Επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις της για την ύφεση της ελληνικής οικονομίας φέτος η Citigroup σε νέα έκθεσή της όπου μειώνει περαιτέρω τις εκτιμήσεις της για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας την τρέχουσα χρονιά,
με την ύφεση να είναι βαθύτερη κατά 0,5% από ό,τι προέβλεπε η τράπεζα τον Απρίλιο και να κινείται στο 3,6%, ενώ αυξάνει κατά 0,2% τις εκτιμήσεις της για την παγκόσμια ανάκαμψη το 2021, η οποία πλέον τοποθετείται στο 5,7%.
Παράλληλα βλέπει μικρότερη ύφεση πλέον στην Ευρωζώνη μετά και τα πρόσφατα στοιχεία τριμήνου, και αναθεωρεί κατά +1,6% τις εκτιμήσεις της τοποθετώντας την ύφεση στην περιοχή φέτος στο 7% -που είναι και η πρώτη ανοδική αναθεώρηση των εκτιμήσεών της από τον περασμένο Νοέμβριο, ενώ για το 2021 εκτιμά πως η ανάκαμψη θα κινηθεί στο 7,3%.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα ειδικότερα, η Citi επαναλαμβάνει πως η χώρα έχει πληγεί σημαντικά λιγότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες από την κρίση του COVID-19, με λιγότερα επιβεβαιωμένα κρούσματα και θανάτους ανά εκατομμύριο ανθρώπους, ενώ κατά την επιβολή του lockdown οι δραστηριότητες των Ελλήνων ήταν λιγότερο περιορισμένες από ό,τι σε άλλες χώρες, σημειώνει η Citi επισημαίνοντας πως η συρρίκνωση του ΑΕΠ θα είναι λιγότερο απότομη αλλά θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια.
Έτσι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αμερικάνικης τράπεζας, η πτώση της δραστηριότητας στο β’ τρίμηνο του 2020 δεν θα είναι τόσο βαθιά, όσο αναμένεται. Από την άλλη πλευρά, η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, ο οποίος αντιπροσωπεύει περίπου το 20% του ελληνικού ΑΕΠ. Με τις διεθνείς τουριστικές ροές να δέχονται πιθανότητα ένα ισχυρό χτύπημα και αρκετά μεγαλύτερο από ό,τι άλλες υπηρεσίες, η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία πιο μακρά περίοδο όπου η δραστηριότητα θα κινείται κάτω των “κανονικών” επιπέδων, που θα επεκταθεί μέχρι το τέλος του έτους και πιθανώς έως το 2021.
Έτσι, η Citi διατηρεί αμετάβλητες τις προβλέψεις που έδωσε τον Απρίλιο, και εκτιμά πως το ελληνικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 7,8% φέτος, ενώ το 2021 θα σημειωθεί ένα ριμπάουντ της τάξης του 7,3% στην οικονομία, με την δραστηριότητα να επιστρέφει στα προ-πανδημίας επίπεδα έως το δ’ τρίμηνο του 2021.
Στη συνέχεια, εκτιμά πως η ανάπτυξη θα κινηθεί στο 2,3% το 2022 ενώ το 2023-2024 θα κινηθεί στα επίπεδα του 1,5%.
Πάρα τα υψηλά επίπεδα χρέους της χώρας, ο δημοσιονομικός χώρος για την ελληνική κυβέρνηση θα παραμείνει σημαντικός. Οι πολιτικοί κίνδυνοι στη χώρα έχουν μειωθεί σημαντικά σε σχέση με μόλις πριν από μερικά χρόνια και αυτό θα επιτρέψει σημαντική δημοσιονομική ευελιξία στην Ελλάδα εν μέσω της κρίσης του COVID-19. Ωστόσο, η μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της Ελλάδας παραμένει αδύναμη, και είναι απίθανο να υπερβεί το 1% ετησίως, λόγω των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης των νοικοκυριών.
Παρά τις σημαντικές προσπάθειες μεταρρύθμισης η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών έχει βελτιωθεί κατά λιγότερο από ό,τι σε άλλες περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης μέχρι στιγμής, ενώ η εγχώρια αποταμίευση παραμένει ανεπαρκής για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας.
Η Citi τοποθετεί παράλληλα την ανεργία στο 19% φέτος από 17,3% το 2019 και στο 18,1% το 2021. Η εγχώρια ζήτηση θα υποχωρήσει στο -4,2% το 2020 από 1,5% το 2019, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση από ανάπτυξη 0,8% το 2019 θα κινηθεί στο -4,9% το 2020. Από αύξηση της τάξης του 5% πέρσι, οι επενδύσεις θα βρεθούν στο -7,7% φέτος προτού ανακάμψουν με αύξηση της τάξης του 10,2% το επόμενο έτος, ενώ κατά 6% θα υποχωρήσουν οι εξαγωγές και κατά 7,2% οι εισαγωγές φέτος πριν ανακάμψουν και αυτές στο 9,4% και 4,8% αντίστοιχα το 2021.
Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές ισοζύγιο της κυβέρνησης, από πλεόνασμα 4,3% το 2019 το 2020 θα σημειώσει έλλειμμα 1,2% και το 2021 θα επιστρέψει σε πλεόνασμα της τάξης του 1,6%.
Σε ό,τι αφορά τα spreads των ομολόγων της περιφέρειας της ευρωζώνης γενικότερα, η Citi αλλάζει την άποψή της και δεν περιμένει πλέον συρρίκνωση στο εγγύς μέλλον. Μετά την αρχική ανακοίνωση του νέου QE της ΕΚΤ (PEPP) η οποία προκάλεσε ράλι στα ομόλογα της περιοχής, η ύπαρξη του προγράμματος έχει αποτύχει να αποτρέψει τη διεύρυνση των spreads και η ΕΚΤ φαίνεται να στοχεύει στον περιορισμό των αναταραχών παρά στη συμπίεση των spreads, τη στιγμή που η προσφορά ομολόγων συνεχίζει να ξεπερνά τον ρυθμό των αγορών της κεντρικής τράπεζας.
πηγή: capital.gr