Ο Φλάβιος Στιλίχων (επίσης Στηλίχων, Στελίχων, λατινικά: Flavius Stilicho, 359 – 22 Αυγούστου 408) ήταν στρατηγός της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της οποίας για ένα διάστημα διηύθυνε τις τύχες. Γιος ενός Ρωμαίου στρατιώτη βανδαλικής καταγωγής και μιας Ρωμαίας γυναίκας από την επαρχία, κατετάγη στον ρωμαϊκό στρατό και ανέβηκε τις βαθμίδες του κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θεοδοσίου Α΄ ο οποίος κυβερνούσε την εποχή εκείνη το ανατολικό μόνο τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το 383 ο Θεοδόσιος έστειλε τον Στιλίχωνα στον Σασσανίδη βασιλιά της Περσίας Σαπώρη Γ’ στην Κτησιφώντα, για να διαπραγματευθεί τον διαμελισμό της Αρμενίας. Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μετά την επιτυχία των διαπραγματεύσεων, ο Στιλίχων προήχθη σε comes stabuli (κόμης τοῦ στάβλου, κοντόσταβλος) και αργότερα σε στρατηγό (magister militum). Αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του ο Θεοδόσιος και θέλοντας να εξασφαλίσει την αφοσίωσή του, του έδωσε ως σύζυγο την ανεψιά του Σερήνα.
Το 394 ο Στιλίχων διακρίθηκε ιδιαίτερα στην μάχη του ποταμού Φρίγκιντους (στην σημερινή Σλοβενία) κατά την οποία ο Θεοδόσιος κατανίκησε τους διεκδικητές της εξουσίας στην Δύση και έγινε ο τελευταίος μονοκράτωρ. Λίγο πριν πεθάνει το 395, ο Θεοδόσιος όρισε τον Στηλίχωνα επίτροπο του ανήλικου γιου του Ονώριου, στον οποίο κληροδότησε το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας ενώ το ανατολικό κληροδοτήθηκε στον άλλο του γιο, τον επίσης ανήλικο Αρκάδιο.
Επί Ονωρίου
Ο Στιλίχων ήταν τώρα ο ισχυρός ανήρ της δυτικής αυτοκρατορίας ενώ και στην ανατολή πραγματικός κυβερνήτης ήταν ο γαλατικής καταγωγής αξιωματούχος Φλάβιος Ρουφίνος.
Κατά τον ιστορικό Ζώσιμο Στιλίχων και Ρουφίνος ήταν διεφθαρμένοι στο έπακρον, και πλούτισαν υπέρμετρα δωροδοκούμενοι για δικαστικές και άλλες αποφάσεις. Οι δε βασιλείς τίποτε δεν καταλάβαιναν απ’ όσα γίνονταν αλλά έκαναν ό,τι τους υπαγόρευαν ο Στιλίχων και ο Ρουφίνος, οι οποίοι αλληλοϋποβλέπονταν.
Το 395 οι Ούννοι επέδραμαν στην Μικρά Ασία και λεηλατούσαν επαρχίες της. Επωφελούμενος από το γεγονός αυτό, ο Αλάριχος, ηγεμόνας των Βησιγότθων της Κάτω Μοισίας και στρατιωτικός αξιωματούχος της αυτοκρατορίας, αποστάτησε και επέδραμε στην Θράκη. Ο Ρουφίνος πήγε στο στρατόπεδό του και καυχήθηκε μετά στον αυτοκράτορα ότι έπεισε τον Αλάριχο να αποσυρθεί, στην πραγματικότητα όμως τον συμβούλευσε να στραφεί κατά της νότιας Ελλάδος. Γενική πεποίθηση στην Κωνσταντινούπολη ήταν ότι ο Αλάριχος ενεργούσε από την αρχή εν συνεννοήσει με τον Ρουφίνο, ο οποίος είχε μεγάλες φιλοδοξίες.
Εν τω μεταξύ ο Στιλίχων, με τα τμήματα του στρατού της ανατολής που είχαν συμμετάσχει στην μάχη του Φρίγκιντους, κινήθηκε κατά του Αλάριχου και έφτασε ώς την Θεσσαλονίκη. Αλλά ο Αρκάδιος (δηλ. ο Ρουφίνος) τον διέταξε να μη προχωρήσει άλλο και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ιταλία. Την διοίκηση του στρατού ανέλαβε ο Γότθος Γαϊνάς, ο οποίος, μόλις επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη διέταξε να θανατωθεί ο Ρουφίνος. Παντοδύναμος υπουργός του Αρκάδιου έγινε τώρα ο ευνούχος Ευτρόπιος, «κυριεύων Αρκαδίου καθάπερ βοσκήματος».
Ο Αλάριχος στράφηκε όντως προς νότον και επί δύο χρόνια λεηλατούσε και κατέστρεφε την Ελλάδα. Το 397 ο Στιλίχων αποβιβάστηκε ξαφνικά στην Πελοπόννησο, άρχισε τις επιχειρήσεις κατά των Βησιγότθων και τους ανάγκασε να καταφύγουν σε ορεινά μέρη. Αλλά, κατά Ζώσιμον, αντί να φροντίσει να τους εκμηδενίσει παραδόθηκε στις ακολασίες και ο Αλάριχος διέφυγε στην Ήπειρο, όπου συνέχισε τις λεηλασίες και την καταπίεση. Εκεί του ήρθε πρόταση από τον Στηλίχωνα να συνεργήσει στην απόσπαση του Ιλλυρικού, δηλαδή της Ελλάδος και της δυτικής Βαλκανικής, από το ανατολικό κράτος. Ο Αλάριχος πληροφόρησε για την πρόταση αυτή την Κωνσταντινούπολη, που φρόντισε να ματαιώσει τα σχέδια του Στιλίχωνα διορίζοντας τον Αλάριχο γενικό αρχηγό του Ιλλυρικού.
Την ίδια χρονιά αποστάτησε ο Γίλδων, στρατηγός της Αφρικής, η οποία αποτελούσε τον σιτοβολώνα της δυτικής αυτοκρατορίας και την οποία θέλησε ο Γίλδων να υπαγάγει στην ανατολική. Ο Στιλίχων έστειλε εναντίον του τον αδελφό του Γίλδωνα Mascezel (Masceldelus, Μασκέλδηλος), ο οποίος κατέστειλε την εξέγερση, δολοφονήθηκε όμως κατά την επιστροφή του στην Ιταλία από τον Στιλίχωνα.
Το 398 ο Στιλίχων διεξήγαγε πόλεμο στην Βρετανία εναντίον Σαξόνων, Πίκτων και Σκώτων και πάντρεψε την κόρη του Μαρία με τον Ονώριο. Το 400 έγινε ύπατος.
Την εποχή αυτή η διπλωματία της Κωνσταντινούπολης υποκίνησε εισβολή του Αλάριχου στην Ιταλία. Ο Στιλίχων έσπευσε στο Μιλάνο και έσωσε τον πολιορκούμενο από τους Βησιγότθους Ονώριο. Το Πάσχα του 402 ο Στιλίχων νίκησε τον Αλάριχο επιτιθέμενος αιφνιδιαστικά κατά του στρατοπέδου του στην Πολλεντία. Για τη νίκη του αυτή τέλεσε θρίαμβο, που ήταν ο τελευταίος που έγινε στη Ρώμη. Το 403 στη Βερόνα ο Στιλίχων νίκησε πάλι τον Αλάριχο, που μόλις σώθηκε δια της φυγής και αναγκάστηκε να δεχτεί εκεχειρία και να επιστρέψει στο Ιλλυρικό.
Το 405 μια μεγάλη απειλή εμφανίστηκε στο βορρά της Ιταλίας, όταν εισέβαλαν Αλανοί, Σουηβοί και Βάνδαλοι υπό τον Οστρογότθο Ραδάγαισο. Ο Στιλίχων συγκέντρωσε με δυσκολία 30.000 άντρες, από τους οποίους πολλοί ήταν δούλοι και βάρβαροι, και νίκησε τους εισβολείς το 406 στους Φαιζούλους (σημ. Φιέζολε της Φλωρεντίας).
Η πτώση
Οι στρατιωτικές ανάγκες της Δυτικής Αυτοκρατορίας σε διάφορα άλλα μέτωπα, είχαν αφήσει αφύλακτο τον Ρήνο, τον οποίο φρουρούσε «μόνο η πίστη των Γερμανών και ο αρχαίος τρόμος που ενέπνεε το όνομα της Ρώμης» κατά Γίββωνα. Στις 31 Δεκεμβρίου του 406 νέα μεγάλα πλήθη Αλανών, Βουργουνδών, Σουηβών και Βανδάλων πέρασαν τον παγωμένο Ρήνο, ερήμωσαν την Γαλατία και προκάλεσαν εξεγέρσεις.
Σοβαρότερη από αυτές ήταν η ανταρσία του Κωνσταντίνου, στρατηγού στην Βρετανία, ο οποίος εισέβαλε κι αυτός στην Γαλατία. Ο Στιλίχων έστειλε εναντίον του τον Γότθο Σάρο, ο οποίος όμως, παρά τις αρχικές επιτυχίες του, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο Στιλίχων επέλεξε ως νέα γραμμή άμυνάς του κατά του Κωνσταντίνου τις Άλπεις.
Τότε ο Αλάριχος αξίωσε ένα μεγάλο ποσόν, είτε ως πληρωμή του για την φημολογούμενη συνεργασία με τον Στιλίχωνα εναντίον του ανατολικού κράτους και τις σχετικές προετοιμασίες, είτε εκβιάζοντας απλώς. Απειλούσε νέα εισβολή στην Ιταλία. Η Σύγκλητος ήθελε πόλεμο αλλά ο Στιλίχων κατόρθωσε να πείσει τους συγκλητικούς να υποκύψουν στις απαιτήσεις του Αλάριχου –πράγμα που δεν του συγχώρησαν. Ένας από αυτούς, ο Λαμπάδιος, είπε: «Δεν είναι ειρήνη αυτό αλλά σύμφωνο δουλείας».
Οι εισβολές των βαρβάρων, οι ανταρσίες των στρατηγών, οι πάντοτε τεταμένες σχέσεις του με την Κωνσταντινούπολη και οι φήμες ότι σχεδίαζε να εγκαταστήσει τον γιο του Ευχέριο στον θρόνο της ανατολής, επέφεραν την πτώση του, παρά το ότι στις αρχές του 408, μετά τον θάνατο της Μαρίας, ο Ονώριος παντρεύτηκε και την δεύτερη κόρη του Στιλίχωνα Θερμαντία.
Όταν ο Αρκάδιος πέθανε τον Μάιο του 408, οι φήμες για την επιβουλή του θρόνου της ανατολής από τον Στιλίχωνα επιτάθηκαν και οι αντίπαλοί του στην αυλή με επί κεφαλής τον αξιωματούχο Ολύμπιο υποκίνησαν στάση του στρατού στο Τικίνουμ (Παβία) κατά την οποία εσφάγησαν οι αξιωματικοί του Στιλίχωνα. Ο Στιλίχων αποσύρθηκε στην Ραβέννα όπου συνελήφθη κατά διαταγήν του Ονώριου και στις 22 Αυγούστου του 408 αποκεφαλίστηκε. Λίγο αργότερα θανατώθηκε και ο γιος του Ευχέριος.
Παρά τα όσα λέει εναντίον του ο Ζώσιμος, και πέρα από τους υπέρ αυτού πανηγυρικούς του φίλου του ποιητή Κλαυδιανού, ο Στιλίχων ήταν ικανότατος στρατηγός και πολιτικός – «ο τελευταίος των Ρωμαίων στρατηγών» κατά Γίβωννα, αν και γερμανικής καταγωγής.
Μετά τον θάνατό του η Ιταλία βρέθηκε ανυπεράσπιστη. Αμέσως (Σεπτέμβριος του 408) ο Αλάριχος επήλθε κατά της Ρώμης. Την πολιόρκησε επί δύο χρόνια και στις 24 Αυγούστου του 410 την κατέλαβε. Ακολούθησε δεινή λεηλασία και αιχμαλωσία επί τρεις μέρες και ύστερα ο Αλάριχος στράφηκε σε άλλες περιοχές της Ιταλίας όπου και πέθανε λίγους μήνες αργότερα.
Η κατάληψη της Ρώμης για πρώτη φορά μετά από οκτώ αιώνες, ήταν γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας (αν και πρωτεύουσα του κράτους ήταν τότε η Ραβέννα) και υπήρξε το προανάκρουσμα της πτώσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
[wikipedia.org]