Ο Γεώργιος Μιστριώτης (1840 – 10 Ιουνίου 1916) υπήρξε κλασσικός φιλόλογος και υπέρμαχος της καθαρεύουσας. Το έργο του για τους αρχαίους συγγραφείς και ποιητές είναι πλούσιο ως προς τα κείμενα και σε ερμηνευτικά σχόλια, βασίστηκε κυρίως σε Γερμανούς φιλολόγους και θεωρείται «κλασσικό».
Φωτογραφία από: http://arcadia.ceid.upatras.gr
Γεννήθηκε στην Τρίπολη της Αρκαδίας. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια με υποτροφία του Ελληνικού Κράτους συνέχισε στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Το 1868 ανακηρύχθηκε υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και κατόπιν έγινε τακτικός καθηγητής και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το θάνατο του.
Η αντίθεσή του προς τη δημοτική γλώσσα είχε ως συνέπεια να χαρακτηρισθεί αντιδραστικός και να υποτιμηθεί το πλούσιο επιστημονικό του έργο.
Στην ιστορία έμεινε η ανάμειξή του στα Ορεστειακά. Παρόλα αυτά δεν δίστασε να βραβεύσει ως εισηγητής σε ποιητικούς διαγωνισμούς έργα γραμμένα στη δημοτική, όπως έγινε το 1873 με την ποιητική συλλογή Η φωνή της καρδιάς μου του Δημητρίου Καμπούρογλου.
Η ιστορία των ομηρικών επών του Μιστριώτη και τα έργα του για τον Πλάτωνα και τις τραγωδίες των τριών τραγικών παραμένουν ακόμη έως σήμερα υποδειγματικά και μοναδικά. Εξαίρετο, ακόμη, έργο του θεωρείται Ἡ Ἑλληνικὴ Γραμματολογία μέχρι τῆς ὑπὸ τῶν Τούρκων ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, που αποτελείται από δύο τόμους που εξέδωσε το 1897. Πρόκειται για μία ιστορία της αρχαίας και μεσαιωνικής λογοτεχνίας που, μολονότι βασίζεται επί το πλείστον σε γερμανικά έργα, είναι μέχρι σήμερα από τις ελάχιστες που γράφηκαν από Έλληνα φιλόλογο.
Ο Γεώργιος Μιστριώτης χρημάτισε πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, της Εταιρείας προς διδασκαλίαν των Αρχαίων Ελληνικών Δραμάτων, της Εταιρείας των φίλων του λαού και της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Η περιουσία του κληροδοτήθηκε στην Τρίπολη για κοινωφελείς σκοπούς, όπως η κατασκευή το [Μιστριώτειου Διδακτηρίου|[Μιστριώτειο Διδακτήριο]]’. Σε αυτό στεγάζονται το 1ο Γυμνάσιο και το 1ο Λύκειο Τρίπολης και φυλάσσονται τα βιβλία και τα συγγράμματά του.
Η συμβολή του στο Ελληνικό Θέατρο
Με την ιδιότητα του ως καθηγητής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος πολλών συλλόγων, μεταξύ των οποίων και η ιδρυθείσα το 1895 «Ἑταιρεία πρὸς διδασκαλίαν τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν Δραμάτων», προσπάθησε και επηρέασε την εποχή του ως προς το ζήτημα της γλώσσας (βλ. Γλωσσικό ζήτημα).
Μέσω της εταιρείας αυτής και της σχολιασμένης έκδοσης των αρχαίων τραγικών επηρέασε τις κατευθύνσεις, ως προς το δραματολόγιο, των Ελληνικών θιάσων. Ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους του κινήματος του διαφωτισμού, που πρέσβευε, μεταξύ των άλλων, ότι η Αρχαία Ελλάδα θα ανασταινόταν στα παλιά της εδάφη όταν θα εμφανίζονταν οι νέοι Σοφοκλήδες και Ευριπίδηδες και έβλεπε αυτήν την ανάσταση να πραγματώνεται και με την πρόοδο του Ελληνικού Θεάτρου. Ώθηση σ’ αυτό το όνειρο έδωσε η αποκάλυψη κατά τη δεκαετία 1850-1860 των δύο αρχαίων θεάτρων της Ακρόπολης (Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και Θέατρο του Διονύσου).
Τότε, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο οποίος ήταν καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δραματουργός της χώρας, κατέγινε στην προσπάθεια της επαναλειτουργίας των αρχαίων αυτών θεάτρων και της ένταξής τους στην καλλιτεχνική ζωή της πρωτεύουσας. «Ο άνθρωπος, όμως, που θα οδηγήσει την όλη προσπάθεια στη λογική της κατάληξη, με την αξιοποίηση στις παραστάσεις τού ατόφιου αρχαίου κειμένου των τραγικών ποιητών, είναι ένας άλλος νεαρός καθηγητής του Πανεπιστημίου, ο Γεώργιος Μιστριώτης, ο οποίος θα εγκαινιάσει το 1896, στο πλευρό των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, μια σειρά αρχαιόγλωσσων φοιτητικών παραστάσεων, που θα καλύψουν ολόκληρη την επόμενη δεκαετία και θα βάλουν, από μια άποψη, τις ιδεολογικές βάσεις της αναβίωσης του αρχαίου θεάτρου στον 20ό αιώνα. Ο Μιστριώτης είναι ο άνθρωπος που εισηγήθηκε τη συστηματική αξιοποίηση των αρχαίων θεάτρων για την ανάπτυξη τακτικών ετήσιων περιόδων ερμηνείας αρχαίων δραμάτων, με στόχους όχι μόνο καλλιτεχνικούς και πνευματικούς, αλλά και για την ανάπτυξη του τουρισμού της χώρας. Είναι επίσης εκείνος που πρώτος συνέλαβε την αξιοποίηση της μουσικής παράδοσης του τόπου, της δημοτικής και της εκκλησιαστικής μουσικής, για την επένδυση των παραστάσεων αυτών. Η ανάμειξή του, όμως, στα Ορεστειακά, το 1903, και η ανάδειξή του σε μορφή-σύμβολο της μεγάλης διένεξης καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών θα γίνει αιτία να υποτιμηθεί η ιστορική του σημασία από τις επόμενες γενιές και να μη μελετηθεί σοβαρά το έργο του».
Οι ιδέες του Μιστριώτη, σχετικά με τον καθοριστικό ρόλο του θεάτρου στην προσπάθεια ανόρθωσης του νέου Ελληνισμού, εμπεριέχονται κυρίως στις προσφωνήσεις του πριν από τις παραστάσεις των αρχαίων δραμάτων και στην προκήρυξη που απηύθυνε προς τον Ελληνικό λαό ως εκπρόσωπος της «Ἑταιρείας πρὸς διδασκαλίαν τῶν Ἀρχαίων Δραμάτων».
Από αυτά τα κείμενα απομονώνονται και οι παρακάτω φράσεις:
«Τὸ θέατρον εἶναι ἡ γνησιωτάτη εἰκὼν παντὸς λαοῦ καὶ πάσης περιόδου. Εἶναι τὸ μέγιστον τοῦ ἔθνους σχολεῖον, εἰς ὃ φοιτῶσιν ἄνδρες ἔχοντες τὴν δύναμιν νὰ ὠφελήσωσι ἢ νὰ βλάψωσι τὴν πολιτείαν. Εἶναι ἀνάγκη νὰ βελτιώσωμεν τὸ ἐθνικὸν θέατρον καὶ διὰ τούτου τὸν ἐθνικὸν βίον. Ἡ διδασκαλία ἀρχαίων δραμάτων θέλει διεγείρει καὶ τὰς ζωηρὰς συμπαθείας τοῦ πεπολιτισμένου κόσμου. Εἰς τὴν πατρίδα ἡμῶν κατὰ τὸ ἔαρ ἔρχονται χιλιάδες φιλαρχαίων, οἵτινες καταλαμβάνονται ὑπὸ ἀφάτου ἐνθουσιασμοῦ ἐκ τῆς θέας τῶν ἐρειπίων τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητος. Ἀλλ’ ἂν οἱ τάφοι τῶν προγόνων ἡμῶν καὶ τὰ ψυχρὰ μάρμαρα θερμαίνωσι τὰς καρδίας αὐτῶν, ἆραγε ἡ θεία τοῦ Σοφοκλέους φωνὴ ἐξερχομένη ἔκ τινος ἀρχαίου θεάτρου, ἐν ᾧ νῦν γλαῦκες κρώζουσι, δὲν θέλει πλήξει τὰς εὐγενεστάτας καρδίας τῶν φιλομούσων;»
Εκείνες οι παραστάσεις πέτυχαν το επιδιωκόμενο: «Κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἀντιγόνης πλεῖστοι ἐπιφανεῖς ἄνδρες ἐκ τῶν ἀλλοεθνῶν καὶ τῶν ἡμετέρων ἐδάκρυσαν, ἐξ ὧν εἷς ἀνεφώνησε «πῶς ἤμεθα καὶ πῶς κατηντήσαμεν».
Ακόμη μια θετική του συμβολή στο Ελληνικό Θέατρο είναι το γεγονός ότι παρακινήθηκαν νεαρές κοπέλες –από το Πανεπιστήμιο και το Αρσάκειο- να υποδυθούν τους γυναικείους ρόλους των δραμάτων, και έτσι άρχισε να απενοχοποιείται ο τίτλος της επαγγελματίας ηθοποιού. Μια από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι θίασοι τότε, ήταν να βρουν γυναίκες για τους γυναικείους ρόλους, τους οποίους υποδύονταν, αναγκαστικά, άνδρες. Παράλληλα, αυτή η εισαγωγή μορφωμένων κυριών στο επάγγελμα, θα πρέπει να βοήθησε και στην άρση μιας άλλης δυσκολίας, στο να βρεθούν, δηλαδή, ηθοποιοί που να μπορούν να διαβάσουν το ρόλο τους δεδομένου ότι ο αναλφαβητισμός βρισκόταν τότε σε δυσθεώρητα ύψη.
Επιπλέον, ο Μιστριώτης δεν αρνήθηκε τη συμμετοχή του στις προσπάθειες που είχαν ως στόχο τη σύνδεση των μετοικησάντων στην πρωτεύουσα Τριπολιτών με τη γενέθλια πόλη. Έτσι, το 1899 είναι ο εκλεγμένος –παμψηφεί- αντιπρόσωπος των «Φιλοπροόδων» στη Γ.Σ. του Συνδέσμου Γυμναστικών και Αθλητικών Ελληνικών Συλλόγων, ενώ είναι και ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Μαντινικοῦ Συλλόγου», στον οποίο συμμετείχαν μερικές από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες που κατάγονταν από τη Μαντινεία και ήταν εγκατεστημένοι στην Αθήνα.