Σάν ένα ασημένιο φιλί πού χαράχτηκε στόν χρόνο, η Πανσέληνος του Οξυρρύγχου συνεχίζει νά φωτίζει όχι μόνο τήν γη καί τά νερά της, αλλά καί τήν ψυχή όσων στάθηκαν νά τήν κοιτάξουν

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Δημήτρης Καπράνος

Εκει όπου η άμμος συναντα τά κύματα καί η σιωπή παίρνει σχημα από τούς αρχαίους ανέμους, ο Οξύρρυγχος ξυπνα τίς νύχτες της πανσελήνου.

Οι πόλεις, μέ τίς ρίζες τους βυθισμένες στήν λίμνη της Ιστορίας, φορουν τό πιό φωτεινό τους πέπλο όταν ο δίσκος της σελήνης ανεβαίνει αργά στόν ουρανό, λουσμένος σέ εκεινο τό υπέροχο φως.

Οι σκιές των παλιων κτηρίων καί ξεμακραίνουν, σάν νά θέλουν νά αγγίξουν τό φως πού απλώνεται απαλά. Τό φεγγάρι καθρεφτίζεται στά ήρεμα νερά, δημιουργωντας μιά δίδυμη λάμψη –μία στόν ουρανό καί μία στήν γη. Κάθε ρυτίδα του νερου γίνεται μιά πινελιά φωτός, καί τό τοπίο μοιάζει νά αιωρειται ανάμεσα στήν πραγματικότητα καί τό όνειρο.

Τόν οξύρρυγχο τόν συνάντησα πρώτη φορά μαθητής του δημοτικου, στίς σελίδες ενός εικονογραφημένου περιοδικου. Ηταν «Τό τραγούδι του Χιαγουάθα», του Αμερικανου συγγραφέως Χένρυ Λονγκφέλοου. Τότε, ο εκδοτικός οικος «Ατλαντίς» κυκλοφορουσε εικονογραφημένες, σπουδαιες κλασσικές δημιουργίες. Τό «Τραγούδι του Χιαγουάθα» ειναι η μυθολογία των Ερυθροδέρμων της Βορείου Αμερικης. Εκει, ο ήρωας του βιβλίου έχει πιάσει έναν τεράστιο οξύρρυγχο καί, ρωτωντας, έμαθα ότι πρόκειται γιά τό ψάρι από τό οποιο βγαίνει τό καλύτερο χαβιάρι, αλλά έμαθα καί γιά τήν πανσέληνο μέ τό όνομά του…

Ο αέρας, λοιπόν, γεμίζει μέ μιά λεπτή, σχεδόν μουσική αίσθηση. Οι ηχοι της νύχτας –τό θρόισμα των φύλλων, τό απαλό κυμα, τό μακρινό κάλεσμα ενός πουλιου– μπλέκονται μέ τήν αόρατη μελωδία πού φέρνει η πανσέληνος. Ειναι σάν τό φως της νά διαπερνα όχι μόνο τήν άμμο καί τό νερό, αλλά καί τίς καρδιές, αποκαλύπτοντας κρυμμένες σκέψεις καί ευχές.

Κάθε πανσέληνος ειναι μοναδική, μά η Πανσέληνος του Οξύρρυγχου έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτηρα. Ίσως ειναι η ιστορία πού τήν ακολουθει, πού τήν κάνει νά μοιάζει μεγαλύτερη καί πιό κοντινή. Ίσως ειναι η μνήμη, μυστικά καί λόγια πού άντεξαν στόν χρόνο. Ίσως, πάλι, νά ειναι απλως τό βλέμμα εκείνου πού τή βλέπει, φορτισμένο μέ νοσταλγία καί προσμονή. Γιατί, πως νά τό κάνουμε –τά πράγματα δέν ειναι όπως τά βλέπουμε αλλά όπως εμεις θέλουμε νά τά δουμε…

Οι ερωτευμένοι βρίσκουν καταφύγιο στό φως της, αφήνοντας τίς σκιές νά τούς τυλίξουν σάν μανδύας. Οι ταξιδιωτες σταματουν καί κοιτουν ψηλά, νιώθοντας γιά μιά στιγμή πως η απόσταση ανάμεσα σέ ανθρώπους καί ουρανό δέν ειναι παρά μιά ανάσα. Καί όσοι αναζητουν έμπνευση, αφήνουν τήν πανσέληνο νά τούς ψιθυρίσει ιστορίες πού γεννιουνται χωρίς λέξεις.

Όταν η νύχτα προχωρα, τό φως της σελήνης γίνεται πιό απαλό, σάν νά κουράζεται κι εκείνη από τό ταξίδι της. Μά η εικόνα της μένει. Μένει στίς καρδιές, στίς αναμνήσεις καί στά όνειρα όσων τήν ειδαν. Σάν ένα ασημένιο φιλί πού χαράχτηκε στόν χρόνο, η Πανσέληνος του Οξυρρύγχου συνεχίζει νά φωτίζει όχι μόνο τήν γη καί τά νερά της, αλλά καί τήν ψυχή όσων στάθηκαν νά τήν κοιτάξουν

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ