Από το 1955, οπότε και επεβλήθη η φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων, διά του Ν.Δ. 3323/55 καμμία κυβέρνηση, ομαλή ή ανώμαλη, δημοκρατική ή δικτατορική, δεν τόλμησε να καταργήσει το αφορολόγητο ποσό εισοδήματος για κάθε τέκνο. Μπορεί να υπήρξαν αυξομειώσεις τούτου, αλλά ουδέποτε κατηργήθη η έκπτωση μέρους του εισοδήματος για κάθε τέκνο. Το αυτό συνέβη και με τον Ν. 2238/94, που κωδικοποίησε όλες τις τροποποιήσεις του άνω βασικού νόμου.
Σε μια χώρα με μέγα δημογραφικό πρόβλημα, όπου ο αριθμός των θανάτων είναι μεγαλύτερος εκείνου των γεννήσεων, που μειούται συνεχώς, και ο αριθμός των αμβλώσεων μεγαλύτερος αυτού των γεννήσεων, η κατάργηση του αφορολογήτου ποσού για κάθε τέκνο
είναι ασυγχώρητο σφάλμα. Και τα σφάλματα τιμωρούνται πάντοτε.
Το συγκεκριμένο θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ελληνικής φυλής. Σε λίγα χρονιά, οι Έλληνες θα αδυνατούν να αναδείξουν την κυβέρνηση της χώρας τους, την οποία και θα εκλέγουν οι σημερινές μειονότητες, που θα αποτελούν την πλειοψηφία. Αυτό επιδιώκουν οι κυ βερνώντες; Εκτός εάν έχουν υπ’ όψιν τους άλλη ρύθμιση, μη ανακοινωθείσα ακόμη, η οποία εξουδετερώνει το άνω σφάλμα.
Διότι, κατά ποια λογική και για ποια σκοπιμότητα θα πληρώνει τον ίδιο φόρο ο άγαμος και ο άτεκνος έγγαμος, με τον πατέρα δύο, τριών, πέντε ή και περισσοτέρων τέκνων; Είναι αυτό φορολογική δικαιοσύνη ή κατάφωρος και απάνθρωπος αδικία;
Αυτή είναι η, κατά το Σύνταγμα, οφειλομένη προστασία του Κράτους προς την οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του έθνους (άρθρο 21 παρ. 1) και ειδική φροντίδα τούτου (άρθρο 21 παρ. 2) προς τις πολύτεκνες οικογένειες;
Και ενώ δεν γίνεται καμμία έκπτωση του εισοδήματος για τα τέκνα, απαλλάσσονται της φορολογίας οι αποζημιώσεις των βουλευτών εκ της συμμετοχής τους στις Επιτροπές της Βουλής, οιουδή- ποτε ύψους είναι αυτές.
Κατά το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 5), «οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Στην πραγματικότητα όμως φορολογούνται οι ιδιοκτήτες ακινήτων, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι. Όλοι οι άλλοι φορολογικώς «χαϊδεύονται». Οι ελεύθεροι επαγγελματίες συγκεντρώνουν αποδείξεις των δαπανών τους, που εκπίπτουν του εισοδήματος.
Αυτό όμως δεν ισχύει για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Το προσφάτως αποκαλυφθέν γεγονός, ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι δηλώνουν φορολογητέο εισόδημα 83 δισ. ευρώ, ενώ όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, επιστήμονες, τεχνίτες και επιχειρηματίες, εισόδημα μόνον 3,6 δισ. ευρώ, καταδεικνύει την αδικία που γίνεται σε βάρος των μισθωτών και των συνταξιούχων.
Η αυθαιρεσία των κυβερνώντων και οι παραβιάσεις του Συντάγματος από αυτούς έχουν υπερβεί κάθε όριο. Επεβλήθη αντισυνταγματικούς στους συνταξιούχους δικαστές εισφορά αλληλεγγύης 17% (14% αρχικώς, +3% μεταγενεστέρως). Όχι όμως επί των καταβαλλόμενων σήμερα πραγματικών αποδοχών, αλλά επί των ονομαστικών, που προβλέπονταν προ διετίας.
Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει δεχθεί παλαιότερα ότι η εισφορά αυτή (ΛΑΦΚΑ) είναι αντισυνταγματική. Εν τούτοις ο σημερινός νομοθέτης αγνοεί την άποψη του αρμοδίου Δικαστηρίου και επιβάλλει εισφορά, βάσει αποδοχών που δεν καταβάλλονται. Η ενέργεια αυτή είναι ληστρική. Και δεν γνωρίζει προηγούμενο.
Η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία έχουν ταυτισθεί πλήρως και ρυθμίζουν ενιαίως τις αποδοχές και συντάξεις των άμεσων εν ενεργεία και συντάξει οργάνων τους.
Αλλά, αν και τα άμεσα όργανα της δικαστικής εξουσίας δικαιούνται των αυτών αποδοχών λόγω της ισοτιμίας και ισοδυναμίας των τριών εξουσιών, άνευ της οποίας δεν υφίσταται η διάκριση τούτων, που είναι θεμέλιο του κράτους δικαίου, οι αποδοχές των δικαστών ορίζονται κατά το δοκούν από τον υπουργό των Οικονομικών.Προφανώς διότι εκλαμβάνει τους δικαστάς ως υποτεταγμένους στην εκτελεστική εξουσία και όχι ως άμεσα όργανα ισοτίμου, ισοκύρου και ισοδυνάμου εξουσίας, προβλεπομένης και προστατευομένης από το Σύνταγμα. Αν τολμούν οι κυβερνώντες, ας πουν στον λαό ότι θεωρούν τη Δικαιοσύνη όχι ως ισάξια λειτουργία, αλλ’ ως υποτεταγμένη στις δύο άλλες. Για να καταφανεί ότι ενεργούν και σκέπτονται ως φασίστες.
Βεβαίως, η κοινή γνώμη είναι εναντίον των δικαστών. Όχι διότι δεν τους αναγνωρίζει ως φορείς και εκφραστές της δικαστικής εξουσίας, αλλά διότι σε κρίσιμες στιγμές δεν στάθηκαν εις το ύψος της αποστολής τους.
Ιδιαίτερα μερικοί δικαστές του Συμβουλίου της Επικράτειας, όταν οι πολίτες προσέφυγαν στο ΣτΕ για την περικοπή μισθών και συντάξεών τους.Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου τούτου έκρινε ότι οι περικοπές αυτές είναι δικαιολογημένες, λόγω των εκτάκτων περιστάσεων και προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος! Τώρα που η κυβέρνηση περικόπτει τις αποδοχές τους βαναύσως, είναι υποχρεωμένοι να αναγνώσουν και πάλι καλύτερα το Σύνταγμα.
Ομοίως, όταν οι πολίτες ζήτησαν την ακύρωση του μνημονίου ως αντισυνταγματικού, διότι δεν ψηφίσθηκε από 181 βουλευτές, όπως ορίζει το Σύνταγμα, η πλειοψηφία του ΣτΕ δέχθηκε το αντίθετο. Ένας των μελών αυτής μάλιστα, προ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, έσπευσε να γίνει σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου και στη συνέχεια υπουργός Επικράτειας. Αμφιβάλλω αν τούτο έχει προηγούμενο παγκοσμίως.
Τα Διοικητικά Δικαστήρια έκριναν ως συνταγματική τη θεσμοθέτηση παραβόλου (έφθασε ήδη το 50% του αμφισβητουμένου ποσού) για την άσκηση προσφυγής εις αυτά, κατά της πράξεως του εφόρου. Τούτο όμως αντίκειται στο Σύνταγμα. Διότι κατ’ ουσίαν παρακωλύει το δικαίωμα της προσφυγής εις αυτά, που είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένο.
Όταν οι ίδιοι οι δικαστές υποχωρούν στις πολιτικές σκοπιμότητες και υιοθετούν ρυθμίσεις που στην ουσία τούς αχρηστεύουν, ας μη διαμαρτύρονται γιατί οι πολιτικοί τούς υποτιμούν και δεν θέλουν να τους αναγνωρίσουν ως ισότιμη εξουσία.
Κατ’ επανάληψη έχει τονισθεί ότι το κύρος των δικαστών και η εκτίμησή τους από την Πολιτεία και την κοινωνία εξαρτώνται από τους ίδιους. Όταν ίστανται ως φρουροί του Συντάγματος και των Νόμων και δεν υποχωρούν για να επιτύχουν κάποια «θεσούλα» μετά την έξοδό τους εκ του δικαστικού σώματος ή κάποιον διορισμό τέκνου, ο λαός θα τους τιμήσει δεόντως και θα διαμαρτύρεται υπέρ αυτών οσάκις η Πολιτεία επιχειρεί να τους μειώσει. Τώρα, που οι πολίτες δεν διαμαρτύρονται, μήπως αυτό έχει την εξήγησή του;
Βασίλειος Κόκκινος
Πρόεδρος Αρείου Πάγου ε.