Θεραπεύουν και… ομορφαίνουν -Τα θαυματουργά προϊόντα της μακεδονικής γης

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Λεβάντα, κρόκος και ροδοπέταλα. Τρία από τα πιο…θαυματουργά προϊόντα της ελληνικής γης. Με εξαίρεση τον κρόκο, που φύεται μόνο στην Κοζάνη, τα άλλα δυο, έχουν παρουσία και σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αλλά, σε μεγάλες ποσότητες εμφανίζονται κυρίως στην Μακεδονία.

Της Έλενας Αλεξιάδου

Τα καλούδια λοιπόν της ελληνικής γης που από την εποχή του Ιπποκράτη είναι γνωστά για τις ευεργετικές τους ιδιότητες τόσο στην υγεία όσο και στην ομορφιά του ανθρώπου, αξιοποιούν ολοένα και περισσότεροι παραγωγοί και επιχειρηματίες, ανταποκρινόμενοι έτσι στις επιταγές της σύγχρονης κοινωνίας, που σε παγκόσμιο επίπεδο συνεχώς αναζητούν πιο φυσικά και φυτικά προϊόντα.

Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, εκτός από την… κουζίνα αξιοποιούνται ολοένα και σε μεγαλύτερη κλίμακα για τη σωματική, ψυχολογική και εμφανισιακή… ανάταση. Για αυτό το λόγο άλλωστε, μεγάλες βιομηχανίες φαρμάκων και καλλυντικών, δεν διστάζουν να “κονταροχτυπηθούν», καταβάλλοντας μάλιστα σημαντικά ποσά, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα αποστάγματα που επιθυμούν.

Η μητέρα φύση στην Ελλάδα, δεν έπαψε ποτέ να διατηρεί ανοιχτό το «φαρμακείο» της προσφέροντας απλόχερα τα πολύτιμα φυτά και βότανά της. Σύμφωνα με την τακτική ερευνήτρια – διευθύντρια του Ινστιτούτου Γενετικής Βελτίωσης και Φυτικών Πόρων, Δρ. Ελένη Μαλούπα, η Ελλάδα φιλοξενεί το 50% της φυτικής βιοποικιλότητας στην ΕΕ, το 80% της Βαλκανικής χλωρίδας και υπάρχουν καταγεγραμμένα 6.500 είδη ελληνικής χλωρίδας, εκ των οποίων τα 2.944 είναι ενδημικά αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά. Από αυτά αξιοποιούνται σήμερα μόλις τα 30, τη στιγμή που σε παγκόσμιο επίπεδο η αγορά αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών υπερβαίνει σε αξία τα 20 δισ. Ευρώ.

Η κροκοκαλλιέργεια σε αριθμούς

Σε 6.000 ανέρχονται σήμερα τα στρέμματα -με τα 1000 να είναι βιολογικής καλλιέργειας- στα οποία καλλιεργείται κρόκος, ενώ η παραγωγή, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης, Νίκο Πατσιούρα, ανέρχεται σε 4-5 τόνους ετησίως.

Ένα κιλό κρόκου πωλείται από 1.350 έως 1.500 ευρώ, ενώ ένα στρέμμα αποδίδει από 700 γραμμάρια ως και ένα κιλό. Για να συγκεντρωθεί ένα κιλό από φρέσκα στίγματα κρόκου, χρειάζονται 85.000 λουλούδια. Αυτό το ένα κιλό όταν αποξηραθεί αποδίδει 200 γραμμάρια προϊόντος.

Οι θεραπευτικές χρήσεις του κρόκου είναι πολλές, μεταξύ άλλων λειτουργεί ως τονωτικό και ηρεμιστικό του στομάχου, ανακουφιστικό και αποτοξινωτικό για το συκώτι, κατά της νόσου του Αλτσχάιμερ, μειώνει την χοληστερίνη και εμφανίζει αντιθρομβωτική δράση και βοηθά σε κρίσεις άσθματος, υπέρταση, καρκίνο του ήπατος και σκλήρυνση κατά πλάκας. Επίσης, ο κρόκος ή αλλιώς σαφράν, ανακουφίζει από πολλές ψυχιατρικές παθήσεις, ενώ είναι πολύ χρήσιμο στον καθαρισμό της ακμής.

Ροδέλαιο ή αλλιώς… «ρευστός χρυσός»

Ξεπερνούν τα 120 στρέμματα οι καλλιεργούμενες εκτάσεις με βιομηχανικό τριαντάφυλλο στην ευρύτερη περιοχή του Βοΐου Κοζάνης, με το σύνολο της συγκεκριμένης παραγωγής να αξιοποιείται για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης. Λίγες μόνο ποσότητες “ταξιδεύουν» για τις αγορές της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας.

Για την παραγωγή ενός κιλού ροδέλαιου, απαιτούνται (να αποσταχθούν με ατμό) 3-5 τόνοι ροδοπέταλα, ενώ για να αποκτήσει κάποιος τον “ρευστό χρυσό», όπως αποκαλείται, θα πρέπει να καταβάλει ποσό τρεις φορές πιο υψηλό από ό,τι, αν αγόραζε αληθινό χρυσό.

Το ροδέλαιο περιέχει περίπου 300 χημικά συστατικά, από τα οποία μόνο τα 100 έχουν αναγνωριστεί, το χρώμα του είναι από κίτρινο έως λαδί, ενώ έχει μια γλυκιά, στυπτική, ανθοειδή οσμή, ελαφρά δροσιστική και λίγο μπαχαρώδη. Δεν είναι τοξικό και γι’ αυτό είναι από τα λίγα αιθέρια έλαια, που δίνονται άφοβα στα παιδιά.

Είναι δημοφιλές στην αρωματοποιία, ενώ χρησιμοποιείται για καλλυντικά, ως ηρεμιστικό και αντικαταθλιπτικό και ως ήπιο αντισηπτικό. Το ροδέλαιο χρησιμοποιείται και για την παρασκευή Αγίου Μύρου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Λεβάντα – μια «κυρία» της οικογένειας των χειλανθών

Το αιθέριο έλαιο λεβάντας είναι 100% φυσικό και παράγεται από άνθη γνήσιας λεβάντας «Lavandula angustifolia var. hemus», που καλλιεργείται (πάνω από 100 στρέμματα) σε επιλεγμένες ορεινές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας. Η ποικιλία hemus δεν εντοπίζεται πουθενά αλλού στην Ελλάδα και θεωρείται εφάμιλλη της γαλλικής, μιας από τις καλύτερες στον κόσμο.

Κάθε στρέμμα αποδίδει 300 με 400 κιλά άνθη, η απόσταξη των οποίων αποφέρει 8 κιλά λάδι. Οι παραγόμενες ποσότητες καλύπτουν την εγχώρια ζήτηση και μέρος αυτών αποστέλλεται στην Κύπρο και τις αραβικές χώρες.

Σε υψόμετρο 900-1800μ. ευδοκιμούν δύο είδη άγριας λεβάντας: Lavandula officinalis και η Lavandula angustifolia. Η πρώτη είναι ένα πολύτιμο “διαμάντι» της φύσης και δίνει το καλύτερο αιθέριο έλαιο, έχει το πιο ευγενές άρωμα και τις περισσότερες – αναρίθμητες – σχεδόν θεραπευτικές ιδιότητες. Το δεύτερο είδος, η angustifolia, είναι ένα φυτό πιο μεγάλο και με πιο πλούσια ανθοφορία.

Στο μεταξύ, λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προέκυψε και ένα τρίτο είδος λεβάντας, η lavandin. Αποτελεί διασταύρωση της άγριας των γαλλικών βουνών και της ισπανικής “Lavandula latifolia”.

Μεταξύ των ευεργετικών ιδιοτήτων της λεβάντας περιλαμβάνονται: η μείωση πιτυρίδας, η αντιμετώπιση της δυσπεψίας και του φουσκώματος στο στομάχι, η ανακούφιση της φαγούρας από τσιμπήματα εντόμων ή άλλα δερματικά προβλήματα όπως το ξηρό έκζεμα, κοψίματα και γδαρσίματα, καταπολέμηση του κρυολογήματος και του βήχα, ανακούφιση από πονοκεφάλους, άγχος και υπέρταση.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
[τεύχος 91, 10 Μαΐου 2018] – Δεκαπενθήμερη έκδοση του Αθηναϊκού & Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων

ΔΗΜΟΦΙΛΗ