Με μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας να βρίσκεται σε αδιέξοδο, η πετρελαϊκή κρίση θα επιδεινωθεί τις προσεχείς εβδομάδες και οι ζημιές θα γίνουν αισθητές και πέρα από την ίδια την βιομηχανία πετρελαίου.
Η παγκόσμια αγορά πετρελαίου δεν έχει καταρρεύσει ποτέ στην ιστορία τόσο απότομα όπως τώρα. Η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, η οποία παρέχει σχεδόν το 60% της παγκόσμιας ενέργειας, κατακλύζεται από μια διπλή κρίση που θα είχε απορριφθεί ως αδιανόητη στις αρχές του τρέχοντος έτους. Ένας πόλεμος τιμών, με τις παραγωγούς χώρες να μάχονται για μερίδιο αγοράς, έχει ενσωματωθεί στην ευρύτερη κρίση της πανδημίας του καινοφανούς κορωνοϊού και σε αυτό που πιθανώς θα είναι η χειρότερη ύφεση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η προκύπτουσα κατάρρευση της ζήτησης θα είναι μεγαλύτερη από οποιαδήποτε έχει καταγραφεί από τότε που το πετρέλαιο έγινε παγκόσμιο εμπόρευμα.
Οι τιμές του πετρελαίου έχουν ήδη μειωθεί κατά τα δύο τρίτα από τις αρχές του 2020 και εξακολουθούν να πέφτουν. Η μείωση της παγκόσμιας κατανάλωσης μόνο τον Απρίλιο θα είναι επτά φορές μεγαλύτερη από τη μεγαλύτερη τριμηνιαία υποχώρηση μετά την οικονομική κρίση του 2008-9. Σε περιοχές που δεν έχουν πρόσβαση σε δεξαμενές [αποθήκευσης] και αγορές, η τιμή ενός βαρελιού πετρελαίου θα μπορούσε να πέσει στο μηδέν.
Αυτή η συντριβή θα δημιουργήσει αναταραχή στις χώρες που εξάγουν πετρέλαιο και θα προσθέσει στην αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Θα προσθέσει επίσης ένα άλλο επίπεδο πολυπλοκότητας σε μια ήδη έμφορτη γεωπολιτική κατάσταση -μεταξύ άλλων, με το να τραβήξει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αμφιλεγόμενες διεθνείς διαμάχες για το τι μπορεί να γίνει για να μετριαστεί η συντριβή. Τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, η παραγωγή πετρελαίου των ΗΠΑ έφθασε στο υψηλότερο επίπεδό της, στα 13,1 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως -σημαντικά περισσότερο από τους άλλους κορυφαίους παγκόσμιους παραγωγούς, την Σαουδική Αραβία και την Ρωσία. Το ρεκόρ αυτό ήρθε μετά από μια δεκαετία κατά την οποία, λόγω της σχιστολιθικής επανάστασης που ενεργοποιήθηκε από τις νέες τεχνικές fracking [στμ: υδραυλικής ρηγμάτωσης], οι Ηνωμένες Πολιτείες πήγαν από το να είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου παγκοσμίως στο να γίνουν ένας σημαντικός εξαγωγέας.
Ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έχει ήδη μπει στον καυγά. Παρόλο που από καιρό υποστήριζε τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου -και ήταν γρήγορος στο να αναρτά tweets κατά του Οργανισμού των Πετρελαιο-Εξαγωγικών Κρατών (OPEC) και των προσπαθειών για την παγκόσμια διαχείριση των προμηθειών τα τελευταία χρόνια- η σημερινή κατάρρευση έχει προκαλέσει μια ανατροπή. Πρόσφατα κάλεσε τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, για να μιλήσουν για το τι μπορεί να γίνει για να αποτραπεί αυτό που αργότερα θα αποκαλούσε ως «βλαβερή» πτώση. Ο Trump κάλεσε στην συνέχεια τον Σαουδάραβα πρίγκιπα-διάδοχο, Mohammed bin Salman, και ανακοίνωσε ότι ετοιμάζεται μια σημαντική, συντονισμένη μείωση από τους μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου. Οι Σαουδάραβες ακολούθησαν με μια έκκληση να επανασυνεδριάσει ο ΟΠΕΚ μαζί με άλλα βασικά έθνη παραγωγής πετρελαίου, συμπεριλαμβανομένου του Καναδά και του Μεξικού. Όλα αυτά ανέβασαν τις τιμές, αν και το «πότε», το «πώς» και το «ποιος» της δυνητικής συμφωνίας παραμένουν ασαφή. Και όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των παικτών, τόσο πιο δύσκολη θα είναι η εφαρμογή μιας συμφωνίας.
Η φύση και η κατακόρυφη κλίμακα της τρέχουσας κατάρρευσης και οι γεωπολιτικές διαμάχες που προκάλεσε παρουσιάζουν μοναδικές προκλήσεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον ενεργειακό τομέα τους –προκλήσεις που θα έχουν σημαντικές συνέπειες για την οικονομία και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε μια ήδη επικίνδυνη στιγμή.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Όπως και με πολλές άλλες βιομηχανίες, η ακραία δυσφορία στις αγορές πετρελαίου προκλήθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού. Αλλά στην περίπτωση του πετρελαίου, η δυσφορία αυτή έρχεται με μια γεωπολιτική περιπλοκή.
Η τελευταία κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου, η οποία ξεκίνησε το 2014 ως αποτέλεσμα της αύξησης της προσφοράς, έληξε τελικά το 2016 με την εμφάνιση μιας νέας τάξης στο διεθνές πετρέλαιο –τον OPEC+. Πρόκειται για μια συμφωνία μεταξύ των 11 μελών του ΟΠΕΚ και δέκα χωρών που δεν είναι μέλη του ΟΠΕΚ για να μειώσουν από κοινού την παραγωγή, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η πτωτική αγορά. Μερικές φορές αποκαλούμενος ως η Συμμαχία της Βιέννης λόγω του τόπου της δημιουργίας του, ο ΟΠΕΚ+ ήταν στα θεμέλιά του σαουδο-ρωσικής καταγωγής, με τους τότε μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου (και μακροχρόνιους ανταγωνιστές) να αγκαλιάζουν τη νέα συνεργασία. Παρείχε επίσης ένα άνοιγμα για μια στρατηγική σχέση, δίνοντας στην Ρωσία ένα άνοιγμα για την οικοδόμηση δεσμών με έναν από τους σημαντικότερους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή και επίσης για να προσελκύσει σαουδαραβικές επενδύσεις. Για την Σαουδική Αραβία, ήταν ένας τρόπος να αντισταθμίσει την σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να κερδίσει κάποια μόχλευση στην αντιπαλότητά της με το Ιράν.
Αλλά η πρώτη φάση της κρίσης του κορωνοϊού, δηλαδή η επιδημία στην Κίνα τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, έσπασε την συμμαχία. Η Κίνα, η μεγαλύτερη αναπτυσσόμενη αγορά για το πετρέλαιο όλου το κόσμου, έκλεισε ξαφνικά. Αντί της αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης, όπως αναμενόταν, η ζήτηση μειώθηκε κατά μια πρωτοφανή ποσότητα έξι εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως στο πρώτο τρίμηνο του 2020.
Στις αρχές Μαρτίου, στις συνεδριάσεις του ΟΠΕΚ και του ΟΠΕΚ+ στη Βιέννη, η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία άρχισαν συζητήσεις για το πώς θα ανταποκριθούν. Γρήγορα έγινε σαφές ότι είχαν πολύ διαφορετικές προοπτικές. Ο ρωσικός προϋπολογισμός βασιζόταν σε αυτό που θεωρείτο ως η σχετικά χαμηλή τιμή των περίπου 42 δολαρίων το βαρέλι. Εν τω μεταξύ, η Σαουδική Αραβία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, χρειαζόταν υψηλότερες τιμές γύρω στα 80 δολάρια το βαρέλι για να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό της. Ως εκ τούτου, η Σαουδική Αραβία ήθελε βαθιές περικοπές στην παραγωγή, προκειμένου να προσπαθήσει να βάλει ένα πάτωμα κάτω από την τιμή˙ η Ρωσία, προφασιζόμενη την αβεβαιότητα, αλλά υποθέτοντας ότι ο αντίκτυπος του κορωνοϊού θα ήταν πολύ μεγαλύτερος και ότι θα επηρέαζε την ζήτηση παγκοσμίως, επιχείρησε να διατηρήσει την υπάρχουσα συμφωνία μέχρι τον Ιούνιο και στην συνέχεια να δει πού θα βρίσκονται τα πράγματα.
Η Σαουδική Αραβία επέμεινε στις περικοπές. Η Ρωσία είπε κατηγορηματικά όχι. Και έτσι ο ΟΠΕΚ+ διχάστηκε.
ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΙΣ ΒΑΛΒΙΔΕΣ
Η άμεση αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας στο σπάσιμο της συμμαχίας ήταν να ανακοινώσει ότι, ελλείψει περικοπών από όλους τους παραγωγούς, θα ανοίξει τις βαλβίδες μέχρι το τέρμα. Άρχισε να αντλεί όσο το δυνατόν περισσότερο, με στόχο να προσθέσει 2,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως στα 9,7 εκατομμύρια που ήδη παράγει. Η πρόσθετη παραγωγή έπρεπε να βοηθήσει στην αντιστάθμιση της μειωμένης τιμής. Η Ρωσία απάντησε ανακοινώνοντας ότι θα παράγει επίσης όσο μπορεί, αν και η ικανότητά της να αυξάνει είναι πολύ χαμηλότερη, κοντά στα 300.000 βαρέλια την ημέρα. Η μάχη για μερίδια αγοράς ξεκίνησε.
Όμως, ενώ οι τιμές ήδη έπεφταν, η επιδημία του κορωνοϊού κινείτο στην δεύτερη και πιο καταστροφική φάση της -την παγκόσμια πανδημία. Η προκύπτουσα διακοπή του μεγαλύτερου μέρους της παγκόσμιας οικονομίας έχει προκαλέσει μια κατάρρευση της ζήτησης σε μια κλίμακα που ο κόσμος δεν έχει δει ποτέ πριν. Τον Απρίλιο, η μείωση θα μπορούσε να είναι 20 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως ή περισσότερο -περίπου το 20% της συνολικής ζήτησης.
Ακόμη και καθώς η ζήτηση βουτάει, το πετρέλαιο θα εξακολουθεί να αντλείται από τα πηγάδια˙ αν δεν πηγαίνει στους καταναλωτές, πρέπει να πάει κάπου -και αυτό σημαίνει να πάει σε αποθήκευση, και κυρίως σε δεξαμενές απλωμένες σε όλο τον κόσμο. Σε μια βάση χώρα ανά χώρα, η IHS Markit υπολογίζει ότι σχεδόν κάθε διαθέσιμο γαλόνι αποθηκευτικού χώρου στον κόσμο θα είναι γεμάτο μέχρι τα τέλη Απριλίου ή τις αρχές Μαΐου. Όταν συμβεί αυτό, θα προκύψουν δύο πράγματα: Οι τιμές θα βουλιάξουν και οι παραγωγοί θα κλείσουν τα πηγάδια άντλησης επειδή δεν θα μπορούν να διαθέσουν το πετρέλαιο.
Λόγω της φύσης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων τους, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία είναι σε θέση να παράγουν πετρέλαιο με κόστος πολύ χαμηλότερο από τις περισσότερες άλλες χώρες. Σε αυτές τις άλλες χώρες με το υψηλότερο κόστος, όταν η τιμή που θα πετύχει ένα βαρέλι είναι χαμηλότερη από το κόστος εκμετάλλευσης του κοιτάσματος, μια επιχείρηση δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά να συνεχίσει να αντλεί χωρίς να χάνει χρήματα για κάθε βαρέλι. Σε εκείνο το σημείο, η εταιρεία θα κλείσει το κοίτασμα προσωρινά. Μεταξύ των ισχυρότερων χτυπημάτων συγκαταλέγεται το σχιστολιθικό πετρέλαιο των ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει πιθανότατα να εγκαταλείψουν το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά, προς ωφέλεια των άλλων. Και όπως το έθεσε ο Igor Sechin, ο διευθύνων σύμβουλος της Rosneft (η οποία παράγει το 40% του πετρελαίου της Ρωσίας) και ένας επικριτής της συμφωνίας του ΟΠΕΚ+ του 2016: «Αν παραιτηθείς από ένα μερίδιο αγοράς, ποτέ δεν θα το πάρεις πίσω». (Για ορισμένους στη Μόσχα, αυτό είναι ευπρόσδεκτο, διότι βλέπουν την ανάπτυξη του αμερικανικού σχιστολιθικού ως ότι έχει δώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες την ελευθερία να επιβάλει κυρώσεις στον ρωσικό ενεργειακό τομέα -όπως εκείνες που τον περασμένο Δεκέμβριο σταμάτησαν τον αγωγό Nord Stream 2 από την Ρωσία στην Γερμανία λίγο πριν από την ολοκλήρωσή του).
Οι παραγωγοί σχιστολιθικού πετρελαίου των ΗΠΑ βρίσκονται ήδη υπό πίεση. Περικόπτουν τους προϋπολογισμούς τους και είτε μειώνουν σημαντικά είτε διακόπτουν τελείως τις γεωτρήσεις. (Με τον σχιστόλιθο απαιτούνται νέες γεωτρήσεις για την διατήρηση της παραγωγής). Η παραγωγή των ΗΠΑ μπορεί να μειωθεί κατά σχεδόν τρία εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της IHS Markit. Εάν γίνει αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξακολουθήσουν να είναι μεγάλοι παραγωγοί, αλλά πολύ πίσω από την Ρωσία και την Σαουδική Αραβία, και οι εισαγωγές θα αυξηθούν. Το οικονομικό κόστος θα είναι υψηλό, δεδομένης της σημασίας της σχιστολιθικής επανάστασης για την συνολική οικονομία των ΗΠΑ –υπολογιζόμενο συνολικά, σύμφωνα με ανάλυση της IHS Markit, σε περίπου 2,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
ΜΙΑ ΑΓΟΡΑ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΕΝΗ
Υπάρχει κάποιος τρόπος να σταθεροποιηθεί η παγκόσμια αγορά; Ο τερματισμός της μάχης για τα μερίδια αγοράς θα μειώσει το πλεόνασμα που εισέρχεται στην αγορά, θα άρει κάποια πίεση από την αποθήκευση, και θα έχει θετικό αντίκτυπο στην ψυχολογία της αγοράς, κάτι που είναι ένας από τους παράγοντες που διαμορφώνουν τις τιμές. Θα ανταποκρινόταν μόνο σε ένα μέρος του προβλήματος της υπερπροσφοράς, αλλά ακόμη και αυτό θα ήταν σημαντικό.
Το πώς θα επιτευχθεί μια τέτοια σταθεροποίηση είναι ένα άλλο θέμα. Αλλά η Σαουδική Αραβία διαθέτει μια μοναδική πλατφόρμα για να διευκολύνει μια λύση, δεδομένου ότι είναι πρόεδρος του φετινού G-20, του φόρουμ των μεγάλων οικονομιών του κόσμου για την αντιμετώπιση και την θεραπεία των διεθνών οικονομικών προβλημάτων. Κατά την διάρκεια της κρίσης 2008-9, το G-20 λειτούργησε ως ένα είδος διοικητικού συμβουλίου της παγκόσμιας οικονομίας. Αλλά εκείνη ήταν μια πιο συνεργατική εποχή.
Υπάρχουν όρια στο τι μπορούν να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Μέλη του Κογκρέσου που κανονικά υποστηρίζουν τις συμφωνίες όπλων με το Ριάντ, θέλουν τώρα να συνδέσουν την γενική σχέση ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας με την διεθνή πετρελαϊκή πολιτική: 13 Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές από πολιτείες που παράγουν πετρέλαιο έγραψαν στον Σαουδάραβα πρίγκιπα-διάδοχο, Mohammed bin Salman, εκφράζοντας απογοήτευση για αυτό που περιέγραψαν ως σαουδαραβική πολιτική «να μειωθούν οι τιμές του αργού και να ενισχυθεί η παραγωγική ικανότητα»˙ έξι από αυτούς τους γερουσιαστές, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της Επιτροπής Ένοπλων Δυνάμεων της Γερουσίας, ακολούθησαν με πιο αιχμηρή επιστολή, λέγοντας ότι η αμυντική σχέση ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας «θα είναι δύσκολο να διατηρηθεί εάν οι αναταραχές και οι κακουχίες εξακολουθήσουν να προκαλούνται σκόπιμα στις μικρές και μεσαίου μεγέθους αμερικανικές εταιρείες». Ο υπουργός Εξωτερικών, Mike Pompeo, δηκτικά επεσήμανε τη μοναδική ευκαιρία της Σαουδικής Αραβίας να «καθησυχάσει τις παγκόσμιες ενεργειακές και χρηματοπιστωτικές αγορές».
Εντός των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών, η κυβέρνηση διαθέτει μόνο ένα περιορισμένο σύνολο εργαλείων. Σε αντίθεση με το Ριάντ και τη Μόσχα, η Ουάσινγκτον δεν μπορεί να πει στις εταιρείες πόσο πετρέλαιο να παράγουν. Έχει όντως την επιλογή να τοποθετεί περίπου 700.000 βαρέλια ημερησίως σε διαθέσιμο χώρο στο στρατηγικό πετρελαϊκό απόθεμα, αλλά θα χρειαζόταν άδεια του Κογκρέσου για να ξοδέψει τα χρήματα ώστε να το πράξει αυτό, και το πακέτο κινήτρων των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων της περασμένης εβδομάδας δεν περιλάμβανε την χρηματοδότηση ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα ήταν απαραίτητα. (Τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια θα ήταν πιθανώς μια πολύ καλή επένδυση για την κυβέρνηση, διπλασιαζόμενα σε αξία όταν οι τιμές του πετρελαίου θα ανακάμψουν μέσα σε λίγα χρόνια).
Η εξουσία της ρύθμισης της παραγωγής πετρελαίου ανήκει στις πολιτείες, με πιο χαρακτηριστική την Επιτροπή Σιδηροδρόμων του Τέξας (Railroad Commission of Texas), που παρά το όνομά της ρυθμίζει την παραγωγή πετρελαίου στην πολιτεία αυτή, η οποία αντιπροσωπεύει το 40% της συνολικής παραγωγής των ΗΠΑ. Η Επιτροπή έχει την δύναμη να μειώσει την παραγωγή από πηγάδια στο όνομα της πρόληψης «σπατάλης», αλλά την τελευταία φορά που άσκησε αυτή την εξουσία ήταν πριν από μισό αιώνα. Οποιαδήποτε προσπάθεια σήμερα για «proration», όπως αποκαλείται, θα υποστηριζόταν από ορισμένες εταιρείες και θα έβρισκε αντίθεση από άλλες. Έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό θα εκλαμβανόταν ως σήμα ότι άλλες χώρες θα πρέπει επίσης να εφαρμόσουν περικοπές παραγωγής.
Με μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας σε αδιέξοδο, η πετρελαϊκή κρίση θα επιδεινωθεί τις προσεχείς εβδομάδες και οι ζημιές θα γίνουν αισθητές και πέρα από την ίδια την βιομηχανία πετρελαίου. Καθώς οι τιμές μειώνονται και η αποθήκευση γεμίζει, η παραγωγή σε όλο τον κόσμο θα μειωθεί δραματικά. Κάποιο μέρος από αυτή [την πτώση] μπορεί να είναι το αποτέλεσμα του κορωνοϊού που μολύνει και διακόπτει τις λειτουργίες σε διάφορα μέρη του κόσμου. Κάποιο άλλο μέρος μπορεί να είναι το αποτέλεσμα αποφάσεων των χωρών, παρά την εποχή της φιλέριδος παγκόσμιας πολιτικής. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της πτώσης θα είναι το αποτέλεσμα μιας αγοράς που έχει κατακλυστεί από την καθαρή μανία του κορωνοϊού και το κλείσιμο της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο DANIEL YERGIN είναι αντιπρόεδρος της IHS Markit, συγγραφέας του επικείμενου βιβλίου με τίτλο The New Map: Energy, Climate, and the Clash of Nations, καθώς και του The Quest, και του The Prize, για το οποίο έλαβε το βραβείο Pulitzer.
foreignaffairs.gr