Η διαπραγματευτική στρατηγική της Ελλάδας ως κράτος-μέλος της ΕΕ και το ύστερο ευρωπαϊκό θέατρο του παραλόγου
«Όσα ωφελούν τους ιδιοτελείς τα προπαγανδίζουν οι αφελείς» (Παναγιώτης Κονδύλης).
Γράφει ο καθηγητής Παναγιώτης Ήφαιστος
Διαδοχικά θα εξεταστούν τα εξής: 1. Διαπραγμάτευση στην Ευρώπη και στη διεθνή πολιτική και τα θεμελιώδη αξιώματα της εξωτερικής πολιτικής ενός οποιουδήποτε κράτους. 2. Βασικές πτυχές της ΕΕ και της ισότιμης συμμετοχής των κρατών-μελών. 3. Η ΕΕ ως ένας θεσμός ισότιμης δυναμικής διαπραγμάτευσης. 4. Το μνημόνιο ως περιεχόμενο και η διαλεκτική σχέση διαπραγματεύσεων και πάγιων και ρευστών συμφερόντων. 5. Η αιτιολόγηση μιας διεκδικητικής διαπραγμάτευσης και τα θέσφατα ύπαρξης και λειτουργίας της ΕΕ. 6. Η διαπραγματευτική στρατηγική της Ελλάδας και η οργάνωση των επιτελικών κρατικών θεσμών: Χαρτογράφηση της ΕΕ
Σε τρεις προγενέστερες παρεμβάσεις υποστηρίχθηκε ότι η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα και η Ευρώπη και με δεδομένη την άμεση ανάγκη διεξαγωγής ευαίσθητων διαπραγματεύσεων αντιστροφής των ολέθριων συνεπειών των δύο μνημονίων απαιτείται μια εντολοδόχος αντί-μνημονιακή μεταβατική διακυβέρνηση προσωπικοτήτων υψηλού πολιτικού κύρους και τριών συγκεκριμένων αποστολών: Διαπραγμάτευση με την ΕΕ, διαχείριση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της κοινωνικής συνοχής και σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης. Αυτός ο σκοπός που η κοινωνία με την ψήφο της έθεσε επιτακτικά δεν εκπληρώθηκε. Στις 17 Ιουνίου παραμένει ο ίδιος.
Αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος αποτέλεσε η αναρχία θέσεων και απόψεωνπου δεν συνεκτιμούν επαρκώς την πραγματική φυσιογνωμία της ΕΕ, τις λειτουργίες της και τις ιδιομορφίες της. Επί ζητημάτων ζωτικής σημασίας για το μέλλον ή και για την επιβίωση της χώρας κυριαρχούν μονοσήμαντες, απλουστευτικές και συχνά προπαγανδιστικές θέσεις που ροκανίζουν την πολιτική σκέψη και τον ορθολογισμό των αποφάσεων. Θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε ότι όσον αφορά την ΕΕ –όπως για κάθε άλλο ζήτημα της διεθνούς πολιτικής– η ουσία βρίσκεται στις λεπτομέρειες και η ειδοποιός διαφορά στις αποχρώσεις. Τα βασικά χαρακτηριστικά της ΕΕ δεν μπορούν να τύχουν μονολεκτικής περιγραφής και ερμηνείας. Λόγω έκτασης του κειμένου η υπομονή και κατανόηση του αναγνώστη είναι αναγκαία.
Ο αναγνώστης που δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει την κάπως εκτενέστερη θεώρηση αυτών των χαρακτηριστικών μπορεί να σπεύσει στην ενότητα 6 με τίτλο «Η διαπραγματευτική στρατηγική της Ελλάδας και η οργάνωση των επιτελικών κρατικών θεσμών: Χαρτογράφηση της ΕΕ» (κλικ για μετάβαση).
1. Διαπραγμάτευση στην Ευρώπη και στη διεθνή πολιτική και τα θεμελιώδη αξιώματα της εξωτερικής πολιτικής ενός οποιουδήποτε κράτους.
Η περιγραφή του εκτεταμένου και ιδιόμορφου «διαπραγματευτικού χώρου» της ΕΕ απαιτεί αναφορές στη διαδρομή της, τις βαθύτερες διαμορφωτικές δυνάμεις που τη συγκρότησαν και τις λειτουργίες και τα ρευστά ή πιο σταθερά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επίσης, στους θεμελιώδεις προσανατολισμούς των δρώντων όπως αποτυπώνονται και όπως αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής έξη δεκαετιών. Θα τα περιγράψουμε και ερμηνεύσουμε όσο το δυνατό πιο σύντομα και συμπερασματικά.
Οι κυβερνητικές στάσεις και αποφάσεις ενός κράτους-μέλους της ΕΕ, θα εξηγηθεί πιο κάτω, προσαρμόζονται και αναπροσαρμόζονται διαρκώς σύμφωνα με τις ανάγκες που ανακύπτουν λόγω ρευστότητας των συμφερόντων όλων των ενδιαφερομένων κρατών ή άλλων παραγόντων.Είναι χαρακτηριστικό ότι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (19-27.5.2012) οι Έλληνες και όλοι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι γίνονται αποδέκτες καταιγιστικών πληροφοριών συχνά απόλυτα αντιθετικών, αντιφατικών, αυτό-αναιρετικών και διόλου σπάνια εξεζητημένα αναληθών.
Μια ορθολογιστική εξωτερική πολιτική απαιτεί σωστή ανάλυση των διεθνών σχέσεων. Μια τέτοια σωστή ανάλυση ακόμη και αν «σερβιριστεί στο πιάτο» είναι άχρηστη εάν δεν εδράζεται πάνω σε μια συνεκτική κοινωνία που διαθέτει ισχυρά πνευματικά θεμέλια τα οποία ευνοούν τη συγκρότηση και ιεράρχηση των εθνικών σκοπών υπό συνθήκες εθνικής ομοψυχίας και ακλόνητης πίστης στον σκοπό εκπλήρωσής τους.
Σε πρακτικό επίπεδο, όπως και με κάθε άλλη περίπτωση της διεθνούς πολιτικής –και παρά τις ιδιομορφίες του φαινομένου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης– η διαπραγμάτευση στην ΕΕ συμπεριλαμβάνει μπλόφες, κατά συνθήκη ψεύδη και εξεζητημένες πολιτικές εξαπατήσεις φίλων, εχθρών και άσπονδων φίλων (το ρεσιτάλ απρόκλητων απόλυτων «εκτιμήσεων» του «φίλου» προέδρου του Ευρωπαϊκού «Κοινοβουλίου» όταν επισκέφτηκε την Αθήνα στις 20.5.2012 είναι χαρακτηριστική περίπτωση). Στο μεγάλο και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτο πεδίο της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής η «διατύπωση εκτιμήσεων», η ιδιωτεία και η ιδιοτέλεια οργιάζουν.
Η διαπραγμάτευση στην Ευρώπη όπως και στην υπόλοιπη διεθνή πολιτική δεν είναι ευθύγραμμη. Είναι γεμάτη καμπυλότητες. Από τη μια πλευρά οι πολιτικές και καθεστωτικές ατέλειες αυξομειώνουν το έλλειμμα δημοκρατίας και από την άλλη πλευρά απουσιάζει μια συγκροτημένη και ανθρωπολογικά θεμελιωμένη υπερεθνική δημόσια σφαίρα. Με διαφορετικά λόγια απουσιάζει ένας διεθνής ή πανευρωπαϊκός Δημοκρατικός Δήμος που θα επέτρεπε μέσα σε λογικά πλαίσια συντεταγμένους παγκόσμιους ή πανευρωπαϊκούς δημοκρατικούς ελέγχους.
Αν σταθούμε στην ΕΕ, οι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι ασκούνται έμμεσα και ελλιπώς:Έμμεσα και ελλιπώς στο κρατικό επίπεδο και δύο φορές έμμεσα και ελλιπώς στο Κοινοτικό-διακυβερνητικό επίπεδο. Ακόμη, πολλαπλά έμμεσα και ελλιπώς όταν εκδηλώνονται ηγεμονικές αξιώσεις που ροκανίζουν την καθιερωμένη πρακτική των συναινετικών αποφάσεων της ΕΕ. Η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου όποτε και όταν η υπερεθνική τεχνόσφαιρα είτε αυτονομείται είτε καθίσταται εργαλείο άνομων και καταχρηστικών ηγεμονικών αξιώσεων. Ποια είναι, γα παράδειγμα, η πολιτική ανθρωπολογία κάτω από τα πόδια του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που επισκέφτηκε την Ελλάδα τον Μάιο 2012, θα ρωτούσε κανείς λογικά και εύλογα; Όπως και χιλιάδες άλλοι περιφέρεται απρόκλητα, παρεμβαίνει δραστικά και βαθύτατα διανεμητικά και επιχειρεί να επηρεάσει τις πολιτικές θέσεις μιας κυριολεκτικά μπερδεμένης, γρονθοκοπημένης και κατάκοιτα ριγμένης (ελληνικής) κοινωνίας. Μια οποιαδήποτε κοινωνία με ζωντανά και ενεργά ένστικτα επιβίωσης, λοιπόν, όταν τα συμφέροντά της θίγονται ομονοεί στην υπεράσπισή τους και τέτοιες θέσεις όπως του προέδρου του ΕΚ τις διυλίζει, αναλύει, εκτιμά, ιεραρχεί και στον βαθμό που χρειάζεται τις αντικρούει.
Για όλα τα κράτη από αρχαιοτάτων χρόνων και ασφαλώς πολύ περισσότερο σήμερα η κοσμοθεωρητική παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας είναι υπέρτατη και έσχατη. Στις μέρες μας αποτυπώνεται επακριβώς στις υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου και στους Καταστατικούς Χάρτες των διεθνών θεσμών. Εδώ και πολλές δεκαετίες, επίσης, αφού εγκαταλείφθηκαν διεθνιστικές αφέλειες η εθνική ανεξαρτησία είναι υπέρτατο κριτήριο όλων των κρατών-μελών της ΕΕ. Η ιδιομορφία και ιδιαιτερότητα της ΕΕ έγκειται στον τρόπο με τον οποίο διατηρώντας την εθνική ανεξαρτησία ως θέσφατο τα μέλη κατορθώνουν να δημιουργούν τις κοινές δεσμεύσεις και τις κοινές ρυθμίσεις που συγκροτούν την «ευρωπαϊκή νομιμότητα». Συνολικά, για όλες τις κοινωνίες του πλανήτη η Εθνική Ανεξαρτησία είναι η συλλογική τους ελευθερία. Στην ΕΕ αλλά και ευρύτερα στη διεθνή πολιτική, επιπλέον, η εθνική ανεξαρτησία είναι προϋπόθεση πολιτικής και οικονομικής αποτελεσματικότητας, συγκρότησης εθνικών σκοπών, διεξαγωγής διεθνών διαπραγματεύσεων και δυνατότητας μιας πολιτείας να προσανατολίζεται με δημοκρατική φορά κίνησης προς την κατεύθυνση της πολιτικής ελευθερίας.
Εμπράγματα, επιπλέον, κάθε μια κοινωνία είναι προικισμένη με τη δική της ιστορικά σμιλευμένη και βαθύτατα ριζωμένη ανθρωπολογική ετερότητα. Καθημερινά καταμαρτυρείται ο αληθής πόθος όλων των πολιτών όλων των κρατών να απολαύσουν ελεύθερα αυτή την ετερότητα. Η εθνική ανεξαρτησία τους προσφέρει την ελευθερία και τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Εντός του κράτους υπάρχει η δυνατότητα δημοκρατικής φοράς κίνησης και ή κοινωνικού συμβολαίου (και στα Ανατολικά κράτη κάποιες άλλες ιεραρχίες διακυβέρνησης). Εκτός του κράτους, υπάρχουν υλικά συμφέροντα και ρευστοί φίλοι και εχθροί που εναλλάσσουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Σε αυτή την ανελέητα ανταγωνιστική ευρωπαϊκή και διεθνή ζωή ο καθείς παθαίνει ό,τι του αξίζει. Επιβιώνουν όσοι γνωρίζουν να αμύνονται επιτυχώς και να διαπραγματεύονται αποτελεσματικά στη βάση των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων. Υπό το πρίσμα της συντρέχουσας κρίσης, για παράδειγα, αυτό το γεγονός υπογραμμίζεται καθημερινά από τις εναλλαγές και μεταλλάξεις των θέσεων ηγετών όπως οι Σόϊμπλε, Μέρκελ, Κάμερον, Σαρκοζί και Ορλάν κτλ. Σταθερός γνώμονας των εκάστοτε θέσεών τους είναι οι ανάγκες τους για ισχύ, ευημερία, ασφάλεια και αυτοσυντήρηση των κρατών τους, όπως ο καθείς εξ αυτών ανά πάσα στιγμή κατανοεί αυτές τις γενικές έννοιες σε αναφορά με τα δικά του εθνικά συμφέροντα.
Οι κοινωνίες λειτουργούν ορθολογιστικά –διαρκείς εκτιμήσεις για το κόστος και όφελος εναλλακτικών επιλογών– σύμφωνα με τη δική τους τυπική λογική που προσδιορίζει τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ καθημερινά συναλλάσσονται διαφανώς ή αδιαφανώς, συμμαχούν ή συγκρούονται και αποφασίζουν μόνοι τους ή συλλογικά σύμφωνα με την αυτοκατανόηση των δικών τους εθνικών συμφερόντων. Αν και ασθενείς πολιτικές και στοχαστικές ψυχές αδυνατούν να κατανοήσουν αυτή τη διάσταση των διακρατικών σχέσεων παραμένει ένα καθημερινά καταμαρτυρούμενο γεγονός.
Οι κοινωνίες ζημιώνονται ή αποθνήσκουν αν τα μέλη τους και οι αντιπρόσωποί τους δεν κατανοούν τα πιο κάτω, τα οποία ο καθείς τα βλέπει κάθε βράδυ όταν ανοίγει την τηλεόρασή του. Αποτελούν τα κεντρικά χαρακτηριστικά της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής και σημαίνουν τα εξής:
Έξω από το κράτος δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει μια ρυθμιστική εξουσία που να διαθέτει ένα σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης κοινωνικοπολιτικά νομιμοποιημένο και επικυρωμένο. Γι’ αυτό οι σχέσεις των κρατών είναι εξ ορισμού ανταγωνιστικές, συχνά συγκρουσιακές και για την ευημερία και ασφάλειά τους ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας. Συχνά ισχύει επίσης και το «ας πρόσεχες» και ακόμη πιο συχνά το κακεντρεχές «καλά να πάθεις». Ιλαροτραγικά, αυτό το λένε σήμερα στην Ελλάδα και ένοχοι φορείς ιλαροτραγικών θεωρήσεων πολιτικής θεολογίας και γι’ αυτό εκτιμώ φορείς συμπλεγμάτων και συνδρόμων πατριδοκτονίας, πατροκτονίας, μητροκτονίας, εθνοκτονίας και υποθέτω ενδόμυχα και ευκαιρίας δοθείσης και ανθρωποκτονίας. Τέτοιες στρεβλώσεις της Πολιτικής, εξάλλου, είναι συνήθεις στην Οδύσσεια της ιστορικής διαδρομής των ανθρώπων.
Η ευημερία και η ασφάλεια μιας κοινωνίας συχνά είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα των αντίστοιχων των κοινωνιών άλλων κρατών. Αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα τον φόβο της εξαπάτησης, την ανατροπή των προσδοκιών και τη ματαίωση ευσεβών πόθων και ελπίδων. Οι κοινωνίες τα μέλη των οποίων λειτουργούν και σκέπτονται ορθολογιστικά συσπειρώνονται γύρω από κεντρικούς άξονες ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων και επιδεικνύουν ομοψυχία στην εκπλήρωσή τους. Έτσι πράττοντας είναι ορθολογιστικά ευαίσθητες, όπως είπαμε, στο κόστος και στο όφελος ενεργημάτων. Τα λάθη τιμωρούνται, ενίοτε φρικτά.
Μιας και η εθνική ανεξαρτησία είναι θέσφατο και έσχατο κριτήριο, η υπεράσπισή της μέσα στο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον δεν είναι απλή υπόθεση. Η κατοχή επαρκούς ισχύος είναι αναγκαία για την προάσπισή της. Είναι επίσης προϋπόθεση ευημερίας, ασφάλειας και διαπραγματευτικής αποτελεσματικότητας. Καθημερινά φίλοι και εχθροί εναλλάσσονται ανάλογα με τα συμφέροντά τους, τις ανάγκες τους για ισχύ ή διεύρυνση της ισχύος και αυτό είναι σύμφωνο με τη φύση και τις εγγενείς ιδιότητες του διακρατικού συστήματος (και της ΕΕ, όπως σήμερα διαπιστώνουν ακόμη και οι άπιστοι Θωμάδες).
Όσες κοινωνίες επιβιώνουν θεωρούν την αυτοσυντήρηση το κορυφαίο ζήτημα της εθνικής ζωής. Κατά τον Θουκυδίδη «όσοι είναι ελεύθεροι το χρωστούν στη δύναμή τους». Μια καθημερινά καταμαρτυρούμενη αλήθεια πολλών διαβαθμίσεων που αρχίζουν από την εκμηδένιση μέχρι την υποδούλωση ποικίλων εκδοχών και αποχρώσεων. Πάνω σε αυτό το κινούμενο εκκρεμές οι στάσεις των ανθρώπων ποικίλουν. Σίγουρα «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία» (και αυτοθυσία αν χρειαστεί).
2. Βασικές πτυχές της ΕΕ και της ισότιμης συμμετοχής των κρατών-μελών
Με δεδομένες στις πιο πάνω σταθερές της διεθνούς πολιτικής η ΕΕ είναι ένα εξαιρετικά ιδιόμορφο φαινόμενο. Ενόσω διατηρεί τον θεμελιώδη αντί-ηγεμονικό της χαρακτήρα θα συνεχίσει να υπάρχει ως μια νησίδα μετά-νεοτερικών δομών. Τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν θα βλάπτονται ή θα ωφελούνται ανάλογα με το κατά πόσο διαπραγματεύονται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Κοινοτικού συστήματος. Ποιες όμως είναι αυτές οι προϋποθέσεις;
Πρωτίστως η ΕΕ είναι μια διαδικασία θεσμοθετημένης εθνοκρατοκεντρικής διαπραγμάτευσης που συγκροτεί μια αρκούντως εδραιωμένη πλην όπως τελευταία βλέπουμε επισφαλή ευρωπαϊκή νομιμότητα. Αυτό το κεντρικό χαρακτηριστικό συνοδεύεται από άλλοτε ειλικρινείς και άλλοτε υποκριτικές «ευρωπαϊστικές» διακηρύξεις. Η σταθερότητά των θεμελίων της είναι ευθέως ανάλογη της εξυπηρέτησης των κρατικών οικονομικών, στρατηγικών και διπλωματικών συμφερόντων. Το πιο σημαντικό όμως είναι κατιτί που διαχέει την ευρωπαϊκή πολιτική: Είναι μια κοινή πολιτική, νομική, κοινωνική και κοσμοθεωρητική παραδοχή για τον αντί-ηγεμονικό χαρακτήρα του εγχειρήματος και για την ύπαρξη προϋποθέσεων ένταξης του «Γερμανικού ζητήματος» σε ένα ευρύτερο διεθνές και υπερεθνικό εγχείρημα. Δηλαδή προϋποθέσεων ελέγχου τυχόν αναβίωσης Γερμανικών ηγεμονικών αξιώσεων (http://www.ifestosedu.gr/111GermanikoEE.htm).
Η σταθερότητα της ΕΕ και η βιωσιμότητά της εξαρτάται από το κατά πόσο αυτές οι αντί-ηγεμονικές ιδιότητες κυριαρχούν ως αντίληψη και ως πρακτική στην Ευρώπη. Η συντρέχουσα κρίση η οποία έχει ως κύριο άξονα μια Γερμανική υπεροπτική στάση υποδηλώνει τα υποβόσκοντα προβλήματα. Η ισορροπία και η επιβίωση της ΕΕ εξαρτάται από το κατά πόσο η έσχατη παραδοχή της ισοτιμίας μεταξύ των κρατών-μελών αντέχει στις εντάσεις των εν μέρει αναπόφευκτων ηγεμονικών αξιώσεων.
Παράλληλα, η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ένας απέραντος και δαιδαλώδης χώρος διαπραγματεύσεων. Λογικό είναι τα εθνικά συμφέροντα ενίοτε να συγκλίνουν ή και να ταυτίζονται, άλλοτε να είναι ανταγωνιστικά και μερικές φορές να συγκρούονται. Ανά πάσα στιγμή μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών-μελών και σε αναφορά με διαφορετικούς τομείς της Κοινοτικής ζωής δυνατό ταυτόχρονα να υπάρχουν τόσο συγκλίνοντα όσο και αποκλίνοντα συμφέροντα. Σημαντικό στοιχείο της κοινοτικής ζωής είναι οι διαρκείς δαιδαλώδεις διασυνδέσεις και ανταλλαγές στη βάση αυτών των συμφερόντων («linkage politics»). Θα ακριβολογούσαμε αν λέγαμε ότι η ΕΕ είναι ένας γιγαντιαίος διαπραγματευτικός χώρος διασύνδεσης εθνικών συμφερόντων σε ανταλλακτική ή αμοιβαία επωφελή βάση.
Συχνά τα πράγματα δεν συμπλέκονται μόνο αλλά και μπερδεύονται. Στην παρούσα φάση, το ερώτημα κατά πόσο το ευρώ και ίσως και η ΕΕ θα επιβιώσουν του Γόρδιου δεσμού που προκάλεσε η ΟΝΕ. Αν και ζήτημα καίριας σημασίας, δεν υπάρχει περιθώριο να εξεταστεί σε ένα σύντομο σημείωμα όπως το παρόν.
Κάποιες στοιχειώδεις αναφορές για τις θεμελιώδεις ιδιομορφίες της ΕΕ, εν τούτοις, είναι αναγκαίες για την κατανόηση της θέσης και του ρόλου, των δικαιωμάτων και των δεσμεύσεων ενός κράτους-μέλους. Απαιτείται πρωτίστως κατανόηση, επίσης, των κεντρικών χαρακτηριστικών και του ρόλου των υπερεθνικών θεσμών και των κυμάνσεων των τεχνοκρατικών αρμοδιοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, όσο περισσότερο η τεχνόσφαιρα λειτουργεί ανεξάρτητα των πολιτικών αποφάσεων των διακυβερνητικών οργάνων τόσο περισσότερο αυξάνει το δημοκρατικό έλλειμμα και τόσο περισσότερο οι αποφάσεις καθίστανται αντί-κοινωνικές, αναποτελεσματικές και αδιέξοδες. Ο ρόλος των τεχνοκρατών το 2010-12 στην επιβολή δυσβάστακτων μνημονίων κατά κρατών μελών του Νότου της ΕΕ είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση.
Ενώ το δημοκρατικό έλλειμμα που δημιουργείται όποτε οι υπερεθνικοί θεσμοί αυτονομούνται είναι ένα ζήτημα που συζητείται διαρκώς τις τελευταίες δεκαετίες, το κάθε κράτος-μέλος το αντιμετωπίζει ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης. Η τάση είναι τα ισχυρότερα κράτη να προσπαθούν να καταστήσουν τους τεχνοκράτες εξαρτημένες μεταβλητές των συμφερόντων τους. Τα λιγότερο ισχυρά κράτη πάντα προσκολλώνται στην αρχή της ισοτιμίας και επικαλούνται πάγιες παραδοχές της ΕΕ χωρίς τις οποίες η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα καθίσταται μια δεσποτική υπερκρατική δομή που στο τέλος θα καταρρεύσει. Η ισορροπία πάνω στο τεντωμένο σχοινί των ηγεμονικών και αντί-ηγεμονικών αξιώσεων είναι ένα διαρκές άθλημα.
Η Ελλάδα και μερικά ακόμη κράτη-μέλη του νότου, για παράδειγμα, πολιτικά μιλώντας, ποτέ δεν έπρεπε να αφήσουν τους τεχνοκράτες της ΕΕ και του ΔΝΤ να προσδιορίζουν αν όχι να επιβάλλουν αποφάσεις που αφορούν τις κοινωνικές τους ισορροπίες ή και την επιβίωσή τους ως κράτη. Αντί να δεχθούν ύβρεις και συλλογικές ενοχοποιήσεις των κοινωνιών, συντεταγμένα, ορθολογικά και σωστά έπρεπε να συγκροτήσουν μια τεκμηριωμένη περιγραφή των κύριων αιτίων της κρίσης που εντοπίζονται πρωτίστως στη δημιουργία μιας νομισματικής τεχνόσφαιρας που ωφελεί τις ισχυρότερες οικονομίες και που συνθλίβει τις λιγότερο ανταγωνιστικές. Για να το πούμε διαφορετικά, αν είναι να ισχύει μια άκρατη λογική αυτοβοήθειας (αυτό που στη διεθνή πολιτική συνήθως ονομάζεται «νόμος της ζούγκλας») καλό είναι να το γνωρίζουν όλοι και καλά.
Το ίδια ισχύουν όσον αφορά τη διαρκή προσπάθεια –άλλοτε επιτυχημένη και άλλοτε όχι, και αυτό ισχύει για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ– για εξορθολογισμό των θεσμών, οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα. Είναι ένα πράγμα μια κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια ενταγμένη σε μια σοβαρή προσπάθεια σύγκλισης των δεικτών (αυτό θα ονομάζαμε «ολοκλήρωση») και άλλο οι συλλογικές ενοχοποιήσεις, οι γραμμικές προπαγανδιστικές θέσεις που υποκρύπτουν ιδιοτέλεια και η συνειδητή μετατροπή των λιγότερο ισχυρών κρατών σε αποικίες νέας κοπής.
Κύριο αίτιο της κρίσης είναι τα ελλείμματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης η οποία μετά το 1992, όταν υιοθετήθηκε η ΟΝΕ, «επιχειρεί να τρέξει πριν μάθει να περπατά». Με δεδομένη την απουσία μιας υπερεθνικής ευρωπαϊκής πολιτικής ανθρωπολογίας, μιας υπερεθνικής ευρωπαϊκής κοινωνικής συνοχής και κατά συνέπεια ενός σταθερού εδάφους πάνω στο οποίο θα εδραζόταν μια υπερεθνική ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορεί να υπάρξει ποτέ δυνατότητα μιας ενοποιημένης υπερεθνικής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό το δομικό πρόβλημα δεν μπορεί να μην συνεκτιμάται επαρκώς όταν τα κράτη του νότου πάσχουν από τον άνισο ανταγωνισμό που προκάλεσε η αποσπασματική νομισματική ενοποίηση.
Αυτό το γεγονός αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για εκείνα τα κράτη που έχουν συνθλιβεί οικονομικά λόγω επιλογών της Γερμανίας και της Γαλλίας των δύο τελευταίων δεκαετιών στη σφαίρα των νομισματικών ρυθμίσεων. Το γεγονός ότι στη συνέχεια τα περισσότερα κράτη επέλεξαν να ενταχθούν στην ΟΝΕ ήταν κάτι λογικό και αναμενόμενο. Πλην δεν είναι λογικό έκτοτε να μην είχαν παρθεί κατάλληλες αποφάσεις για ζητήματα όπως η αντιμετώπιση των συνεπειών αν ένα κράτος-μέλος της ευρωζώνης δεν μπορεί να αντέξει τον ανταγωνισμό και των προβλημάτων όταν εξ αυτού προκύπτουν μεγάλα προβλήματα ισοζυγίων πληρωμών. Πρωτίστως όμως αποφάσεων αλληλεγγύης και ισόρροπης ανάπτυξης στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Λογικό, τέλος, θα ήταν να είχε υπάρξει πρόβλεψη έγκαιρης ελεγχόμενης και μη καταστροφικής εξόδου από το ευρώ, εάν και όταν η οικονομία ενός κράτους δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό.
Εδώ, θα προσέξει ο αναγνώστης, δεν αναφερόμαστε σε ουτοπικές ιδέες περί ευρωπαϊκής κοινωνικής και πολιτικής ένωσης. Κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τις ανθρωπολογικές και κοινωνικές σταθερές του ευρωπαϊκού διακρατικού πεδίου. Η πολιτική ανθρωπολογία των κρατών-μελών και οι αναπτυξιακές δυνατότητές τους είναι διαφορετικές. Το μέγεθός τους και η ισχύς τους επίσης είναι διαφορετικά. Οι κοινωνίες επιπλέον είναι ιστορικά διαφορετικά συγκροτημένες στα πεδία των κοσμοθεωρητικών και πνευματικών παραδοχών. Η ολοκλήρωσή τους είναι ένα πράγμα και η άναρχη και ακατάστατη ανάμειξή τους είναι ένα άλλο. Γι’ αυτούς τους πασίδηλους λόγους μια κοινή πολιτική βαθύτατων προεκτάσεων και μεγάλων διανεμητικών συνεπειών όπως η ΟΝΕ λογικό είναι να διεπόταν από μεγαλύτερη σοβαρότητα.
Μιλάμε για αποφάσεις που είναι στοιχειωδώς ορθολογιστικές και που θα καθιστούσαν ένα εκ της φύσεώς του κρατοκεντρικό περιφερειακό σύστημα πιο σταθερό, πιο αποτελεσματικό και συμβατό με το κοινό κρατικό συμφέρον διαιώνισής του. Με απλά λόγια αυτό σημαίνει πως ως εκ της φύσεώς της ΕΕ απαιτείται α) να λειτουργεί στο πλαίσιο ομόφωνων αποφάσεων στο διακυβερνητικό επίπεδο (η μόνη νοητή κατάσταση διακρατικής δημοκρατίας που ακυρώνει τις ηγεμονικές αξιώσεις), β) να μην αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο ανεξάρτητων αρμοδιοτήτων στους υπερεθνικούς θεσμούς (όριο ο ουρανός για αρμοδιότητες που θα βρίσκονται υπό την πλήρη εποπτεία των διακυβερνητικών οργάνων) και γ) να ενθαρρυνθεί με κάθε τρόπο η εμβάθυνση της δημοκρατίας στο εθνοκρατικό επίπεδο (εκεί ασκείται η λαϊκή κυριαρχία και εκεί μόνο υπάρχουν προϋποθέσεις πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού ορθολογισμού).
Σε ένα τέτοιο σύστημα το κάθε κράτος θα γνωρίζει, τουλάχιστον, ότι ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας και πως για ότι αποφασίζει και πράττει θα πρέπει να αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών για να εξυπηρετούνται οι κοινοί σκοποί δεν αποκλείεται. Αυτό που καταμαρτυρεί η παρούσα κρίση είναι ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει οικονομικός, κοινωνικός και πολιτικός ανορθολογισμός εάν τα πάντα επισκιάζονται από μια ιδεαλιστική υπερεθνική ρητορική που μεταμφιέζει και εξυπηρετεί, όπως πικρά διαπιστώνουν οι κοινωνίες του νότου, απέραντα ιδιοτελείς ηγεμονικές αξιώσεις.
Αυτές οι αντικειμενικές επισημάνσεις είναι καίριας σημασίας αν είναι να υπάρξει μια διέξοδος από την ευρωπαϊκή (και όχι μόνο Ελληνική) κρίση που προκάλεσε η ΟΝΕ τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Θα προσθέταμε πως εάν οι αντιπρόσωποι ενός κράτους-μέλους ανεξαρτήτως μεγέθους και ισχύος δεν μπορούν να διεκδικούν και να προτείνουν προσεγγίσεις ορθολογισμού της ΕΕ, δεν οφείλεται σε κάποιον άλλο λόγο παρά μόνο στη δική της πολιτική ανικανότητα.
Εν τούτοις, πολλά μέλη του ελληνικού πολιτικού προσωπικού και πολλά μέλη του πανεπιστημιακού χώρου συνδεδεμένα με αυτά, αντί να συγκροτήσουν ένα πειστικό ευρωπαϊκό πολιτικό λόγο μαζοχιστικά αυτοχειριάζονται αποδίδοντας συλλογικές ευθύνες στην ίδια την κοινωνία τους. Επιστημονική εξήγηση δεν υπάρχει. Ούτε βέβαια και είναι δυνατό να ερμηνεύσεις την επιθυμία κάποιων να παραγνωρίζουν τα ελλείμματα της πολιτικής και να ηθικολογούν επικαλούμενοι τη δήθεν άρρωστη ψυχή μιας συλλογικής οντότητας, τους δαίμονες που κρύβει το πνεύμα του κοινωνικού σώματος και τους τιμωρούς Θεούς, δαίμονες και αγγέλους που υπερίπτανται. Κρίνεις μόνο εκ του αποτελέσματος. Παραμένει γεγονός, πάντως, ότι στην καθημερινότητα από αρχαιοτάτων χρόνων εύκολα εντοπίζονται τα σύνδρομα πατριδοκτονίας, εθνοκτονίας, μητροκτονίας, πατροκτονίας, θεοκτονίας, εχθρολαγνείας και ενδεχομένως ανομολόγητης υποβόσκουσας θηριώδους ανθρωποκτονίας. Σύμπτωμα είναι οι στάσεις και οι συμπεριφορές επί παντελώς ξεκάθαρων περιπτώσεων όταν εκδηλώνεται έχθρα κατά κάθε οικείου και πόθος κατά οτιδήποτε είναι αντίπαλο. Το δε εκάστοτε κατάκοιτο μαχαιρωμένο θύμα ο φορέας συνδρόμων και συμπλεγμάτων το μαστιγώνει με σαδισμό κατονομάζοντάς το ως δήθεν θύτη. Αυτά παθαίνουν από αρχαιοτάτων χρόνων οι άνθρωποι όταν πάσχει η Πολιτική και όταν αυξηθεί ο ανεξέλεγκτος παρασιτικός όχλος φορέων πολιτικής θεολογίας.
3. Η ΕΕ ως ένας θεσμός ισότιμης δυναμικής διαπραγμάτευσης
Στο σημείο αυτό καλό είναι να διατυπωθεί η εκτίμηση ότι υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, ένα κράτος-μέλος της ΕΕ θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη ότι όχι μόνο η ευρωζώνη αλλά και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στο σύνολό της ενδέχεται να μην επιβιώσει –τουλάχιστον στην μέχρι σήμερα μορφή τους– εάν οι ηγεμονικές αξιώσεις που σήμερα εκδηλώνονται συνεχίσουν. Το θέμα είναι –την στιγμή που αναπόφευκτα σύντομα θα πρέπει να υπάρξει μια κάποια διέξοδος ή και ευχής έργο μια συντεταγμένη ευρύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων–, κατά πόσο η Ελλάδα θα αποφύγει να καταστεί το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα.
Ανεξαρτήτως προβλημάτων και έκβασης των προσπαθειών αντιμετώπισής τους,κανείς θα πρέπει να εκτιμήσει ορθά το προαναφερθέν γεγονός ότι η ΕΕ είναι ένας τεράστιος χώρος μιας δυναμικής διαρκούς διαπραγμάτευσης στη βάση των εθνικών συμφερόντων. Έτσι ήταν εξαρχής, έτσι είναι σήμερα και έτσι θα συνεχίσει να είναι ενόσω θα υπάρχει. Μεταξύ άλλων θα μπορούσαν να αναφερθούν οι εξής εισροές που συμπλέκονται άναρχα και δυναμικά: Συμφέροντα, διακηρυγμένες ή και καταστατικές υψηλές παραδοχές πάνω στις οποίες εδράζεται η ΕΕ, ιδεαλιστικές διακηρύξεις –άλλοτε υποκριτικές και άλλοτε ειλικρινείς–, ρευστοί συσχετισμοί ισχύος, στρατηγικές που συγκροτούνται αυτόνομα στο επίπεδο της υπερεθνικής τεχνόσφαιρας, εθνικές στρατηγικές, στρατηγικές ιδιωτών και πολυεθνικών και ποικιλόμορφες ομάδες πίεσης.
Η εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων μέσα στο πολυσχιδές και μολαταύτα ιεραρχημένο πεδίο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πρέπει να είναι το στοίχημα των κυβερνήσεων των κρατών-μελών. Τα μέλη του πολιτικού προσωπικού της Ελλάδας των τελευταίων ετών, εν τούτοις, αντί συγκρότησης σκοπών και στρατηγικής εκπλήρωσής τους με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο, ατενίζουν αυτό το πεδίο περιδεή, φοβικά και ανήμπορα να λειτουργήσουν πολιτικά. Οι συναφείς παρατηρήσεις που μπορούν να γίνουν είναι πολλές.
Τα πολλά ταλέντα και οι μεγάλες δεξιότητες των κρατικών λειτουργών σε επιτελικά υπουργεία είτε είναι ανενεργά ή εγκλωβίστηκαν στην προσφορά υπηρεσιών στους ξενόφερτους τεχνοκράτες. Τα μέλη του πολιτικού προσωπικού αντί να τους αξιοποιήσουν επιλέγουν να στέκονται παθητικά επικαλούμενοι τις θέσεις τρίτων, συχνά απρόκλητες, παράλογες και προπετείς, τις οποίες εν τούτοις για προπαγανδιστικούς λόγους εμφανίζουν ως εκ προοιμίου ορθές και αλάνθαστες.
Για παράδειγμα, απλό διάβασμα των θέσεων των αρχηγών κρατών των 8 ισχυρών κρατών στο Κάμπ Ντέιβιτ στις 19.5.2012, κάνει σαφές ότι οι Ελληνικές απόψεις δεν συνεκτιμήθηκαν. Όχι επειδή αυτό είναι ανέφικτο αλλά επειδή κανένας Έλληνας αντιπρόσωπος δεν τις καλλιέργησε έγκαιρα και αποτελεσματικά. Κανείς επιπλέον δεν αντέταξε σε οποιοδήποτε τρίτο ότι οι θέσεις που διατυπώθηκαν βρίσκονται σε δυσαρμονία με τη λαϊκή ετυμηγορία, ότι ήταν οικονομικά παράλογες και ότι είναι εξ αντικειμένου ανέφικτες. Ότι επίσης δεν συνάδουν με πάγιους κώδικες, παραδοχές και συμφέροντα των κρατών-μελών της ΕΕ.
Όπως κατά κανόνα συμβαίνει στην Ελλάδα, επί μέρες ακολούθησε μια άσκοπη παραφιλολογία για το τι λέει ο ένας ή ο άλλος στην Ευρώπη και αλλού χωρίς ταξινόμηση των θέσεων των τρίτων, χωρίς ιεράρχηση των σημασιών τους, χωρίς ένταξή τους στο πολιτικό πλαίσιο στο οποίο ανήκουν, χωρίς διερεύνηση του κατά πόσο πρόκειται για κάποια κακόβουλη αδιαφανή ιδιοτέλεια, χωρίς εξέταση του κατά πόσο εξυπηρετεί ρευστές και ευμετάβλητες ενδοκομματικές ή άλλες ενδοκρατικές σκοπιμότητες κάποιου άλλου κράτους και χωρίς να ερευνάται ή αξιολογείται το διαρκές διαπραγματευτικό παιχνίδι και ο ανταγωνισμός ρευστών συμφερόντων και βουλήσεων στη διακρατική διαπάλη.
Ο πολιτικός ανορθολογισμός τρέφεται από μια καθιερωμένη πλέον αποπροσανατολιστική περιρρέουσα παραφιλολογία, η οποία αγνοεί την ουσία, τις ειδοποιούς διαφορές και τις εμπεδωμένες πρακτικές της ΕΕ. Για παράδειγμα, ποιος είπε ότι εάν όλα τα άλλα κράτη υιοθετούν μια θέση και εάν ένα μόνο κράτος διαφωνεί (επειδή αυτό συνάδει με τα συμφέροντά του) δεν είναι νομιμοποιημένο να εμμένει στη θέση του επειδή αυτό επιτάσσει με το εθνικό του συμφέρον! Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές και χωρίς να υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειες, για παράδειγμα, η Καγκελάριος της Γερμανίας είναι σχεδόν μόνη στην αντίθεσή της κατά του «ευρωομόλογου».
Άπειρες φορές στην κοινοτική διαπραγμάτευση το ένα ή άλλο κράτος βρέθηκε μόνο εναντίον όλων επειδή αυτό επέβαλλαν τα συμφέροντά του. Αρκεί μόνο υπόμνηση της τύχης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος που ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονων διαπραγματεύσεων πλην η κοινωνική βούληση κάποιων κοινωνιών ήταν διαφορετική. Αποτελεί παραλογισμό ακόμη και ο παραμικρός ισχυρισμός ότι εμμονή σε μια εθνική στάση αποτελεί κάποιο πολιτικό έγκλημα ή κάποια ασυνήθιστη στάση. Το καθετί κρίνεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του και αυτό καταμαρτυρεί η κοινοτική πρακτική. Μια συνολική εκτίμηση από αναρίθμητες εμπειρίες της κοινοτικής διαδρομής είναι ότι εάν κάτι αντιβαίνει στα ζωτικά συμφέροντα ενός κράτους δεν υπάρχει τρόπος να του επιβληθεί μια επαχθής ρύθμιση.
Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην περίπτωσή μας. Τα δύο μνημόνια τα οποία η Ελλάδα υποχρεώθηκε να υπογράψει οδηγούν την κοινωνική και ανθρωπολογική καταρράκωσή της. Το αντίθετο αποτελεί αντίληψη περί μιας σχέσης κρατών παριών με ιθαγενή πληθυσμό υποψήφιο για εθνοκάθαρση. Μέχρι σήμερα αυτή δεν είναι η ΕΕ. Προσπάθεια σταδιακής καθιέρωσης τέτοιων αντιλήψεων θα αποτελέσουν την αρχή του τέλους της. Μια «αρχή του τέλους» για την οποία ενώ εδώ πιθανολογούμε εμπράγματα την έχουν ήδη δημιουργήσει τα μνημόνια με πολλά κράτη-μέλη του Νότου της ΕΕ. Το μαρτυρούν επιπλέον οι ολοένα και πιο πυκνές ηγεμονικές συμπεριφορές εντός της ΕΕ.
4. Το μνημόνιο ως περιεχόμενο και η διαλεκτική σχέση διαπραγματεύσεων και πάγιων και ρευστών συμφερόντων.
Οι όροι «μνημονιακοί» – «αντί-μνημονιακοί» που σωστά επικράτησαν στην Ελλάδα τους μήνες πριν και μετά τις εκλογές του Μαίου και Ιουνίου 2012, είναι έννοιες ρευστές, εύπλαστες και επιδεχόμενες πολλαπλές νομικές και πολιτικές ερμηνείες. Όσον αφορά τον τρόπο που κανείς βλέπει τα μνημόνια, αν υπάρχουν στρατόπεδα, στο ένα εξ αυτών βρίσκονται εκείνα τα μέλη των ηγεσιών των παλαιοκομματικών δραστών της συμφοράς που το ερμηνεύουν με μοιρολατρικούς όρους αποικιακής εποχής.
Αφού επί δεκαετίες λεηλάτησαν το κράτος στο πλαίσιο ενός καλά στημένου φαυλοκρατικού πελατειακού δικομματισμού που συνοδευόταν από μια παραλυτική αφελή «ευρωλαγνεία», αυτό που βασικά λένε τώρα είναι ότι ο καλός εαυτούλης του παλαιοκομματισμού έχει μέλλον λαμπρό: Τα μέλη του θα συνεχίσουν να κατέχουν την κρατική εξουσία, αυτή τη φορά ως μεταπράτες ξένων συμφερόντων. Αν αμφιβολία υπάρχει, οι μορφασμοί, οι κραυγές και οι ειρωνείες στα τηλεοπτικά πάνελ δεν διασώζουν τους δράστες. Όποιος θέλει να είναι σοβαρός καλά κάνει να μελετήσει τον εφαρμοστικό νόμο του δεύτερου μνημονίου (βλ.http://www.epikaira.gr/content/files/Efarmostikos_nomos_sxolia1.pdf). Θα διαπιστώσει ότι το Ελληνικό κράτος απώλεσε την ελευθερία του και τη δημοκρατία του. Αν αυτό εφαρμοστεί τα οποιοδήποτε μέλη του πολιτικού προσωπικού που θα κάθονται πάνω στις κατεξουσιαστικές καρέκλες θα αποτελούν τροχονόμους μιας νέας λεηλασίας της ελληνικής κοινωνίας και της εκποίησης των πάντων.
Εν τέλει, αν εφαρμοστεί μια τέτοια κατεξουσιαστική δομή που μετατρέπει την ΕΕ σε μητρόπολη μιας αποικίας και τις ηγεσίες των λιγότερο ισχυρών κρατών σε πραιτοριανούς εξυπηρέτησης των ξένων συμφερόντων, τότε η καλύτερη λύση θα ήταν η κατάλυση της ΕΕ.Σε κάθε περίπτωση, αν έτσι εκτροχιαστεί η ΕΕ θα καταλυθεί από μόνη της: Υπάρχει μεγάλη αντίφαση μεταξύ από τη μια πλευρά των αφετηριακών λογικών ή μεταγενέστερων θεμελιακών παραδοχών και συμφερόντων πάνω στα οποία εδράζεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και από την άλλη πλευρά της προσπάθειας των ηγεμονικών κρατών μετά το 1992 που τώρα αποκορυφώνονται να καταστούν οι Βρυξέλλες ηγεμονικό κέντρο.
Τα μνημόνια τα οποία με την ενθάρρυνση ισχυρών κρατών και ιδιαίτερα της Γερμανίας επέβαλαν οι τεχνοκράτες ενσαρκώνουν το αυγό του φιδιού ενός εκκολαπτόμενου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού παραλογισμού. Καταμαρτυρούν την παρακμή των παραδοχών που αναφέραμε μόλις. Σήμερα θύμα είναι η Ελλάδα και κάποια άλλα κράτη του Νότου, αύριο θα αφορά περισσότερα και μεθαύριο οι αντιθέσεις δεν θα συμμαζεύονται. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο μια μεταβατική διακυβέρνηση προσωπικοτήτων και μια μελλοντική ανασυγκροτημένη πολιτική δομή στο μέλλον θα πρέπει να επιδιώξει την αναζήτηση λύσης στο εσωτερικό της ΕΕ με το να επιδιώκει συγκλίσεις και συμμαχίες προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά και μεταρρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν τα αντί-ηγεμονικά κοσμοθεωρητικά θεμέλια της ΕΕ, κατιτί με το οποίο σίγουρα θα συνηγορήσουν τα πλείστα μέλη.
Οι συνεπείς «αντί-μνημονιακοί» βλέπουν ή πρέπει να βλέπουν το μνημόνιο ως περιεχόμενο. Ένα περιεχόμενο που προσδιορίστηκε από μια κακή συγκυρία και από μια κακή πολιτική απόφαση ενός διαλυμένου και ηττημένου πολιτικού προσωπικού της Ελλάδας. Μιας τάσης επίσης που εκκολάπτεται εδώ και μερικά χρόνια μέσα στα σωθικά της ΕΕ και που ενδέχεται να προκαλέσει τη διάλυσή της.
Η κρατούσα κοινοτική πρακτική, όπως λέμε και σε άλλο σημείο, είναι ότι οι νόμοι, τα δικαιώματα και οι δεσμεύσεις μπορούν να αλλάζουν με νέες πολιτικές αποφάσεις αν οι προηγούμενες αποδειχθούν ατελέσφορες και καταστροφικές. Αυτή η πρακτική είναι η ισχύουσα επειδή η αιτιολογία ύπαρξης της ΕΕ είναι η εξυπηρέτηση των ανεξαρτήτων μελών της. Δεν μπορεί να υπάρχει όταν τα ηγεμονεύει, όταν τα αποδυναμώνει και όταν τα κατεδαφίζει κοινωνικά και οικονομικά.Αυτή η ορθολογιστική συλλογιστική που έπρεπε να προτάσσεται με κάθε ευκαιρία δεν αναφέρεται σε ανέφικτους σκοπούς όπως οι κήνσορες της υποτέλειας προσπαθούν να την εμφανίσουν, αλλά μια πραγματολογικά προσγειωμένη και ρεαλιστική αντίληψη ενταγμένη στη μέχρι σήμερα λογική πάνω στην οποία εδράζεται η ΕΕ.
Ως περιεχόμενο το πρώτο και δεύτερο μνημόνιο είναι αναμφίβολα μια σύνθετη υπόθεση. Πρωτίστως, ισχύει ότι τόσο το πρώτο μνημόνιο όσο και το δεύτερο είναι το αποτέλεσμα και όχι το αίτιο των προβλημάτων της Ελλάδας και της ΕΕ. Το αίτιο είναι τόσο η προβληματική λειτουργία της ΟΝΕ όσο και η επί μακρόν ύπαρξη ενός φαυλοκρατικού πελατειακού δικομματισμού που λεηλάτησε τον πλούτο της ελληνικής κοινωνίας. Φαυλοκρατικές εξουσίες και διαφθορά, όμως, υπάρχει σε όλα τα κράτη και το αντίθετο μόνο ως αστείο μπορεί να ειπωθεί.Αν ευθύνες επιμερίζονται στους Έλληνες τότε εντοπίζονται στο γεγονός ότι καταμαρτυρήθηκε μια κραυγαλέα ανικανότητα του φαυλοκρατικού πελατειακού παλαιοκομματισμού να ακολουθήσει τη σωστή οικονομική πολιτική πριν και μετά το 2009. Λόγω της ανικανότητας του πολιτικού του προσωπικού, επίσης, να συγκροτήσει μια ορθολογιστική ευρωπαϊκή πολιτική άξια ενός ισότιμου πλήρους μέλους. Όμως, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα στην Ελλάδα και στην ΕΕ είναι ένα πράγμα να υπάρξει ένα ρεύμα πιο ορθολογιστικών θεσμικών και οικονομικών αποφάσεων ενδοκρατικά και κοινωνικά και άλλο να καθυποτάσσεται ένα κράτος μεμονωμένα.
Το κάνουμε ξεκάθαρο: Ορθό και ορθολογιστικό είναι να αντικρούεται με σφοδρότητα κάθε αχαρακτήριστη φασίζουσα νοοτροπία που επιχειρεί να ενοχοποιήσει συλλογικά μια κοινωνία. Όπως ήδη τονίσαμε, μόνο αποστροφή προκαλούν όσοι ξένοι και εγχώριοι ηθικολογούν ασύστολα με το να ενοχοποιούν την Ελληνική κοινωνία συλλογικά. Οι δε συχνές δηλώσεις της καγκελαρίου Μέρκελ και του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών ότι περίπου φταίνε αποκλειστικά οι Έλληνες για την κρίση αποτελεί συλλογική ενοχοποίηση που δεν θυμόμαστε να τόλμησε κανείς μετά τις γνωστές φασιστικές συλλογικές ενοχοποιήσεις της δεκαετίες του 1930. Το θλιβερό είναι ότι υπάρχουν και εγχώριοι κράχτες τέτοιων άθλιων και θηριωδών θέσεων και στάσεων.
Κανείς πάντως δεν βρέθηκε στην Ελλάδα να αντιτάξει ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα προέκυψαν λόγω στρεβλοτήτων ΟΝΕ που ευνόησε υπέρμετρα τη Γερμανία. Επίσης, λόγω ελλειμματικής οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη και διεθνώς, λόγω άγριου ανταγωνισμού χωρίς προϋποθέσεις αντιμετώπισης των προβλημάτων των λιγότερο ισχυρών που ωφέλησε τη Γερμανία και λόγω απουσίας πολιτικών αποφάσεων ισόρροπης ανάπτυξης στην ευρωζώνη. Στον επιμερισμό των ευθυνών για την κρίση η Ελλάδα αλλά και των άλλων κρατών του νότου πρέπει να αντιταχθεί στα ισχυρά κράτη του βορρά και ιδιαίτερα στη Γερμανία η εξής καταμαρτυρούμενη αλήθεια: «Τα δικά σας πλεονάσματα είναι τα δικά μας ελλείμματα που οφείλονται στον άνισο ανταγωνισμό και στις στρεβλές θεσμικές και οικονομικές ρυθμίσεις».
Αυτά είναι εν μέρει ηθικά επιχειρήματα και στις διεθνείς σχέσεις ελάχιστα ισχύουν. Στις διεθνείς σχέσεις ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας. Πλην στην Ευρώπη το συνολικότερο και ευρύτερο «ευρωπαϊκό συμβόλαιο» προϋποθέτει μια διαφορετική «συνομιλία και συναλλαγή μεταξύ των κρατών» σε σύγκριση με αυτό που ισχύει στο υπόλοιπο διεθνές σύστημα. Τα επιχειρήματα αυτά και άλλα παρόμοια, επιπλέον, εμπεριέχουν κριτήρια κοινωνικού, πολιτικού, στρατηγικού και οικονομικού ορθολογισμού πάνω στον οποίο και μόνο μπορεί να εδράζεται και αναπτύσσεται το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Χωρίς αυτά, όπως είπαμε, η ΕΕ δεν επιβιώνει.
5. Η αιτιολόγηση μιας διεκδικητικής διαπραγμάτευσης και τα θέσφατα ύπαρξης και λειτουργίας της ΕΕ
Ως προς κάποια σημεία το περιεχόμενο του μνημονίου μπορεί να αφορά άκαμπτες νομικές δεσμεύσεις ή δάνεια που θα ήταν θανάσιμα εσφαλμένο να αμφισβητήσουμε. Άλλα σημεία να αφορούν δεσμεύσεις για σωστές πολιτικές που μια ορθολογιστική διακυβέρνηση θα πρέπει να υιοθετήσει ακόμη και όταν το μνημόνιο παύσει να ισχύει. Για παράδειγμα, ο ισοσκελισμός των δημοσίων δαπανών με πάταξη της φοροδιαφυγής ή ο τερματισμός των σπάταλων δαπανών και η αποθάρρυνση της υπερπολυτελούς κατανάλωσης. Βασικά, μια λογική προσέγγιση θα ήταν η εξής: Χωρίς να αμφισβητούμε τις θεμιτές δανειακές υποχρεώσεις μας, ζητούμε την κατάργηση του μνημονίου και των καταχρηστικών δεσμεύσεων. Ταυτόχρονα εμείς οι ίδιοι αυτοδεσμευόμαστε –και Συνταγματικά;– να ισοσκελίσουμε τις δημόσιες δαπάνες. Να καταπολεμήσουμε επίσης κάθε φαυλοκρατική πελατειακή τάση του παρελθόντος. Η φορά κίνησης προς περισσότερη δημοκρατία θα ενισχύσει αμφότερους τους στόχους και ο παροπλισμός του φαύλου δικομματισμού είναι προϋπόθεση επιτυχίας. Η καταπολέμηση της διαφθοράς, εξάλλου, είναι από αρχαιοτάτων χρόνων ένα μόνιμο πρόβλημα και η αντιμετώπισή του μια από τις σημαντικότερες αποστολές της δημοκρατικής συγκρότησης μιας πολιτείας.
Ως προς κάποιες άλλες πτυχές το περιεχόμενο του μνημονίου και του «εφαρμοστικού νόμου» είναι άνομες, καταχρηστικές, γενοκτονικές και γενικώς ανάξιες μιας ΕΕ που οι κοινωνίες θα ήθελαν να συνεχίσει να υπάρχει. Τέτοιες πτυχές είναι κάτι περισσότερο από αναγκαίο να αναιρεθούν ή να τροποποιηθούν ριζικά με νέες αποφάσεις με την αυτονόητη συναίνεση όλων των εμπλεκομένων. Για να το πούμε διαφορετικά, η εν μέρει ή εν όλω καταγγελία του μνημονίου είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα και δευτερευόντως νομικό. Οτιδήποτε άλλο λέγεται είναι μαρτυρία πολιτικής ανημποριάς και προφάσεις εν αμαρτίαις.
Η ποικιλομορφία του μνημονίου ως ένα πολυσχιδές περιεχόμενο, λοιπόν, δεν πρέπει να υποτιμάται. Γι’ αυτό, όταν προσερχόμαστε σε μια διαπραγμάτευση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ τα οποία επηρεάζονται από τις δικές μας αποφάσεις και των οποίων οι δικές τους αποφάσεις επηρεάζουν εμάς, απαιτείται να είμαστε σοβαροί και αξιόπιστοι.Κυρίως, τεκμηριωμένα ασυμβίβαστα ανένδοτοι επί θεμάτων αρχής που σχετίζονται με την επιβίωση της κοινωνίας και της Ελλάδας ως ανεξάρτητο κράτος. Οπωσδήποτε τίποτε δεν μπορεί να ισχύσει όταν τεκμηριωμένα και αποδεδειγμένα όπως πολλοί πιο ειδικοί ισχυρίζονται πολλές ρυθμίσεις είναι άνομες και καταχρηστικές. Απαιτείται ριζική αναθεώρηση δεσμεύσεων όταν τεκμηριωμένα και αποδεδειγμένα –εδώ ακριβώς υπεισέρχεται ο ρόλος των κρατικών λειτουργών για να τεκμηριώσουν νομικά, θεσμικά και οικονομικά επιχειρήματα– επαχθείς όροι οφείλονται σε ελλειμματικές θεσμικές ρυθμίσεις της ΕΕ που κατέστησαν τα λιγότερο ισχυρά κράτη θύματα και στην κυριαρχία αβάστακτων παλαιοκαπιταλιστικών αντιλήψεων που οδηγούν σε αθέμιτο ανταγωνισμό, οικονομικό ανορθολογισμό, κοινωνικές εκρήξεις και πολιτικά αδιέξοδα.
Στην ΕΕ δεν ισχύει ή δεν μπορεί να ισχύει το ρηθέν «όταν απομακρυνθείς από το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται» ή «ας πρόσεχες τι υπέγραφες» (ανεξαρτήτως αν υπέγραφες εν μέσω εκβιαστικών διλημμάτων, ανελέητων κερδοσκοπικών επιθέσεων και με υποβόσκουσα πρόθεση να ωφεληθούν ακόμη περισσότερο οι οικονομίες των ισχυρών κρατών με διαδικασία εκποίησης του ελληνικού πλούτου, βλ. «εφαρμοστικό νόμο»).
Αυτών λεχθέντων, θα πρέπει να επιμείνουμε ότι τίποτα δεν αναιρεί την υποχρέωση των Ελλήνων να γίνουν ανταγωνιστικοί και να θεραπεύσουν ιστορικές θεσμικές και πολιτικές ασθένειες. Όπως προαναφέρθηκε, εμείς οι ίδιοι θα πρέπει να αυτοδεσμευτούμε να εξορθολογίσουμε τους θεσμούς, να αναπτύξουμε την οικονομία και να γίνουμε ανταγωνιστικότεροι σε όλα τα επίπεδα. Είναι ένα πράγμα βέβαια ο εξορθολογισμός των θεσμών και άλλο η εξόντωση του κράτους και της κοινωνίας και η μετατροπή των πολιτών σε είλωτες όπως με κυνισμό κηρύττουν οι τεχνοκράτες. Γιατί το μνημόνιο εξ αντικειμένου σ’ αυτό αποσκοπεί.
Όπως δείχνει η πείρα των δύο τελευταίων «μνημονιακών ετών» η ανταγωνιστικότητα και ο εξορθολογισμός των θεσμών δεν επιτυγχάνεται πυροβολώντας προς κάθε κατεύθυνση. Θύματα όπως ξέρουμε τελικά στην Ελλάδα είναι οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, τα στελέχη τους τα οποία συχνά είναι υψηλών δεξιοτήτων και τα οποία εν τούτοις καλούνται να εργάζονται με εξευτελιστικούς όρους. Το ίδιο ισχύει για το υψηλής στάθμης εργατικό δυναμικό του ιδιωτικού τομέα.
Με θλίψη βλέπουμε θεσμούς και πολιτικά πρόσωπα στην υπόλοιπη Ευρώπη να εναγκαλίζονται τον νεοελληνικό παλαιοκομματισμό ενώ εμείς εδώ γνωρίζουμε ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει αν δεν καταλυθεί το φαυλοκρατικό πελατειακό σύστημα του δογματικού «κεντροαριστερού» και «κεντροδεξιού» δικομματισμού.
Αν βέβαια κάποιοι στην υπόλοιπη Ευρώπη ερωτοτροπούν με την ιδέα να μετατρέψουν τις Ελληνικές κυβερνήσεις σε μεταπρατικά όργανα που θα καθιστούν την Ελλάδα αποικία τους, πρέπει οι Έλληνες ψηφοφόροι, για έναν ακόμη λόγο, να ψηφίσουν με αποφασιστικότητα κάθε ανεξάρτητο αντί-μνημονιακό ρεύμα που θα δεσμευτεί ότι θα αντιτάξει αξιόπιστα και τεκμηριωμένα επιχειρήματα. Να αντιτάξει επίσης πνευματικά μεστά επιχειρήματα που θα εκφράζουν μια δεδομένη κοινωνική συναίνεση και αποφασιστικότητα των Ελλήνων να υπερασπιστούν την εθνική τους ανεξαρτησία.
Στο σημείο αυτό, ακριβώς χρήζει να τονιστεί ότι η συχνή επίκληση των αλλαγών στη Γαλλία και αλλού ως δήθεν εξέλιξη που δημιουργεί διαπραγματευτικές ευκαιρίες που δεν υπήρχαν πριν είναι και πάλιν προφάσεις εν αμαρτίαις. Υποδηλώνει ανικανότητα αντίληψης του προαναφερθέντος γεγονότος ότι τα κράτη συγκροτούν τις εθνικές διαπραγματευτικές τους θέσεις στην ΕΕ και στην διεθνή πολιτική στη βάση όχι ιδεολογικών κριτηρίων αλλά πάγιων και ρευστών εθνικών συμφερόντων. Στην Ελλάδα συνήθως συμβαίνει το αντίθετο, κατιτί που αποτελεί το αίτιο πολλών προβλημάτων.
Εμπειρίες δεκαετιών καταμαρτυρούν ότι στην ΕΕ η διεκδικητική προσκόλληση στο εθνικό συμφέρον είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Ο αντίθετος ισχυρισμός αν δεν είναι μεταπρατικός και κακόβουλος οφείλεται σε άγνοια ή σύνδρομα υποτέλειας. Οι περισσότεροι λογικά σκεπτόμενοι θα συμφωνούσαν πως η διαιώνιση μιας τέτοιας ελεγχόμενης συμπλοκής συμφερόντων στο εσωτερικό ενός αντί-ηγεμονικά δομημένου θεσμού είναι ο σημαντικότερος λόγος για να συνεχίσει το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ποιος, πότε και πως μέχρι σήμερα, λοιπόν, διαπραγματεύτηκε με τους συνεταίρους της Ελλάδας με ισότιμο τρόπο και αντιτάσσοντας αξιόπιστο ευρωπαϊκό λόγο; Όχι βέβαια όσοι απνευστί υπέγραφαν μνημόνια χωρίς στο εσωτερικό να κάνουν αυτό που μας συμφέρει, χωρίς δηλαδή να τερματίσουν τις πελατειακές πρακτικές. Ποιος και πόσο αξιόπιστα και πειστικά εξήγησε στα κράτη της ΕΕ ότι υπάρχουν δεσμεύσεις που μας επέβαλαν οι τεχνοκράτες –οι οποίοι στη συνέχεια ομολόγησαν τα λάθη τους– τα οποία αν τηρηθούν θα φτάσουμε εμείς στο τέλμα και η ΕΕ στην άβυσσο.
Ποιος και πόσο αξιόπιστα αντέταξε στις εκατοντάδες κακόπιστες και υποκριτικές δηλώσεις πως ανεξαρτήτως λαϊκής ετυμηγορίας η Ελλάδα θα πρέπει να τηρήσει όλες τις «δεσμεύσεις της» (εννοώντας ρητά την αποδοχή όλων των αδικιών και την μετατροπή της Ελλάδας σε πτωχευμένη αποικία νέας κοπής). Ποιος αντέταξε ότι το «μνημόνιο-θέσφατο» πρωτίστως οφείλεται όπως προαναφέραμε στα γιγαντιαία λάθη της νομισματικής ενοποίησης χωρίς προϋποθέσεις! Ποιος υπέμνησε τα ομολογημένα λάθη των τεχνοκρατών που συχνά λειτουργούσαν με αλλότρια κριτήρια ελάχιστα ή καθόλου κοινωνικοπολιτικά επικυρωμένα. Ποιος υπέμνησε τον επαχθή χαρακτήρα πολλών μέτρων που επιβλήθηκαν και που εξόφθαλμα εξυπηρετούν μεγάλα συμφέροντα των οικονομικών μεγαθηρίων των κρατών του ευρωπαϊκού βορρά ή και των αδιαφανών διεθνικών δρώντων!
Όλα αυτά και πολλά άλλα, ασφαλώς, είναι πολιτικά επιχειρήματα που στην κοινοτική διαπραγμάτευση ένα κράτος προτάσσει τεκμηριωμένα και ανένδοτα επιχειρώντας να επηρεάσει λογικά και ορθολογιστικά τη λήψη νέων πολιτικών αποφάσεων ή την αναθεώρηση των αποφάσεων. Νομικοί, οικονομολόγοι και άλλοι ειδικοί επιμέρους πτυχών μπορούν να συγγράψουν εκατοντάδες σελίδες ανάλογων επιχειρημάτων.
Υπάρχει επιπλέον μια ακόμη σειρά επιχειρημάτων που αφορά το στήσιμο μιας βιομηχανίας εκβιασμών κατά ενός κράτους-μέλους. Ποιος ακόμη υπέμνησε ότι το μνημόνιο συζητιόταν με τους τεχνοκράτες βράδυ, συζητιόταν στο κοινοβούλιο βράδυ, ψηφιζόταν στο κοινοβούλιο βράδυ υπό συνθήκες αφόρητων εκβιαστικών διλημμάτων και ότι οι υπό εκβιασμό βουλευτές που το ψήφισαν καταγράφηκαν να λένε πως επιστρέφοντας στο σπίτι τους έφτυναν το πρόσωπό τους στον καθρέπτη!
Ποιος αξιόπιστα αντέταξε πως πέραν αυτών και πολλών άλλων η επιβολή όρων που αναπόδραστα οδηγεί στην εκποίηση του ελληνικού δημόσιου και ιδιωτικού πλούτουμπορεί να εξυπηρετεί συμφέροντα ιδιωτών των ισχυρών κρατών αλλά δεν συνάδει με τις αφετηριακές λογικές της ΕΕ και δεν είναι συμβατό με τις προαναφερθείσες κυρίαρχες παραδοχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπως εμπεδώθηκαν μετά το 1957. Αυτές οι λογικές και παραδοχές δεν αφορούν κάποια αλτρουιστικά ή ιδεαλιστικά κριτήρια αλλά συμφέροντα, στρατηγικές και σχέσεις με τρίτους. Η κατεδάφιση αυτών των λογικών εξ αντικειμένου πλέον δεν αποκλείεται.
Αντί λοιπόν τα μέλη του πολιτικού προσωπικού να αντιτάξουν έναν πολιτικό και νομικό λόγο «ευρωπαϊκών προδιαγραφών», φοβισμένα, δειλά και πολιτικά ανάξιαέσπευσαν να καθυποταχθούν προγραμματικά προδικάζοντας την λαϊκή ετυμηγορία. Χωρίς να έχουν το παραμικρό νομιμοποιημένο ή νόμιμο δικαίωμα για κάτι τέτοιο και χωρίς αυτό να εντάσσεται σε μια «κοινοτική λογική» επιχείρησαν να δεσμεύσουν προγραμματικά τη λαϊκή κυριαρχία ενός ανεξάρτητου κράτους. Όχι για τον εκσυγχρονισμό του αλλά για να εφαρμοστούν ανορθολογικές τεχνοκρατικές αποφάσεις που αλλοιώνουν οτιδήποτε ενσάρκωνε μέχρι σήμερα η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν στη διάλυση της οικονομίας, της κοινωνίας και των ανθρώπων.
Το περιεχόμενο λοιπόν του μνημονίου επιδέχεται πολλές αναγνώσεις και η αποδοχή της λογικής των τεχνοκρατών ή των ηγεμονικών αξιώσεων δεν είναι μονόδρομος. Ποιος πράγματι θα αντιδράσει αρνητικά αν ειπωθεί σε μια διαπραγμάτευση πως δεχόμαστε τις θεμιτές δεσμεύσεις απέναντι σε όσους μας δάνεισαν αλλά όχι όλες τις δεσμεύσεις αν αποδείξουμε πως πολλές από αυτές είναι άνομες και καταχρηστικές επειδή συνομολογήθηκαν υπό καθεστώς εκβιασμών και συρροής λαθών πολλών άλλων! Ποιος λογικός συνεταίρος θα είναι αρνητικός αν τεκμηριωμένα εξηγούσαμε πως πολλά οφείλονται στη συρροή λαθών των τεχνοκρατών οι οποίοι οδήγησαν μεγάλο μέρος της κοινωνίας στην εξαθλίωση, το υπόλοιπο σε τροχιά πτώχευσης και τη κοινωνική συνοχή στον κίνδυνο! Πόσοι από αυτούς τους παραλογισμούς οφείλονται στην «τεμπελιά των Ελλήνων» ή την φοροδιαφυγή –ως και οι Έλληνες να είναι οι πρωταθλητές της φοροδιαφυγής παγκοσμίως– και πόσοι στις ατέλειες της νομισματικής ενοποίησης μετά το 1992!
Τέτοια και πολλά άλλα πολιτικά, οικονομικά και νομικά επιχειρήματα που δεν ακούστηκαν από επίσημα ελληνικά χείλη είναι στη φύση της ΕΕ να τίθενται στο διαπραγματευτικό τραπέζι και να προτάσσονται διεκδικητικά. Αν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση καταλήξει σε μια κατάσταση όπου κράτη-μέλη –σήμερα η Ελλάδα, αύριο η Ιρλανδία ή μεθαύριο η Ισπανία–, μετατρέπονται σε αποικίες νέας κοπής, τότε ασφαλώς ακυρώνονται, τονίζουμε για ακόμη μια φορά, οι αιτιολογικές βάσεις ύπαρξής της ΕΕ. Αυτό έπρεπε και πρέπει να το πούμε πολύ καθαρά και δυνατά: Δεν είμαστε δεύτερης τάξης μέλος. Όπως όλοι είμαστε ισότιμο μέλος πρώτης τάξης. Το κύριο αίτιο των οικονομικών μας προβλημάτων είναι τα ελλείμματα και τα προβλήματα της νομισματικής ενοποίησης και η απουσία τόσο μιας οικονομικής ενοποίησης όσο και των κοινωνικοπολιτικών προϋποθέσεων σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη που θα εκπλήρωναν επιτυχώς έναν τέτοιο σκοπό.
Το ελληνικό πολιτικό προσωπικό των τριών τελευταίων χρόνων δεν προσέγγισε την ΕΕ με ορθολογισμό, επιχειρήματα και αξιοπιστία. Βασικά βαθμολογείται επιεικώς μηδέν. Τα μέλη του απαθούς και ανενεργού πολιτικού προσωπικού και όσοι επί μακρόν τους στηρίζουν εργολαβικά στα μέσα μαζικής επικοινωνίας βλέπουν αυτό το γιγαντιαίο και κατακερματισμένο διακρατικό, υπερεθνικό και στρατηγικό περιβάλλον ως έναν μονολιθικό και άκαμπτο Λεβιάθαν. Λεβιάθαν μπροστά στον οποίο ένα κράτος όπως η Ελλάδα είναι, δήθεν, ανήμπορο και αδύναμο. Ό,τι πει ο κάθε ξένος ιδιοτελής ή ο κάθε γυρολόγος είναι θέσφατο και απαραβίαστο. Το προπαγανδίζουν, επιπλέον, μυριάδες αφελείς και πολλά συνήθη συμπλεγματικά παράσιτα. Στις διεθνείς σχέσεις και κυρίως στις σχέσεις με τα ηγεμονικά κράτη, έγραψε ευφυώς ο Κονδύλης, «ό,τι συμφέρει τους ιδιοτελείς το προπαγανδίζουν οι αφελείς». Οι αφελείς επιδίδονται στη βολική γι’ αυτούς κινδυνολογία και ολιγωρούν μπροστά στην καθημερινή ανάγκη συγκρότησης σκοπών, χαρτογράφησης του εξωτερικού περιβάλλοντος, καταγραφής και ιεράρχησης των μέσων που διαθέτουμε και ανάπτυξης μιας στρατηγικής με τρόπο που μεγιστοποιεί τον ρόλο των κρατικών και άλλων λειτουργών.
Κυριολεκτικά κρέμονται από τα χείλη του ενός ή του άλλου ξένου και αλλοπρόσαλλα προβάλλουν «επιχειρήματα» κατάλληλα μόνο για ανούσιες μικροπολιτικές διαμάχες: Ακόμη χειρότερα, λόγω αβάστακτης άγνοιας των συσχετισμών ισχύος και συμφερόντων, πρώτοιοι δικοί μας πολιτικοί είναι αυτοί οι οποίοι προηγήθηκαν κάποιων ξένων με το να εισαγάγουν ή ενθαρρύνουν νέα ζιζάνια στην ευρωπαϊκή πολιτική. Για παράδειγμα, τη συζήτηση για την εφικτότητα ή το ανέφικτο μια χώρα μέλος να εγκαταλείψει την ευρωζώνη. Με άστοχες θέσεις ενθαρρύνουν κάθε καλοθελητή να ασχημονήσει κατά της Ελλάδας και οδηγούν πολλούς σε ανορθολογικές αυτοπαγιδεύσεις που αν πραγματωθούν δεν θα σημαίνουν μόνο κατεδάφιση της Ελλάδας αλλά και οικονομική και ηθική καταρράκωση της ΕΕ.
Έτσι ο δικός μας πολιτικός ανορθολογισμός ενθαρρύνει τις εις βάρος μας σπασμωδικές παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα η πρωτοφανής αξίωση της Καγκελαρίου Μέρκελ στις 19.5.2012 προς τον Έλληνα Πρόεδρο όταν μίλησε για … «δημοψήφισμα παράλληλα με τις εκλογές που θα αποφάσιζε αν οι Έλληνες θέλουν να μείνουν ή να βγουν από το ευρώ». Εμείς όμως αδιατάραχτα μένουμε απαθείς συνεχίζοντας να νομίζουμε πως εκεί έξω στην Ευρώπη βρίσκεται ένας Λεβιάθαν-ΕΕ μπροστά στον οποίο πρέπει να μένουμε άφωνοι όσο θεμιτή, λογική και ορθολογιστική και αν είναι μια αξίωσή μας.
6. Η διαπραγματευτική στρατηγική της Ελλάδας και η οργάνωση των επιτελικών κρατικών θεσμών: Πολιτική χαρτογράφηση της ΕΕ
Ολοκληρώνοντας θα ακολουθήσουν σύντομες αναφορές σε πιο εξειδικευμένα ζητήματα που αφορούν μια αποτελεσματική και αξιόπιστη συμμετοχή ενός κράτους-μέλους, επί του προκειμένου της Ελλάδας, στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Θα απαντήσω πρωτίστως στο ερώτημα: Τι θα έκανε ένας επικεφαλής ενός επιτελικού υπουργείου;
Πρωταρχική μέριμνα είναι η βέλτιστη αξιοποίηση των ταλέντων και των δεξιοτήτων των κρατικών λειτουργών και κάθε άλλου που θα μπορούσε σε αξιοκρατική βάση να συμβληθεί ως εμπειρογνώμων. Ο χώρος ενός επιτελικού υπουργείου, επιπλέον, θα πρέπει να είναι απαλλαγμένος από προσωπικούς φίλους, κομματικά στελέχη, συγγενείς και ομοϊδεάτες. Όσοι εκεί υπηρετούν απαιτείται να είναι άτομα και ομάδες βέλτιστων δεξιοτήτων, βέλτιστων γνώσεων και βέλτιστης απόδοσης.
Από αυτό εξαρτάται αν θα είμαστε ή αν δεν θα είμαστε ένα κρατικό καράβι χωρίς προσανατολισμό και χωρίς πυξίδα. Πρώτιστο καθήκον αλλά και ο δείκτης των πολιτικών δεξιοτήτων κάθε πολιτικού υπεύθυνου –«πολιτικός ηγέτης» είναι η συνήθης ονομασία– είναι να συγκροτήσει επιτελείο που μεγιστοποιεί τα μέσα και που βελτιστοποιεί την αποτελεσματικότητα στην ανάλυση του περιβάλλοντος, στη διατύπωση εκτιμήσεων και στην εφαρμογή των αποφάσεων.
Για να κερδηθεί τυχόν χαμένος χρόνος των δύο τελευταίων ετών θα έπρεπε μια τέτοια κίνηση να είχε γίνει ακαριαία αμέσως μετά τις εκλογές του Μαίου 2012. Κάθε νέα επόμενη κίνηση απαιτούσε συγκρότηση και διαρκή ανασυγκρότηση σεναρίων αποφάσεων και ενεργειών ανάλογα και αντίστοιχα με την εξέλιξη του διεθνούς και ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Πάγιος σκοπός κάθε διακυβέρνησης είναι μέσα σε αυτό το ρευστό και εύπλαστο περιβάλλον να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι, να μεγιστοποιούνται οι ευκαιρίες και να εξυπηρετούνται ιεραρχημένα και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα εθνικά συμφέροντα.
Στο πλαίσιο κάθε συγκυρίας και σε αναφορά με την ΕΕ, αφετηρία μιας επιτελικής ομάδας διακυβέρνησης είναι η στρατηγική, οικονομική, πολιτική, θεσμική και οικονομική χαρτογράφηση της ΕΕ και όλων των εσωτερικών ή εξωγενών δρώντων που την επηρεάζουν.Αναφερόμαστε σε μια πολυεπίπεδη και πολυδιαστρωματωμένη δομή όπου χιλιάδες ή και δεκάδες χιλιάδες δρώντες επιδιώκουν να εκπληρώσουν τα συμφέροντά τους.
Η ακριβής γνώση, η διαρκής τροφοδότηση με πληροφορίες, η διαρκής επαναδιατύπωση των εκτιμήσεων και η διαρκής συγκρότηση εναλλακτικών σχεδίων στάσεων, συμπεριφορών και αποφάσεων είναι το καθημερινό έργο μιας αποτελεσματικής διακυβέρνησης κάθε αξιόπιστου και σοβαρού κράτους, πολύ δε περισσότερο ενός πλήρους και ισότιμου κράτους-μέλους της ΕΕ. Μόνο αν έτσι συγκροτηθεί και λειτουργήσει το Ελληνικό κράτος μπορεί να συμμετάσχει ισότιμα στην ΕΕ κατορθώνοντας ταυτόχρονα να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του.
Η «χαρτογράφηση της ΕΕ και του διεθνούς συστήματος» συμπεριλαμβάνει, μεταξύ πολλών άλλων, κρατικές στρατηγικές, στάσεις και συμπεριφορές του κατακερματισμένου υπερεθνικού μωσαϊκού, δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα και τις κυμάνσεις εντός και μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Δεκάδες χιλιάδες δρώντες συμπλέκονται ακατάπαυστα. Εκατοντάδες κέντρα συγκρότησης και λήψης αποφάσεων λαμβάνουν αποφάσεις που κατατίθενται καθημερινά στη δυναμικά εξελισσόμενη Κοινοτική διαπραγματευτική διαδικασία. Καίριας σημασίας είναι όχι μόνο οι ακολουθούμενες στρατηγικές κάθε κράτους και κυρίως των μεγάλων μελών της ΕΕ αλλά και οι στρατηγικές ευαισθησίες που καθιστούν την εξωτερική πολιτική των άλλων κρατών μελών επιδεκτική επηρεασμού. Έτσι, πλήθος παραγόντων και κριτηρίων επηρεάζουν ακατάπαυστα την ευρωπαϊκή πολιτική σε όλα τα στρώματα και επίπεδα καθιστώντάς την εύπλαστη, ευμετάβλητη και επιδεκτική νέων πολιτικών αποφάσεων που αναθεωρούν τις δεσμεύσεις, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις.
Ανά πάσα στιγμή ένα επιτελικό υπουργείο απαιτείται να δύναται να σταθμίζει και να εκτιμά σταθερές και μεταβλητές της ευρωπαϊκής πολιτικής. Για παράδειγμα, ρητές ή άρρητες ρευστές στρατηγικές συμφωνίες (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι στρατηγικές σχέσεις Γαλλίας-Γερμανίας ή το ευμετάβλητο της Βρετανικής στρατηγικής στο τρίγωνο ηπειρωτική Ευρώπη, Λονδίνο, Ουάσινγκτον), τρωτότητες φορέων αντίπαλων συμφερόντων στο ίδιο του το «γήπεδο» (για παράδειγμα, αντί-ηγεμονικές αντιλήψεις στην ίδια την Γερμανία) και υπερατλαντικές σχέσεις, συμφέροντα και συμμαχίες (αφορά όχι μόνο την Βρετανία αλλά όπως προσέξαμε τον Μάιο 2012 και τη Γαλλία η οποία συμμάχησε με τις ΗΠΑ για να επηρεάσει τη Γερμανική στάση).
Η παρατήρηση, ανάλυση, εκτίμηση και σχεδιασμός συναρτάται με το είδος των υποχρεώσεων και δεσμεύσεων ενός κράτους και τις πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις που συχνά αποτελούν και την ειδοποιό διαφορά. Κάνουν πολύ μεγάλο λάθος –και στην Ελλάδα πολλοί το κάνουν– όσοι πιστεύουν πως η ευρωπαϊκή νομιμότητα είναι άκαμπτη και αμετάβλητη. Το αντίθετο ισχύει. Η ευρωπαϊκή νομιμότητα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που αναπτύσσεται, εξελίσσεται, διαμορφώνεται, αναπλάθεται και αναδιαμορφώνεται διαρκώςστη βάση της συνισταμένης των συμφερόντων κάθε συγκυρίας. Αυτός είναι ο λόγος που πιο πάνω υποστηρίχθηκε πως το μνημόνιο που ατυχώς υποχρεώθηκε ή κατ’ άλλους εξαναγκάστηκε/καταναγκάστηκε να υπογράψει η Ελλάδα απαιτείται να το δούμε ως περιεχόμενο και όχι ως άκαμπτη και αμετάβλητη νομική δομή. Σε κάθε έκφανση της ευρωπαϊκής πολιτικής κανείς μπορεί να διαπιστώσει ότι ως προς κάποια ζητήματα υπάρχουν νομικές ακαμψίες, άλλες πιο εύκαμπτες νομικές ρυθμίσεις ή διακριτική ευχέρεια των υπερεθνικών οργάνων ως προς τον τρόπο εφαρμογής τους και ανάλογα με τον ενδιαφερόμενο και τα συμφέροντά του διαφορετικές εκτιμήσεις πάνω στα θολά σύνορα των νομικών ρυθμίσεων.
Η διαφορά μεταξύ πολιτικής και νομικισμού είναι ανάλογα με το πώς βλέπει κανείς του «νόμους», την κοινωνική τους συνάφεια και τη νομιμοποιητική τους βάση. Είναι κυριολεκτικά εξωφρενικό και ενδεικτικό ύπαρξης παρωπίδων αν κανείς δεν βλέπει ότι σε ένα εθνοκρατοκεντρικό σύστημα όπως η ΕΕ στο οποίο συμμετέχουν δεκάδες κυρίαρχα κράτη η ευρωπαϊκή νομιμότητα βρίσκεται σε διαρκή ένταση και πάντα υπό την αίρεση αναιρετικών ή τροποποιητικών πολιτικών αποφάσεων ανάλογα και αντίστοιχα με την πολιτική βούληση των κοινωνιών των κρατών-μελών.
Όλα βρίσκονται υπό την αίρεση των εθνικών συμφερόντων και πολύ συχνά ανακύπτουν ανάγκες για αλλαγές των δεσμεύσεων λόγω λαϊκής ετυμηγορίας στο εσωτερικό ενός κράτους. Είναι αναρίθμητες οι φορές αλλαγών των δεσμεύσεων και των συμφωνιών στο πλαίσιο της ΕΕ για αυτόν ακριβώς τον λόγο και το «ελληνικό μνημόνιο» ή άλλες επαχθείς και ανεφάρμοστες δεσμεύσεις αν αλλάξουν δεν θα καθιερώσουν κάποια πρωτοτυπία.
Αυτά τα χαρακτηριστικά υπάρχουν επειδή συμφέρει όλα τα κράτη-μέλη. Τα κοινωνικά τους σώματα δεν είναι μάζες κρέατος αλλά ζωντανοί συλλογικοί οργανισμοί που διαρκώς διαμορφώνονται και μετεξελίσσονται. Διαρκώς όλοι και κάτι θέλουν να αλλάξουν, όλοι ζητούν και κάποια εξαίρεση και όλοι έστω και αν για διαπραγματευτικούς λόγους μπορούν να εκφράζουν δυσφορία ή αντίθεση στο τέλος συνηγορούν να επανεξετάζουν όλα τα ζητήματα για να μπορούν προσαρμόζονται οι αποφάσεις της ΕΕ στα συμφέροντα μελών και στον ευμετάβλητο χαρακτήρα της κοινωνικής βούλησης των πολιτών των κρατών-μελών. Αυτός εξάλλου είναι και ο βαθύτερος λόγος της κυριαρχίας ήδη από τη δεκαετία του 1960 της λογικής των συναινετικών αποφάσεων στην ΕΕ.
Αυτές ακριβώς τις τάσεις είναι που εξυπηρετούν τα λεγόμενα υπερεθνικά όργανα που σωστά νοούμενα είναι ευαίσθητοι δέκτες των τάσεων και αξιώσεων των κρατών-μελών επιχειρώντας να συγκροτήσουν προτάσεις που αποτυπώνουν τη χρυσή τομή ή τη συνισταμένη των συμφερόντων.
Τα όργανα αυτά ως εκ της εθνοκρατοκεντρικής φύσεως της ΕΕ είναι εντολοδόχοι όχι εντολείς των κρατών-μελών. Είναι εντολοδόχοι, επιπλέον, γιατί η λειτουργία τους δεν ελέγχεται και δεν επικυρώνεται κοινωνικοπολιτικά. Εντολέας τους είναι τα διακυβερνητικά όργανα και οι δράσεις των υπερεθνικών οργάνων που εκτυλίσσονται μέσα στο πλαίσιο που αυτά θέτουν. Οι εκτροχιασμοί δεν λείπουν. Παρατηρούνται ολοένα και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, όποτε η υπερεθνική τεχνόσφαιρα καθίσταται είτε ανεξάρτητη και ανεξέλεγκτη είτε εργαλείο ιδιοτελών καταχρηστικών συμφερόντων των ισχυρών κρατών-μελών.
Τα μέλη του πολιτικού προσωπικού εγκληματούν πολιτικά όταν μπροστά σε αυτό τον γιγαντιαίο οργανισμό του οποίου είμαστε μέλος στέκονται απαθείς, αμαθείς και φοβικά σκεπτόμενοι. Έργο τους είναι να προσκολλώνται σθεναρά στο εθνικό συμφέρον, να μεταφέρουν στους θεσμούς της ΕΕ την κρατούσα κοινωνική βούληση, να διεκδικούν ανένδοτα το ζωτικό εθνικό συμφέρον και να είναι αξιόπιστοι κυβερνήτες στο εσωτερικό και (γι’ αυτό σε μεγάλο βαθμό) αξιόπιστοι συνομιλητές με τα υπερεθνικά όργανα και τους άλλους δρώντες της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Ανά πάσα στιγμή στην ΕΕ υπάρχουν προτάσεις των υπερεθνικών οργάνων που συγκροτήθηκαν ήδη και άλλες που βρίσκονται στη φάση της διαμόρφωσής τους. Ασταμάτητα αναπτύσσεται μια δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ όλων των συντελεστών του κοινοτικού συστήματος. Σε αυτή την απέραντη καθημερινή διαπραγμάτευση εμπλέκονται αναρίθμητοι δρώντες και ο ρόλος μιας εθνικής διακυβέρνησης είναι να τους επηρεάζει σύμφωνα με τα εθνικά συμφέροντα.
Στη διαπραγματευτική διαδικασία εμπλέκονται αντιπρόσωποι των κρατών, εθνικά κοινοβούλια, ομάδες πίεσης, το Ευρωκοινοβούλιο, διεθνικοί δρώντες και διεθνικοί συντελεστές. Κύριοι δρώντες είναι τα κράτη στο επίπεδο των οποίων ασκείται λαϊκή κυριαρχία και συγκροτούνται οι αποφάσεις που κατατίθενται ως διαπραγματευτικές θέσεις στην κοινοτική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Συμπλέκονται επίσης διεθνείς θεσμοί και κάθε άλλος ενδιαφερόμενος δρώντας του διεθνούς συστήματος είτε είναι κράτη είτε φορείς συμφερόντων διαφόρων ειδών. Οι αντιπρόσωποι ενός κράτους δεν είναι άβουλοι γραφιάδες που υπογράφουν μνημόνια όπως έγινε με τους Έλληνες το 2010 και 2012 αλλά ενεργητικοί διαπραγματευτές των εθνικών συμφερόντων που λειτουργούν δραστήρια μέσα σε αυτή την μεγάλη αρένα συμφερόντων και ανταγωνιστικής διαπραγμάτευσης.
Το ζητούμενο δεν είναι να απαριθμήσω εδώ εξαντλητικά τα πιο πάνω και όλα τα άλλα κριτήρια και παράγοντες. Θα χρειάζονταν πολλές χιλιάδες σελίδες και θα έπρεπε να συμβάλουν πολλοί άλλοι, κυρίως οι κρατικοί λειτουργοί και ειδικοί επιστήμονες που εξετάζουν επιμέρους πτυχές της ΕΕ. Το ζητούμενο εδώ είναι να γίνει κατανοητό το γεγονός ότι μια κυβέρνηση ανά πάσα στιγμή απαιτείται να διαθέτει μια σωστή χαρτογράφηση του ευρωπαϊκού πολιτικού, θεσμικού, οικονομικού και στρατηγικού πεδίου.Κάτι τέτοιο είναι προϋπόθεση γνώσης, επίγνωσης και δυνατότητας δράσεων πάνω στα ρευστά και επικαλυπτόμενα πεδία των συμφερόντων, της ισχύος και των στρατηγικών.
Χωρίς μια πολιτική διακυβέρνηση υψηλής στάθμης ένα κράτος-μέλος της ΕΕ είναι θλιβερός ουραγός των εξελίξεων που άγεται, φέρεται και κάποια στιγμή συνθλίβεται. Είναι επίσης πηγή ανορθολογισμού για το εγχείρημα της ολοκλήρωσης στο σύνολό του. Αποστολή μιας τέτοιας διακυβέρνησης είναι να επιτυγχάνει το μέγιστο και βέλτιστο, κατιτί που απαιτεί συνεχή ένταση και εγρήγορση. Όποιος δεν εκπληρώνει την αποστολή μέγιστης και βέλτιστης απόδοσηςεάν είναι μέλος του πολιτικού προσωπικού ελέγχεται και επιστρέφει στο σπίτι του και εάν είναι ένας ελλειμματικός κρατικός λειτουργός μετακινείται και αξιοποιείται κάπου αλλού σύμφωνα με τις δεξιότητές του.
Καμιάς σύγχρονης κοινωνίας δεν της αξίζει να την καβαλικεύει μια απαθής, ανίκανη και ανενεργή διακυβέρνηση που καθημερινά ομολογεί ανικανότητα επίτευξης βέλτιστων κρατικών επιδόσεων και που αναληθώς και φυγόπονα επικαλείται υπέρτερους έξωθεν κόσμους μπροστά στους οποίους εμείς είμαστε ανίκανοι, ανήμποροι και καταδικασμένοι να υποκύπτουμε αδιαμαρτύρητα.
Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα έκανε ένας πολιτικός προϊστάμενος ενός επιτελικού υπουργείου είναι να μεριμνήσει ούτως ώστε τα νήματα των παρατηρήσεων και αναλύσεων των κρατικών λειτουργών, των εμπειρογνωμόνων κάθε είδους και του πολιτικού προσωπικού να ενώνονται συγκροτώντας βάσιμες και ακριβείς εκτιμήσεις. Στα αναπτυγμένα κράτη στη βάση αυτών των εκτιμήσεων ο εκάστοτε ηγέτης διαθέτει πλήθος «εναλλακτικών σεναρίων δράσης» που ετοιμάζουν επιτελικές ομάδες και που ανά πάσα στιγμή ανασύρονται ανάλογα με τα γεγονότα, την εξέλιξή τους και ανάλογα με το πώς μεγιστοποιείται το εθνικό συμφέρον.
Αυτό που διακυβεύεται στις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 είναι το ίδιο με αυτό της 6ης Μαίου 2012: Το πώς η συντριβή των παλαιοκομματικών δομών θα προκαλέσει ανασυγκρότηση και ανασύνταξη του πολιτικού συστήματος. Αυτό που χρειαζόταν και αυτό που χρειάζεται είναι μια (μη τεχνοκρατική) εντολοδόχος μεταβατική εθνική διακυβέρνηση υψηλών ποιοτικών βαθμίδων και υψηλού πολιτικού κύρους που θα διαχειριστεί άμεσα τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την εκ βάθρων ανασυγκρότηση του εξ αντικειμένου και κατ’ ομολογία των δραστών σάπιου παλαιοκομματικού συστήματος.
Ο ανώνυμος ψηφοφόρος καλείται να επιδείξει ξανά σοφία και να καταστήσει κάθεανεξάρτητο πολιτικό ρεύμα τον ρυθμιστικό παράγοντα της μετεκλογικής περιόδου.
Απορία προκαλεί πάντως η μανία κάποιων να θέλουν να κάτσουν ξανά πάνω στις καρέκλες της εξουσίας αφού αυτή τη φορά θα είναι ηλεκτροφόρες. Δεδομένο είναι επίσης ότι μετά το αναπόδραστο «άνω-κάτω» θα αναζητηθούν οι δράστες και θα διερευνηθούν οι ευθύνες.