Τά Χριστούγεννα στήν Πόλη γιορτάζονται ταπεινά. Καί ὅταν λέμε ταπεινά, ἐννοοῦμε τήν ἀφαίρεση τῆς ἐξωτερικῆς λαμπρότητας καί τήν καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ κάλλους. Κάτι, τό μή χριστιανικό περιβάλλον, κάτι, ἡ βαριά κληρονομιά τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως, ὁδηγοῦν σ᾽ αὐτό τό κατανυκτικό ἦθος.
Ἔτσι θά περνοῦσαν καί τά Χριστούγεννα ἐκεῖνα γιά τόν κύρ Μανώλη τό λουστραδόρο. Μάστορας στή δουλειά του. Δούλευε μέ μεράκι τά ἔπιπλα, σάν καλλιτέχνης πραγματικός, χωρίς νά βιάζεται καί χωρίς νά λογαριάζει τό κέρδος ἤ τη ζημιά. Ὅ,τι περνοῦσε ἀπό τό χέρι του ἔπρεπε νά λάμπει «ἡλίου φαεινότερον», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος. Καί προσέθετε:
– Προπάντων, ὅμως, προσοχή στό βάθος τῆς λάμψης, μιᾶς καί εἶναι εὔκολο νά λάμπει ἡ ἐπιφάνεια, ἀλλά ἡ ἐπιτυχία βρίσκεται στό πῶς θά ᾽ρχεται τό φῶς.
Τό «βάθος τῆς λάμψης». Αὐτή ἦταν ἡ ἰδεολογία τοῦ κύρ Μανώλη. Μπορεῖ καί νά μήν ἦταν ἡ ἰδεολογία μόνο δική του. Μπορεῖ καί νά μετέφερε πάνω του μία χιλιόχρονη παράδοση πού ἔπλασε τό φῶς στό βάθος κι ἄφησε τήν ἐπιφάνεια στό περιθώριο. Ἡ γυναίκα του, βέβαια, ἡ Πολυξένη, διαφωνοῦσε μ᾽ ὅλα αὐτά.
– Τό μεροκάματο δέν βγαίνει μέ φιλοσοφίες, τοῦ ᾽λεγε. Αὐτό πού κάνεις οὔτε ὁ Θεός δέν τό θέλει. Ὁ Πανάγαθος ὅρισε νά κερδίζουμε τό ψωμί μας με τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μας κι ὄχι με τόν ἱδρῶτα τριῶν προσώπων. Ἐκεῖνος θά τό ᾽θελε ἀλλιῶς γιατί ξέρει πιό καλά ἀπό σένα.
Ὁ κύρ Μανώλης ὅμως δέν καταλάβαινε ἀπό τέτοια. Πάνω ἀπό ὅλα ἦταν ἡ λάμψη. Ἀλλά τό παράπονο τῆς Πολυξένης τῆς «πολύπαθης», ὅπως ἔλεγε μόνη της γιά τόν ἑαυτό της, ἦταν κι ἄλλο. Ὁ ἄντρας της, ὁ προκομμένος, εἶχε τό ἐργαστήρι κάτω στό Γαλατά, κοντά στόν Ἅγιο Νικόλαο. Τό σπίτι του βρισκόταν στούς πρόποδες τοῦ λόφου τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, στό Σταυροδρόμι. Ἦταν μία ἀπόσταση πού δέν ἐπέτρεπε στην πληθωρική Πολυξένη νά ἐλέγχει τά συμβαίνοντα στό ἐργαστήρι. Καθώς ἦταν ἀνοικτή καρδιά ὁ κύρ Μανώλης, εἶχε πολλές κοινωνικές σχέσεις μέ ἄλλους μαστόρους τῆς περιοχῆς τοῦ Γαλατᾶ. Τά κουτσόλεγαν στό ἐργαστήρι του, πού εἶχε γίνει χῶρος συζητήσεων, φιλοσοφικῶν καί κοινωνικῶν. Ἦταν σάν ἕνα μικρό καφενεῖο, ὅπου οἱ συζητήσεις γιά τά τρέχοντα θέματα ἦταν στήν ἡμερησία διάταξη. Ποιός ψάλτης εἶπε πιό κατανυκτικά τό δοξαστικό τῆς Κυριακῆς; Ποιός δεσπότης τηροῦσε τό περίφημο πολίτικο τυπικό; Ποιά παράδοση ἔφερε νά ψάλλονται δύο καταβασίες τά Χριστούγεννα; Κι ἄλλα πολλά πού ἔβγαζαν πάντοτε τόν κύρ Μανώλη ἔξω ἀπό τόν ρυθμό τῆς δουλειᾶς του. Ἀναγκαζόνταν, τότε, νά δουλέψει ὡς τά μεσάνυχτα γιά νά προλάβει τό χαμένο χρόνο καί μερικές φορές κοιμόταν καί μέσα στο ἐργαστήρι, ἐπειδή ἦταν δύσκολο νά πάει στό σπίτι του, λόγω τοῦ προχωρημένου τῆς ὥρας. Τότε ἦταν πού ἡ Πολυξένη ἔχανε τ᾽ αὐγά καί τά καλάθια ἀπό τά νεῦρα της. Καί μεροκάμματο δέν ἔβγαινε καί ἄντρα δέν εἶχε. Ἔστηνε στήν πόρτα τόν ἄντρα της λέγοντας:
– Θά σέ ξετινάξουν ὅλοι αὐτοί, στήν ψάθα θά πεθάνεις. Καί ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
– Μά εἶναι καλά παιδιά καί γιά τό Χριστό μιλᾶμε. Καί μήν ξεχνᾶς πῶς οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μέσα τους φῶς, πολύ φῶς. Λίγο νά σταθεῖς μπροστά τους, λίγο νά τούς καλομιλήσεις καί θά βρεθεῖς κατάματα με τό Χριστό. Ἔχουν κι οἱ ἄνθρωποι λάμψη, Πολυξένη μου.
Ἡ Πολυξένη, ὅμως, δέν καταλάβαινε ἀπό τέτοια. Ἔβλεπε τά παιδιά της, καί τήν ἴδια, νά ζοῦνε φτωχικά. Ὅλα τ᾽ ἄλλα ἦταν δεύτερα.
Ἦταν παραμονή τῶν Χριστουγέννων. Ἡ Πολυξένη εἶχε ἀπό τό πρωί δώσει τίς ὁδηγίες καί τά διαγγέλματά της στον ἄνδρα της.
– Τό ἀργότερο στίς ὀκτώ τό βράδυ θά εἶσαι στο σπίτι, οὔτε λεπτό καθυστέρηση. Ὅπως γυρνᾶς ἀπό τό Πέρα, ψώνισέ μου κουκουνάρια γιά τή γαλοπούλα, παστουρμά, σουτζούκι, τυρί, κασέρι, καί δύο κιασέδες γιαούρτι γιά νά νιώσουμε κι ἐμεῖς οἱ φτωχοί τή χρονιάρα μέρα.
Ὁ κύρ Μανώλης ἄκουγε τά διαγγέλματα. Δέν μποροῦσε νά κάνει καί κάτι ἄλλο.
– Κρίμα πού ἡ Πολυξένη δέν εἶχε γίνει συνταγματάρχης, σκεπτόταν, θά εἶχε τήν πιό δυναμική στρατιωτική μονάδα, κρίμα στή γυναίκα, πηγαίνει χαμένη μέ μένα τόν κακομοίρη.
Ἀπαντοῦσε ὅμως σταράτα:
– Ναί Πολυξένη μου, ὅλα θά γίνουν ὅπως θέλεις.
Καί πράγματι, ὅλα ἔγιναν ὅπως ἤθελε ἡ Πολυξένη. Στίς 8 ἡ ὥρα ὁ κύρ Μανώλης κατηφόριζε τή μεγάλη κατηφόρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Στό βάθος, στό τέλος τοῦ μεγάλου δρόμου, φαινόταν ἤδη τό σπίτι του. Τότε συνέβη τό ἔκτακτο. Ἐκεῖ, σε κάποιο ἀριστερό στενάκι ὑπῆρχε τό μικρό ταβερνάκι τοῦ Φώτη τοῦ Κάβουρα. Κάβουρα τόν ἔλεγαν λόγῳ τῶν ἀργῶν κινήσεων μέ τίς ὁποῖες περπατοῦσε. Καλή καί ἄδολη καρδιά ὁ Φώτης, διατηροῦσε αὐτό τό μικρό κατάστημα, ὅπου μαζεύονταν οἱ ἄντρες τῆς γειτονιᾶς καί τά κουτσόπιναν τά βραδάκια. Ἐκεῖνο τό βράδυ, λόγῳ τῆς παραμονῆς, πελατεία δέν ὑπῆρχε, μόνο ἕνας, κι ὁ Φώτης πού περιδιάβαινε μέ τή ματιά του τούς διαβάτες τῆς κατηφόρας. Τότε εἶδε τόν κύρ Μανώλη.
– Γειά σου, Μανώλη, σπάνια σέ βλέπουμε πιά.
– Ναί, ἀπάντησε ὁ κύρ Μανώλης, οἱ δουλειές βλέπεις.
– Ἔλα νά τά ποῦμε γιά λίγο μέσα.
Ὁ κύρ Μανώλης κοντοστάθηκε. Ἡ Πολυξένη περίμενε στο σπίτι, ἀλλά κι ἡ πρόσκληση ἦταν πρόκληση. Τό σκέφτηκε. Θά καθόταν δέκα λεπτά καί μετά θά συνέχιζε. Δέκα λεπτά δέν ἦταν τίποτε. Μπῆκαν μέσα καί κάθισαν σέ μία γωνιά, μιλώντας γιά τά Χριστούγεννα. Γιά τήν πρωινή λειτουργία. Γιά τά τροπάρια πού θά εἶχε τό τυπικό καί ἄλλα παρόμοια. Εἶχαν σχεδόν ξεχάσει πώς στό κατάστημα ὑπῆρχε κι ἕνας, ὁ μοναδικός, πελάτης. Τόν θυμήθηκαν ὅταν ξερόβηξε, λίγο, λέγοντας σέ σπασμένα Ἑλληνικά:
Θέλω ἕνα ποτήρι ἀπ᾽ τό γλυκό κρασί. Καί σάν νά ἤθελε νά ἁρπάξει τήν εὐκαιρία εἶπε:
– Αὔριο ἐσεῖς οἱ ρωμηοί, ἔχετε μεγάλη γιορτή.
Οἱ δύο μας φίλοι στάθηκαν ἀμήχανοι, μ᾽ ἕναν τοῦρκο πάντα πρέπει νά εἶσαι κουμπωμένος. Ἐκεῖνος, σαν νά κατάλαβε, εἶπε:
Μέ λένε Τζεμίλ, μεγάλωσα σέ ρωμαίικο μαχαλά καί ξέρω κάτι λίγα ἑλληνικά. Εἶμαι μόνος, χωρίς οἰκογένεια, ξωμάχος τῆς ζωῆς. Σᾶς ρώτησα γιά τή γιορτή σας. Τί γιορτάζετε αὔριο;
Φαινόταν τίμιος καί εἶχε καθαρή ματιά. Ἔνιωθες ἐμπιστοσύνη. Ὁ κύρ Μανώλης πῆρε θάρρος.
– Νά, πῶς νά στο πῶ, αὔριο γεννήθηκε ἡ ἀγάπη. Ὁ Τζεμίλ σοβάρεψε πολύ.
– Πῶς γεννιέται ἡ ἀγάπη; Ἔχει πρόσωπο;
– Γι᾽ αὐτό γεννήθηκε ἀκριβῶς, ἐπειδή ἔχει πρόσωπο καί θέλει νά μᾶς δεῖ κατά πρόσωπο, ἀπάντησε ὁ κύρ Μανώλης. Καί συνέχισε:
– Ξέρεις; Ἡ ἀγάπη πού γεννήθηκε εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Τζεμίλ ἀντέδρασε.
– Ὁ Θεός οὔτε γεννιέται, οὔτε ἔχει πρόσωπο.
– Φίλε μου Τζεμίλ, εἶπε ὁ κύρ Μανώλης, γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἀγάπη, ἐπειδή καταδέχτηκε νά γεννηθεῖ καί νά μᾶς δεῖ στο πρόσωπό μας, μέσα μας, βαθιά μας. Θέλει νά βρεῖ τη λάμψη πού ἔχουμε μέσα μας καί νά τήν κάνει φωτιά.
Ὁ Τζεμίλ σώπασε. Ἄκουγε μέ προσοχή τόν κύρ Μανώλη. Ὁ Μανώλης, ὁ λουστραδόρος, εἶχε γίνει ὁλόκληρος μια φωτιά πού ἔλαμπε. Σώπασαν καί οἱ δύο. Μετά ἀπό ὥρα ψιθύρισε ὁ Τζεμίλ:
Κι ἀφοῦ ὁ Θεός σας εἶναι ἀγάπη ἐσύ πῶς θά μοῦ τό ἀποδείξεις;
Ὁ Μανώλης μάζεψε τά φρύδια καί εἶπε, ψιθυρίζοντας:
– Νά τ᾽ ἀποδείξω δέν μπορῶ μέ λόγια, ἀλλά μόνο ἄν χρειαστεῖ νά κάνω μιά θυσία γιά σένα, τότε θά τό καταλάβεις.
Ὁ Τζεμίλ εἶπε φωναχτά:
– Κάνε μια θυσία γιά μένα. Θέλω νά καταλάβω τήν ἀγάπη πού γίνεται ἄνθρωπος ἤ μάλλον νά καταλάβω πῶς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔχει τήν ἀγάπη;
Ὁ κύρ Μανώλης δέν σκέφτηκε καί πολύ. Οἱ θυσίες δέν προγραμματίζονται, ἔρχονται ξαφνικά, ἀρκεῖ νά τίς ἀξιοποιήσεις. Κάθισε, ἐκεῖ, στό ταβερνάκι, ὅλη τή νύχτα μέ τόν Τζεμίλ. Δέν ἦταν δά καί τόσο δύσκολο. Κάθε μέρα ξενυχτοῦσε γιά νά φτάσει στη «λάμψη τήν ἐσωτέρα», γιά νά βρεῖ τήν κοινωνία μέ τόν ἄλλο.
Ἔτσι πέρασε ὅλη τή νύχτα καί τό πρωί τράβηξε γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο γιά ν᾽ ἀκούσει: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Ἕνα ἦταν σίγουρο. Ἐκεῖνο τό βράδυ μέσα στό καπηλειό τοῦ Φώτη ἐγεννήθη ὁ Χριστός. Πάντοτε ἔτσι γεννιέται, στά ταπεινά καί στά μοναχικά. Γεννιέται ἐκεῖ πού ἡ λάμψη δέν εἶναι ἐξωτερική. Ἔτσι γιόρτασαν τά Χριστούγεννα ἐκεῖνα στην Πόλη. Ἔτσι πάντα τά γιορτάζουν. Μέ τή φωταυγή ἀχτίδα τοῦ ἐσωτέρου φωτός. Καί μετά ἔρχονται πάντα οἱ Ἡρῶδες. Καί στή διήγησή μας αὐτή, τό μαρτύριο γιά τόν κύρ Μανώλη ἦρθε ἀπό τήν Πολυξένη, τήν πολύπαθη καί κουρασμένη, πού ξεχνοῦσε ὅμως νά καταλάβει τή λάμψη πού εἶχε κοντά της, τόν κύρ Μανώλη, ἕνα ἀκόμη σημεῖο τῆς φανέρωσης τοῦ Κυρίου πάνω στή γῆ.
† π.Κ.Σ.