Γουόλτερ Σκοτ – Από τους σημαντικότερους συγγραφείς όλων των εποχών

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Σερ Γουόλτερ Σκοτ (Sir Walter Scott, 15 Αυγούστου 1771 – 21 Σεπτεμβρίου 1832) ήταν Σκωτσέζος μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς όλων των εποχών.

Έμεινε γνωστός ως κυρίαρχη προσωπικότητα των σκωτικών γραμμάτων, καθώς με τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά του (ιδίως με τις σειρές Γουέιβερλι) δημιούργησε διαχρονικές εικόνες μίας ηρωικής άγριας περιοχής, όπου ξεχειλίζει ο ρομαντισμός των κλαν.

Ο Σκοτ ήταν ο πρώτος συγγραφέας που έγραφε στην αγγλική γλώσσα και γνώρισε μία πραγματικά διεθνή καριέρα κατά τη διάρκεια της ζωής του, έχοντας πολλούς αναγνώστες στην Ευρώπη, την Αυστραλία και τη Βόρεια Αμερική. Τα μυθιστορήματα και τα ποιήματά του διαβάζονται ακόμα και σήμερα, και πολλά από τα έργα του παραμένουν κλασικά έργα της Σκωτσέζικης και της Αγγλόφωνης λογοτεχνίας.

Μεταξύ των διάσημων έργων του περιλαμβάνονται τα Ιβανόης, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, Ρομπ Ρόυ, Η Κυρά της Λίμνης, Γουέιβερλι, Η Καρδιά του Μιντλόθιαν κ.α.

Τα πρώτα χρόνια

Γιος ενός δικηγόρου, ο Γουόλτερ Σκοτ γεννήθηκε στην Παλιά Πόλη του Εδιμβούργου το 1771. Όταν ήταν 2 ετών έπαθε πολιομυελίτιδα, γεγονός που του προκάλεσε παράλυση στο δεξί του χέρι και μία έντονη χωλότητα για όλη του τη ζωή.

Ο πατέρας του, με την ελπίδα πως ο γιος του θα ξαναβρεί τις δυνάμεις του, τον έστειλε στη φάρμα του παππού του, στην αγροτική περιοχή Μπόρντερς. Παρά την αναπηρία του, ο μικρός Σκοτ έτρεχε διαρκώς έξω και έτσι ανάκτησε σιγά-σιγά όλη του την σωματική υγεία. Η θεία του, Τζέννυ, του έμαθε να διαβάζει και από αυτήν ο Σκοτ έμαθε επίσης ιστορίες και θρύλους που χαρακτήρισαν μεγάλο μέρος του έργου του. Τον Ιανουάριο του 1775 επέστρεψε στο Εδιμβούργο και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς πήγε με τη θεία του, Τζέννυ, στο Μπαθ της Αγγλίας για να κάνει λουτροθεραπεία. Το χειμώνα του 1776 επέστρεψε στη φάρμα του παππού του.

Το 1778 ο Σκοτ επέστρεψε και πάλι στο Εδιμβούργο για να λάβει ιδιωτική εκπαίδευση ώστε να προετοιμαστεί για το σχολείο, και τον Οκτώβριο του 1779 γράφτηκε στο Βασιλικό Γυμνάσιο του Εδιμβούργου. Ο Σκοτ ήταν πλέον σε θέση να περπατήσει και να εξερευνήσει την πόλη και τη γύρω περιοχή. Μεγαλώνοντας απέκτησε καλοδεμένο σώμα και έγινε ένας εξαιρετικά γερός και δραστήριος νέος. Όλοι τον θεωρούσαν ατρόμητο καβαλλάρη και καλό παλαιστή. Οι βαθμοί του στο σχολείο άλλοτε ήταν από τους υψηλότερους και άλλοτε από τους χαμηλότερους κι αυτό γιατί, αν και είχε εξαιρετική μνήμη, θυμόταν μονάχα όσα τον ενδιέφεραν.

Ο Σκοτ στράφηκε από νωρίς στη μελέτη της ιστορίας και της λαογραφίας ενώ στα αναγνώσματά του περιλαμβάνονταν ιπποτικά μυθιστορήματα, ποιήματα και ταξιδιωτικά βιβλία. Επίσης έμαθε να μιλά γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά, για να μπορεί να διαβάζει τις ιστορίες των άλλων χωρών, ενώ έλαβε και ιδιαίτερα μαθήματα από τον Τζέιμς Μίτσελ στην αριθμητική και τη γραφή και από αυτόν έμαθε την ιστορία της Εκκλησίας της Σκωτίας. Αφού τελείωσε το σχολείο, στάλθηκε για έξι μήνες στη θεία του, Τζέννυ, στο Κέλσο προκειμένου να παρακολουθήσει το τοπικό σχολείο, όπου συνάντησε τους Τζέιμς και Τζον Μπαλαντάιν, οι οποίοι αργότερα έγιναν συνεργάτες του και τύπωσαν τα βιβλία του.

Η συνάντηση του Σκοτ με τους Μπλάκλοκ και Μπερνς

Ο Σκοτ άρχισε να σπουδάζει κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου το Νοέμβριο του 1783, σε ηλικία μόλις 12 ετών, και ήταν μικρότερος από τους περισσότερους συμφοιτητές του. Το Μάρτιο του 1786, όταν έγινε 15 ετών, ξεκίνησε τη μαθητεία του στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του, όπου εργάστηκε πολλά χρόνια. Ενώ ήταν στο πανεπιστήμιο, ο Σκοτ έγινε φίλος του Άνταμ Φέργκιουσον, γιο του καθηγητή Άνταμ Φέργκιουσον, ο οποίος φιλοξένησε λογοτεχνικές εκδηλώσεις.

Επίσης, γνωρίστηκε με τον τυφλό ποιητή Τόμας Μπλάκλοκ που του δάνεισε βιβλία και τον εισήγαγε στην ποίηση του Τζέιμς Μακφέρσον. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1786-1787, ο 15χρονος Σκοτ είδε τον Ρόμπερτ Μπερνς σε μία από αυτές τις εκδηλώσεις και αυτή ήταν η μοναδική τους συνάντηση. Όταν ο Μπερνς ρώτησε ποιος έγραψε το ποίημα «Η Δικαιοσύνη της Ειρήνης», μόνο ο Σκοτ ήξερε ότι το έγραψε ο Τζον Λάνγκχορν και δέχθηκε τις ευχαριστίες του Μπερνς.

Τα νομικά δεν τον ενδιέφεραν καθόλου τον Σκοτ, αισθανόταν όμως μεγάλη αγάπη και σεβασμό για τον πατέρα του. Όταν αποφασίστηκε ότι θα γίνει δικηγόρος, επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου για να σπουδάσει νομικά, παίρνοντας πρώτα μαθήματα στην Ηθική Φιλοσοφία και στην Παγκόσμια Ιστορία το 1789-1790. Στη συνέχεια πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου και έγινε δεκτός στο Σύλλογο των Σκώτων Δικηγόρων το 1791, όταν ήταν 20 ετών. Ως δικηγόρος έκανε την πρώτη του επίσκεψη στα Χάιλαντς της Σκωτίας επιβλέποντας μία έξωση.

Η αρχή της λογοτεχνικής καριέρας

Ως παιδί, ως νέος αλλά και ως νεαρός άνδρας, ο Σκοτ ήταν γοητευμένος από τις προφορικές παραδόσεις των Σκωτσέζων. Ήταν μανιώδης συλλέκτης ιστοριών και ανέπτυξε μία καινοτόμο μέθοδο καταγραφής όσων άκουγε, χρησιμοποιώντας ξυλόγλυπτα για να αποφύγει την αποδοκιμασία εκείνων που πίστευαν ότι τέτοιες ιστορίες δεν μπορούν ούτε να γραφτούν ούτε να τυπωθούν. Το 1788, έμαθε από μία διάλεξη για τις παλιές γερμανικές μπαλάντες και άκουσε, ταυτόχρονα, μία μετάφραση της «Λεονώρας» του Γκότφριντ Άουγκουστ Μπύργκερ.

Το 1796, όταν ήταν 25 ετών, άρχισε να γράφει επαγγελματικά, μεταφράζοντας έργα από τα γερμανικά. Η πρώτη του δημοσίευση ήταν ομοιοκατάληκτες μπαλάντες του Γκότφριντ Άουγκουστ Μπύργκερ ενώ δημοσίευσε και το δικό του ποίημα «Ο Άγριος Κυνηγός». Έτσι άρχισε μία από τις γονιμότερες φιλολογικές σταδιοδρομίες της ιστορίας, μία σταδιοδρομία που ελάχιστοι συγγραφείς της εποχής του πέτυχαν.

Έπειτα από την πρώτη του προσπάθεια, εκδόθηκαν πολύ σύντομα σε τρεις τόμους τα έργα: «Η παραμονή του Άη Γιάννη», «Ο Γκρίζος αδερφός» και «Οι Τροβαδούροι στα Σκωτσέζικα Σύνορα» (1802). Για το έργο αυτό ο Σκοτ μάζευε υλικό πολλά χρόνια. Η δημοσίευσή του τον ανέδειξε ως ποιητή και ως μυθιστοριογράφο καθώς αποδείχθηκε μεγάλη επιτυχία. Αυτό ήταν το πρώτο σημάδι της λογοτεχνικής οπτικής γωνίας του ενδιαφέροντος του Σκοτ για την ιστορία της Σκωτίας.

Σ’ ένα ταξίδι στην περιοχή των λιμνών με παλιούς συμφοιτητές του γνώρισε τη Σαρλότ Ζενεβιέβ Σαρπαντιέ, κόρη του Ζαν Σαρπαντιέ από τη Λυών της Γαλλίας. Μετά από τρεις εβδομάδες ερωτοτροπίας, ο Σκοτ της έκανε πρόταση γάμου και παντρεύτηκαν την παραμονή των Χριστουγέννων του 1797. Απέκτησαν πέντε παιδιά αλλά όταν πέθανε ο Σκοτ ζούσαν τα τέσσερα. Ο Σκοτ υπήρξε Γραμματέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Εδιμβούργου και για 30 χρόνια ήταν πρόεδρος πρωτοδικών στο Σέλκερκ. Στις αρχές του έγγαμου βίου του ο Σκοτ είχε μία αξιοπρεπή ζωή καθώς είχε έσοδα από την ενασχόλησή του με τη νομική, το εισόδημα της συζύγου του και κάποια έσοδα από τα γραπτά του καθώς κι ένα μερίδιο από τα μάλλον λιγοστά ακίνητα του πατέρα του.

Ποίηση

Το 1796, ο φίλος του Σκοτ, Τζέιμς Μπαλαντάιν, ίδρυσε ένα τυπογραφείο στο Κέλσο, στη νότια Σκωτία. Μέσω του Μπαλαντάιν, ο Σκοτ ήταν σε θέση να δημοσιεύσει τα πρώτα του έργα και στη συνέχεια η ποίησή του άρχισε να έλκει την προσοχή του κοινού. Το 1805 ολοκληρώθηκε «Το Τραγούδι του Τελευταίου Τροβαδούρου», το οποίο βρήκε μεγάλη απήχηση στο κοινό κι έτσι η καριέρα του Σκοτ ως συγγραφέα ξεκίνησε με θεαματικό τρόπο.

Τα επόμενα δέκα χρόνια δημοσίευσε πολλά άλλα ποιήματα, μεταξύ των οποίων ο «Μάρμιον» (1808) και το δημοφιλές «Η Κυρά της Λίμνης» (1810), με το οποίο ο Σκοτ έφτασε στα ύψη της ποιητικής του τέχνης. Αποσπάσματα της γερμανικής μετάφρασης του έργου αυτού έχουν μελοποιηθεί από τον Φραντς Σούμπερτ. Ένα από αυτά τα τραγούδια, το «Ellens Dritter Gesang», αποκαλείται ευρέως ως το «Άβε Μαρία του Σούμπερτ».

Το 1809, ο Σκοτ έπεισε τον Τζέιμς Μπαλαντάιν και τον αδελφό του να μετακομίσουν στο Εδιμβούργο και να μεταφέρουν το τυπογραφείο τους εκεί. Επιπλέον, έγινε συνέταιρος στην επιχείρησή τους. Ως πολιτικά συντηρητικός και υπέρμαχος της ένωσης με την Αγγλία, βοήθησε στην ίδρυση του Quarterly Review, ενός λογοτεχνικού και πολιτικού περιοδικού στο οποίο έκανε αρκετές ανώνυμες εισφορές. Ο Σκοτ αγαπούσε την κεντρική και τη νότια Σκωτία και ήταν αυτός που έβαλε τα Τρόσακς στο χάρτη, όταν δημοσίευσε την «Κυρά της Λίμνης» (1810).

Μυθιστορήματα

Ο Σκοτ εξακολούθησε να γράφει ποιήματα έως το 1814. Τα δύο τελευταία ποιήματά του, το «Ρόκεμπυ» (1813) και «Ο Κύριος των Νησιών» (1814) δεν βρήκαν ιδιαίτερη ανταπόκριση. Καθώς η δημοτικότητά του άρχισε να σβήνει και τα χρέη του μεγάλωναν, ο ποιητής στράφηκε προς τον πεζό λόγο και ιδιαίτερα στο ιστορικό μυθιστόρημα. Παρά το γεγονός ότι ο Σκοτ έγινε διάσημος μέσω της ποίησής του, προσπάθησε να καταγράψει σε μυθιστορήματα τις έρευνές του στην προφορική παράδοση των σκωτσέζικων συνόρων (Μπόρντερς), σε μία εποχή που το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος θεωρείτο αισθητικά κατώτερο της ποίησης, ως μιμητικό όχημα για την απεικόνιση ιστορικών γεγονότων.

Σε μία πρωτότυπη και έξυπνη ενέργεια, έγραψε και εξέδωσε ανώνυμα το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Γουέιβερλι» (1814). Ήταν μία ιστορία της Εξέγερσης των Ιακωβιτών του 1745. Ο Άγγλος πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Έντουαρντ Γουέιβερλι, φανατικός αναγνώστης ρομαντικών μυθιστορημάτων, ανατράφηκε από τον συντηρητικό θείο του, ο οποίος υποστηρίζει τους Ιακωβίτες, αν και ο πατέρας του Έντουαρντ είναι Ουίγος. Ο νεαρός Γουέιβερλι αποκτά μία θέση στο στρατό των Ουίγων και τοποθετείται στο Ντάντι. Στην άδεια του συναντάει έναν Ιακωβίτη βαρώνο, φίλο του θείου του, και έλκεται από την κόρη του βαρώνου, Ρόουζ. Σε μία επίσκεψή του στα Χάιλαντς, ο Έντουαρντ παρατείνει την άδεια του και συλλαμβάνεται κατηγορούμενος για λιποταξία αλλά διασώζεται από έναν Σκωτσέζο οπλαρχηγό και τη μαγευτική αδελφή του, Φλόρα. Μέσω της Φλόρας, ο Γουέιβερλι συναντά τον Κάρολο Εδουάρδο Στιούαρτ και υπό την επιρροή της τάσσεται με την πλευρά των Ιακωβιτών και λαμβάνει μέρος στη μάχη του Πρέστονπανς. Ωστόσο διαφεύγει την τιμωρία, αφού έσωσε τη ζωή ενός Ουίγου συνταγματάρχη κατά τη διάρκεια της μάχης. Ο Γουέιβερλι αποφασίζει τελικά να ζήσει μία ειρηνική και αξιοπρεπή ζωή υπό τον Οίκο του Αννόβερου παρά ως καταζητούμενος αντάρτης. Επιπλέον, επιλέγει να παντρευτεί την όμορφη Ρόουζ παρά να τα ρισκάρει όλα με την πανέμορφη Φλόρα, η οποία, μετά την αποτυχία της εξέγερσης του 1745, αποσύρεται σ’ ένα γαλλικό μοναστήρι. Ο Σκοτ είχε αρχίσει να γράφει το μυθιστόρημα από το 1805 και το είχε αφήσει κατά μέρος.

Το βιβλίο αυτό δεν ξεπέρασε μόνο την επιτυχία που είχαν σημειώσει τα ποιήματα του Σκοτ αλλά έφερε και μία φιλολογική επανάσταση: καθιέρωσε το ιστορικό ρομάντζο. Ακολούθησε μία σειρά από μυθιστορήματα για τα επόμενα πέντε χρόνια, το καθένα από τα οποία είχε βάση στην ιστορία της Σκωτίας. Έτσι μετά το «Γουέιβερλι» εκδόθηκαν «Το Κατάστημα Αρχαιοτήτων», οι «Παλιοί Θνητοί», «Ρομπ Ρόυ» (1818), «Η Καρδιά του Μιντλόθιαν» και άλλα μυθιστορήματα της σειράς του Γουέιβερλι, και αργότερα ο «Ιβανόης» (1819), «Ο Πειρατής» (1822), «Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος» (1825) κ.α.

Ο Ιβανόης (1819), ο οποίος διαδραματίζεται στην Αγγλία του 12ου αιώνα, σηματοδότησε μία απομάκρυνση του Σκοτ από την εστίασή του στην τοπική ιστορία της Σκωτίας. Βασισμένος εν μέρει στην Ιστορία της Αγγλίας του Ντέιβιντ Χιουμ και στις μπαλάντες του Ρομπέν των Δασών, ο Ιβανόης γρήγορα μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και ενέπνευσε αμέτρητες απομιμήσεις και θεατρικές μεταφορές. Το έργο απεικονίζει τη σκληρή τυραννία των Νορμανδών αρχόντων στον εξαθλιωμένο σαξωνικό λαό της Αγγλίας, με δύο από τους κύριους χαρακτήρες, τη Ραβένα και τον Λόξλεϊ (Ρομπέν των Δασών), να αντιπροσωπεύουν την αποκαθηλωμένη σαξωνική αριστοκρατία. Η έκδοση της Μάγκνα Κάρτα, η οποία συμβαίνει εκτός του χρονικού πλαισίου της ιστορίας, παρουσιάζεται ως μία προοδευτική (στοιχειώδη) μεταρρύθμιση, αλλά και ως ένα βήμα προς την ανάκτηση μίας χρυσής εποχής ελευθερίας.

Αν και επιφανειακά ήταν ένα διασκεδαστικό ονειροπόλο ρομαντικό μυθιστόρημα, οι αναγνώστες θα αναγνώριζαν γρήγορα το πολιτικό υπόβαθρο του Ιβανόη, που εμφανίστηκε αμέσως αφότου το Αγγλικό Κοινοβούλιο, φοβούμενο μία γαλλικού ύφους επανάσταση στον απόηχο της Μάχης του Βατερλώ, ψήφισε νόμους και εξαιρετικά κατασταλτικά μέτρα και όταν έγινε θέμα συζήτησης ο παραδοσιακός αγγλικός Χάρτης Δικαιωμάτων σε σχέση με τα επαναστατικά ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Ιβανόης είναι επίσης αξιοσημείωτος για τη συμπαθητική απεικόνιση των εβραϊκών χαρακτήρων: η Ρεβέκκα, η οποία θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως η πραγματική ηρωίδα του βιβλίου, στο τέλος δεν παντρεύεται τον Ιβανόη, τον οποίο αγαπά, αλλά ο Σκοτ τής επιτρέπει να παραμείνει πιστή στη θρησκεία της παρά να την βάλει να ασπάζεται το Χριστιανισμό. Ομοίως, ο πατέρας της, Ισαάκ, ένας Εβραίος τοκογλύφος, εμφανίζεται περισσότερο ως θύμα παρά ως κακοποιός.

Στον Ιβανόη, όπως και στα μυθιστορήματα του Γουέβερλυ, οι θρησκευτικά φανατικοί είναι οι κακοί, ενώ ο ομώνυμος ήρωας είναι ένας θεατής που πρέπει να σταθμίσει τα στοιχεία και να αποφασίσει ποια θέση θα πάρει. Η θετική εικόνα του Ιουδαϊσμού από τον Σκοτ, η οποία αντανακλά την αγάπη του για τον άνθρωπο, συνέπεσε επίσης με τo σύγχρονο κίνημα για τη Χειραφέτηση των Εβραίων στην Αγγλία.

Ο Σκοτ ανέβαινε διαρκώς στην κορυφή της επιτυχίας. Έχοντας όμως επίγνωση της φήμης του ως ποιητής, διατήρησε την ανωνυμία που είχε ξεκινήσει με το «Γουέιβερλι», εκδίδοντας τα μυθιστορήματα υπό το όνομα «Συγγραφέας του Γουέιβερλι» ή ως «Ιστορίες του…» χωρίς όνομα συγγραφέα. Σ’ αυτούς που ήταν εξοικειωμένοι με την ποίησή του, η ταυτότητά του έγινε κοινό μυστικό, αλλά ο Σκοτ επέμεινε να διατηρήσει την ανωνυμία του ίσως επειδή σκέφτηκε ότι ο παλαιών αρχών πατέρας του θα αποδοκίμαζε την ενασχόλησή του με κάτι τόσο ασήμαντο όπως η συγγραφή μυθιστορημάτων.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Σκοτ έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο «Ο Μάγος του Βορρά». Ωστόσο ήταν γενικά γνωστό πως αυτός ήταν ο περίφημος συγγραφέας, κάτι που παραδέχτηκε τελικά το 1827. Μαζί με την αγάπη του κοινού έδρεψε την αναγνώριση και τις τιμές. Το 1815, του δόθηκε η τιμή να δειπνήσει με τον πρίγκηπα Γεώργιο, μετέπειτα βασιλέα Γεώργιο Δ’ της Μεγάλης Βρετανίας, ο οποίος ήθελε να γνωρίσει τον «Συγγραφέα του Γουέιβερλι».

Μεγάλο μέρος των χειρόγραφων του Σκοτ δείχνει μία σχεδόν συνειρμικού λόγου προσέγγιση στο γράψιμο. Στα σχέδιά του δεν έβαζε παρά λίγα σημεία στίξης, αφήνοντας τέτοιες λεπτομέρειες στους τυπογράφους.

Η κληρονομιά του Γουόλτερ Σκοτ

Ο σερ Γουόλτερ Σκοτ ήταν στην εποχή του ο πιο δημοφιλής συγγραφέας. Το κοινό της Αμερικής περίμενε τα έργα του με τέτοια ανυπομονησία ώστε οι πρώτες σελίδες τυπώνονταν στη Φιλαδέλφεια (ΗΠΑ) ενώ ο συγγραφέας έγραφε ακόμη τις τελευταίες του σελίδες στο Εδιμβούργο της Σκωτίας. Ο Σκοτ όμως δεν ήταν περιζήτητος μόνο στην Αμερική αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Λέγεται πως στο Βερολίνο νύχτωναν και ξημερώνονταν όλοι με τα βιβλία του Σκοτ στο χέρι.

Τα έργα του κατέκτησαν αμέσως όλο τον κόσμο γιατί ήταν γεμάτα ζωή ώστε να ζωντανεύουν τους ήρωες στα μάτια των αναγνωστών. Παρά το γεγονός ότι ο Σκοτ συνέχισε να είναι εξαιρετικά δημοφιλής και να διαβάζεται ευρέως, τόσο στην πατρίδα του όσο και στο εξωτερικό, η απήχηση που είχε στους κριτικούς μειώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα καθώς οι σοβαροί συγγραφείς στράφηκαν από το ρομαντισμό στο ρεαλισμό και ο Σκοτ άρχισε να θεωρείται ως συγγραφέας κατάλληλος για παιδιά. Η τάση αυτή έγινε πιο έντονη τον 20ο αιώνα.

Για παράδειγμα, στην κλασική του μελέτη Aspects of the Novel (1927), ο Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ επέκρινε δριμύτατα τον Σκοτ για το αδέξιο και βιαστικό στυλ γραφής του, τους «επίπεδους» χαρακτήρες και τις αδύνατες πλοκές. Αντιθέτως, τα μυθιστορήματα της σύγχρονης του Σκοτ Τζέιν Όστεν, ενώ κάποτε εκτιμήθηκαν μόνο από λίγους απαιτητικούς (συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του σερ Γουόλτερ Σκοτ) στη συνέχεια η εκτίμησή τους από τους κριτικούς αυξήθηκε σταθερά, παρόλο που η Όστεν, ως γυναίκα συγγραφέας, εξακολουθούσε να δεχόταν κριτική για τη στενή της («γυναικεία») επιλογή του θέματος που, σε αντίθεση με τον Σκοτ, απέφευγε τα μεγάλα ιστορικά θέματα που παραδοσιακά θεωρούνταν αντρικά.

Ωστόσο, η σημαντικότητα του Σκοτ ως καινοτόμου συγγραφέα εξακολουθούσε να αναγνωρίζεται. Ήταν αναγνωρισμένος ως ο εφευρέτης του σύγχρονου ιστορικού μυθιστορήματος και η έμπνευση για έναν τεράστιο αριθμό συγγραφέων του είδους τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Στον πολιτιστικό τομέα, τα μυθιστορήματα του Γουέιβερλι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο κίνημα για την αποκατάσταση της δημόσιας αντίληψης για τα Χάιλαντς της Σκωτίας και τον πολιτισμό τους, που επισήμως είχε καταργηθεί ως βάρβαρος -και εμφανιζόταν στο μυαλό των νοτίων ως γόνιμο έδαφος για τους ορεινούς ληστές, το θρησκευτικό φανατισμό και τις εξεγέρσεις των Ιακωβιτών.

Ο Σκοτ διετέλεσε πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας του Εδιμβούργου και ήταν επίσης μέλος της Βασιλικής Κέλτικης Εταιρείας. Η δική του συνεισφορά στην επανεφεύρεση του πολιτισμού της Σκωτίας ήταν τεράστια, ακόμα και αν η αναβίωση των εθίμων των Χάιλαντς ήταν κατά καιρούς ευφάνταστη παρά τα εκτενή ταξίδια του σε όλη την πατρίδα του. Απόδειξη της συμβολής του Σκοτ στη δημιουργία μίας ενιαίας ταυτότητας για τη Σκωτία είναι ότι ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός του Εδιμβούργου, που άνοιξε το 1854, ονομάζεται Γουέιβερλι. Το γεγονός ότι ο Σκοτ ήταν πεδινός πρεσβυτεριανός και όχι κελτόφωνος καθολικός Χαϊλάντερ, τον έκανε περισσότερο αποδεκτό από το συντηρητικό αγγλικό αναγνωστικό κοινό.

Τα μυθιστορήματα του Σκοτ είχαν σίγουρα επιρροή στη δημιουργία της βικτωριανής τρέλας στις τάξεις της βρετανικής μοναρχίας για οτιδήποτε σκωτσέζικο, καθώς η βρετανική μοναρχία ανυπομονούσε να διεκδικήσει τη νομιμότητα μέσω μίας μάλλον εξασθενημένης ιστορικής σύνδεσής της με τον βασιλικό Οίκο των Στιούαρτ.

Κατά την εποχή που έγραφε ο Σκοτ, η Σκωτία ήταν έτοιμη να μεταφερθεί από τον κοινωνικά διχαστικό πόλεμο των φατριών σε έναν σύγχρονο κόσμο παιδείας και βιομηχανικού καπιταλισμού. Μέσω των μυθιστορημάτων του Σκοτ, οι βίαιες θρησκευτικές και πολιτικές συγκρούσεις του πρόσφατου παρελθόντος της χώρας θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ανήκουν στο παρελθόν -όπως υποδεικνύει και ο υπότιτλος του Γουέιβερλι ( ‘Tis Sixty Years Since ) ως κάτι που συνέβη τουλάχιστον πριν από 60 χρόνια. Η στάση του Σκοτ υπέρ της αντικειμενικότητας και της μετριοπάθειας και η ισχυρή αποκήρυξη της πολιτικής βίας και στις δύο πλευρές είχε επίσης μία ισχυρή, αν και σιωπηλή, απήχηση σε μία εποχή που πολλοί αγγλόφωνοι συντηρητικοί ζούσαν με το θανάσιμο φόβο μίας γαλλικού ύφους επανάστασης σε βρετανικό έδαφος. Η οργάνωση της επίσκεψης του βασιλέως Γεωργίου Δ’ στη Σκωτία το 1822, από τον Σκοτ, ήταν ένα σημαντικό γεγονός που προοριζόταν να δημιουργήσει μία άποψη για την πατρίδα του που, κατά την άποψή του, τόνιζε τις θετικές πτυχές του παρελθόντος επιτρέποντας ταυτόχρονα τη μεσαιωνική αφαίμαξη να τεθεί στο περιθώριο και να δημιουργήσει το όραμα ενός πιο χρήσιμου και ελπιδοφόρου ειρηνικού μέλλοντος.

Αφού για πολλές δεκαετίες το έργο του Σκοτ έμεινε ουσιαστικά εκτός μελέτης, μία μικρή ανάκαμψη του κριτικού ενδιαφέροντος ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 και του 1980. Οι αντιλήψεις του μεταμοντερνισμού, που ευνοούσε τις ασυνεχείς αφηγήσεις και την εισαγωγή του «πρώτου προσώπου», ήταν πιο ευνοϊκές για το έργο του Σκοτ απ’ ό,τι ο Μοντερνισμός. Πλέον, ο Σκοτ θεωρείται ως σημαντικός καινοτόμος και προσωπικότητα-κλειδί στην ανάπτυξη της σκωτσέζικης και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ