Κάλαντα: Να τα πούμε; Και βέβαια, τρεις χιλιετίες ακούγονται σε αυτη την Γη!

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Συνήθως υποστηρίζεται πως τα Κάλαντα ανάγονται στην εποχή του Βυζαντίου.

Υπάρχουν όμως και λαογράφοι που ανάγουν την απώτατη καταγωγή τους στηναρχαία Αθήνα, όπου επικρατούσε μια όμοια συνήθεια.

Στις γιορτές των Πυανεψίων και των Θαργηλίων, κατά τις οποίες προσφέρονταν θυσίες προς τον Ήλιο, ήταν καθιερωμένο να γυρνούν τα παιδιά στους αθηναϊκούς δρόμους.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να συμμετάσχουν σ’ αυτή τη γιορτή ήταν να ζουν και οι δύο γονείς τους. Έξω από κάθε σπίτι τα παιδιά έλεγαν διάφορα άσματα τα οποία είχαν συντεθεί για την περίσταση και συγχρόνως κρεμούσαν στην πόρτα του σπιτιού και ένα κλαδί ελιάς με μερικούς άγουρους καρπούς.
Τα παιδιά, όπως συμβαίνει και στα σύγχρονα Κάλαντα, αμείβονταν από τον νοικοκύρη του σπιτιού. Το έθιμο αυτό, όπως και το τραγούδι, ονομαζόταν από τους Αθηναίους Ειρεσιώνη.

Από την αθηναϊκή αυτή εορταστική εκδήλωση πιστεύουν αρκετοί πως προήλθε παρόμοια συνήθεια των Ρωμαίων (calendae) και μεταβιβάστηκε, διατηρώντας το όνομά της, στο Βυζάντιο.
Εξάλλου, σε πολλές ελληνικές περιφέρειες ο μήνας Ιανουάριος λεγόταν και Καλαντάρης, εξαιτίας των βυζαντινών Καλενδών που ψάλλονταν την παραμονή του Αγίου Βασιλείου.
Ωστόσο, τα Κάλαντα ή Κάλενδοι όπως ονομάζονταν στο Βυζάντιο, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη, δεν ήταν απλά τραγούδια. Ήταν λαμπρή γιορτή. Μικροί και μεγάλοι, χωρισμένοι σε ομάδες, γυρνούσαν στα σπίτια και τραγουδούσαν διάφορα εγκωμιαστικά ή και σατιρικά για τον νοικοκύρη τραγούδια, παίρνοντας το ανάλογο φιλοδώρημα.

Φαίνεται μάλιστα ότι το έθιμο δεν τύγχανε της εγκρίσεως της επίσημης Εκκλησίας και πολλοί Πατριάρχες το απαγόρευαν στους πιστούς. Ο βυζαντινός χρονικογράφος Ιωάννης Τζέτζης που έζησε τον 12ο αιώνα αποκαλούσε όσους έλεγαν τα κάλαντα αγύρτες!
Από την Κωνσταντινούπολη λοιπόν πέρασαν στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπου απλώθηκαν και απέκτησαν τις διάφορες τοπικές παραλλαγές. Η γλωσσική τους έκφραση ακολούθησε την εξέλιξη της Ελληνικής γλώσσας.

Από τα χελιδονίσματα στην αρχαιότητα στα κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς

Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα τα κάλαντα σηματοδοτούν την γιορτή, το αύριο, την έναρξη του καινούργιου. Τότε τα αποκαλούσαν χελιδονίσματα και η αρχή του έτους ήταν τον Μάρτιο.

Κυπριακά Κάλαντα απ’ όλες τις γωνιές της ελεύθερης Κύπρου (βίντεο)

Όπως δηλώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η λαογράφος του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη», Σταυρούλα Πισιμίση «αν και ήταν ταυτισμένα με την αρχή της άνοιξης εμπεριέχουν επίσης όπως και στις μέρες μας ευχετικούς στίχους για την καλοχρονιά, έχουν σχέση για την νοικοκύρη, τα μέλη της οικογένειας.
Τα πράγματα αλλάζουν για πρώτη φορά όταν 153 πΧ οι ανώτατοι άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους άρχισαν να αναλαμβάνουν το αξίωμά τους την 1η Ιανουαρίου.

Από τότε η ημέρα αυτή άρχισε να θεωρείται ως αρχή του έτους. Οι Χριστιανοί όμως δεν γιόρταζαν την 1η αλλά την 6η Ιανουαρίου, που ήταν η βάπτιση του Χριστού. Το 354 πΧ στα μέσα του 4ου αιώνα διαχωρίστηκε στη Ρώμη η γιορτή γεννήσεως του Χριστού κι έγινε στις 25 Δεκεμβρίου. Έτσι καθιερώθηκε ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού η 25η Δεκεμβρίου και η 1η Ιανουαρίου ως η πρώτη μέρας της νέας χρονιάς».

Από τότε λοιπόν έως σήμερα τα κάλαντα είναι από τα πιο γνωστά έθιμα κατά το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, «γνωστά κι ως το καλιάντασμα» όπως διευκρινίζει η κ. Πισιμίση.

«Ξεκινούν από την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κυρίως τα παιδιά αλλά και μεγάλοι και βγαίνουν στους δρόμους. Η παράδοση και ο λαϊκός πολιτισμός θέλει τα παιδιά της υπαίθρου να κρατούν στο χέρι τους ένα χλωρό ραβδί από την φύση που έχουν κόψει είτε από κρανιά από άλλο δέντρο και με αυτό χτυπούν την πόρτα του σπιτιού το οποίο επισκέπτονται. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές στα κάλαντα ανά περιοχή ως προς τις ευχές», τονίζει στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Πισιμίση.

Εκπληκτικό βίντεο με ποντιακά κάλαντα στην Ταυρίδα

Και προσθέτει: «Υπάρχουν διαφορετικοί στίχοι και τραγούδια. Το βασικό κοινό στοιχείο είναι το έθιμο, όπου παιδιά και μεγάλοι συνήθως το βράδυ της παραμονής 24 Δεκεμβρίου ή ανήμερα Χριστουγέννων μπαίνουν στο σπίτι του νοικοκύρη κρατώντας αυτό το χλωρό κλαδί με το οποίο όχι μόνο χτυπάνε την εξώπορτα του σπιτικού αλλά ακουμπούν και όλα τα μέλη της οικογένειας προκειμένου να τους μεταφέρουν την θαλερότητα, την ζωντάνια, τις ευχές. Θεωρούσαν στον λαϊκό πολιτισμό ότι το ξύλο που παίρνουν από την φύση και θετικές κι αρνητικές δυνάμεις. Θετικές τις οποίες μπορούν να μεταδώσουν με το άγγιγμα και ταυτόχρονα γονιμοποιητικές δυνάμεις».

Συμπληρώνει δε ότι «από την πλευρά τους, οι νοικοκυρές προσφέρουν είτε νομίσματα, καρπούς, κουλούρια και γλυκίσματα που έχει ο κάθε τόπος, κάστανα, καρύδια. Να πούμε βέβαια ότι αν κάποιο σπίτι δεν άνοιγε τότε υπήρχε και το αντίστοιχο σκωπτικό τραγούδι. Βέβαια σε ορισμένες περιοχές κρατούσαν και μουσικά όργανα όπως λαούτο, νταούλι ή άλλοτε κρατάνε μήλα, πορτοκάλια, ένα χάρτινο καράβι. Το τρίγωνο που επικρατεί στις μέρες μας συμβολίζει κυρίως τον ήχο. Στόχος είναι να μεταφέρεις τον ήχο με την έννοια του θορύβου. Κι ο θόρυβος σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί αποτρεπτικά του κακού και ταυτόχρονα ως πρόσκληση του καλού».

Όπως εξηγεί η λαογράφος το κυριότερο είναι ότι υπάρχει ένας βασικός κορμός που ακολουθούν τα έθιμο στον ελληνικό χώρο, σε όλες τις περιοχές είτε στην βόρεια είτε στη νότια είτε στη νησιωτική Ελλάδα. Μόνο κάποιες μικρές παραλλαγές παρατηρούνται που προσαρμόζονται και είναι οικείες στον κάθε τόπο και στους κατοίκους του.

Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα τα κάλαντα σηματοδοτούν την γιορτή, το αύριο, την έναρξη του καινούργιου. Τότε τα αποκαλούσαν χελιδονίσματα και η αρχή του έτους ήταν τον Μάρτιο.

Όπως δηλώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η λαογράφος του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη», Σταυρούλα Πισιμίση «αν και ήταν ταυτισμένα με την αρχή της άνοιξης εμπεριέχουν επίσης όπως και στις μέρες μας ευχετικούς στίχους για την καλοχρονιά, έχουν σχέση για την νοικοκύρη, τα μέλη της οικογένειας.

Τα πράγματα αλλάζουν για πρώτη φορά όταν 153 πΧ οι ανώτατοι άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους άρχισαν να αναλαμβάνουν το αξίωμά τους την 1η Ιανουαρίου. Από τότε η ημέρα αυτή άρχισε να θεωρείται ως αρχή του έτους. Οι Χριστιανοί όμως δεν γιόρταζαν την 1η αλλά την 6η Ιανουαρίου, που ήταν η βάπτιση του Χριστού. Το 354 πΧ στα μέσα του 4ου αιώνα διαχωρίστηκε στη Ρώμη η γιορτή γεννήσεως του Χριστού κι έγινε στις 25 Δεκεμβρίου. Έτσι καθιερώθηκε ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού η 25η Δεκεμβρίου και η 1η Ιανουαρίου ως η πρώτη μέρας της νέας χρονιάς».

Από τότε λοιπόν έως σήμερα τα κάλαντα είναι από τα πιο γνωστά έθιμα κατά το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, «γνωστά κι ως το καλιάντασμα» όπως διευκρινίζει η κ. Πισιμίση.

«Ξεκινούν από την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κυρίως τα παιδιά αλλά και μεγάλοι και βγαίνουν στους δρόμους. Η παράδοση και ο λαϊκός πολιτισμός θέλει τα παιδιά της υπαίθρου να κρατούν στο χέρι τους ένα χλωρό ραβδί από την φύση που έχουν κόψει είτε από κρανιά από άλλο δέντρο και με αυτό χτυπούν την πόρτα του σπιτιού το οποίο επισκέπτονται. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές στα κάλαντα ανά περιοχή ως προς τις ευχές», τονίζει στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Πισιμίση.

Και προσθέτει: «Υπάρχουν διαφορετικοί στίχοι και τραγούδια. Το βασικό κοινό στοιχείο είναι το έθιμο, όπου παιδιά και μεγάλοι συνήθως το βράδυ της παραμονής 24 Δεκεμβρίου ή ανήμερα Χριστουγέννων μπαίνουν στο σπίτι του νοικοκύρη κρατώντας αυτό το χλωρό κλαδί με το οποίο όχι μόνο χτυπάνε την εξώπορτα του σπιτικού αλλά ακουμπούν και όλα τα μέλη της οικογένειας προκειμένου να τους μεταφέρουν την θαλερότητα, την ζωντάνια, τις ευχές. Θεωρούσαν στον λαϊκό πολιτισμό ότι το ξύλο που παίρνουν από την φύση και θετικές κι αρνητικές δυνάμεις. Θετικές τις οποίες μπορούν να μεταδώσουν με το άγγιγμα και ταυτόχρονα γονιμοποιητικές δυνάμεις».

υμπληρώνει δε ότι «από την πλευρά τους, οι νοικοκυρές προσφέρουν είτε νομίσματα, καρπούς, κουλούρια και γλυκίσματα που έχει ο κάθε τόπος, κάστανα, καρύδια. Να πούμε βέβαια ότι αν κάποιο σπίτι δεν άνοιγε τότε υπήρχε και το αντίστοιχο σκωπτικό τραγούδι. Βέβαια σε ορισμένες περιοχές κρατούσαν και μουσικά όργανα όπως λαούτο, νταούλι ή άλλοτε κρατάνε μήλα, πορτοκάλια, ένα χάρτινο καράβι. Το τρίγωνο που επικρατεί στις μέρες μας συμβολίζει κυρίως τον ήχο. Στόχος είναι να μεταφέρεις τον ήχο με την έννοια του θορύβου. Κι ο θόρυβος σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί αποτρεπτικά του κακού και ταυτόχρονα ως πρόσκληση του καλού».

Όπως εξηγεί η λαογράφος το κυριότερο είναι ότι υπάρχει ένας βασικός κορμός που ακολουθούν τα έθιμο στον ελληνικό χώρο, σε όλες τις περιοχές είτε στην βόρεια είτε στη νότια είτε στη νησιωτική Ελλάδα. Μόνο κάποιες μικρές παραλλαγές παρατηρούνται που προσαρμόζονται και είναι οικείες στον κάθε τόπο και στους κατοίκους του.

AFEC03F4 D743 48AE AA6A F1EA74D00421
Θεσσαλοί Καραγκούνηδες

Τα Χριστούγεννα των Θεσσαλών Καραγκούνηδων

«Μπήκαν στα σπίτια τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα και τα κάθε είδους λαμπιόνια που αναβοσβήνουν. Οι κουλούρες πια δε ζυμώνονται από τις νοικοκυρές, αλλά αγοράζονται πλέον από τους φούρνους της γειτονιάς, στα παιδάκια που λένε τα κάλαντα δίνουν μόνο λεφτά και τα τραγούδια και τα γλέντια στα σπίτια σπάνια γίνονται».

Αυτά μεταξύ άλλων αναφέρει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Βάσω Κοζιού-Κολοφωτιά, ερευνήτρια τοπικής ιστορίας-Α’ Γραμματέας Αμφικτιονίας Θεσσαλών Καραγκούνηδων.
Η ίδια, με σημαντικά στοιχεία, που αποτελούν προϊόν έρευνας αλλά και έχοντας προσωπικά βιώματα, μας οδηγεί σε ένα ταξίδι, στα Χριστούγεννα των Θεσσαλών Καραγκούνηδων, με αναφορά και στη σημερινή εποχή.

Σήμερα, σημειώνει, οι περισσότεροι γλεντιστές προτιμούν πλέον τα νυκτερινά κέντρα και τις ταβέρνες και όσοι μένουν στα σπίτια τους, συντροφιά τους είναι η τηλεόραση με τα εορταστικά Χριστουγεννιάτικα προγράμματα που ετοιμάζουν τα κανάλια, που ουδόλως θυμίζουν την παράδοση του τόπου μας. Πολλές αλλαγές επήλθαν στον τρόπο ζωής και εορτασμού των Χριστουγέννων στους Καραγκούνηδες της υπαίθρου. Διατήρησαν όμως και πολλά στοιχεία του λαϊκού τους πολιτισμού, τα οποία σε συνδυασμό με τις αναβιώσεις που γίνονται από τους διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους, καταφέρνουν να τα μεταλαμπαδεύσουν στις επόμενες γενιές, δεν παραλείπει να τονίσει, για να διευκρινίσει: «Από τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα με τη φυγή των ανθρώπων της υπαίθρου προς την πόλη για αναζήτηση δουλειάς άρχισε σιγά, σιγά να αλλάζει και το όλο σκηνικό εορτασμού των Χριστουγέννων».

Πώς ήταν όμως τα Χριστούγεννα για τους Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας; «Ζώντας τα πρώτα χρόνια της ζωής μου», σημειώνει χαρακτηριστικά η κ. Κοζιού, «σε ένα αμιγώς καραγκουνοχώρι, την Κρανιά Καρδίτσας, βίωσα πολλά από τη ζωή των καραγκούνηδων. Αργότερα ως ιδρυτικό μέλος και Α’ Γραμματέας της Αμφικτιονίας των Θεσσαλών Καραγκούνηδων μέσα από τα καραγκούνικα ανταμώματα, τα πανελλήνια συνέδρια, τις ημερίδες και τα εργαστήρια που πραγματοποιήσαμε σε διάφορες πόλεις της Θεσσαλίας γνώρισα περισσότερα για αυτή την πληθυσμιακή ομάδα η οποία διατήρησε την ελληνική γλώσσα και πολλά από τα ήθη, τα έθιμα και δρώμενα που οι ρίζες τους ακουμπούν στην αρχαιότητα».

Και προσθέτει: «Βαθιά θρησκευόμενοι αλλά και πιστοί σε διάφορες μαγικές τελετουργίες οι καραγκούνηδες ζούσαν έντονα το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι την ημέρα των Θεοφανείων. Όλα άλλαζαν αυτές τις ημέρες. Τα σπίτια έπαιρναν μια γιορτινή όψη. Οι καραγκούνες νοικοκυρές είχαν πολλά να κάνουν. Παλάμιζαν το πάτωμα των σπιτιών, ασβέστωναν τους τοίχους, φουκάλιζαν τη ρούγα και έστρωναν τις καλές μαντανίες στα κρεβάτια. Πρωί- πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων ζύμωναν τις αυγοκλούρες για τα παιδιά της οικογένειας και τα παιδιά που θα τους έλεγαν τα κάλαντα, καθώς και τη χριστουγεννιάτικη κουλούρα του σπιτιού με τις σταφίδες και τα σύκα και ετοίμαζαν την παραγεμιστή κότα με ρύζι, σύκα, σταφίδες, τα εντόσθια της κότας και κομματάκια από πρόσφορο για να είναι ευλογημένο το χριστουγεννιάτικο τραπέζι».

Ξημερώματα, συνεχίζει η κ. Κοζιού, της ημέρας των Χριστουγέννων χτυπούσε η καμπάνα και όλη η οικογένεια ντυμένη με τα καλά της και καθαρή στην ψυχή και στο σώμα, αφού όλα τα μέλη της νήστευαν, ξεκινούσε για την εκκλησία. Πολύ τυχερός και ευλογημένος θεωρείτο, όποιος προλάβαινε να χτυπήσει την καμπάνα με τον γνωστό χαρμόσυνο ήχο που έστελνε το μήνυμα της γέννησης του Χριστού. Μετά τη θεία μετάληψη και το τέλος της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας οι χριστιανοί έλεγαν μεταξύ τους τα χρόνια πολλά και οι γυναίκες μέσα και έξω στην εκκλησία μοίραζαν κομμάτια ζυμωτής, φρεσκοψημένης και μοσχομυριστής κουλούρας και κομμάτια τηγανισμένου κοτόπουλου για τις ψυχές των πεθαμένων.

«Το μεσημέρι ανήμερα, των Χριστουγέννων απολάμβαναν την ολόζεστη σούπα και την παραγεμισμένη κότα ή γαλοπούλα και τη χοιρινή τηγανιά, αν η γουρνουχαρά είχε προηγηθεί, και αντάλλαζαν ευχές. Με το φαγητό και το κρασάκι ερχόταν και το κέφι με τα τραπεζιάτικα τραγούδια. Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι δεν ξεστρώνονταν εκείνη τη μέρα ούτε έβγαζαν τα γιορτινά τους, γιατί πίστευαν ότι μαζί τους ήταν και ο Χριστός και ήθελαν να ζήσουν όσες περισσότερες ώρες μπορούσαν μαζί του και να τον τιμήσουν. Το βράδυ οι άνδρες επισκέπτονταν τα σπίτια που γιόρταζαν και το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι αργά», λέει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ η ερευνήτρια.

Τη δεύτερη ή Τρίτη μέρα των Χριστουγέννων τα περισσότερα σπίτια των καραγκούνηδων ήταν επί ποδός, γιατί είχαν την γουρνοχαρά. Το σφάξιμο και το συμμάζεμα του γουρουνιού ήταν μια ιεροτελεστία. Από νωρίς το πρωί 4-5 άνδρες και άλλες τόσες γυναίκες, συνήθως συγγενείς ή φίλοι των νοικοκύρηδων, κατέφταναν στο σπίτι για να βοηθήσουν, γιατί μια μόνη οικογένεια δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Όλα τα σύνεργα για το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν έτοιμα, εξηγεί η κ. Κοζιού, από την προηγούμενη μέρα, για να προσθέσει: «Τα καλοτροχισμένα μαχαίρια και τσεκούρια για το σφάξιμο, τα κοκκαλάρια για το γέμισμα των λουκάνικων, η τάβλα όπου θα έκοβαν το κρέας και τα πράσα για τον ζαϊρέ των λουκάνικων, οι κατσαρόλες για το καυτό νερό όπου βουτούσαν το κεφάλι και τα πόδια για να τα μαδήσουν και το μεγάλο καλογανωμένο καζάνι, όπου έλιωναν τον παστό για να πάρουν τη λίπα και τις τσιγαρίδες, που πολλές νοικοκυρές τις ανακάτευαν με πράσα αλάτι και διάφορα μυρωδικά και τις διατηρούσαν σε πιθάρια για πολύ καιρό. Νοστιμάτατος μεζές οι τσιγαρίδες μέχρι να στεγνώσουν τα λουκάνικα, που τα κρεμούσαν κατάματα στον ήλιο κάτω από την αστρέχα του σπιτιού».

Η νοικοκυρά ακολουθώντας τις παραδοσιακές συνήθειες των προγόνων της, όταν έσφαζαν το γουρούνι, έπαιρνε μια φτιαριά κάρβουνα, έριχνε το θυμίαμα και το έδινε στον αφέντη του σπιτιού ο οποίος, αφού θυμιάτιζε όλους τους παραβρισκόμενους, το έριχνε στον λαιμό του γουρουνιού. Πίστευαν με αυτόν τον τρόπο πως θα έχουν την ευλογία του Χριστού και θα έδιωχναν μακριά τους καρκάτζαλους που μαγάριζαν το κρέας και τα άλλα φαγώσιμα.
«Έχω έντονα χαραγμένη στη μνήμη μου τη γιαγιά μου Βασιλική και τη μάνα μου Σταυρούλα που έριχναν κάθε βράδυ στη φωτιά αλάτι και θυμιάμα κατά τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, για να κρατήσουν μακριά από το σπίτι μας τους καλικάντζαρους», τονίζει και συνεχίζει: «Μόλις τελείωνε το συμμάζεμα του γουρουνιού οι άνδρες και οι γυναίκες έφευγαν για τα σπίτια τους. Οι άνδρες όμως με τα καλά τους ρούχα ξαναγύριζαν στο σπίτι που είχε τη γουρνοχαρά και εκεί στήνονταν ένα πλούσιο τραπέζι με τυρόπιτες, τηγανιά, ψητό χοιρινό στα κάρβουνα, κρασί από το αμπέλι και τραγούδι μέχρι αργά το βράδυ. Πάντως η ίδια σημειώνει, πως πρώτος ο νοικοκύρης, για να τιμήσει τους φιλοξενούμενους, άρχιζε το παρακάτω τραγούδι:

Απόψε στο σπιτάκι μου έχω χαρά μεγάλη
τον άγγελό μου φίλευα και το Χριστό κερνούσα
και την κυρά την Παναγιά τη σταυροπροσκυνούσα,
να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου».

Το τραγούδι, το γλέντι και ο χορός συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ με κύριους πρωταγωνιστές συνήθως τους άνδρες και τη νοικοκυρά όρθια στην πόρτα έτοιμη να γεμίσει ξανά το τραπέζι με μεζέδες και τις κανάτες με κρασί. Αργά το βράδυ το γλέντι διαλυόταν και η ίδια παρέα έδινε το ραντεβού της για την επόμενη γουρνουχαρά στο σπίτι κάποιου άλλου της παρέας. Με τις γουρνουχαρές, το φαγοπότι και τα τραγούδια οι Καραγκούνηδες γλεντούσαν με την ψυχή τους τις μέρες των Χριστουγέννων περιμένοντας την Πρωτοχρονιά και τη μεγάλη γιορτή του Αγίου Βασιλείου.

Τον εορτασμό των Χριστουγέννων με τις γουρνουχαρές, τα γλέντια, τα τραγούδια και τους χορούς τον σταμάτησε απότομα ο πόλεμος του 1940 και η κατοχή και αργότερα ο εμφύλιος. Όταν όλα αυτά τελείωσαν, οι Καραγκούνηδες επανήλθαν στον παλιό εορτασμό των Χριστουγέννων αλλά έλειπε ο ενθουσιασμός, έλειπαν και τα χρήματα, καταλήγει η ίδια.

51377C99 97DE 420F A01D 8B8B9BDE3A52
Χριστούγεννα στην Καππαδοκία

Τα Χριστουγεννιάτικα έθιμα που έφεραν οι Καππαδόκες πρόσφυγες!

Παλιές παραδόσεις και έθιμα που έρχονται από το βάθος του χρόνου, που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά και έχουν ρίζες η επιρροές από την αρχαιότητα, τη θρησκεία και την ιστορική διαδρομή ενός τόπου μακρινού της Καισαρείας στην Καππαδοκία, έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες το 1924, στην νέα τους πατρίδα που την ονόμασαν Νεοκαισάρεια Ιωαννίνων.
Οι Καππαδόκες πρόσφυγες είχαν μεγάλη πίστη για αυτό πρώτο τους μέλημα ήταν να χτίσουν Ιερό Ναό αφιερωμένο «στον δικό τους Άγιο», τον Μέγα Βασίλειο, που είχε διατελέσει επίσκοπος Καισαρείας.

Στην πλατεία του χωριού από τότε μέχρι σήμερα τις Χριστουγεννιάτικες μέρες, οι βαθιά θρησκευόμενοι πρόσφυγες στήνουν δύο καλύβες. Η πρώτη είναι αφιερωμένη την γέννηση του θείου βρέφους, και η δεύτερη στον Μέγα Βασίλειο, τον άγιο της Πρωτοχρονιάς για να θυμίζει σε όλους, όπως η υπογραμμίζει η Πρόεδρος του Μικρασιατικού Συλλόγου Νεοκαισάρειας Ιωαννίνων πως, «έρχεται από την Καισαρεία ,όπως λένε τα κάλαντα μας , κρατάει πένα και χαρτί, βιβλία, είναι φιλάνθρωπος, φοράει μόνο το ράσο του, χωρίς να σέρνουν το έλκηθρο του τάρανδοι και ελάφια».

Πιστή στην παράδοση, η κάθε οικογένεια στην Νεοκαισάρεια τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια τα έθιμα της πατρίδας. Γλυκά και φαγητά τις ημέρες των Χριστουγέννων έχουν τον δικό συμβολισμό.

«Χερσέ», το ευλογημένο από την Παναγιά φαγητό, όπως λένε οι πρόσφυγες. Την παραμονή των Χριστουγέννων, στο κάθε σπίτι η νοικοκυρά μαγειρεύει «χερσέ», σιτάρι μαζί με κοτόπουλο και πριν το σερβίρει στο τραπέζι για την οικογένεια, πηγαίνει πιάτα με το φαγητό στους γείτονες. Το σιτάρι και το κοτόπουλο αποτελούν τροφή για ζώα και ανθρώπους, γι’ αυτό το φαγητό, συμβολίζει την επάρκεια των αγαθών στο κάθε σπίτι. Σύμφωνα με την παράδοση η Παναγία, βρήκε αυτή την τροφή κοντά στην φάτνη για να φάει, γι’ αυτό είναι το ευλογημένο των Καππαδόκων φαγητό της προσφοράς και το μοιράζουν.

Το «κετέ» και το γλυκό «σινί», είναι τα εδέσματα των γιορτινών ημερών, που δεν λείπουν από κανένα σπίτι. Το «σινί», γίνεται με χειροποίητο φύλλο, καρύδια και καμένο αλεύρι. Το «κετέ», είναι τσουρέκι σε σχήμα σαλίγκαρου, ενώ το μυστικό του βρίσκεται βούτυρο με καμένο αλεύρι.

Από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, δεν λείπει η βασιλόπιτα ,καθώς η «ιστορία» της, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την μακρινή τους πατρίδα τη Καισαρεία. Σύμφωνα με την παράδοση τους, όταν επί Επισκόπου Βασιλείου ,οι χριστιανοί υπέστησαν μεγάλο διωγμό, προκειμένου να σώσουν την πόλη της, μάζεψαν τα χρυσαφικά τους για να τα προσφέρουν ως αντάλλαγμα, ώστε να σταματήσουν οι διωγμοί.

Όταν ο τύραννος ηγεμόνας και οι στρατιώτες του λεηλατούσαν την Καισαρεία, μια μεγάλη λάμψη στον ουρανό και ένα χρυσός καβαλάρης, που ήταν ο μάρτυρας άγιος Μερκούριος, τους αφάνισε και σταμάτησε η καταστροφή. Τα χρυσαφικά που είχαν συγκεντρωθεί έπρεπε να επιστραφούν στους χριστιανούς της πόλης. Ο Επίσκοπος Βασίλειος, επειδή ήταν πολύ δύσκολο να γίνει δίκαιη επιστροφή, πρότεινε οι γυναίκες να ζυμώσουν μικρές πίτες μέσα στις οποίες τοποθέτησε ένα χρυσαφικό και τις μοίρασε στους πιστούς. Ως εκ θαύματος ο καθένας βρήκε μέσα στην πίτα, ό,τι ήταν δικό του. Από τότε η βασιλόπιτα με το «φλουρί», συμβολίζει την χαρά, την δικαιοσύνη και την ηρεμία στο κάθε σπίτι.

C3F7E6A7 6A65 4348 A814 952DAB36F191

Χριστούγεννα θα πει αγάπη…

Χριστούγεννα και πάλι. Τα πάντα έχουν ντυθεί τα καλά τους, ίσως για να ξεχάσουμε και τη θλιβερή πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Ίσως για να δούμε τις φατσούλες των μικρών παιδιών να γελάνε και να χαίρονται, κάνοντας όνειρα για τα δώρα που θα τους φέρει ο δικός τους Αη-Βασίλης και για να γεννηθεί μέσα στην άδολη καρδούλα τους ο μικρός Χριστός.
Τα παιδιά που χαίρονται τόσο πολύ με τα φανταχτερά λαμπιόνια, τις γιρλάντες, τα στολισμένα δέντρα, τα κάλαντα (που φέτος λόγω κορονοιού δεν είπαν) και με όλα τα  χριστουγεννιάτικα καλούδια ξέρουν καλά το μήνυμα της αγάπης και την προσφέρουν απλόχερα σε όσους είναι κοντά τους ζεσταίνοντας τις καρδιές μας. Ένα μικρό παιδί κι ο Χριστός που γεννάται σήμερα έρχεται να ζεστάνει με την πιο όμορφη και γλυκιά αγαλλίαση τις καρδιές μας.

Τα γιορτινά τραπέζια που θα ενώσουν για ακόμα μια φορά οικογένειες (με περιορισμούς φέτος) θα μας κάνουν να νιώσουμε τη θαλπωρή που δεν έχουμε την ευκαιρία να αισθανθούμε τις υπόλοιπες μέρες μέσα στη δίνη της καθημερινότητας. Κι όμως κάπου στον κόσμο αυτά Χριστούγεννα δεν θα γελάσουν τα παιδικά προσωπάκια, δεν θα μαζευτούν οικογένειες και φίλοι, δεν θα υπάρξει θαλπωρή και η γλυκιά προσμονή των δώρων γιατί εκεί ένας άλλος Ηρώδης κυνηγά και απειλεί με σφαγή το μικρό Χριστό που γλυκά έχει γεννηθεί στις καρδιές των πιστών Του.

Μήπως όμως και δίπλα μας ο Ηρώδης της φτώχειας και της αδιαφορίας δεν κυνηγά το μήνυμα των Χριστουγέννων; Για μία σημαντική μερίδα ανθρώπων οι γιορτές αυτές συνδυάζονται με τη διασκέδαση, την καλοπέραση και το φαγοπότι. Όχι ότι αυτό είναι κακό από μόνο του, αλλά όταν δεν συνδυαστεί με προσφορά προς το συνάνθρωπο και με την πνευματικότητα, τότε η γιορτή έχει χάσει όλο της το νόημα, αφού από την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και την ταπείνωση του Θείου Βρέφους δεν έχει μείνει τίποτα μέσα μας. Κατά την ταπεινή μας άποψη, το πραγματικό μήνυμα των γιορτών αυτών, όπως και κάθε άλλης γιορτής, είναι η συνεισφορά στον συνάνθρωπο που υποφέρει, η προσφορά που δίνει χαρά στην ψυχή μας και κάνει το τραπέζι μας ακόμα πιο γιορτινό.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους, έτσι όπως τα ονειρεύεται ο καθένας από εμάς, με υγεία, χαρά, ειρήνη και ελπίδα για όλο τον κόσμο!
Χρήστος Α. Κατσαρός. Αρθρογράφος – Διεθνής αναλυτής

ΔΗΜΟΦΙΛΗ