Ήδη, η εκκλησιαστική κρίση της Ουκρανίας μετεβλήθη, ως μη ώφειλε, σε κρίση που διχάζει την μία τοπική εκκλησία από την άλλη και τον ένα επίσκοπο από τον άλλο (και στην Ελλάδα).
Γράφει ο Σπύρος Β. Μπαζίνας στην Romfea.gr
Νομικός Σύμβουλος, τ. Ανώτερο Στέλεχος της Νομικής Υπηρεσίας των Η.Ε.
Από την μία πλευρά, οι Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Αθηνών. Και από την άλλη, όλες οι άλλες τοπικές Εκκλησίες (13 τον αριθμό). Το Άγιον Όρος δεν έχει εκφραστεί!
Είναι όμως γνωστό ότι δύο μονές και μία εξόριστη αδελφότητα συμφωνούν με τις ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ οι άλλες δεκαοκτώ μονές τις θεωρούν προφανώς αντικανονικές (το προσφάτως δημοσιευθέν Α’ τμήμα της σχετικής εμπεριστατωμένης μελέτης της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου εξηγεί τους λόγους).
Αλλά και κανονικές να ήταν οι ενέργειες αυτές, προφανώς απέτυχαν να ενώσουν την Εκκλησία της Ουκρανίας και επί πλέον διαίρεσαν όλη την Ορθοδοξία.
Προς το παρόν λοιπόν, οι προσπάθειες των μαθητών του Σαμουήλ Χάντιγκτον, που δίδασκε ότι η Ορθοδοξία είναι δύναμη εχθρική προς την Δύση και οφείλει να εξουδετερωθεί, φαίνεται να επιτυγχάνουν.
Πάντως, νατοϊκή (η άλλη παραταξιακή) Ορθοδοξία δεν είναι Ορθοδοξία!
Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να μιλήσουμε για εκκλησιαστική κρίση πρωτοφανούς μεγέθους.
Όμως, στην ιστορία μας οι εκκλησιαστικές κρίσεις ακολουθούνται πάντα από εθνικές κρίσεις.
Και τι μορφή φαίνεται να παίρνει η εθνική κρίση; Την μορφή της παραχώρησης στην Τουρκία της κυριαρχίας της Χώρας στο μισό Αιγαίο (και στο τμήμα εκείνο της ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο που μας αναλογεί), είτε μετά από θερμό ελληνοτουρκικό επεισόδιο η πόλεμο, είτε με την απειλή θερμού επεισοδίου η πολέμου, είτε με απευθείας διαπραγματεύσεις, είτε με παραπομπή σε διεθνές διαιτητικό η άλλο δικαστήριο.
Ο ασύμμετρος πόλεμος πάντως, με πιέσεις, απειλές, υποσχέσεις, παροτρύνσεις και προετοιμασία της κοινής γνώμης, βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Οι Τούρκοι πιέζουν και απειλούν.
Οι σύμμαχοι μας παροτρύνουν σε υποχωρήσεις προφανώς, γιατί έχουν μεγάλα συμφέροντα με την Τουρκία και η Ελλάς είναι μονίμως και υπέρ το δέον υποχωρητική.
Και το εγχώριο πολιτικό κατεστημένο φαίνεται να συμφωνεί είτε γιατί από το 1922 φοβάται και τον ίσκιο του, είτε γιατί έχει το φυσικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης και επανεκλογής αλλά και υπερβολική πεποίθηση στον εαυτό του ότι μπορεί να επιτύχει μια επωφελή συμφωνία, είτε γιατί θεωρεί ευνοϊκή την παρούσα συγκυρία.
Παραπομπή όμως όλων των εδαφικών διεκδικήσεων της Τουρκίας σε διεθνές διαιτητικό η άλλο δικαστήριο (ένα μεικτό δικαιοδοτικό και πολιτικό όργανο), τουλάχιστον πριν κάνουμε τις απαραίτητες ενέργειες, θα μας οδηγούσε σε δεινή ήττα.
Για παράδειγμα, αν πηγαίναμε σε ένα τέτοιο δικαστήριο διεκδικώντας 6 μίλια στην θάλασσα και 10 στον αέρα, απλά θα χάναμε γιατί ο κανόνας είναι ότι η κυριαρχία στον αέρα εκτείνεται όσο και η κυριαρχία στην θάλασσα.
Επίσης, αν παραπέμπαμε σε ένα τέτοιο δικαστήριο την διαφορά για την υφαλοκρηπίδα (τον βυθό δηλαδή της θάλασσας πέραν από τα χωρικά ύδατα), το δικαστήριο θα εφάρμοζε την αρχή της μέσης γραμμής και θα μας αναγνώριζε μικρότερη υφαλοκρηπίδα από όση θα είχαμε αν είχαμε επεκτείνει τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια και συμφωνήσει με τα όμορα κράτη για ΑΟΖ.
Περαιτέρω, θα ήταν τουλάχιστον αμφίβολο αν το δικαστήριο θα εφάρμοζε στο ακέραιο το δίκαιο της θάλασσας η την αρχή της ευθυδικίας με βάση το επιχείρημα ότι στο Αιγαίο επικρατούν ειδικές συνθήκες, και σε αυτή την περίπτωση θα είχαμε απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων οικονομικής αξιοποίησης του βυθού πέραν των χωρικών υδάτων (ως προς αυτό, η υφαλοκρηπίδα επικαλύπτεται από την ΑΟΖ) αλλά και των υδάτων σε διεθνή ύδατα μέχρι 200 μίλια.
Τέλος, αν παραπέμπαμε στο δικαστήριο αυτό την διεκδίκηση της Τουρκίας για κάποια νησιά στο Αιγαίο η για την αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου που προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάνης, το αποτέλεσμα θα ήταν λίαν αμφίβολο.
Ενόψει των ανωτέρω, είμαστε υποχρεωμένοι να ασκήσουμε πρώτα το δικαίωμα που μας δίνει το δίκαιο της θάλασσας και να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια. Αλλά αυτό μεταβάλει το Αιγαίο περίπου σε κλειστή θάλασσα.
Οπότε πρέπει να εγγυηθούμε την ελευθερία της ναυσιπλοΐας. Επίσης, αυτό δίνει μειώνει σημαντικά το εύρος της υφαλοκρηπίδας (του βυθού πέραν των χωρικών υδάτων) στο Αιγαίο.
Και για αυτούς του λόγους η Τουρκία μας απειλεί με πόλεμο αν ασκήσουμε το δικαίωμα μας αυτό, ενέργεια καθ’ εαυτή παράνομη που θα δικαιολογούσε την λήψη προληπτικών αμυντικών μέτρων από την Ελλάδα.
Οπότε, για να ασκήσουμε αυτό το δικαίωμα μας, θα έπρεπε να ετοιμαστούμε για πόλεμο. Αυτό βέβαια οφείλουμε να το κάνουμε ούτως η άλλως σύμφωνα με την γενικώς αποδεκτή αρχή «αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο» (si vis pacem, para bellum).
Τέλος, είμαστε υποχρεωμένοι να επιδιώξουμε την επίτευξη συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Ιταλία, πριν κάνουμε οποιαδήποτε σκέψη για παραπομπή σε διεθνές διαιτητικό η άλλο δικαστήριο, η για συνεκμετάλλευση, που θα ήταν ίσως δυνατή αλλά μόνον αφού συμφωνήσουμε στην οριοθέτηση της ελληνικής και της τουρκικής ΑΟΖ και μόνο όπου υπάρχουν κοιτάσματα εκεί που οι ΑΟΖ των δυο χωρών εφάπτονται.
Οφείλουμε λοιπόν να αφυπνιστούμε πριν είναι πολύ αργά και να προσέξουμε πολύ ώστε, όπως πλησιάζουμε τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 και τα 100 χρόνια από την μικρασιατική καταστροφή του 1922, να μη ζήσουμε, αντί για ένα νέο 1821 με την έννοια μιας νέας εθνικής παλιγγενεσίας, ένα νέο 1922 με την έννοια μιας εθνικής καταστροφής με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Γιατί απώλεια του μισού Αιγαίου (και της ΑΟΖ σε τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου) θα ήταν εθνική καταστροφή ανάλογη με αυτή της καταστροφής στην Μικρά Ασία το 1922.
Και αυτό γιατί, ενώ η Μικρά Ασία αποτελούσε τον ανατολικό πνεύμονα του Ελληνισμού, το Αιγαίο (και η Ανατολική Μεσόγειος) αποτελεί τον μισό δυτικό πνεύμονα της Χώρας. Η Ελλάς δεν μπορεί να επιβιώσει με μισό πνεύμονα!