Δημήτρης Καπράνος
Κάποιες φορές συζητω μέ παλαιούς Αθηναίους γιά εκείνη τήν Αθήνα, τήν παλιά, πού ηταν τσαχπίνα, λίγο κουτσομπόλα, λίγο αδέξια αλλά πάντα κοκέτα. έστω καί χωρίς άσφαλτο καί μέγαρα.
«Εγώ τήν Αθήνα τήν βλέπω σάν νά φορα τό καλό της τό ταγιέρ καί νά κατεβαίνει βόλτα στήν Πανεπιστημίου, μ’ ένα κουλούρι στό χέρι καί τυρόπιτα από τό άλλο. Θυμαμαι τότε πού τό Σύνταγμα μύριζε κάστανο καί φρέσκο κουλούρι, κι όχι… τσιμέντο θερμαινόμενο από τόν καύσωνα. Κι ο ηλεκτρικός ειχε βαγόνια πού έτριζαν σάν νά τραγουδουν “Αθήνα μου φως μου”. Στίς γειτονιές, τά παιδιά παιζαν μπάλλα στή μέση του δρόμου καί σταματουσαν όταν περνουσε φορτηγό-ή κάποιο ποδήλατο…
Τό απόγευμα, οι κυρίες έβγαζαν καρέκλες στό πεζοδρόμιο καί “άπλωναν” τίς ειδήσεις της γειτονιας σάν μπουγάδα: “Η Μαρία αγόρασε καινούριο ραδιόφωνο”, ο κυρ-Σπυρος έπιασε επί τέλους δουλειά στήν ΕΥΔΑΠ, η εξαδέρφη της Αννούλας τά ’φτιαξε μέ τόν γυιό του μανάβη.» Ειδήσεις πού έκαναν τόν γυρο της πλατείας πιό γρήγορα κι από τήν Ολυμπιακή Αεροπορία. Καί τά Σαββατόβραδα; Ω, αυτά ηταν τελετουργία! Ο κινηματογράφος της γειτονιας, μέ αφίσες πού ειχαν περισσότερη μπογιά από τούς τοίχους, κι έναν μηχανικό προβολης πού, άν ηταν σέ φόρμα, έβλεπες τήν ταινία ολόκληρη χωρίς νά αλλάξει τό φίλμ ανάποδα. Μετά, σουβλάκι απλό, δύο μπιφτεκάκια, ντομάτα, κρεμμύδι, καί προσευχή νά μή σέ δει η μάνα σου πού «δέν κάνει νά τρως έξω βράδυ.»
Άσε εκεινα τά απογεύματα της Κυριακης, πού πήγαινε η οικογένεια «γιά μιά πάστα» σέ ένα από τά πολλά ζαχαροπλαστεια της Αθήνας. Στό «Πέτρογραδ», στό «Ρωσικόν», στό «Μητροπολιτικόν», στου «Μαλάμου», στήν «Μασκωτίτσα». Κι εμεις, στόν Πειραια, στου «Παπασπύρου», στό «Διεθνές», στό «Ζαρτνέν», στόν «Χαραμη».
Θαυμάζω τόν φίλο μου τόν Λευτέρη Σκιαδα, πού αγωνίζεται νά κρατήσει ζωντανή τήν εικόνα της Αθήνας πού χάθηκε, της Αθήνας πού ζουσε πιό ανθρώπινα, μέ κανόνες καί άποψη. Εμεις, στόν Πειραια, δέν τά καταφέραμε σ’ αυτόν τόν τομέα. Ιδρύθηκε η Πειραϊκή Λέσχη, αλλά δέν ευδοκίμησε. Γίναμε από μιά πόλη μέ λιμάνι σέ ένα λιμάνι μέ πόλη. Άσχημη κατάληξη…
Δέν ειναι κουτοί οι άλλοι Ευρωπαιοι πού διαφύλαξαν τίς δικές τους «παλιές πόλεις». Πού κράτησαν ζωντανά τά παλιά τους κτήρια, πού δέν ενέδωσαν στήν μανία της «αντιπαροχης». Αυτά πληρώνουμε σήμερα, μέ πόλεις απρόσωπες καί ανοχύρωτες σέ κάθε «εισβολέα»…
Σήμερα… η παλιά Αθήνα υπάρχει σέ κάτι κιτρινισμένες φωτογραφίες καί στίς αφηγήσεις εκείνων πού τήν πρόλαβαν. Όσοι έχουν ακόμη δυνάμεις, προσπαθουν νά κρατήσουν ζωντανή τήν εικόνα του παρελθόντος.
Ίσως άν κλείσεις τά μάτια καί σταθεις λίγο στήν Αιόλου, μπορει νά ακούσεις τούς μικροπωλητές μέ τά «καλάθια» νά διαλαλουν τήν πραμάτεια τους καί νά περάσει από δίπλα σου μιά κυρία μέ ταγιέρ, καπέλλο, γάντια καί χαμόγελο.
Όσο κι άν τήν αλλάζουν βιαίως, η παλιά Αθήνα δέν χάνεται. Απλως κρύβεται πίσω από μιά κολώνα καί περιμένει νά της πεις «Καλησπέρα σας, κυρία μου».
