Ρώμη, 390 π.Χ. Ο βασιλιάς των Γαλατών Βρέννος πραγματοποίησε επιδρομή στην Ιταλία και κατέλαβε τη Ρώμη. Ζήτησε από τους νικημένους Ρωμαίους να του παραδώσουν 1000 λίβρες χρυσό (περίπου 330 κιλά) και οι Ρωμαίοι, έντρομοι ότι η ένδοξη πόλη τους θα παραδινόταν στις φλόγες των κατακτητών, συμφώνησαν να του τις δώσουν.
Συγκέντρωσαν λοιπόν τον χρυσό αλλά ο Βρέννος άρχισε να τον ζυγίζει με τα δικά του σταθμά, τα οποία δε συμφωνούσαν με τα ρωμαϊκά σταθμά και έβγαζαν την ποσότητα λειψή. Με το δίκιο τους λοιπόν, άρχισαν να παραπονιούνται ότι ο Βρέννος δεν ήταν δίκαιος. Οργισμένος τότε ο Βρέννος πέταξε το σπαθί του πάνω στη ζυγαριά κάνοντας τα δικά του σταθμά ακόμα βαρύτερα. Συγχρόνως αναφώνησε τη διάσημη πλέον φράση: Vae victis = αλίμονο στους ηττημένους. Ένα από τα πρώτα δείγματα κυνικής ειλικρίνειας στην πολιτισμένη ανθρωπότητα.
Ο λαός λέει ότι το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, ο Βρέννος το πήγε ένα βήμα παρακάτω. Αλοίμονο στους νικημένους, λέει, σε αυτούς που είχαν την ατυχία να ηττηθούν και που πρέπει να υποστούν τις συνεπειες της ήττας τους. Ο ιστορικός Λίβιος μας εξιστορεί ότι οι διαπραγματεύσεις για τη μέτρηση του χρυσού διήρκεσαν τόσο καιρό ώστε οι Ρωμαίοι ανασυντάχθηκαν και εκδίωξαν τους Γαλάτες. Αυτή όμως η ανατροπή της τύχης δεν είναι ο κανόνας και πλείστες φορές οι χαμένοι υπέφεραν στα χέρια των νικητών.
Εννοείται ότι η εν λόγω φράση χρησιμοποιείται όχι μόνο σε πολεμικές συρράξεις αλλά και οποτεδήποτε κάποιος, όντας σε μειονεκτική θέση, καθίσταται έρμαιο στις κατηγορίες και επιβουλές των ισχυρότερων, με ελάχιστη ή μηδενική δυνατότητα να αντιδράσει και να διεκδικήσει το δίκιο του.
Μικρές (και όχι μόνο) χώρες άγονται και φέρονται, αναγκασμένες να υπακούσουν στα προστάγματα των ισχυρών, να καθορίσουν την πολιτική τους σύμφωνα με τις επιθυμίες των άλλων, να παραδώσουν τους πλουτοπραγωγικούς πόρους τους, να συνδράμουν σε αθέμιτες εκστρατείες εναντίον άλλων εχθρών, να επιτρέψουν σε άλλους να διαχειρίζονται την οικονομία τους ή τουλάχιστον να δέχονται νουθεσίες και συμβουλές για το πως πρέπει να οργανώσουν τη διαχείρισή της. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Επίσης, χώρες ηττημένες σε πολέμους, βλέπουν ότι δεν έχουν ίση μεταχείριση μετά την ήττα τους και πολλές φορές οι νικητές δε διέπονται από τη θέληση να εφαρμόσουν τους διεθνείς νόμους και συνθήκες (π.χ. συνθήκη της Γενεύης) που έχουν συμφωνηθεί ανάμεσα στα κράτη. Για παράδειγμα, υπάρχουν κατηγορίες ότι οι προσφάτως ηττημένοι Σέρβοι και Αφγανοί δεν είχαν πάντοτε το δικαίωμα να εκθέσουν τα πράγματα και από τη δικιά τους πλευρά.
Φυσικά, οι ηττημένοι δεν είναι πάντοτε αθώοι. Πολλές φορές είναι αυτοί που έπαιξαν κι έχασαν. Η Βουλγαρία επιτέθηκε εναντίον των συμμάχων της το 1913 στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο για να αναστήσει τη Μεγάλη Βουλγαρία. Ηττήθηκε όμως και οι πρώην σύμμαχοι – νυν εχθροί της δε της χαρίστηκαν. Αυτό όμως δεν υπονοεί ότι οι Βούλγαροι έπρεπε να χάσουν τα δικαιώματά τους σε ίση μεταχείριση στο διαπραγμευτικό τραπέζι.
Είπα πρωτύτερα ότι η φράση του Βρέννου αποτελεί δείγμα κυνικής ειλικρίνειας και νομίζω ότι δεν πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Τα πράγματα ήταν πάντοτε έτσι και δυστυχώς, παρά την πάροδο των αιώνων, την έλευση του ανθρωπισμού και τη δημιουργία κρατών «δικαίου», κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Θα ήταν πολύ παρήγορη η σκέψη ότι κάποτε ο νικητής θα έπαιρνε στα χέρια του το νικημένο και θα του έλεγε ότι θα πορευτούν μαζί προς ένα νέο κόσμο, να φτιάξουν μαζί ένα νέο μέλλον. Έχουν υπάρξει περιπτώσεις που οι νικητές υπήρξαν μεγαλόκαρδοι και γενναιόδωροι.
Η σκληρή αλήθεια είναι όμως ότι την ιστορία τη γράφουν ανέκαθεν οι νικητές. Πολλές φορές, τα άρθρα τελειώνουν με μια ελπίδα ή μια συμβουλή. Πολλές φορές επίσης, αυτή η ελπίδα ή συμβουλή καταντά γραφική και χιλιοειπωμένη αλλά δε νομίζω ότι χάνει την αλήθεια της. Πράγματι, ο νικητής δε χρειάζεται να ποδοπατάει το νικημένο αλλά να τον σηκώνει από το έδαφος και να τον κάνει σύμμαχό του ή φίλο του. Μένει, λοιπόν, να δούμε αν θα ακουστεί ποτέ το: «Ουαί τοις δυνάσταις!»