Η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρωτοφανή κρίση πανδημίας του κορονοϊού SARS-COV-2, που προκαλεί τη νόσο COVID-19.
H αντιμετώπισή της απαιτεί μέτρα περιορισμού των κοινωνικών επαφών, άρα -σε ό,τι αφορά την οικονομία- αυτό συνεπάγεται ένα ραγδαίο περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας, που εκδηλώνεται με την ταυτόχρονη μείωση της ζήτησης και της προσφοράς, οδηγώντας αναπόφευκτα σε ύφεση.
Στις συνήθεις οικονομικές κρίσεις η μακροοικονομική πολιτική στοχεύει στην ενίσχυση της ζήτησης. Στην παρούσα κρίση, παρόλα αυτά, τα μέτρα για την στήριξη της οικονομίας πρέπει εξίσου να ενισχύσουν την προσφορά, δεδομένου ότι επιχειρήσεις και εργαζόμενοι θα βρεθούν σε αδυναμία εκπλήρωσης των συμβατικών και οικονομικών τους υποχρεώσεων, καθώς οι κυβερνήσεις παίρνουν όλα τα απαραίτητα επιδημιολογικά μέτρα αντιμετώπισης μιας επείγουσας κατάστασης ιατρικού χαρακτήρα. Υπό αυτή την έννοια, η τόνωση της ζήτησης από μόνη της δε θα οδηγήσει σε αντίστοιχη αύξηση της προσφοράς. Αυτό συμβαίνει επειδή υπό τις παρούσες συνθήκες οι πολίτες δε μπορούν να καταναλώσουν, αφού τα καταστήματα είναι κλειστά, ενώ παράλληλα παραμένουν στο σπίτι τους, σύμφωνα με τις οδηγίες των δημόσιων αρχών, με σκοπό τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού. Παράλληλα οι επιχειρήσεις αδυνατούν να συνεχίσουν την ομαλή τους λειτουργία μένοντας πρακτικά με πολύ λιγότερους ή και χωρίς καθόλου εργαζόμενους.
Σε ό,τι αφορά την εξ αποστάσεως εργασία, αυτή έχει τα όριά της, αφού αποτελεί αποτελεσματική επιλογή μοντέλου εργασίας κυρίως στις περιπτώσεις εργαζομένων που παράγουν έργο γραφείου. Η ενσωμάτωση της ρομποτικής στην παραγωγή έχει επίσης περιορισμένα αποτελέσματα, δεδομένου ότι δεν είναι διαδεδομένη πρακτική. Το ηλεκτρονικό εμπόριο προϋποθέτει ότι λειτουργούν τα εργοστάσια, ότι παράγουν προϊόντα και ότι γίνονται ομαλά οι μεταφορές και λειτουργεί η εφοδιαστική αλυσίδα. Άρα, διερευνώντας πιθανά σενάρια οικονομικών πολιτικών, η βέλτιστη επιλογή υπό τις σημερινές συνθήκες είναι η κρατική στήριξη να κατευθυνθεί εκεί όπου είναι απαραίτητη.
Να μη μείνει εργαζόμενος χωρίς ένα ελάχιστο εισόδημα, να μην κλείσει επιχείρηση επειδή δεν μπορεί να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες, την ίδια στιγμή που οι υποχρεώσεις εργαζομένων και επιχειρήσεων προς τις τράπεζες, την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, άλλες επιχειρήσεις, κλπ., αν και μειωμένες, θα συνεχίσουν να τρέχουν.
Η κρατική αρωγή είναι απαραίτητο να παρέχεται γενναιόδωρα για όσο καιρό διαρκέσει η «κοινωνική απομόνωση», το «κλείσιμο στις επιχειρήσεις» και ο περιορισμός στην ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων μεταξύ των χωρών. Ήδη, οι κυβερνήσεις, περιλαμβανομένης της ελληνικής, έχουν ανακοινώσει μια πληθώρα μέτρων στήριξης για εργαζόμενους και επιχειρήσεις.
Σημαντικές παράμετροι στην χορήγηση της αρωγής είναι το μέγεθος και η ταχύτητα της δημοσιονομικής προώθησης πόρων στην οικονομία. Λόγω της μαζικότητας των περιπτώσεων της αρωγής, ιδίως σε οικονομίες όπως η ελληνική, όπου οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις απασχολούν την πλειοψηφία των εργαζομένων, είναι απαραίτητο οι πόροι να διοχετευθούν άμεσα, χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες, ενδεχομένως και ανεξαρτήτως κριτηρίων αναγκαιότητας και σκοπιμότητας, σε όλους τους εργαζομένους και επιχειρήσεις. Αυτή η επιλογή δημιουργεί τον κίνδυνο της σπατάλης για κάποιους από τους έκτακτους πόρους, που θα διοχετευθούν στην οικονομία, όμως υπό τις τρέχουσες συνθήκες μεγαλύτερο βάρος θα πρέπει να δοθεί στο όφελος που θα προκύψει από την ταχεία ένεση ρευστότητας στην οικονομία, η οποία συρρικνώνεται ταχύτατα λόγω των έκτακτων συνθηκών της κρίσης.
Η απελευθέρωση των πόρων πρέπει να γίνει αξιοποιώντας τα ηλεκτρονικά μέσα, παρακάμπτοντας τις δαιδαλώδεις διαδικασίες αιτήσεων, υποβολής δικαιολογητικών κ.ο.κ., δεδομένου ότι λόγω της άμεσης ανάγκης για τη διοχέτευση πόρων στην οικονομία, εξαντλητικές διαδικασίες πιστωτικών κριτηρίων, χειρουργικής ακριβείας παρεμβάσεις κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, ή κριτήρια προσβασιμότητας, τα οποία είναι δύσκολο να αξιολογηθούν ταχέως αν συντρέχουν ή όχι, θα καταστήσουν τα μέτρα ατελέσφορά.
Όσον αφορά στην Ελλάδα ειδικότερα, η χώρα μας διαθέτει απόθεμα ασφαλείας άνω των €30 δισ., πόροι που χτίστηκαν με τα πρωτογενή πλεονάσματα και με προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό, για να στηρίξουν την έξοδο της χώρας στις αγορές. Σύμφωνα με τον οικονομικό τύπο, η Γερμανία ήδη ετοιμάζεται να βγει στις αγορές για €350 δισ. περίπου, ενώ σχεδιάζεται και η δημιουργία ενός ταμείου διάσωσης γερμανικών επιχειρήσεων ύψους €600 δισ. Συνεπώς, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να διερευνήσει την δυνατότητα να δανειστεί στις διεθνείς αγορές, τώρα που μπορεί να αξιοποιήσει και το πρόγραμμα αγοράς ελληνικών ομολόγων ύψους €12 δισ. από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και, ταυτόχρονα, να κάνει χρήση, σε συμφωνία με τους εταίρους, μέρους του αποθέματος ασφαλείας, που διαθέτει, για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Τα καλά νέα είναι ότι ήδη η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα εργάζεται συστηματικά για την παραγωγή φαρμάκων και εμβολίων κατά του κορονοϊού. Συνεπώς, έχουμε μια οικονομική κρίση που δεν έχει σχέση με την προηγούμενη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση και ύφεση του 2008-9, που απαιτεί, όμως, μαζική κρατική παρέμβαση για περιορισμένη χρονική διάρκεια.
Αργά ή γρήγορα, η κανονικότητα θα επανέλθει. Όταν αυτό συμβεί, προέχει οι απώλειες ανθρώπινης ζωής να έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό, ενώ παράλληλα να μην έχουν χαθεί παρά όσο το δυνατό λιγότερες θέσεις εργασίας και επιχειρήσεις.
Διαβάστε εδώ το Δελτίο.