…ΚΑΘΩΣ ΑΥΞΑΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΡΟΥΣΜΑΤΑ
Του Καθηγητή ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ο θάνατος που οριοθετεί το τραγικότερο σημείο στο ευρύ φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων στην περίπτωση της αυτοκτονίας, πέρα από την τραγικότητά του, εμπεριέχει και τα καταθλιπτικά στοιχεία που δημιουργούν οι υποκειμενικές ενοχές συγγενών και φίλων για την αδυναμία τους να προβλέψουν και να αποτρέψουν το γεγονός. Επιπρόσθετα στην κοινή γνώμη γεννάται και το απλό φαινομενικά, αλλά φοβερά δύσκολο να απαντηθεί, μονολεκτικό ερώτημα του “γιατί”;
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στον ελλαδικό χώρο μια έξαρση του τραγικού αυτού φαινόμενου. Νέα παιδιά, μεσήλικες άνδρες και γυναίκες, αλλά και άτομα της τρίτης ηλικίας προερχόμενα από κάθε κοινωνικοοικονομική ομάδα της σύγχρονης αστικοβιομηχανικής Ελλάδας, θέτουν τέρμα στη ζωή τους, αναιρούν το ύψιστο και ανεπανάληπτα μοναδικό αγαθό της ύπαρξής τους βυθίζοντας ταυτόχρονα σε απόγνωση και πένθος τις οικογένειές τους. Σήμερα τα άτομα που αυτοκτονούν δεν το πράττουν μόνο για τους κλασικά δεδομένους λόγους της ερωτικής απογοήτευσης ή της ανεπανόρθωτης οικονομικής καταστροφής, αλλά επιπρόσθετα επειδή απέτυχαν στις πανελλήνιες εξετάσεις, επειδή δεν προσαρμόζονται στις απαιτήσεις της στρατιωτικής ζωής, επειδή βαρέθηκαν την ανιαρότητα της ζωής ή και αυτό είναι ταυτόχρονα και τραγικότερο και σημαντικότερο, έτσι, χωρίς κανένα εμφανή λόγο.
Φυσικά, καθώς αυξάνουν τα τραγικά στατικά δεδομένα της αυτοκτονίας αυξάνει και η ένταση και η συχνότητα του ερωτηματικού “γιατί;”. Οι κοινωνιολόγοι αναζητούν την ερμηνεία του φαινόμενου σε δομολειτουργικά αίτια της κοινωνικής οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνικών συστημάτων, ενώ οι ψυχολόγοι την εστιάζουν σε ενδογενή ή εξωγενή ψυχοπαθολογικά αίτια, σε ανεπάρκεια της προσωπικότητας του ατόμου ή στην αδυναμία του να ικανοποιήσει θεμελιακές υπαρξιακές και ψυχοσυναισθηματικές του ανάγκες.
Στατιστικά δεδομένα
Τα στατιστικά δεδομένα του παγκόσμιου οργανισμού υγείας του ΟΗΕ, μας πληροφορούν ότι το ψυχοκοινωνικό φαινόμενο της αυτοκτονίας είναι γνωστό σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας.
Σε αντίθεση με άλλα θρησκευτικά δόγματα η χριστιανοσύνη, το Ισλάμ και ο ιουδαϊσμός θεωρούν την αυτοχειρία ως “κολάσιμη ηθικά πράξη”, χωρίς αυτό βέβαια, να σημαίνει ότι σε κοινωνικά συστήματα όπου επικρατούν οι παραπάνω θρησκείες έχουμε λιγότερες αυτοκτονίες. Τα υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονίας ανά 100.000 κατοίκους έχουν η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Δανία, η Σουηδία, η Ιαπωνία και η Γερμανία, ενώ χαμηλά ποσοστά έχουν η Ιταλία, Η Ιρλανδία, ο Καναδάς, η Νορβηγία και η Πολωνία.
Η Ελλάδα, στατιστικά τουλάχιστον, δεν παρουσιάζει μέχρι τώρα ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον έστω και αν η πρόσφατα παρατηρούμενη έξαρση στον αριθμό των αυτοκτονιών αποτελεί μια διογκούμενη τραγικά οδυνηρή ψυχοκοινωνική τραυματική εμπειρία για συγκεκριμένα πρόσωπα και συγκεκριμένες οικογένειες.
Από τα ίδια γενικά στατιστικά στοιχεία του παγκόσμιου οργανισμού υγείας προέρχονται και μερικές αρκετά σημαντικές διαπιστώσεις. Έτσι τα παντρεμένα άτομα (να κάτι που ίσως θα μειώσει τον κυνισμό των φανατικών εργένηδων απέναντι στους παντρεμένους), παρουσιάζουν μικρότερα ποσοστά στις αυτοκτονίες απ’ ότι τα αδέσμευτα άτομα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν στην οικογένεια υπάρχουν και παιδιά.
Ανέκαθεν οι γυναίκες παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά σε “απόπειρες” αυτοκτονίας και οι άνδρες σε “επιτυχείς” αυτοκτονίες. Τα ποσοστά όμως αυτά τείνουν να εξισωθούν ανάμεσα στα δυο φύλα αντικατοπτρίζοντας, ίσως, τις γενικότερες τάσεις εξίσωσης των δυο φύλων μέσα από το φεμινιστικό κίνημα. Οι άνδρες δείχνουν προτίμηση στα βίαια, και συνεπώς τελεσίδικα μέσα αυτοκτονίας (όπλα ή πτώση από μεγάλο ύψος), ενώ οι γυναίκες προτιμούν ηρεμιστικά χάπια ή το συνδυασμό αλκοόλ και ηρεμιστικών – αγχολυτικών χαπιών. Η επιλογή του μέσου αποβαίνει, ευνόητα, καθοριστική για την “επιτυχία” του αυτόχειρα ή και για την έγκαιρη ανακάλυψη της απόπειρας και κατά συνέπεια, τη διάσωσή του.
Τελικά, από τα στατιστικά δεδομένα συνάγεται ότι οι αυτοκτονίες παρουσιάζουν έξαρση την άνοιξη, υποχωρούν τους χειμερινούς μήνες, συμβαίνουν τη Δευτέρα συχνότερα από κάθε άλλη μέρα της εβδομάδας, στο διάστημα των εορτών των Χριστουγέννων και σε ποσοστό πραγματικά εντυπωσιακό (περίπου το 75%), μέσα στον οικείο χώρο του αυτόχειρα, δηλαδή στο διαμέρισμα ή το σπίτι του, στην αυλή του ή σε κάποιο βοηθητικό οίκημα, όταν πρόκειται για αγροτική οικογένεια ή για κάτοικο πόλης που βρίσκεται στο εξοχικό του.
Μια ψυχοκοινωνική θεώρηση
Η κλασική τυπολογία της αυτοκτονίας έγινε από τον Γάλλο κοινωνιολόγο Emile Durkheim, ο οποίος καθόρισε τρεις συγκεκριμένους τύπους.
Πρώτον “την αλτρουιστική”, όπου το άτομο στην προσπάθειά του να διασώσει κάποιον ή κάποιους συγγενείς, φίλους, γνωστούς ή ακόμη και εντελώς άγνωστους συνανθρώπους του από άμεσο κίνδυνο “θυσιάζει” την προσωπική του ύπαρξη, δεύτερον, “την εγωιστική”, όπου το άτομο τερματίζει τη ζωή του για καθαρά προσωπικούς του λόγους όντας εντελώς αποστασιοποιημένο από τον πόνο και την οδύνη που αυτή του η πράξη μπορεί να προκαλέσει σε συγγενικά πρόσωπα και φίλους και τρίτον “την ανομική”, όπου το άτομο προτιμά να διακόψει αμετάκλητα τη συνέχιση της υπαρξιακής του οντότητας ακριβώς επειδή κάποιες φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πλημμύρες ή πόλεμοι), ή ακόμη και η ραγδαία κοινωνική αλλαγή που υφίσταται το σύστημα στο οποίο ζει μετουσιώνει τα γνωστά του πρότυπα διαπροσωπικών σχέσεων, αλλάζουν τα νοήματα και οι αξίες της ζωής και επικρατεί “κοινωνική ανομία”, την οποία το άτομο την αισθάνεται ως μείωση της ικανότητάς του να ζήσει και να λειτουργήσει όπως ήξερε.
Το άτομο που κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, άσχετα εάν το κατορθώνει ή όχι σε τελική ανάλυση, πιστεύει ότι βρίσκεται αντιμέτωπο με δυο μόνο επιλογές, δηλαδή να συνεχίσει την υπαρξιακή του πορεία, όπως έχει ή να την αναστείλει τελεσίδικα. Εκείνο που πραγματικά έχει ιδιαίτερη σημασία, και αυτό το υπογραμμίζω, το επισημαίνω ακριβώς επειδή σχεδόν πάντοτε διαφεύγει της προσοχής συγγενών και φίλων, είναι το γεγονός ότι κάθε αυτόχειρας πριν πραγματοποιήσει την τελική επιλογή του δίνει πολλά μηνύματα, προειδοποιεί τους γύρω του αναφορικά με τον περιορισμό των επιλογών του σε ότι αφορά την επικείμενη πράξη του.
Δυστυχώς, μέσα στην πολύβουη αγχώδη καθημερινότητά μας οι περισσότεροι από εμάς, γονείς, συγγενείς και φίλοι ή αδυνατούμε να αντιληφθούμε “τις κραυγές απόγνωσης του ατόμου”, ή όταν τις αντιληφθούμε εκτιμούμε τις περισσότερες ως κενές απειλές”, ή ακόμη ως “παρατραβηγμένους θεατρινισμούς”. Ίσως βοηθά συχνά σε αυτές τις εκτιμήσεις και το γεγονός ότι μόνο το ένα στα δέκα άτομα που επιχειρούν να αυτοκτονήσουν τελικά το “πετυχαίνουν”. Τα υπόλοιπα εννιά άτομα, όπως προκύπτει από αξιολογήσεις που επακολουθούν ή πραγματικά παίζουν θέατρο ή δεν τολμούν να φτάσουν στο τελικό στάδιο της αυτοκαταστροφής.
Το αμείλικτο “γιατί;”
Συχνά βρίσκομαι αντιμέτωπος με συγγενείς και φίλους που με απόγνωση που δημιουργεί μια “απόπειρα” ή την αμέτρητη ψυχική οδύνη που την φορτίζουν οι ενοχές μιας “επιτυχημένης” προσπάθειας μου θέτουν το αρχικό, αμείλικτο ερώτημα του “ΓΙΑΤΙ;” και του πως θα μπορούσε να είχε προληφθεί η πράξη. Σε γενικές γραμμές, γιατί η κάθε περίπτωση είναι αυτοτελής, θα δώσω τα ακόλουθα ως ερμηνευτικές απαντήσεις.
1) Χρόνια επώδυνη μοναξιά και νευρωτική κατάθλιψη ή μελαγχολία. Το άτομο χωρίς βοήθεια από τον ειδικευμένο ψυχολόγο ή χωρίς φαρμακευτική αγωγή που θα του προσφέρει ο νευρολόγος – ψυχίατρος ή και ο παθολόγος του (σε συνδυασμό πάντοτε με την ψυχοθεραπευτική υποστήριξη), δεν βλέπει πλέον τον λόγο να δώσει συνέχεια στην άδεια του υπαρξιακή οντότητα.
2) Το άτομο διακατέχεται από υποκειμενικό, ακατανίκητο συναίσθημα “ντροπής” ή και από υπερβολικό “φόβο”, ότι θα τιμωρηθεί επειδή απέτυχε σε κάποιες σημαντικές του επιδιώξεις ή σε στόχους που είχε θέσει.
3) Υπάρχουν έντονα συναισθήματα “ενοχών”, για πράξεις που το άτομο ποτέ δεν εκμυστηρεύθηκε σε οικείους του ή σε κάποιον φίλο του, σε κάποιον ιερέα ή σε κάποιον ψυχολόγο, ψυχαναλυτή, ψυχοθεραπευτή.
4) Το άτομο καταλαμβάνεται από την ακατανίκητη ανάγκη της φυγής από ένα περιβάλλον που αντιλαμβάνεται ως καταπιεστικό, ή από πρόσωπα που καθημερινά το πληγώνουν και έτσι η πραγματικά οδυνηρή “φυγή με την αυτοκτονία” αποτελεί πράξη επιβολής συναισθηματικής “τιμωρίας” σε κάποιον ή κάποιους από τους οποίους το άτομο θέλει να φύγει.
Δύο παιδιά αφαίρεσαν τη ζωής τους το τελευταίο 24-ωρο και με τις αρνητικές οικονομικές προοπτικές που θα επιβαρύνουν κάθε ελληνική οικογένεια η πρόσφατη έξαρση των αυτοκτονιών στον ελλαδικό μας χώρο αποτελεί έναν ακόμη δείκτη μιας κοινωνίας που νοσεί. Είναι ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ανάγκη η δημιουργία ειδικών συμβουλευτικών σταθμών βοήθειας για περιπτώσεις ψυχολογικών κρίσεων (αυτά που αποκαλούνται crisis Lines ή και hot lines), που να λειτουργούν σε 24ωρη βάση παρέχοντας στον ή στην πιθανή αυτόχειρα την απαραίτητη χρονική κάλυψη των έντονων στιγμιαίων συναισθηματικών του αναγκών ή των ψυχικών του κρίσεων με ανθρωπιά, αλλά και με επιστημονική αρτιότητα. Τέτοια κέντρα, ή τηλεφωνικές γραμμές, υπάρχουν σε κάθε μεγαλούπολη άλλων χωρών και βρίσκονται τυπωμένα σε εμφανή σημεία τηλεφωνικών καταλόγων.
Είναι απαραίτητο οι γονείς, οι συγγενείς και οι φίλοι να προστρέξουν ζητώντας τη γνώμη κάποιου ειδικού αμέσως μόλις γίνουν αντιληπτά τα πρώτα σημάδια ή αμέσως μετά την πρώτη “ανεπιτυχή απόπειρα”. Η μέχρι σήμερα προσφερόμενη νοσοκομειακή βοήθεια δεν εξαντλεί το πλήρες, το απαιτούμενο φάσμα ψυχοκοινωνικής αρωγής στο άτομο και τα μέλη της οικογένειας του. Επαναλαμβάνω, έστω και αν γίνω κουραστικός, ότι το κάθε άτομο πολύ πριν την τελική του πράξη δίνει σημαντικά σήματα “έκκλησης για βοήθεια”. Εάν τα πάρουμε στα σοβαρά και τα δούμε με αγάπη και κατανόηση οπωσδήποτε θα προλάβουμε την μετέπειτα ανείπωτη ψυχική οδύνη των συγγενών και φίλων του κάθε αυτόχειρα που κλείνει βίαια την “παρένθεση της εφήμερης προσωπικής του ύπαρξης”.
Του Καθηγητή ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ο θάνατος που οριοθετεί το τραγικότερο σημείο στο ευρύ φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων στην περίπτωση της αυτοκτονίας, πέρα από την τραγικότητά του, εμπεριέχει και τα καταθλιπτικά στοιχεία που δημιουργούν οι υποκειμενικές ενοχές συγγενών και φίλων για την αδυναμία τους να προβλέψουν και να αποτρέψουν το γεγονός. Επιπρόσθετα στην κοινή γνώμη γεννάται και το απλό φαινομενικά, αλλά φοβερά δύσκολο να απαντηθεί, μονολεκτικό ερώτημα του “γιατί”;
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στον ελλαδικό χώρο μια έξαρση του τραγικού αυτού φαινόμενου. Νέα παιδιά, μεσήλικες άνδρες και γυναίκες, αλλά και άτομα της τρίτης ηλικίας προερχόμενα από κάθε κοινωνικοοικονομική ομάδα της σύγχρονης αστικοβιομηχανικής Ελλάδας, θέτουν τέρμα στη ζωή τους, αναιρούν το ύψιστο και ανεπανάληπτα μοναδικό αγαθό της ύπαρξής τους βυθίζοντας ταυτόχρονα σε απόγνωση και πένθος τις οικογένειές τους. Σήμερα τα άτομα που αυτοκτονούν δεν το πράττουν μόνο για τους κλασικά δεδομένους λόγους της ερωτικής απογοήτευσης ή της ανεπανόρθωτης οικονομικής καταστροφής, αλλά επιπρόσθετα επειδή απέτυχαν στις πανελλήνιες εξετάσεις, επειδή δεν προσαρμόζονται στις απαιτήσεις της στρατιωτικής ζωής, επειδή βαρέθηκαν την ανιαρότητα της ζωής ή και αυτό είναι ταυτόχρονα και τραγικότερο και σημαντικότερο, έτσι, χωρίς κανένα εμφανή λόγο.
Φυσικά, καθώς αυξάνουν τα τραγικά στατικά δεδομένα της αυτοκτονίας αυξάνει και η ένταση και η συχνότητα του ερωτηματικού “γιατί;”. Οι κοινωνιολόγοι αναζητούν την ερμηνεία του φαινόμενου σε δομολειτουργικά αίτια της κοινωνικής οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνικών συστημάτων, ενώ οι ψυχολόγοι την εστιάζουν σε ενδογενή ή εξωγενή ψυχοπαθολογικά αίτια, σε ανεπάρκεια της προσωπικότητας του ατόμου ή στην αδυναμία του να ικανοποιήσει θεμελιακές υπαρξιακές και ψυχοσυναισθηματικές του ανάγκες.
Στατιστικά δεδομένα
Τα στατιστικά δεδομένα του παγκόσμιου οργανισμού υγείας του ΟΗΕ, μας πληροφορούν ότι το ψυχοκοινωνικό φαινόμενο της αυτοκτονίας είναι γνωστό σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας.
Σε αντίθεση με άλλα θρησκευτικά δόγματα η χριστιανοσύνη, το Ισλάμ και ο ιουδαϊσμός θεωρούν την αυτοχειρία ως “κολάσιμη ηθικά πράξη”, χωρίς αυτό βέβαια, να σημαίνει ότι σε κοινωνικά συστήματα όπου επικρατούν οι παραπάνω θρησκείες έχουμε λιγότερες αυτοκτονίες. Τα υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονίας ανά 100.000 κατοίκους έχουν η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Δανία, η Σουηδία, η Ιαπωνία και η Γερμανία, ενώ χαμηλά ποσοστά έχουν η Ιταλία, Η Ιρλανδία, ο Καναδάς, η Νορβηγία και η Πολωνία.
Η Ελλάδα, στατιστικά τουλάχιστον, δεν παρουσιάζει μέχρι τώρα ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον έστω και αν η πρόσφατα παρατηρούμενη έξαρση στον αριθμό των αυτοκτονιών αποτελεί μια διογκούμενη τραγικά οδυνηρή ψυχοκοινωνική τραυματική εμπειρία για συγκεκριμένα πρόσωπα και συγκεκριμένες οικογένειες.
Από τα ίδια γενικά στατιστικά στοιχεία του παγκόσμιου οργανισμού υγείας προέρχονται και μερικές αρκετά σημαντικές διαπιστώσεις. Έτσι τα παντρεμένα άτομα (να κάτι που ίσως θα μειώσει τον κυνισμό των φανατικών εργένηδων απέναντι στους παντρεμένους), παρουσιάζουν μικρότερα ποσοστά στις αυτοκτονίες απ’ ότι τα αδέσμευτα άτομα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν στην οικογένεια υπάρχουν και παιδιά.
Ανέκαθεν οι γυναίκες παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά σε “απόπειρες” αυτοκτονίας και οι άνδρες σε “επιτυχείς” αυτοκτονίες. Τα ποσοστά όμως αυτά τείνουν να εξισωθούν ανάμεσα στα δυο φύλα αντικατοπτρίζοντας, ίσως, τις γενικότερες τάσεις εξίσωσης των δυο φύλων μέσα από το φεμινιστικό κίνημα. Οι άνδρες δείχνουν προτίμηση στα βίαια, και συνεπώς τελεσίδικα μέσα αυτοκτονίας (όπλα ή πτώση από μεγάλο ύψος), ενώ οι γυναίκες προτιμούν ηρεμιστικά χάπια ή το συνδυασμό αλκοόλ και ηρεμιστικών – αγχολυτικών χαπιών. Η επιλογή του μέσου αποβαίνει, ευνόητα, καθοριστική για την “επιτυχία” του αυτόχειρα ή και για την έγκαιρη ανακάλυψη της απόπειρας και κατά συνέπεια, τη διάσωσή του.
Τελικά, από τα στατιστικά δεδομένα συνάγεται ότι οι αυτοκτονίες παρουσιάζουν έξαρση την άνοιξη, υποχωρούν τους χειμερινούς μήνες, συμβαίνουν τη Δευτέρα συχνότερα από κάθε άλλη μέρα της εβδομάδας, στο διάστημα των εορτών των Χριστουγέννων και σε ποσοστό πραγματικά εντυπωσιακό (περίπου το 75%), μέσα στον οικείο χώρο του αυτόχειρα, δηλαδή στο διαμέρισμα ή το σπίτι του, στην αυλή του ή σε κάποιο βοηθητικό οίκημα, όταν πρόκειται για αγροτική οικογένεια ή για κάτοικο πόλης που βρίσκεται στο εξοχικό του.
Μια ψυχοκοινωνική θεώρηση
Η κλασική τυπολογία της αυτοκτονίας έγινε από τον Γάλλο κοινωνιολόγο Emile Durkheim, ο οποίος καθόρισε τρεις συγκεκριμένους τύπους.
Πρώτον “την αλτρουιστική”, όπου το άτομο στην προσπάθειά του να διασώσει κάποιον ή κάποιους συγγενείς, φίλους, γνωστούς ή ακόμη και εντελώς άγνωστους συνανθρώπους του από άμεσο κίνδυνο “θυσιάζει” την προσωπική του ύπαρξη, δεύτερον, “την εγωιστική”, όπου το άτομο τερματίζει τη ζωή του για καθαρά προσωπικούς του λόγους όντας εντελώς αποστασιοποιημένο από τον πόνο και την οδύνη που αυτή του η πράξη μπορεί να προκαλέσει σε συγγενικά πρόσωπα και φίλους και τρίτον “την ανομική”, όπου το άτομο προτιμά να διακόψει αμετάκλητα τη συνέχιση της υπαρξιακής του οντότητας ακριβώς επειδή κάποιες φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πλημμύρες ή πόλεμοι), ή ακόμη και η ραγδαία κοινωνική αλλαγή που υφίσταται το σύστημα στο οποίο ζει μετουσιώνει τα γνωστά του πρότυπα διαπροσωπικών σχέσεων, αλλάζουν τα νοήματα και οι αξίες της ζωής και επικρατεί “κοινωνική ανομία”, την οποία το άτομο την αισθάνεται ως μείωση της ικανότητάς του να ζήσει και να λειτουργήσει όπως ήξερε.
Το άτομο που κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, άσχετα εάν το κατορθώνει ή όχι σε τελική ανάλυση, πιστεύει ότι βρίσκεται αντιμέτωπο με δυο μόνο επιλογές, δηλαδή να συνεχίσει την υπαρξιακή του πορεία, όπως έχει ή να την αναστείλει τελεσίδικα. Εκείνο που πραγματικά έχει ιδιαίτερη σημασία, και αυτό το υπογραμμίζω, το επισημαίνω ακριβώς επειδή σχεδόν πάντοτε διαφεύγει της προσοχής συγγενών και φίλων, είναι το γεγονός ότι κάθε αυτόχειρας πριν πραγματοποιήσει την τελική επιλογή του δίνει πολλά μηνύματα, προειδοποιεί τους γύρω του αναφορικά με τον περιορισμό των επιλογών του σε ότι αφορά την επικείμενη πράξη του.
Δυστυχώς, μέσα στην πολύβουη αγχώδη καθημερινότητά μας οι περισσότεροι από εμάς, γονείς, συγγενείς και φίλοι ή αδυνατούμε να αντιληφθούμε “τις κραυγές απόγνωσης του ατόμου”, ή όταν τις αντιληφθούμε εκτιμούμε τις περισσότερες ως κενές απειλές”, ή ακόμη ως “παρατραβηγμένους θεατρινισμούς”. Ίσως βοηθά συχνά σε αυτές τις εκτιμήσεις και το γεγονός ότι μόνο το ένα στα δέκα άτομα που επιχειρούν να αυτοκτονήσουν τελικά το “πετυχαίνουν”. Τα υπόλοιπα εννιά άτομα, όπως προκύπτει από αξιολογήσεις που επακολουθούν ή πραγματικά παίζουν θέατρο ή δεν τολμούν να φτάσουν στο τελικό στάδιο της αυτοκαταστροφής.
Το αμείλικτο “γιατί;”
Συχνά βρίσκομαι αντιμέτωπος με συγγενείς και φίλους που με απόγνωση που δημιουργεί μια “απόπειρα” ή την αμέτρητη ψυχική οδύνη που την φορτίζουν οι ενοχές μιας “επιτυχημένης” προσπάθειας μου θέτουν το αρχικό, αμείλικτο ερώτημα του “ΓΙΑΤΙ;” και του πως θα μπορούσε να είχε προληφθεί η πράξη. Σε γενικές γραμμές, γιατί η κάθε περίπτωση είναι αυτοτελής, θα δώσω τα ακόλουθα ως ερμηνευτικές απαντήσεις.
1) Χρόνια επώδυνη μοναξιά και νευρωτική κατάθλιψη ή μελαγχολία. Το άτομο χωρίς βοήθεια από τον ειδικευμένο ψυχολόγο ή χωρίς φαρμακευτική αγωγή που θα του προσφέρει ο νευρολόγος – ψυχίατρος ή και ο παθολόγος του (σε συνδυασμό πάντοτε με την ψυχοθεραπευτική υποστήριξη), δεν βλέπει πλέον τον λόγο να δώσει συνέχεια στην άδεια του υπαρξιακή οντότητα.
2) Το άτομο διακατέχεται από υποκειμενικό, ακατανίκητο συναίσθημα “ντροπής” ή και από υπερβολικό “φόβο”, ότι θα τιμωρηθεί επειδή απέτυχε σε κάποιες σημαντικές του επιδιώξεις ή σε στόχους που είχε θέσει.
3) Υπάρχουν έντονα συναισθήματα “ενοχών”, για πράξεις που το άτομο ποτέ δεν εκμυστηρεύθηκε σε οικείους του ή σε κάποιον φίλο του, σε κάποιον ιερέα ή σε κάποιον ψυχολόγο, ψυχαναλυτή, ψυχοθεραπευτή.
4) Το άτομο καταλαμβάνεται από την ακατανίκητη ανάγκη της φυγής από ένα περιβάλλον που αντιλαμβάνεται ως καταπιεστικό, ή από πρόσωπα που καθημερινά το πληγώνουν και έτσι η πραγματικά οδυνηρή “φυγή με την αυτοκτονία” αποτελεί πράξη επιβολής συναισθηματικής “τιμωρίας” σε κάποιον ή κάποιους από τους οποίους το άτομο θέλει να φύγει.
Δύο παιδιά αφαίρεσαν τη ζωής τους το τελευταίο 24-ωρο και με τις αρνητικές οικονομικές προοπτικές που θα επιβαρύνουν κάθε ελληνική οικογένεια η πρόσφατη έξαρση των αυτοκτονιών στον ελλαδικό μας χώρο αποτελεί έναν ακόμη δείκτη μιας κοινωνίας που νοσεί. Είναι ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ανάγκη η δημιουργία ειδικών συμβουλευτικών σταθμών βοήθειας για περιπτώσεις ψυχολογικών κρίσεων (αυτά που αποκαλούνται crisis Lines ή και hot lines), που να λειτουργούν σε 24ωρη βάση παρέχοντας στον ή στην πιθανή αυτόχειρα την απαραίτητη χρονική κάλυψη των έντονων στιγμιαίων συναισθηματικών του αναγκών ή των ψυχικών του κρίσεων με ανθρωπιά, αλλά και με επιστημονική αρτιότητα. Τέτοια κέντρα, ή τηλεφωνικές γραμμές, υπάρχουν σε κάθε μεγαλούπολη άλλων χωρών και βρίσκονται τυπωμένα σε εμφανή σημεία τηλεφωνικών καταλόγων.
Είναι απαραίτητο οι γονείς, οι συγγενείς και οι φίλοι να προστρέξουν ζητώντας τη γνώμη κάποιου ειδικού αμέσως μόλις γίνουν αντιληπτά τα πρώτα σημάδια ή αμέσως μετά την πρώτη “ανεπιτυχή απόπειρα”. Η μέχρι σήμερα προσφερόμενη νοσοκομειακή βοήθεια δεν εξαντλεί το πλήρες, το απαιτούμενο φάσμα ψυχοκοινωνικής αρωγής στο άτομο και τα μέλη της οικογένειας του. Επαναλαμβάνω, έστω και αν γίνω κουραστικός, ότι το κάθε άτομο πολύ πριν την τελική του πράξη δίνει σημαντικά σήματα “έκκλησης για βοήθεια”. Εάν τα πάρουμε στα σοβαρά και τα δούμε με αγάπη και κατανόηση οπωσδήποτε θα προλάβουμε την μετέπειτα ανείπωτη ψυχική οδύνη των συγγενών και φίλων του κάθε αυτόχειρα που κλείνει βίαια την “παρένθεση της εφήμερης προσωπικής του ύπαρξης”.