Αρχαία Πλευρώνα, μεταξύ μύθου και ιστορίας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γράφει ο Γιώργος Βενετσανος

Περιοδεύοντας στην Αιτωλοακαρνανία– Νέα πλευρών

Η Ελλάδα μας έχει κρυμμένα καλά μυστικά, ένα από αυτά βρίσκεται στο νομό Αιτωλοακαρνανίας, που είναι στην κυριολεξία ένα υπαίθριο μουσείο αρχαιοτήτων μιας και ανά 20 – 30 χιλ υπάρχει ένα μικρό πόλισμα ή μια μεγάλη πόλη. Ένα από αυτά και σημαντική πόλη της περιοχής στην αρχαιότητα ήταν η αρχαία Πλευρών. Σήμερα, μόνο πέτρες σκόρπιες, μάρμαρα σπασμένα, συντρίμμια, μέλη και μνήμες πολύτιμες, ενός φωτοβόλου πολιτισμού, σε μια πόλη που ακόμη στέκεται εκεί στις παρυφές του Αράκυνθου αγέρωχη, περήφανη, υπομονετική, περιμένοντας τους επισκέπτες της που με αγάπη, με ευαισθησία, μεράκι, και ζήλο ψυχής θα σκύψουν με ευλάβεια πάνω στα ιερά αυτά ερείπια, να την ανακαλύψουν, φέρνοντας στο φως μνήμες ιστορίας που είχαν μείνει θαμμένες στο χρόνο.
Οφείλει το όνομά της στον ήρωα Πλευρώνα, γιο του Αιτωλού και γενάρχη της Αιτωλίας. Σύμφωνα με το γεωγράφο Στράβωνα(Γεωγραφικά 10, ΙΙ, 4), η πόλη ιδρύθηκε μετά το 235/234 π.Χ., δηλαδή αμέσως μετά την καταστροφή της Παλαιάς Πλευρώνας, από τον Δημήτριο Β΄ το Μακεδόνα, γνωστό και ως Αιτωλικό. Τα ερείπια που εντοπίζονται νοτιότερα στους δύο χαμηλούς λόφους, Ασφακοβούνι (Γυφτόκαστρο) και Πετροβούνι, αποδίδονται στην Παλαιά Πλευρώνα

E7652BD8 58AE 424C 9AE6 3457DC1880EE

Τα τείχη της πόλης με θέα Μεσολόγγι και Ιόνιο.

809768C4 3AAC 4FC8 8510 618E6D559A1F
Οι σκάλες που διατρέχουν την πόλη

Βορειοδυτικά του Μεσολογγίου και σε προνομιακή θέση από άποψης πανοραμικής θέας και απόλαυσης του φυσικού περιβάλλοντος, θα συναντήσει κανείς την αρχαία Πλευρώνα, πιο γνωστή στους ντόπιους και ως κάστρο της κυρά – Ρήνης, όπως αποτυπώνεται σε σχετικό λαϊκό θρύλο. Πρόκειται ουσιαστικά για δυο πόλεις, την παλιά που είναι ομώνυμη του ήρωα Πλευρώνα γιο του Αιτωλού και γενάρχη της Αιτωλίας και έχει μυθική καταγωγή μιας και συνδέεται με τους Κουρήτες, τους μυθικούς κατοίκους της περιοχής και τους Αιτωλούς και είναι γνωστή από τον Όμηρο στον «Κατάλογο των πλοίων», αφού έλαβε μέρος με σαράντα πλοία μελανόμορφα (βαμμένα μαύρα), υπό το Θόαντα στον Τρωϊκό πόλεμο. Επιπλέον, τόσο το όνομα της πόλης, όσο και το εθνικό Πλευρώνιος, έχει βρεθεί σε μυκηναϊκές πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής που βρέθηκαν στην Πύλο, γεγονός που αποδεικνύει ότι η πόλη υπήρχε ήδη στη Μυκηναϊκή εποχή. Αυτήν την παλιά πόλη κατέστρεψε ο Δημήτριος Β‘ το 234 π.Χ.,. Τα ερείπια που εντοπίζονται νοτιότερα στους δύο χαμηλούς λόφους, Ασφακοβούνι (Γυφτόκαστρο) και Πετροβούνι, με ορατά τα ερείπια των κυκλώπειων τειχών, μέρος εκ των οποίο είναι μυκηναϊκό, αποδίδονται στην Παλαιά Πλευρώνα. Οι κάτοικοι μετά την καταστροφή της ίδρυσαν την Νέα Πλευρώνα. Η Νέα χτίστηκε πιο ψηλά, σε μέρος που περιβάλλεται από ψηλές επάλξεις τραπεζοειδούς σχήματος και από ένα Τείχος μήκους 3 χιλιομέτρων το οποίο διακόπτουν 25 ισχυροί πύργοι, σε διαστήματα μεταξύ τους ανά 30 έως 70 μ. Το τείχος καταλήγει στο ύψωμα της ακρόπολης που είναι οχυρωμένο με 11 αμυντικούς πύργους. Το νεότερο τείχος είναι Ελληνιστικής κατασκευής και αποτελεί ένα από τα ωραία παραδείγματα τραπεζοειδούς κατασκευής της εποχής.
Λίγο πιο κάτω από τον αρχαιολογικό χώρο στην θέση που ονομάζεται «Σκαλί» Μεσολογγίου ήταν το λιμάνι της Νέας Πλευρώνας και ακόμη και σήμερα φαίνονται οι κάβοι που έδεναν τα πλοία. Από την Πλευρώνα καταγόταν δυο προσωπικότητες της εποχής, ο Πανταλέων, στρατηγός τής Αιτωλικής Συμπολιτείας και ο Αλέξανδρος, ο μόνος γνωστός ποιητής που έζησε στην Αλεξάνδρεια στα χρόνια του Πτολεμαίου Φιλάδελφου.

Η πόλη ήταν ήδη γνωστή από τις αρχές του 19ου αι από τους ευρωπαίους περιηγητές, E. Dodwell και W.J.Woodhouse, ενώ η πρώτη ανασκαφική έρευνα έγινε από τους R. Herzog και E. Ziebarth στα τέλη του 19ου αιώνα στο θέατρο της πόλης. Η Πλευρώνα κατά την Ελληνιστική περίοδο είχε γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη, όμως μετά τη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ., παράκμασε μιας και οι κάτοικοί της μεταφέρθηκαν από τους Ρωμαίους στην Νικόπολη.

46777813 7C54 4F31 AC13 44BB79D3A944

Η μεγάλη δεξαμενή

Η επίσκεψη σε αυτόν τον χώρο είναι μια πραγματική απόλαυση, από μακριά σε υποδέχονται τα επιβλητικά της τείχη και μέσα, εντυπωσιάζει το θέατρο και η πληθώρα των διάσπαρτων θεμελίων μεγάλων δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, που μερικά σώζονται σε άριστη κατάσταση και ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζουν και αποκαλύπτονται στον επισκέπτη, όπως είναι:
· Η αρχαία (κεντρική) λιθόκτιστη οδό.
· Οι εξαιρετικής κατασκευής κλίμακες που διατρέχουν την πόλη.
· Η μεγάλη δεξαμενή (32χ22 μ.) με πέτρινα τοιχώματα ύψους 6μ και μια σειρά από άλλες μικρότερες.
· Ο χώρος άθλησης ή στάδιο.
· Οι εγκαταστάσεις των λουτρών.
· Το πανδοχείο των ιερέων.
· Η αγορά διαστάσεων 70 επί 30 μέτρα, με τις βάσεις των αγαλμάτων και τα ερείπια των δημόσιων οικοδομημάτων της αγοράς.
. Εμφανή είναι σε αρκετά σημεία και τα υδραυλικά έργα της πόλης.
· Το θέατρο, πρόκειται για ένα μικρό σε διαστάσεις θέατρο. Στην αρχική φάση του το μνημείο κατασκευάσθηκε ως βουλευτήριο και σε επόμενη φάση μετατράπηκε σε θέατρο, με την κατασκευή υποτυπώδους κτιρίου σκηνής και επιθεάτρου, για την αύξηση της χωρητικότητάς του, είναι όμως από τα πιο ενδιαφέροντα θέατρα της Αιτωλίας χρήζει μιας ιδιαίτερης αναφοράς. Χτισμένο στα μέσα περίπου του 3ουπ.Χ. αιώνα, καταλαμβάνει την δυτική πλευρά του τετραγώνου που σχηματίζεται από τα τείχη της αρχαίας πόλης και είναι κατασκευασμένο σε φυσική πλαγιά. Εκτός από την διαμόρφωση του εδάφους, σημαντικό ρόλο στην επιλογή της θέσης του θεάτρου έπαιξε ασφαλώς και μαγευτική του θέα, που βλέπει την από υψόμετρο 250 μέτρων την λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου τον κάμπο του, ενώ η θέα απλώνεται μέχρι βαθιά μέσα στο Ιόνιο αγναντεύοντας τα νησιά Ζάκυνθο και Κεφαλονιά. Το Κοίλο του θεάτρου διατηρεί σήμερα μόνο 10 σειρές εδωλίων από τις 25 με 30 που είχε την εποχή της κατασκευής του. Τα χώματα του κοίλου τα συγκρατούν εξαιρετικής κατασκευής αναλημματικοί τοίχοι. Η Ορχήστρα του (το μέρος όπου παιζόντουσαν τα έργα) έχει διάμετρο 11,60 μέτρα, είναι διαμορφωμένη με χώμα στο φυσικό έδαφος, χωρίς περιμετρικό αγωγό συγκέντρωσης των όμβριων υδάτων, τα οποία διοχετεύονται σε μικρό αγωγό που ξεκινά από το νότιο άκρο της ορχήστρας και περνώντας μέσα από το τείχος καταλήγει εξωτερικά της οχύρωσης.

DAFE9BBF F2D1 4F47 9C91 5362B7407222

ο πύργος με την θεατρική σκηνή.

C724581F 3A98 4DF3 9369 FFEA4C99A85C

Η θέα προς αλυκές και πέλαγος

Το θέατρο της Πλευρώνας ξεχωρίζει κυρίως για την ιδιαιτερότητα του της σκηνής, στην οποία έχει με μεγάλη επιτυχία ενσωματωθεί ένας πύργος για τις ανάγκες της. Αριστερά και δεξιά του πύργου, προστέθηκαν δύο δωμάτια που αποτελούσαν τα παρασκήνια, ενδεχομένως αποδυτήρια των ηθοποιών.

C2F10B1C B4D3 4301 B574 BFC03B7B790F

Αναπαράσταση σκηνής και παρασκήνιων

Μεταξύ των παρασκηνίων υπήρχε η κιονοστοιχία του προσκηνίου που ήταν διώροφη, (ύψος 2,50 μέτρα) αποτελούμενη από έξι ημικίονες, στα δε κενά που δημιουργούνταν μεταξύ των ημικιόνων έβαζαν ζωγραφικούς πίνακες που βοηθούσαν την σκηνογραφία. Η παράλληλη προς τις παρόδους τοποθέτηση των παρασκηνίων είναι ακόμη μια ιδιομορφία του θεάτρου της Πλευρώνος, την οποία συναντάμε ξανά στον ελλαδικό χώρο στο θέατρο της Θήρας και εκτός συνόρων σε αυτό της Βαβυλώνας.
Στην Ακρόπολη της Πλευρώνας, που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο χρειάζεται περπάτημα περίπου 20 λεπτών, για να αντικρίσουμε ένα μικρό ναό της Αρακυνθίας Αθηνάς, που θεωρείται προστάτης της πόλης. Από το ναό της Αθηνάς διατηρούνται μερικά τμήματα από κολώνες δωρικού ρυθμού και τμήματα από τη διακόσμηση της κάλυψης. Στο σημείο αυτό σήμερα υπάρχει ένα εκκλησάκι. Η λατρεία της Αρακυνθίας Αθηνάς, (από το ομώνυμο βουνό) επιβεβαιώνεται και από τη δημόσια σφραγίδα της Πλευρώνας, η οποία βρέθηκε στην Καλλίπολη και αναπαριστά το κεφάλι της Αρακυνθίας Αθηνάς, με αττικό περίβλημα στο κεφάλι. Στην περιοχή Πετροβούνι ανασκάφθηκαν τα ερείπια ενός κτιρίου το οποίο κατά πάσα πιθανότητα είναι ναός και αυτή η ανακάλυψη αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρχουν και άλλοι τόποι λατρείας στην Πλευρώνα, αλλά ως γνωστόν στην αρχαιολογία τίποτε δεν είναι σταθερό, καθώς μια νέα ανακάλυψη μπορεί να ανατρέψει την προηγουμένη.
Όταν λαϊκός μύθος και παράδοση δημιουργούν. Σε παλαιότερες εποχές οι κάτοικοι της περιοχής παρατηρώντας αυτά τα μεγαλοπρεπή ερείπια, δεν γίνονταν να αφήσουν την λαϊκή φαντασία να πάει χαμένη, έτσι δημιουργήσαν έναν ωραιότατο για το κάστρο της κυρά – Ρήνης (όπως το λένε οι ντόπιοι) και το Βασιλιά Ανήλιαγο, μπλέκοντας πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα σε ένα λαϊκό παραμύθι της Ακαρνανίας, γλαφυρότατο και πανέμορφο από κάθε άποψη. Το βρήκα στο περιοδικό «Ηχοχρώματα», του Μουσικού Σχολείου Αγρινίου και σας τον μεταφέρω αυτούσιο:
«Κάποτε, μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν τόπο μακρινό που τον λέγανε και τότε όπως και τώρα Ακαρνανία, υπήρχε ένα μέρος όμορφο και πλούσιο. Βελανίδια κι αμπέλια φύτρωναν στους λόφους του, πράσινα κύματα κατέβαιναν ως την ακροθαλασσιά οι καρποί του, γαλάζιο χρύσιζε μακριά στο πέλαγο που αργότερα ονομάστηκε Ιόνιο. Όλα τα ‘χε και τίποτα δε φαινόταν να τού ‘λειπε. Τουλάχιστον ως εκείνη την ώρα. Γιατί οι πιο γνωστικοί και προεστοί το βλέπανε πως λίγος θα ήταν ακόμη ο καιρός που όλα θα φαίνονταν όμορφα. Νερό δικό του δεν είχε αυτός ο κάμπος και οι λιγοστοί του παραπόταμοι στέρευαν. Και κάστρο δικό του δεν είχε αυτός ο κάμπος και τα καράβια που άραζαν τον τελευταίο καιρό στην ακροθαλασσιά δεν ήταν μόνο για να φέρουνε πραμάτειες. Πειρατικά καράβια ήτανε που σκότωναν τον κόσμο, σύναζαν το βιός του και σήκωναν πανιά.
Δυο βασιλιάδες είχε η περιοχή και οι δυο συμφωνούσαν σε τούτο: και νερό έπρεπε να βρεθεί και κάστρο να χτιστεί. Μα ήτανε κι οι δυο τους γέροντες κι ανήμποροι και τούτα τα έργα θέλανε και κουράγιο και καιρό. Και προπαντός μυαλό. Και οι δύο βασιλιάδες είχαν από ένα γιο. Κι ο κάθε γιός είχε το δικό του κουσούρι. Το ένα βασιλόπουλο το ‘λέγανε Ανήλιαγο και ήτανε όνομα και πράμα: κάθε που το ‘βλεπε ο Ήλιος χλόμιαζε κι έσβηνε, ίσα να ξεψυχήσει. Με το φεγγάρι λούζονταν κι άλλαζε με την Πούλια. Όλο του τον καιρό τον πέρναγε στα κελάρια του παλατιού. Διάβαζε και ζωγράφιζε, μελετούσε και σχεδίαζε. Και προπαντός σκεφτόταν. Πώς να ζητούσε ο βασιλιάς απ’ τον Ανήλιαγο να χτίσει ένα κάστρο; Ο ήλιος θα τον έκαιγε προτού καλά-καλά απλωθεί ο πηλός στο πηλοφόρι. Ο άλλος βασιλιάς είχε έναν γιο που τον’ λέγανε Γυφτάκη. Αψύς και παλληκαράς, γλεντοκόπος και γυριστής, στιγμή δεν έμενε στον τόπο του. Όσο κι αν του το ζητούσε ο πατέρας του να ψάξει για νερό, εκείνος δεν τον άκουγε. Κι αν πεις και για το κάστρο… Δυνατός είμαι και χεροδύναμος, έλεγε, τι το θέλω εγώ το κάστρο;
Εκεί, στον ίδιο τόπο, στην κορφή του κοντινού βουνού ζούσε μια όμορφη αρχοντοπούλα, η Ρήνη. Σκάλες-σκάλες κατέβαιναν τα ξανθωπά της τα μαλλιά στους ώμους της και δύο αστέρια λάμπανε στα μάτια της. Κόκκινο μήλο ήτανε το μάγουλό της και μέλι έσταζαν τα χείλη της. Η ομορφιά της ήταν ξακουστή, η καλοσύνη της απέραντη κι αμέτρητη η φρονιμάδα. Γι’ αυτό κανένας δεν την φώναζε με το όνομά της, Ρήνη, μα κυρά – Ρήνη, ακόμα και οι γερόντισσες. Αυτήν την όμορφη και γνωστικιά ορέχτηκε ο Γυφτάκης. Προξενητάδες έστειλε με τ’ άλογα και Προξενήτρες με πεσκέσια. Μα γύρισαν πίσω άπραχτοι. Γιατί η καρδιά της κυρά – Ρήνης ήταν δοσμένη αλλού.
Μη μπορώντας ν’ αντικρίσει το φως της ημέρας ο Ανήλιαγος τις νύχτες έβγαινε και σεργιανούσε. Μελετούσε το φως και τα σχήματα του φεγγαριού, σπούδαζε τις κινήσεις των άστρων. Μάθαινε τα κρωξίματα των πουλιών και τις φωλιές των αγριμιών. Άκουγε τα σφυρίγματα του ανέμου στα φυλλώματα των δέντρων και τους ψιθύρους των εντόμων βαθιά στη γη. Ύστερα τραγουδούσε. Το πρωί, ακόμα αξημέρωτα, γύριζε στο παλάτι του κι ολημερίς ζωγράφιζε όσα είχε δει κι ακούσει. Μια τέτοια νύχτα έτυχε και βρέθηκε κάτω από το παράθυρο της κυρά – Ρήνης που ολονυχτίς κεντούσε τα προικιά της. Άκουσε εκείνη το τραγούδι του κι άνοιξε διάπλατα τα πορτοπαράθυρα. Τότε ο Ανήλιαγος θαμπωμένος απ’ την ομορφάδα της, της τραγούδησε τον καημό του για όλα όσα βρίσκονταν κάτω από τον Ήλιο και εκείνος δεν μπορούσε να χαρεί: για το παιχνίδισμα της ηλιαχτίδας με τα σύννεφα, για το στραφτάλισμα του πελάγου το μεσημέρι, για του χελιδονιού το πέταγμα. Κι η κυρά-Ρήνη άνοιξε διάπλατα και την καρδιά της.
Από τότε κάθε βράδυ οι δυο νέοι συναντιόντουσαν στο παραθύρι. Κι έκαναν μια συμφωνία: με το τραγούδι του ο Aνήλιαγoς της ιστορούσε τα μυστήρια της νύχτας και κείνη με βελονιές στο κέντημά της του ζωγράφιζε τις ομορφιές της μέρας. Εκείνος τραγουδώντας της μέτραγε της Πούλιας τα παιδιά και των αστεριών τους κύκλους. Κι η κυρά – Ρηνη του κεντούσε αγρούς με παπαρούνες και μαργαρίτες, κήπους με τριαντάφυλλα και μπουκαμβίλιες, ουρανούς με σταυραϊτούς και χελιδόνια, θάλασσες με καράβια κι άρμενα. Κι ύστερα, πάντα αξημέρωτα, έφευγε ο Ανήλιαγος με αναστεναγμό:
– Αχ, κυρά – Ρήνη και να μπορούσα να σε παντρευτώ! Μα που να τολμήσει να στείλει στον πατέρα της προξενητάδες. Τι να του πει; Δώσε την κόρη σου σε έναν που δεν αντέχει το φως του Ήλιου; Ήταν σαν να του έλεγε να μην ξαναδεί η μέρα την ομορφιά της μοναχοκόρης του. Έπεσε ν’ αρρωστήσει η κυρά – Ρήνη σαν έφτασαν οι προξενητάδες του Γυφτάκη. Και πιο πολύ, έπεσε του θανατά σα φύγαν. Γιατί ο πατέρας της τη μάλωσε και την εκλείδωσε.
– Ακούς εκεί να διώχνεις ένα βασιλόπουλο; Της είπε. Που ‘θα βρεις τον καλύτερο;
– Είναι αψύς και καβγατζής, φώναξε εκείνη. Δεν τόνε θέλω γι’ άντρα μου! Είναι αντρειωμένος και δυνατός, τη συμβούλεψαν κι οι βαγιές της, και συ κοπέλα μόνη. Τι θ’ απογίνεις σαν αποθάνει ο κύρης σου;-
Του θανατά έπεσε κι ο Ανήλιαγος σαν έμαθε τα προξενιά του Γυφτάκη. Και μπρος στην ανάγκη, έκανε πέρα την ντροπή κι έστειλε κι αυτός προξενητάδες με άλογα και προξενήτρες με πεσκέσια. Μα κι αυτοί γύρισαν άπραχτοι. Γιατί ο πατέρας της κυρά – Ρήνης την είχε βγάλει την απόφαση κι ούτε’ ακούσει δεν ήθελε για το Ανήλιαγο βασιλόπουλο που ζούσε από νύχτα σε νύχτα. Και πέρναγε ο καιρός μέσα σε θλίψεις και στενοχώριες. Η κυρά- Ρήνη δεν ξαναβγήκε στο παράθυρο κι ο Ανήλιαγος έμεινε να ζωγραφίζει τη μορφή της μες στου παλατιού του τα κελάρια. Όσο για το Γυφτάκη έσκαζε απ’ το κακό του. Έσκαζε κι όσο έσκαζε, τόσο πιο άγρια γλεντούσε. Και το νερό μέρα τη μέρα στέρευε και δυτικά του πελάγου ξαναρμενίσαν τα πειρατικά πανιά. Κι ο πατέρας της κυρά -Ρήνης δεν άντεχε άλλο να βλέπει τη μοναχοκόρη του να μαραζώνει. Ώσπου μια μέρα την κάλεσε και της είπε:

– Βγάλε μια γνώμη και θα τη δεχτώ. Αρκεί να πάρεις τον αξιότερο! Σκέφτηκε, σκέφτηκε η κυρά – Ρήνη και γνώμη δεν έβγαζε. Γιατί η καρδιά της ήτανε κιόλας δοσμένη. Μα πώς να παρακούσει και τον κύρη της; Ώσπου μια μέρα από την πολύ τη συλλογή της ήρθε μια:
– Θα παντρευτώ, είπε στον πατέρα της, κι όπως είπες, θα πάρω τον αξιότερο. Φτάνει να το αποδείξει! Σκέφτηκα να τους βάλω ένα αγώνισμα. Όποιος τελειώσει πρώτος τον άθλο του, αυτός και θα με πάρει γυναίκα του. Στείλε για τους προξενητάδες. Ήρθανε πίσω οι προξενητάδες λοιπόν και από τα δύο βασιλόπουλα. Και τότε η Κυρά – Ρήνη τους είπε:

– Να πείτε στον αφέντη-Ανήλιαγο να πάει να φέρει το νερό μιας λίμνης ολάκερης στον κάμπο. Και στον Αφέντη το Γυφτάκη πείτε του να χτίσει στο βουνό ένα κάστρο. Όποιος τελειώσει πρώτος τον αγώνα του αυτός θα γίνει άντρας μου! Έφυγαν οι προξενητάδες κι όλοι στον κάμπο κουβέντιαζαν της κυρά – Ρήνης την αποκοτιά: Ακούς εκεί να βάλει αγώνισμα στα βασιλόπουλα! Κι όλοι ήταν σίγουροι πως ούτε το ένα, ούτε το άλλο γίνονταν: Σηκώνεται απ’ τον τόπο της μια λίμνη ολάκερη; Και γίνεται τάχατες ν’ αφήσει ο Γυφτάκης το γλεντοκόπημα και να ζωστεί το πηλοφόρι; Μα σε τούτον τον κόσμο πολλά γίνονται κι από πείσμα περισσότερα. Ξεζώστηκε ο Γυφτάκης το σπαθί και ζώστηκε το ζεμπίλι. Νύχτα και μέρα έχτιζε για να προλάβει. Και το κάστρο άρχισε ανυψώνεται, να κάνει κύκλους γύρω απ’ τα σπίτια και τα χωράφια, να ορθώνει πύργους και πολεμίστρες. Όσο για τον Ανήλιαγο, άνοιξε η γη και τον κατάπιε! Κανένας δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν. Άλλοι είπαν πως, πήρε των ομματιών του κι έφυγε ξέροντας πως δεν θα μπορέσει να τα βγάλει πέρα, άλλοι πως μαράζωσε απ’ τον καημό του και πέθανε. Έβλεπε η κυρά – Ρήνη απ’ το παραθύρι της το κάστρο να υψώνεται, δε μάθαινε και τίποτα για τον Ανήλιαγο κι άρχισε να κλαίει τη μοίρα της. Να πει πως ο Ανήλιαγος την ξέγραψε κι έφυγε δεν της έκανε καρδιά να το πιστέψει. Πιο πολύ πίστευε πως μαράζωσε και πέθανε. Και πλάνταζε στο κλάμα.
Μα ο Ανήλιαγος δεν πέθανε. Κλεισμένος στα υπόγεια του παλατιού του, μελετούσε όσα σχέδια είχε κάμει για τα σχήματα του φεγγαριού και τις κινήσεις των άστρων. Μελετούσε ακόμα και σχεδίαζε όσα του είχε ιστορήσει η κυρά – Ρήνη στα κεντίδια της: για το ταξίδι του Ήλιου πάνω στη γη, για κάμπους, δάση και βουνά, για ποτάμια, λίμνες και πέλαγα. Κι έτσι μια νύχτα αποτόλμησε το έργο του: κάτω απ’ τα κελάρια του παλατιού του άρχισε να σκάβει λαγούμια και λαγούμια. Κανείς δεν άκουγε το χτύπο του ούτ’ ένιωθε το σκάψιμό του. Έσκαβε κι έσκαβε ώσπου τα λαγούμια του τον έβγαλαν κάτω από τη λίμνη του Αγγελόκαστρου. Μα κι ο Γυφτάκης το προχώραγε το κάστρο του. Κι όταν το τελείωσε κι αυτό, ήρθε ο ίδιος και φώναξε της κυρά -Ρήνης: κάστρο μου το σήκωσα και το παλάτι περιμένει τη βασίλισσά του! Τ’ άκουσε η κυρά – Ρήνη και η καρδιά της σφίχτηκε. Μα τι να κάνει; Να πάρει το λόγο της πίσω;
-Ντύνομαι και στολίζομαι, φώναξε, μα αν δεν μου δείξεις το κλειδί του κάστρου σου, εγώ δεν σε πιστεύω!

– Στολίσου, πάρε και τις βάγιες σου κι έλα να σου το δείξω! Είπε ο Γυφτάκης και δεν έφευγε χωρίς την κυρά -Ρήνη. Ώρες έκανε να λουστεί κι άλλες τόσες να στολιστεί η κυρά -Ρήνη. Εκεί ο Γυφτάκης! Ώσπου είδε κι αποείδε η κυρά- Ρήνη που δε γύριζε ο Ανήλιαγος και κίνησε να πάει μαζί του. Μπροστά πήγαινε ο πατέρας της, μετά οι βαγιές της κι αυτή ακολουθούσε. Ακολουθούσε κι όλο έστρεφε πίσω το κεφάλι της. Πουθενά ο Ανήλιαγος! Έφτασαν στο κάστρο, πέρασαν την καστρόπορτα, μπήκανε στο παλάτι Όλα ήταν έτοιμα για το γάμο κι οι συγγενείς του Γυφτάκη καρτερούσαν.

– Αν δε μου δώσεις το κλειδί στα χέρια μου, ο γάμος δε θ’ αρχίσει, είπε ξεψυχισμένη η κυρά -Ρήνη. Μα πουθενά ο Ανήλιαγος! Κι ώσπου να πάει και να ‘ρθει ο Κλειδοκράτορας, η γης σείστηκε, το κάστρο έτριξε συθέμελα και με στη μέση τη μεσιά του Παλατιού άνοιξε μια τρύπα. Πετάχτηκε από μέσα ο Ανήλιαγος και ξοπίσω του βούιξε και αναπήδησε το νερό σα σιντριβάνι.
– Γάμος χωρίς κρασί δε γίνεται και πολιτεία χωρίς νερό δε στέκεται! Τους είπε. Τον τελείωσα τον άθλο μου και αφού ακόμα το κλειδί δε βρίσκεται στα χέρια της κυρά – Ρήνης, εγώ λογιέμαι νικητής. Έτσι έγιναν οι γάμοι κι οι χαρές του Ανήλιαγου και της Κυρά – Ρήνης. Κι όταν έγινε βασιλιάς ο Ανήλιαγος έδωσε το όνομά της στο κάστρο, πού τ’ αγκωνάρια και ο Πύργος του βρίσκονται ως τις μέρες μας. Η λίμνη του Αγγελόκαστρου πότισε τον κάμπο και τα καράβια που έδεναν στα ριζά του Κάστρου μόνο καλούδια και πραμάτειες ξεφόρτωναν.

Όσο για το Γυφτάκη, αυτός, λένε, σήκωσε ένα άλλο κάστρο απέναντι, το Γυφτόκαστρο, κι από κει νύχτα και μέρα τους πολεμούσε». Εδώ τελείωσε αυτός ο όμορφος μύθος της λαϊκής φαντασίας της περιοχής που μας γυρνάει στα παιδικά μας χρόνια. Όσο για εμάς και αφού ταξιδέψαμε νοερά στην ιστορία και στον μύθο, μπορούμε να επισκεφθούμε από κοντά τα μέρη των πρωταγωνιστών, και να ζήσουμε τον δικό μας μύθο περπατώντας ανάμεσα στα κτίρια της Νέα Πλευρώνας. Μια πανέμορφη αρχαία πόλη του Νομού Αιτωλοακαρνανίας με φοβερά αρχαιολογικά ευρήματα, που δυστυχώς όμως ελάχιστοι Έλληνες την έχουν επισκεφθεί και ακόμη λιγότερη την γνωρίζουν. Μέχρι τότε, ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ σε όλους τους αναγνώστες και το κυριότερο, με υγεία.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ