Ο Γάλλος Ζορζ Μελιές, που ξεκίνησε την καλλιτεχνική του διαδρομή ως ταχυδακτυλουργός, υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του κινηματογράφου. Αν οι συμπατριώτες του αδελφοί Λιμιέρ εφηύραν την έβδομη τέχνη, ο Μελιές επινόησε τη σκηνοθεσία.
Ήταν ο πρώτος που γύρισε ταινίες μυθοπλασίας, ενώ στις πρωτιές του συγκαταλέγονται ακόμη η κινηματογραφική διαφήμιση και μία πρώιμη μορφή δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ. Τα ολιγόλεπτα φιλμ του, πολλά από τα οποία έχουν χαθεί, ανήκουν στην ανθολογία των επιτευγμάτων του κινηματογράφου.
Γιος ενός πλούσιου υποδηματοποιού, γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1861 στο Παρίσι. Αρχικά δούλεψε στην οικογενειακή επιχείρηση και μετά την τρίχρονη στρατιωτική του θητεία εργάστηκε στο Λονδίνο, όπου ανακάλυψε τη μαγεία του θεάτρου ποικιλιών (βαριετέ). Φθασμένος ταχυδακτυλουργός πλέον, επέστρεψε στο Παρίσι για να ηγηθεί του θεάτρου «Ρομπέρ – Ουντέν», που είχε ιδρύσει ο μεγάλος μάγος Χάρι Χουντίνι.
Ο Μελιές ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα την κινούμενη εικόνα, όταν παρακολούθησε τα πρώτα φιλμάκια των αδελφών Λιμιέρ, στο Παρίσι, στις 28 Δεκεμβρίου 1895. Εγκατέλειψε κάθε άλλη του δραστηριότητα και αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στη νέα τέχνη. Κατασκεύασε ο ίδιος μία κάμερα, όταν οι Λιμιέρ αρνήθηκαν να του πουλήσουν μία δική τους, έφτιαξε ένα στούντιο από γυαλί κοντά στο Παρίσι, έγραψε σενάρια, σχεδίασε τα ντεκόρ και χρησιμοποίησε ηθοποιούς για να κινηματογραφήσει ιστορίες. Με τη διαίσθηση του μάγου, ανακάλυψε και εκμεταλλεύτηκε μερικά από τα βασικά τρικ της κάμερας, όπως το ραλαντί, το αξελερέ, το φοντί, τη διπλοτυπία και την κίνηση προς τα πίσω. Ποτέ, όμως, δεν σκέφτηκε να μετακινήσει την κάμερά του σε κοντινά ή μακρινά πλάνα.
Από το 1899 έως το 1913 ο Μελιές γύρισε περισσότερες από 500 ταινίες, με ποικίλη θεματολογία: «Κλεοπάτρα» (1899), «Ο Χριστός βαδίζων επί των υδάτων («Le Christ marchant sur les eaux, 1899), «Tαξίδι στη σελήνη» («Le Voyage dans la lune», 1902), η πρώτη ταινία επιστημονικής φαντασίας, «To ταξίδι στο αδύνατο» («Le voyage à travers l’ impossible», 1904), «Oι 400 φάρσες του διαβόλου» («Quatre cents farces du diable», 1906), «Άμλετ» (1908), «Οι περιπέτειες του βαρώνου Μινχάουζεν» («Les hallucinations du baron de Munchhausen, 1911).
Ο Μελιές γύρισε επίσης επίκαιρα γεγονότα που αναπαριστούσε στο γυάλινο στούντιό του, ένα είδος πρώιμου δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ. Ξεχωρίζει για το ελληνικό της θέμα η «Παράδοση του Τυρνάβου» («La Prise de Tournavos»), που γυρίστηκε λίγο μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 και αναφέρεται στην παράδοση του Τυρνάβου από τους Έλληνες στους Τούρκους. Έχει διάρκεια ένα λεπτό και μέχρι το 2007 θεωρούνταν χαμένο, όταν βρέθηκε στην Ταινιοθήκη του Λονδίνου.
Το 1913 ο Μελιές αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση, μη αντέχοντας τον ανταγωνισμό στη Γαλλία με τους Γκομόν και Πατέ, αλλά και με τον Έντισον στις ΗΠΑ. Πούλησε πολλές αρνητικές κόπιες των ταινιών του με το κιλό, και όπως παρατηρεί ο θεωρητικός του κινηματογράφου Ζορζ Σαντούλ, «τα αριστουργήματά του έγιναν τσατσάρες και οδοντόβουρτσες». Ύστερα, εξαφανίστηκε. Πολλά χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκε από δημοσιογράφους να πουλάει παιχνίδια και γλειφιτζούρια σ’ ένα μικρό περίπτερο, στο σταθμό του Μονπαρνάς, στο Παρίσι.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σ’ ένα γηροκομείο, γράφοντας τα απομνημονεύματά του και δίνοντας συνεντεύξεις, έχοντας ήδη αναγνωριστεί ως ένας από τους πιονιέρους του κινηματογράφου. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1938, σε ηλικία 76 ετών, καταβεβλημένος από τον καρκίνο. Είχε νυμφευτεί δύο φορές και με την πρώτη σύζυγό του απέκτησε δύο παιδιά.