Το τρομερό άλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη χώρα των Οξυδρακών

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πρόκειται να διαβάσετε, μια απο τις πιο όμορφες ιστορίες για τον Αλέξανδρο. Τον μεγαλύτερο Έλληνα που γεννήθηκε ποτέ και κατέκτησε με την Αθανασία, μια θέση δίπλα στους Ήρωες μας στα Ηλύσια Πεδία.

Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς – Λόγος Β΄
-Πλούταρχος

Το τρομερό άλμα του Αλεξάνδρου στη χώρα των Οξυδρακών, απίστευτο για όσους το άκουσαν και φοβερό για όσους το είδαν. Όταν ανέβηκε τα τείχη και ρίχτηκε μέσα στους εχθρούς , που τον υποδέχτηκαν με δόρατα , βέλη και γυμνά ξίφη, με τι μπορεί κάποιος να παρομοιάσει, παρά με του κεραυνού που ξεσπά και αστράφτει μέσα στη θύελλα, έτσι έμοιαζε ο Αλέξανδρος. Οι εχθροί έμειναν κατάπληκτοι και τρομοκρατημένοι και οπισθοχώρησαν τρέμοντας, μετά όμως, διαπίστωσαν ότι ήταν ένας που επιτίθονταν σε πολλούς. Ο Αλέξανδρος είχε πηδήξει το τείχος μόνος του, ενώ ο στρατός του και οι ορκωτοί του συμμαθητές πολιορκούσαν απ’ έξω. Ενώ οι άνδρες του έτρεξαν να βοηθήσουν και ν’ ανέβου τα τείχη, τα στηρίγματα έσπασαν και διέλυσαν τις σκάλες τους. Τρείς στρατιώτες κατάφεραν να πιαστούν και να μπουν μέσα δίπλα στον Αλέξανδρο , τα βέλη όμως τους σκότωσαν αμέσως. Τελικά έμεινε μόνος και αβοήθητος. Τι συνέβη όμως και ποιο ήταν το κατόρθωμα της Τύχης του Αλεξάνδρου που βρισκόταν σε μια βαρβαρική περιοχή, μέσα στα τείχη μιας άγνωστης πολίχνης όπου κινδύνευε να πέσει νεκρός ψάχνοντας τον κυρίαρχο της οικουμένης; Χτυπήθηκε στο κεφάλι στην αρχή απο τσεκούρι μέσα απο το κράνος και κάποιος του έριξε βέλος τρυπώντας του τον θώρακα. Το βέλος χώθηκε σταθερά στα οστά γύρω απο τον μαστό, ενώ το στέλεχος εξείχε και τον ενοχλούσε, και το σίδερο της αιχμής είχε τέσσερα δάχτυλα πάχος και πέντε μήκος.

Ο μεγαλύτερος από τους κινδύνους που αντιμετώπισε ο Αλέξανδρος, ήταν ότι, καθώς υπερασπιζόταν τον εαυτό του απέναντι σε εκείνους που του επιτίθονταν από μπροστά, αυτός που τον χτύπησε τόλμησε να τον πλησιάσει κρατώντας ξίφος, αλλά ο Αλέξανδρος πρόλαβε να τον χτυπήσει με το μαχαίρι του και τον σκότωσε. Την ώρα που συνέβαιναν αυτά, κάποιος βγήκε από ένα μύλο και τον χτύπησε στον αυχένα με ρόπαλο από πίσω. Το χτύπημα αυτό, θόλωσε τις αισθήσεις του και έχασε το φως του. Η Αρετή όμως βρισκόταν κοντά του και έδωσε σε αυτόν τόλμη και στους συντρόφους του δύναμη και ζήλο. Οι ορκωτοί συντρόφοι του, ορκισμένοι να τον προσέχουν απο όταν ήταν ακόμα νεαροί στην Μίεζα, τον είδαν! Άνθρωποι δηλαδή όπως ο Λιμναίος, ο Πτολεμαίος και ο Λεοννάτος και όσοι υπερπηδώντας το τείχος ή γκρεμίζοντάς το, στάθηκαν εμπρός του, αποτέλεσαν ένα «τείχος αρετής», εκθέτοντας στον κίνδυνο τα σώματά τους, τα πρόσωπά τους και τις ζωές τους, από την αφοσίωση και την αγάπη τους στον βασιλιά. Δεν οφείλεται βέβαια στην τύχη το ότι οι σύντροφοι ενός καλού βασιλιά πεθαίνουν ή κινδυνεύουν για λογαριασμό του με την θέλησή τους, αλλά στον έρωτα για την αρετή, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις μέλισσες, που πλησιάζουν και πλαισιώνουν την βασίλισσά τους, οδηγημένες από την αγάπη τους για αυτήν. Θα μπορούσε όμως να υπάρχει κάποιος από τους παραβρισκόμενους, που παρακολουθούσε την μάχη χωρίς να κινδυνεύει, που δεν θα έλεγε ότι παρακολουθεί την μεγάλη μάχη της Τύχης εναντίον της Αρετής, και ότι το βαρβαρικό στοιχείο επικρατεί παρά την αξία του, λόγω της Τύχης, ενώ το Ελληνικό αντέχει πάνω από τις δυνάμεις του, λόγω της Αρετής; Στην περίπτωση λοιπόν που επικρατούσαν οι βάρβαροι, δεν θα έλεγε ότι πρόκειται για έργο της Τύχης και κάποιου φθονερού δαίμονα ή της Νέμεσης, ενώ αν νικούσαν οι Έλληνες, ότι το νικητήριο τρόπαιο κέρδισαν η Αρετή, η Τόλμη η Φιλία και η Πίστη; Αυτά και μόνο διέθετε ο Αλέξανδρος, γιατί κατά το παραπάνω γεγονός η Τύχη παρενέβαλε τείχος, ανάμεσα σε εκείνον και στις υπόλοιπες δυνάμεις και τα εφόδιά του, στους στόλους, τα άλογα και τα στρατόπεδα. Τελικά οι Μακεδόνες νίκησαν τους βάρβαρους και όταν εκείνοι έπεσαν κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την πόλη τους.

Το γεγονός αυτό όμως δεν βοήθησε τον Αλέξανδρο, (που είχε τραυματιστεί). Μεταφέρθηκε αμέσως από το πεδίο της μάχης, ενώ το στέλεχος του βέλους που τον τραυμάτισε, βρισκόταν ακόμα μέσα στα σπλάχνα του και ήταν σαν δεσμός και καρφί που στερέωνε τον θώρακα με το σώμα του. Προσπάθησαν να τραβήξουν το βέλος με δύναμη από την ρίζα του τραύματος, αλλά το σίδερο δεν υπάκουσε, καθώς ήταν στερεωμένο στο οστέινο μέρος μπροστά από την καρδιά. Δεν τόλμησαν να πριονίσουν το μέρος του βέλους που εξείχε, επειδή φοβόταν μήπως διαλυθεί το κόκαλο από τον κραδασμό και του προκαλέσει αφόρητους πόνους και μήπως αιμορραγήσει το εσωτερικό του σώματός του. Όταν όμως ο Αλέξανδρος αντιλήφθηκε τη σύγχυση και τους δισταγμούς τους, προσπάθησε ο ίδιος να κόψει με το μαχαίρι του το βέλος, σύριζα στον θώρακα. Το χέρι του όμως ήταν αδύναμο, καθώς το βάραινε η νάρκη από την φλεγμονή του τραύματος.

Κορόιδευε κάποιους που έκλαιγαν και δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν, και τους άλλους που δεν είχαν το θάρρος να τον βοηθήσουν τους έλεγε λιποτάκτες. Φώναζε μάλιστα στους συντρόφους του:
«Κανείς σας να μην δειλιάσει, έστω κι αν πρόκειται για μένα. Δεν θα με πιστέψουν ότι δεν φοβάμαι τον θάνατο, αν εσείς φοβάστε για τον δικό μου θάνατο».

Αρχαίο κείμενο
Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς – Λόγος Β΄
Συγγραφέας: Πλούταρχος
Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς

Ἀλεξάνδρου δ´ ἐν Ὀξυδράκαις τὸ δεινὸν ἐκεῖνο πήδημα καὶ ἄπιστον ἀκούουσι καὶ θεωμένοις φοβερόν, ἐκ τειχῶν ἀφέντος ἑαυτὸν εἰς τοὺς πολεμίους δόρασι καὶ βέλεσι καὶ ξίφεσι γυμνοῖς ἐκδεχομένους, τίνι ἄν τις εἰκάσειεν ἢ πυρὶ κεραυνίῳ ῥαγέντι καὶ φερομένῳ μετὰ πνεύματος, οἷον ἐπὶ γῆν κατέσκηψε «φάσμα Φοίβου φλογοειδέσιν ὅπλοις» περιλαμπόμενον; οἱ δὲ τὸ πρῶτον ἐκπλαγέντες ἅμα φρίκῃ διέτρεσαν καὶ ἀνεχώρησαν, εἶθ´ ὡς ἑώρων ἄνθρωπον ἕνα πολλοῖς ἐπιφερόμενον, ἀντέστησαν. Ἐνταῦθ´ ἄρ´ ἡ Τύχη μεγάλα καὶ λαμπρὰ διέφηνεν ἔργα τῆς πρὸς Ἀλέξανδρον εὐμενείας, ὅτ´ αὐτὸν μὲν εἰς χωρίον ἄσημον καὶ βάρβαρον ἐμβαλοῦσα κατέκλεισε καὶ περιετείχισε, τοὺς δ´ ὑπὸ σπουδῆς ἐπιβοηθοῦντας ἔξωθεν καὶ τῶν τειχῶν ἐφιεμένους, κλάσασα καὶ συντρίψασα τὰς κλίμακας, ὑπεσκέλισε καὶ κατεκρήμνισε. Τριῶν δ´ οἵπερ ἔφθησαν μόνοι τοῦ τείχους λαβέσθαι καὶ καθέντες ἑαυτοὺς παραστῆναι τῷ βασιλεῖ, τὸν μὲν εὐθὺς ἀνήρπασε καὶ προανεῖλεν, ὁ δὲ τοξεύμασι πολλοῖς διαπεπαρμένος, ὅσον ὁρᾶν καὶ συναισθάνεσθαι μόνον ἀπεῖχε τοῦ τεθνάναι· κεναὶ δ´ ἔξωθεν προσδρομαὶ καὶ ἀλαλαγμοὶ Μακεδόνων, οὐ μηχανῆς τινος οὐκ ὀργάνων παρόντων, ἀλλ´ ὑπὸ σπουδῆς ξίφεσι τυπτόντων τὰ τείχη καὶ χερσὶ γυμναῖς περιρρῆξαι καὶ μονονοὺ διαφαγεῖν βιαζομένων. Ὁ δ´ εὐτυχὴς βασιλεὺς καὶ ὑπὸ τῆς Τύχης φυλαττόμενος ἀεὶ καὶ δορυφορούμενος, ὥσπερ θηρίον ἄρκυσιν ἐνσχεθείς, ἔρημος καὶ ἀβοήθητος, οὐχ ὑπὲρ Σούσων οὐδὲ Βαβυλῶνος οὐδὲ τοῦ Βάκτρα λαβεῖν οὐδὲ τοῦ μεγάλου Πώρου κρατῆσαι· τοῖς γὰρ ἐνδόξοις καὶ μεγάλοις ἀγῶσι, κἂν δυστυχῶνται, τὸ γοῦν αἰσχρὸν οὐ πρόσεστιν. Ἀλλ´ οὕτω δύσερις ἦν καὶ βάσκανος ἡ Τύχη καὶ φιλοβάρβαρος καὶ μισαλέξανδρος, ὥστε μὴ τὸ σῶμα μόνον αὐτοῦ μηδὲ τὸν βίον, ἀλλὰ καὶ τὴν δόξαν ἀνελεῖν ὅσον ἐφ´ ἑαυτῇ καὶ διαφθεῖραι τὴν εὔκλειαν. Οὐ γὰρ παρ´ Εὐφράτην Ἀλέξανδρον ἢ Ὑδάσπην πεσόντα κεῖσθαι δεινὸν ἦν, οὐδ´ ἀγεννὲς ἐν χερσὶ Δαρείου γενόμενον καὶ ἵπποις καὶ ξίφεσι καὶ κοπίσι Περσῶν ἀμυνομένων ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ἀποθανεῖν· οὐδὲ τῶν Βαβυλῶνος ἐπιβαίνοντα τειχῶν σφαλῆναι καὶ πεσεῖν ἀπ´ ἐλπίδος μεγάλης. Οὕτω Πελοπίδας καὶ Ἐπαμεινώνδας· ἀρετῆς ὁ τούτων θάνατος ἦν, οὐ δυστυχίας ἐπὶ τηλικούτοις. Τῆς δὲ νῦν ἐξεταζομένης Τύχης οἷον τὸ ἔργον, ἐν ἐσχατιᾷ βαρβάρου παραποταμίας καὶ τείχεσιν ἀδόξου πολίχνης περιβαλούσης καὶ ἀποκρυψάσης τὸν τῆς οἰκουμένης βασιλέα καὶ κύριον ὅπλοις ἀτίμοις καὶ σκεύεσι τοῖς παρατυχοῦσι τυπτόμενον καὶ βαλλόμενον ἀπολέσθαι. Καὶ γὰρ κοπίδι τὴν κεφαλὴν διὰ τοῦ κράνους ἐπλήγη, καὶ βέλει τις ἀπὸ τόξου τὸν θώρακα διέκοψεν, οὗ τοῖς περὶ τὸν μαστὸν ἐνερεισθέντος ὀστέοις καὶ καταπαγέντος ὁ μὲν καυλὸς ἐξεῖχε βαρύνων, τῆς δ´ ἀκίδος ὁ σίδηρος τεσσάρων δακτύλων εὖρος ἔσχε καὶ πέντε μῆκος. Ἔσχατον δὲ τῶν δεινῶν, ὁ μὲν ἠμύνετο τοὺς κατὰ στόμα καὶ τὸν βαλόντα καὶ πελάσαι τολμήσαντα μετὰ ξίφους αὐτὸς τῷ ἐγχειριδίῳ φθάσας κατέβαλε καὶ ἀπέκτεινεν· ἐν τούτῳ δέ τις δραμὼν ἐκ μυλῶνος ὑπέρῳ κατὰ τοῦ αὐχένος ὄπισθεν πληγὴν κατήνεγκεν, ἣ συνέχεε τὴν αἴσθησιν αὐτοῦ σκοτωθέντος· ἡ δ´ Ἀρετὴ παρῆν, θάρσος μὲν αὐτῷ ῥώμην δὲ καὶ σπουδὴν τοῖς περὶ αὐτὸν ἐμποιοῦσα. Λιμναῖοι γὰρ καὶ Πτολεμαῖοι καὶ Λεοννάτοι, καὶ ὅσοι τὸ τεῖχος ὑπερκαταβάντες ἢ ῥήξαντες ἔστησαν πρὸ αὐτοῦ, τεῖχος ἀρετῆς ἦσαν, εὐνοίᾳ καὶ φιλίᾳ τοῦ βασιλέως τὰ σώματα καὶ τὰ πρόσωπα καὶ τὰς ψυχὰς προβαλλόμενοι. Οὐ γὰρ διὰ Τύχην ἀγαθῶν βασιλέων ἑταῖροι προαποθνήσκουσιν ἑκουσίως καὶ προκινδυνεύουσιν, ἀλλ´ ἔρωτι τῆς Ἀρετῆς ὥσπερ ὑπὸ φίλτρων μέλιτται τῷ ἄρχοντι προσέχονται καὶ προσπεφύκασι. Τίς οὖν οὐκ ἂν εἴποι τότε παρὼν ἀκίνδυνος θεατής, ὅτι Τύχης μέγαν ἀγῶνα κατ´ Ἀρετῆς θεᾶται, καὶ τὸ μὲν βάρβαρον παρ´ ἀξίαν ἐπικρατεῖ διὰ Τύχην, τὸ δ´ Ἑλληνικὸν ἀντέχει παρὰ δύναμιν δι´ Ἀρετήν, κἂν μὲν ἐκεῖνοι περιγένωνται, Τύχης καὶ δαίμονος φθονεροῦ καὶ νεμέσεως ἔσται τὸ ἔργον· ἂν δ´ οὗτοι κρατήσωσιν, Ἀρετὴ καὶ τόλμα καὶ φιλία καὶ πίστις ἐξοίσεται τὸ νικητήριον; ταῦτα γὰρ μόνα παρῆν Ἀλεξάνδρῳ, τῆς δ´ ἄλλης δυνάμεως καὶ παρασκευῆς στόλων καὶ ἵππων καὶ στρατοπέδων μέσον ἔθηκεν ἡ Τύχη τὸ τεῖχος. Ἐτρέψαντο μὲν οὖν τοὺς βαρβάρους οἱ Μακεδόνες, καὶ πεσοῦσιν αὐτοῖς ἐπικατέσκαψαν τὴν πόλιν. Ἀλεξάνδρῳ δ´ οὐδὲν ἦν ὄφελος· ἥρπαστο γὰρ μετὰ τοῦ βέλους, καὶ τὸν κάλαμον ἐν τοῖς σπλάγχνοις εἶχε, καὶ δεσμὸς ἦν αὐτῷ καὶ ἧλος τὸ τόξευμα τοῦ θώρακος πρὸς τὸ σῶμα. Καὶ σπάσαι μὲν ὥσπερ ἐκ ῥίζης τοῦ τραύματος βιαζομένοις οὐχ ὑπήκουεν ὁ σίδηρος, ἕδραν ἔχων τὰ πρὸ τῆς καρδίας στερεὰ τοῦ στήθους· ἐκπρῖσαι δὲ τοῦ δόνακος οὐκ ἐθάρρουν τὸ προῦχον, ἀλλ´ ἐφοβοῦντο, μήπως σπαραγμῷ σχιζόμενον τὸ ὀστέον ὑπερβολὰς ἀλγηδόνων παράσχῃ καὶ ῥῆξις αἵματος ἐκ βάθους γένηται. Πολλὴν δ´ ἀπορίαν καὶ διατριβὴν ὁρῶν αὐτὸς ἐπεχείρησεν ἐν χρῷ τοῦ σώματος ἀποτέμνειν τῷ ξιφιδίῳ τὸν οἰστόν· ἠτόνει δ´ ἡ χεὶρ καὶ βάρος εἶχε ναρκῶδες ὑπὸ φλεγμονῆς τοῦ τραύματος. Ἐκέλευεν οὖν ἅπτεσθαι καὶ μὴ δεδιέναι θαρρύνων τοὺς ἀτρώτους· καὶ τοῖς μὲν ἐλοιδορεῖτο κλαίουσι καὶ περιπαθοῦσι, τοὺς δὲ λιποτάκτας ἀπεκάλει, μὴ τολμῶντας αὐτῷ βοηθεῖν· ἐβόα δὲ πρὸς τοὺς ἑταίρους

«Μηδεὶς ἔστω μηδ´ ὑπὲρ ἐμοῦ δειλός· ἀπιστοῦμαι μὴ φοβεῖσθαι θάνατον, εἰ τὸν ἐμὸν φοβεῖσθ´ ὑμεῖς.»

ΔΗΜΟΦΙΛΗ