Γάλλος φοιτητής, ανιψιός του Μεγάλου Ναπολέοντα και θερμός φιλέλληνας. Το καλοκαίρι του 1827 κατήλθε στην Ελλάδα για να λάβει μέρος στον Αγώνα, αλλά ένα απρόοπτο δυστύχημα του έκοψε το νήμα της ζωής.
Ο Παύλος Μαρία Βοναπάρτης (Paul Marie Bonaparte) γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1808 στο Κανίνο της Ιταλίας και ήταν το ένατο από τα δεκατέσσερα παιδιά του Λουκιανού Βοναπάρτη (Lucien Bonaparte), αδελφού του Μεγάλου Ναπολέοντα.
Σε ηλικία 18 ετών ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βολωνίας (Μπολόνια), αλλά τον Μάρτιο του 1827 έφυγε κρυφά από την πόλη και με ψεύτικο όνομα έφθασε πρώτα στα Ιόνια νησιά και στη συνέχεια στο Ναύπλιο, για να λάβει μέρος στην Ελληνική Επανάσταση (24 Αυγούστου / 5 Σεπτεμβρίου 1827). Στην πρωτεύουσα των επαναστατημένων Ελλήνων τον υποδέχθηκε ο Άγγλος ναύαρχος Κόχραν, διοικητής του ελληνικού στόλου.
Ο υψηλός επισκέπτης, που έμοιαζε πολύ με τον διάσημο θείο του, εντάχθηκε αμέσως στο πλήρωμα της φρεγάτας «Ελλάς», της ναυαρχίδας του ελληνικού στόλου. Όμως, στις 25 Αυγούστου / 6 Σεπτεμβρίου, καθώς καθάριζε το όπλο του, τραυματίσθηκε σοβαρά από αδέξιο χειρισμό και την επομένη άφησε την τελευταία του πνοή. Ήταν μόλις 19 ετών.
Στο Ναύπλιο δεν άργησαν να κυκλοφορήσουν φήμες ότι ο θάνατος του νεαρού Βοναπάρτη δεν ήταν τυχαίος, εφόσον μάλιστα προήλθε στο πλοίο του Κόχραν, τον οποίον οι Έλληνες υποπτεύονταν ότι εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας. Πάντως, ο Αμερικανός φιλέλληνας Σάμιουελ Χάου, που ήταν αυτόπτης των γεγονότων, διαβεβαιώνει ότι μόλις ο Κόχραν έμαθε ότι το τραύμα ήταν θανατηφόρο «ήρχισε να βηματίζη εις την καμπίνα του κλαίων ως παιδίον…».
Καθώς λέγεται, η σορός του νεαρού Βοναπάρτη διατηρήθηκε επί τριετία σ’ ένα βαρέλι με ρούμι στη Μονή Αγίου Νικολάου Σπετσών, μέχρις ότου την παρέλαβε το Γαλλικό Ναυτικό. Μετά την απελευθέρωση, το 1832, το ταριχευμένο σώμα του Παύλου Μαρία Βοναπάρτη ενταφιάστηκε σε μαυσωλείο στο νησί της Σφακτηρίας, κοντά στους Γάλλους ναύτες που έπεσαν στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου.