη τηλεφωνήσει στον ιερέα Γουέντελιν προκειμένου να τη βοηθήσει να διώξει τις γυναίκες από το σπίτι. Του εξήγησε την κατάσταση κι έπειτα κατευθύνθηκαν μαζί στο μικρό διαμέρισμα. Αφού χτύπησαν την πόρτα αρκετές φορές δίχως ανταπόκριση, αποφάσισαν να μπουν με το αντικλείδι που είχε στα χέρια της η μεσήλικη ιδιοκτήτρια.
Το θέαμα που αντίκρυσαν όταν άνοιξαν την πόρτα ήταν σοκαριστικό. Το σπίτι θύμιζε πεδίο μάχης, ενώ οι δυο γυναίκες ήταν άφαντες. Τουλάχιστον μέχρι να προχωρήσουν στην κουζίνα. Εκεί ανακάλυψαν το άψυχο κορμί της Μάρτα Φερνάντεζ. Η άτυχη γυναίκα κειτόταν αιμόφυρτη στο κέντρο του δωματίου, ενώ πεταμένο δίπλα της βρισκόταν ένα κουζινομάχαιρο. Η σπιτονοικοκυρά έβαλε τις φωνές και ο ιερέας έσπευσε να καλέσει την αστυνομία.
Η καταδίκη
Η Μάρτα Φερνάντεζ έφερε στο σώμα της 161 μαχαιριές. Οι ειδικοί το χαρακτήρισαν ως ένα πρωτοφανές «έγκλημα πάθους». Ο χαρακτηρισμός αυτός ήρθε να ταιριάξει και με τις μαρτυρίες των γειτόνων. Οι φήμες ήθελαν τις δυο συγκατοίκους να διατηρούν ερωτικό δεσμό. Έτσι εξηγούνταν οι καθημερινοί τσακωμοί, η μυστικοπάθεια, αλλά και η εξάρτηση της μίας από την άλλη. Η νεαρή καλόγρια έμοιαζε να μην μπορεί να μείνει μακριά από τη βίαιη φίλη της, η οποία ήταν κτητική και τη ζήλευε αφόρητα.
Οι αρχές δεν άργησαν να ενώσουν τα κομμάτια του παζλ. Όλα τα στοιχεία φωτογράφιζαν τη Μάρτα Οδέρα. Με τη βοήθεια του Γουέντελιν, βρήκαν την πανσιόν όπου διέμενε η φαινομενικά φιλήσυχη καλόγρια και την οδήγησαν στο τμήμα. Εκεί συνειδητοποίησαν ότι η γυναίκα βρισκόταν σε κάποιου είδους νευρική κρίση και αποφάσισαν να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Άλλωστε το σώμα της ήταν γεμάτο εκδορές, ενώ τα ρούχα της σχισμένα. Ήταν εμφανές ότι είχε προηγηθεί μία άγρια πάλη, στην οποία συμμετείχε.
Το επόμενο πρωί κατέφθασε ο εισαγγελέας για να την ανακρίνει. Ωστόσο, η Οδέρα «είχε ένα χαμένο βλέμμα» και τίποτα από αυτά που έλεγε δεν έβγαζε νόημα. Δεν παραδεχόταν ότι είχε κάποια σχέση με το θάνατο της Φερνάντεζ, ενώ επαναλάμβανε με μανία δύο λέξεις:
Διέδιδε ψέμματα
Στη δίκη που ακολούθησε, οι εισαγγελείς συμφώνησαν ότι η γυναίκα είχε ενεργήσει με προσωρινή απώλεια συνείδησης και δεν της καταλόγισαν ευθύνη για την αποτρόπαια πράξη. Οι ψυχίατροι που την εξέτασαν κατέληξαν στο πόρισμα της «επιληπτικής κρίσης» η οποία προκάλεσε «αλλοιώσεις της συμπεριφοράς, οι οποίες προήλθαν από μια εγκεφαλική πάθηση».
Έτσι, οι δικαστές αποφάσισαν να μην της επιβάλουν ποινή. Διέταξαν την υποχρεωτική εισαγωγή της σε ψυχιατρική κλινική.
Μόλις ένα χρόνο αργότερα, της δόθηκε εξιτήριο και αφέθηκε ελεύθερη.
Σύμφωνα με τους γιατρούς, ακολουθούσε μία αποτελεσματική φαρμακευτική αγωγή και δεν ήταν πια επικίνδυνη. Μάλιστα, η Οδέρα εξέφρασε την επιθυμία να ακολουθήσει και πάλι τον μοναχισμό. Ωστόσο, απευθείας εντολές από τη Ρώμη απαγόρευσαν στη γυναίκα να ενταχθεί και πάλι στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας.
Έκτοτε η Μάρτα Οδέρα συνεχίζει τη ζωή της σε μία κωμόπολη έξω από το Μπουένος Άιρες, κοντά στους αδερφούς της. Μέχρι σήμερα, οι δημοσιογράφοι δεν έφτασαν ποτέ στην πόρτα της, ενώ ακόμα και το πρόσωπό της δεν έχει διαρρεύσει στα μέσα.
Το 2005 ένα επεισόδιο της γνωστής αργεντίνικης σειράς «Γυναίκες Δολοφόνοι» ήταν αφιερωμένο στην υπόθεσή της.
Πηγή αρχικής εικόνας: Pexels