Το τέλος του βίου του Αλεξάνδρου σύμφωνα με τον Πλούταρχο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βίοι Παράλληλοι

Συγγραφέας: Πλούταρχος
Αλέξανδρος

Όταν ο Αλέξανδρος κατευθυνόταν προς τη Βαβυλώνα, ο Νέαρχος είπε πως τον συνάντησαν κάποιοι Χαλδαίοι, οι οποίοι τον συμβούλευαν ο Αλέξανδρος να μείνει μακριά απο την Βαβυλώνα. Αυτός όμως αδιαφόρησε και συνέχισε την πορεία του. Φθάνοντας κοντά στα τείχη είδε πολλά κοράκια να πετούν τριγύρω και να χτυπιούνται μεταξύ τους, και κάποια απ’ αυτά έπεσαν πάνω του. Πληροφορήθηκε πως ο στρατηγός της Βαβυλώνας, ο Απολλόδωρος, είχε προσφέρει θυσία γι’ αυτόν. Έτσι κάλεσε τον μάντη Πυθαγόρα και τον ρώτησε προς τι η θυσία. Όταν του είπε πως το συκώτι ήταν χωρίς λοβό, είπε “Αλίμονο, αυτό το σημάδι είναι τρομερό” και στεναχοριόταν διότι σκεφτόταν τον Νέαρχο και πως δεν τον πίστεψε. Έτσι κατασκήνωσε έξω απο την Βαβυλώνα για μέρες και ταξιδεύοντας με το πλοίο στον Ευφράτη.

Τον ενοχλούσαν όμως πολλά σημάδια. Μάλιστα το πιο ωραίο και πιο μεγάλο απο τα λιοντάρια που έτρεφε, το κλώτσησε ένας ήμερος γάιδαρος, και πέθανε. Παντού έβλεπε κακά σημάδια. Κυρίως φοβόταν τον Αντίπατρο και τους γιους του, απο τους οποίους ο Ιόλας ήταν αρχιοινοχόος και ο Κάσανδρος είχε φτάσει πρόσφατα. Βλέποντας λοιπόν κάποιους βαρβάρους να προσκυνούν, επειδή αυτός είχε ανατραφεί με Ελληνικό τρόπο και χωρίς να έχει δει ποτέ ξανα στη ζωή του να προσκυνάει κάποιος, γέλασε πολύ δυνατά. Ο Αλέξανδρος οργίστηκε και πιάνοντας τα μαλλιά του πολύ δυνατά , του χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο. Και πάλι όταν ο Κάσανδρος θέλησε να πει κάτι αντικρούοντας όσους κατηγορούσαν τον Αντίπατρο, τον διέκοψε και είπε : “Τι λές; Τόσο δρόμο έκαναν οι άνθρωποι χωρίς να αδικηθούν, και ήλθαν εδώ για να συκοφαντήσουν;” . Λένε πως φόβος μπήκε μέσα του και έμεινε αμετακίνητος στην ψυχή του Κασάνδρου που μετά απο χρόνια, όταν ήταν ήδη βασιλιάς των Μακεδόνων και κυριαρχούσα στην Ελλάδα, βαδίζοντας στους Δελφούς και κοιτάζοντας τους ανδριάντες, μόλις φάνηκε το άγαλμα του Αλεξάνδρου, ξαφνικά έπαθε κρίση, άρχισε να τρέμει, ζαλίστηκε και μόλις που κατάφερε να συνέλθει.

Μια μέρα τον προσκάλεσε ο Μηδίας σπίτι του για να διασκεδάσουν. Και εκεί πίνοντας όλη την επόμενη μέρα, άρχισε να κάνει πυρετό, χωρίς να νιώσει πόνο στην πλάτη σαν να είχε τραυματιστεί. Μερικοί έγραψαν αυτά και έτσι έπλασαν ένα τραγικό τέλος. Ο Αριστόβουλος λέει ότι στην τρέλα του πυρετού, επειδή δίψασε πολύ, ήπιε κρασί και απο αυτό έπαθε φρενίτιδα και πέθανε την τριακοστή ημέρα του μηνός Δαισίου.
(σημερινή 10 Ιουνίου του 323 π.Χ.)

Τα στρατιωτικά ημερολόγια γράφουν :

“Τη δεκάτη ογδόη του μηνός Δαισίου, λόγω πυρετού κοιμόταν στο λουτρό. Την επόμενη αφού λούστηκε, γύρισε στο δωμάτιο του και πέρασε όλη την ημέρα παίζοντας με τον Μηδία κύβους. Έπειτα, αργά το βράδυ, αφού λούστηκε και θυσίασε στους θεούς, έφαγε και τη νύχτα έκανε πυρετό. Την εικοστή μέρα, αφού λούστηκε, πρόσφερε την συνηθισμένη θυσία και συζητούσε με τον Νέαρχο, ξαπλωμένος στο λουτρό, ακούγοντας τα σχετικά με το ταξίδι του και τη μεγάλη θάλασσα. Την εικοστή πρώτη , αφού έκανε τα ίδια, έκαιγε απο τον πυρετό ακόμη περισσότερο, τη νύχτα ήταν άσχημα, και την επόμενη μέρα είχε πολύ υψηλό πυρετό. Τον μετέφεραν και τον ξάπλωσαν δίπλα στην μεγάλη κολυμπήθρα, όπου συζήτησε με τους αρχηγούς για τις κενές θέσεις στον στρατό, για να βάλουν σε αυτές τους έμπειρους, αφού τους δοκιμάσουν. Την εικοστή τέταρτη, παρόλο που είχε υψηλό πυρετό, σηκώθηκε ξανά και πρόσφερε θυσίες. Έδωσε διαταγή να παραμένουν στην αυλή οι μεγαλύτεροι απο τους αρχηγούς και να περάσουν τη νύχτα έξω οι ταξίαρχοι και οι πεντακοσίαρχοι. Την εικοστή πέμπτη, αφού τον μετέφεραν στο απέναντι παλάτι, κοιμήθηκε για λίγο, αλλά ο πυρετός δεν υποχώρησε. Κι όταν ήλθαν οι αρχηγοί δεν μιλούσε, και την εικοστή έβδομη το ίδιο. Γι αυτό οι Μακεδόνες νόμιζαν πως πέθανε, και αφου συγκεντρώθηκαν στις πόρτες, φώναζαν και απειλούσαν τους φίλους του, μέχρι που τους εξανάγκασαν. Και μόλις άνοιξαν οι πόρτες, μόνο με τους χιτώνες τους όλοι, ένας ένας πέρασαν απο το κρεβάτι του. Κατά την διάρκεια τούτης της μέρας, ο Πύθωμ και ο Σέλευκος που είχαν σταλεί στο Σεραπείο, ρωτούσαν αν θα έπρεπε να φέρουν εκεί τον Αλέξανδρο. Ο θεός όμως αποκρίθηκε να τον αφήσουν εκεί που ήταν. Και την εικοστή όγδοη προς το βράδυ πέθανε.”

Απο αυτά τα περισσότερα έτσι έχουν γραφτεί στα ημερολόγια κατά λέξη. Υποψία για δηλητηρίαση αμέσως τότε κανείς δεν είχε, αλλά λένε ότι έξι χρόνια μετά, αφού έγινε καταγγελία, η Ολυμπιάδα σκότωσε πολλούς, ξέθαψε και πέταξε απο τον τάφο τα λείψανα του Ιόλα που είχε πεθάνει γιατί τάχα αυτός έδωσε το δηλητήριο. Άλλοι λένε ότι ο Αριστοτέλης είχε γίνει σύμβουλος του Αντίπατρου γι αυτή την πράξη, κι ότι απο εκείνον προμηθεύτηκε το δηλητήριο. Όμως δεν ξέρουμε τι έχει συμβεί. Οι πιο πολλοί νομίζουν ότι τα όσα λέγονται σχετικά με τη δηλητηρίαση είναι τελείως πλαστά. Και μεγάλη απόδειξη γι αυτό θεωρούν το ότι για τον χρόνο που οι αρχηγοί για πολλές μέρες διαφωνούσαν μεταξύ τους το σώμα, αν και παρέμεν άταφο σε περιοχές ζεστές και αποπνικτικές, δεν είχε κανένα σημάδι αλλοίωσης, αλλά έμενε καθαρό και φρέσκο.

Η Ρωξάνη τότε έτυχε να είναι έγκυος και για αυτό οι Μακεδόνες την τιμούσαν. Αλλά επειδή ζήλευε τρομερά τη Στάτειρα, την εξαπάτησε με κάποιο πλαστό γράμμα, για να έλθει και αφού ήλθε μαζί με την αδερφή της, τις σκότωσε και τα σώματα τα πέταξε σε πηγάδι και τα σκέπασε με το χώμα με την συνέργεια του Περδίκκα που το ήξερε. Γιατί εκείνος αμέσως έγινε πολύ ισχυρός κυκλοφορώντας με τον Αρριδαίο, σαν δορυφόρος της βασιλείας του. Η Ρωξάνη αργότερα γέννησε τον Αλέξανδρο Δ’ , υιό του Μ. Αλεξάνδρου μας.

Αμέσως μόλις γεννήθηκε αναγνωρίστηκε βασιλιάς μετά του Φιλίππου του Αρριδαίου, υπό την κηδεμονία πρώτα του Περδίκκα (απεβ. 321 π.Χ.) και αργότερα του Αντίπατρου (απεβ. 319 π.Χ.). Μόλις πέθανε και ο Αντίπατρος που τον προστάτευε μαζί με τον Περδίκκα ξεκίνησαν οι προσπάθειες δολοφονίας.

Μάνα και υιός δηλητηριάστηκαν μαζί το 309π.Χ. Εκείνος ήταν 14 χρονών. Πιθανόν στην Αμφίπολη. Η δηλητηρίαση έγινε από τον Γλαυκία, αξιωματικό των Εταίρων, με εντολή του Κασσάνδρου.

————-

Έτσι έκλεισε η τραγωδία.

Θα ασχοληθώ τις επόμενες μέρες με την ζωή του Αλεξάνδρου αλλά και το τέλος του σύμφωνα και με τις υπόλοιπες πηγές που έχουμε για να δούμε σφαιρικά την υπόθεση του. Θα αναφερθώ στην εκπαίδευση, την σχολή , τον Αριστοτέλη , τις μάχες κλπ. πριν περάσω στην πτώση της Ελληνιστικής περιόδου και της Μακεδονικής Δυναστείας. Σκοπός μου να σας πληροφορήσω για την σκοτεινή περίοδο του 300πΧ. – 100μ.Χ. που δεν διδάσκεται στα σχολεία αναλυτικά και μου κάνει εντύπωση το γιατί.

Η αρχαία πηγή απο κάτω❗️

Αρχαία πηγή ❗️
Βίοι Παράλληλοι
Συγγραφέας: Πλούταρχος
Αλέξανδρος

[73]Εἰς δὲ Βαβυλῶνα προάγοντος αὐτοῦ, Νέαρχος (ἀφίκετο γὰρ αὖθις εἰσπλεύσας εἰς τὸν Εὐφράτην ἐκ τῆς μεγάλης θαλάσσης) ἔφη τινὰς ἐντυχεῖν αὐτῷ Χαλδαίους, παραινοῦντας ἀπέχεσθαι Βαβυλῶνος τὸν Ἀλέξανδρον. ὁ δ’ οὐκ ἐφρόντισεν, ἀλλ’ ἐπορεύετο, καὶ πρὸς τοῖς τείχεσι γενόμενος, ὁρᾷ κόρακας πολλοὺς διαφερομένους καὶ τύπτοντας ἀλλήλους, ὧν ἔνιοι κατέπεσον παρ’ αὐτόν. ἔπειτα μηνύσεως γενομένης κατ’ Ἀπολλοδώρου τοῦ στρατηγοῦ τῆς Βαβυλῶνος, ὡς εἴη περὶ αὐτοῦ τεθυμένος, ἐκάλει Πυθαγόραν τὸν μάντιν. οὐκ ἀρνουμένου δὲ τὴν πρᾶξιν, ἠρώτησε τῶν ἱερῶν τὸν τρόπον· φήσαντος δ’ ὅτι τὸ ἧπαρ ἦν ἄλοβον, “παπαὶ” εἶπεν, “ἰσχυρὸν τὸ σημεῖον”. καὶ τὸν Πυθαγόραν οὐδὲν ἠδίκησεν, ἤχθετο δὲ μὴ πεισθεὶς τῷ Νεάρχῳ, καὶ τὰ πολλὰ τῆς Βαβυλῶνος ἔξω κατασκηνῶν καὶ περιπλέων τὸν Εὐφράτην διέτριβεν. ἠνώχλει δ’ αὐτὸν καὶ ἄλλα σημεῖα πολλά. καὶ γὰρ λέοντα τῶν τρεφομένων μέγιστον καὶ κάλλιστον ἥμερος ὄνος ἐπελθὼν καὶ λακτίσας ἀνεῖλεν. ἀποδυσαμένου δ’ αὐτοῦ πρὸς ἄλειμμα καὶ σφαῖραν {αὐτοῦ} παίζοντος, τῶν νεανίσκων οἱ συσφαιρίζοντες, ὡς ἔδει πάλιν λαβεῖν τὰ ἱμάτια, καθορῶσιν ἄνθρωπον ἐν τῷ θρόνῳ καθεζόμενον σιωπῇ, τὸ διάδημα καὶ τὴν στολὴν τὴν βασιλικὴν περικείμενον. οὗτος ἀνακρινόμενος ὅστις εἴη, πολὺν χρόνον ἄναυδος ἦν· μόλις δὲ συμφρονήσας, Διονύσιος μὲν ἔφη καλεῖσθαι, Μεσσήνιος δ’ εἶναι τὸ γένος, ἐκ δέ τινος αἰτίας καὶ κατηγορίας ἐνταῦθα κομισθεὶς ἀπὸ θαλάσσης, πολὺν γεγονέναι χρόνον ἐν δεσμοῖς· ἄρτι δ’ αὐτῷ τὸν Σάραπιν ἐπιστάντα τοὺς δεσμοὺς ἀνεῖναι καὶ προαγαγεῖν δεῦρο, καὶ κελεῦσαι λαβόντα τὴν στολὴν καὶ τὸ διάδημα καθίσαι καὶ σιωπᾶν.

[74]Ταῦτ’ ἀκούσας ὁ Ἀλέξανδρος, τὸν μὲν ἄνθρωπον, ὥσπερ ἐκέλευον οἱ μάντεις, ἠφάνισεν· αὐτὸς δ’ ἠθύμει καὶ δύσελπις ἦν πρὸς τὸ θεῖον ἤδη καὶ πρὸς τοὺς φίλους ὕποπτος.

Μάλιστα δ’ Ἀντίπατρον ἐφοβεῖτο καὶ τοὺς παῖδας, ὧν Ἰόλας μὲν ἀρχιοινοχόος ἦν, ὁ δὲ Κάσανδρος ἀφῖκτο μὲν νεωστί, θεασάμενος δὲ βαρβάρους τινὰς προσκυνοῦντας, ἅτε δὴ τεθραμμένος Ἑλληνικῶς καὶ τοιοῦτο πρότερον μηδὲν ἑωρακώς, ἐγέλασε προπετέστερον. ὁ δ’ Ἀλέξανδρος ὠργίσθη, καὶ δραξάμενος αὐτοῦ τῶν τριχῶν σφόδρα ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις, ἔπαισε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὸν τοῖχον. αὖθις δὲ πρὸς τοὺς κατηγοροῦντας Ἀντιπάτρου λέγειν τι βουλόμενον τὸν Κάσανδρον ἐκκρούων, “τί λέγεις;” ἔφη· “τοσαύτην ὁδὸν ἀνθρώπους μηδὲν ἀδικουμένους, ἀλλὰ συκοφαντοῦντας ἐλθεῖν;” φήσαντος δὲ τοῦ Κασάνδρου τοῦτ’ αὐτὸ σημεῖον εἶναι τοῦ συκοφαντεῖν, ὅτι μακρὰν ἥκουσι τῶν ἐλέγχων, ἀναγελάσας ὁ Ἀλέξανδρος “ταῦτ’ ἐκεῖνα” ἔφη “σοφίσματα τῶν Ἀριστοτέλους εἰς ἑκάτερον τὸν λόγον, οἰμωξομένων, ἂν καὶ μικρὸν ἀδικοῦντες τοὺς ἀνθρώπους φανῆτε”. τὸ δ’ ὅλον οὕτω φασὶ δεινὸν ἐνδῦναι καὶ δευσοποιὸν ἐγγενέσθαι τῇ ψυχῇ τοῦ Κασάνδρου τὸ δέος, ὥσθ’ ὕστερον χρόνοις πολλοῖς, ἤδη Μακεδόνων βασιλεύοντα καὶ κρατοῦντα τῆς Ἑλλάδος, ἐν Δελφοῖς περιπατοῦντα καὶ θεώμενον τοὺς ἀνδριάντας, εἰκόνος Ἀλεξάνδρου φανείσης ἄφνω πληγέντα φρῖξαι καὶ κραδανθῆναι τὸ σῶμα, καὶ μόλις ἀναλαβεῖν ἑαυτόν, ἰλιγγιάσαντα πρὸς τὴν ὄψιν.

[75]Ὁ δ’ οὖν Ἀλέξανδρος ὡς ἐνέδωκε τότε πρὸς τὰ θεῖα, ταραχώδης γενόμενος καὶ περίφοβος τὴν διάνοιαν, οὐδὲν ἦν μικρὸν οὕτως τῶν ἀήθων καὶ ἀτόπων, ὃ μὴ τέρας ἐποιεῖτο καὶ σημεῖον, ἀλλὰ θυομένων καὶ καθαιρόντων καὶ μαντευόντων μεστὸν ἦν τὸ βασίλειον καὶ ἀναπληρούντων ἀβελτερίας καὶ φόβου τὸν Ἀλέξανδρον. οὕτως ἄρα δεινὸν μὲν ἡ ἀπιστία πρὸς τὰ θεῖα καὶ περιφρόνησις αὐτῶν, δεινὴ δ’ αὖθις ἡ δεισιδαιμονία, δίκην ὕδατος ἀεὶ πρὸς τὸ ταπεινούμενον {καὶ ἀναπληροῦν ἀβελτερίας καὶ φόβου τὸν Ἀλέξανδρον} γενόμενον.

Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ χρησμῶν γε τῶν περὶ Ἡφαιστίωνος ἐκ θεοῦ κομισθέντων, ἀποθέμενος τὸ πένθος αὖθις ἦν ἐν θυσίαις καὶ πότοις. ἑστιάσας δὲ λαμπρῶς τοὺς περὶ Νέαρχον, εἶτα λουσάμενος ὥσπερ εἰώθει μέλλων καθεύδειν, Μηδίου δεηθέντος ᾤχετο κωμασόμενος πρὸς αὐτόν· κἀκεῖ πιὼν ὅλην τὴν νύκτα καὶ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν, ἤρξατο πυρέττειν, οὔτε σκύφον Ἡρακλέους ἐκπιὼν οὔτ’ ἄφνω διαλγὴς γενόμενος τὸ μετάφρενον ὥσπερ λόγχῃ πεπληγώς, ἀλλὰ ταῦτά τινες ᾤοντο δεῖν γράφειν, ὥσπερ δράματος μεγάλου τραγικὸν ἐξόδιον καὶ περιπαθὲς πλάσαντες. Ἀριστόβουλος δέ φησιν αὐτὸν πυρέττοντα νεανικῶς, διψήσαντα δὲ σφόδρα, πιεῖν οἶνον· ἐκ τούτου δὲ φρενιτιᾶσαι καὶ τελευτῆσαι τριακάδι Δαισίου μηνός.

[76]Ἐν δὲ ταῖς ἐφημερίσιν οὕτως γέγραπται τὰ περὶ τὴν νόσον. ὀγδόῃ ἐπὶ δεκάτῃ Δαισίου μηνὸς ἐκάθευδεν ἐν τῷ λουτρῶνι διὰ τὸ πυρέξαι. τῇ δ’ ἑξῆς λουσάμενος εἰς τὸν θάλαμον μετῆλθε, καὶ διημέρευε πρὸς Μήδιον κυβεύων. εἶτ’ ὀψὲ λουσάμενος, καὶ τὰ ἱερὰ τοῖς θεοῖς ἐπιθείς, ἐμφαγὼν διὰ νυκτὸς ἐπύρεξε. τῇ εἰκάδι λουσάμενος πάλιν ἔθυσε τὴν εἰθισμένην θυσίαν, καὶ κατακείμενος ἐν τῷ λουτρῶνι τοῖς περὶ Νέαρχον ἐσχόλαζεν, ἀκροώμενος τὰ περὶ τὸν πλοῦν καὶ τὴν μεγάλην θάλατταν. τῇ δεκάτῃ φθίνοντος ταὐτὰ ποιήσας, μᾶλλον ἀνεφλέχθη, καὶ τὴν νύκτα βαρέως ἔσχε, καὶ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν ἐπύρεττε σφόδρα. καὶ μεταρθεὶς κατέκειτο παρὰ τὴν μεγάλην κολυμβήθραν, ὅτε δὴ τοῖς ἡγεμόσι διελέχθη περὶ τῶν ἐρήμων ἡγεμονίας τάξεων, ὅπως καταστήσωσι δοκιμάσαντες. ἑβδόμῃ σφόδρα πυρέττων, ἔθυσεν ἐξαρθεὶς πρὸς τὰ ἱερά· τῶν δ’ ἡγεμόνων ἐκέλευε τοὺς μεγίστους διατρίβειν ἐν τῇ αὐλῇ, ταξιάρχους δὲ καὶ πεντακοσιάρχους ἔξω νυκτερεύειν. εἰς δὲ τὰ πέραν βασίλεια διακομισθείς, τῇ ἕκτῃ μικρὸν ὕπνωσεν, ὁ δὲ πυρετὸς οὐκ ἀνῆκεν· ἐπελθόντων δὲ τῶν ἡγεμόνων ἦν ἄφωνος, ὁμοίως δὲ καὶ τὴν πέμπτην. διὸ καὶ τοῖς Μακεδόσιν ἔδοξε τεθνάναι, καὶ κατεβόων ἐλθόντες ἐπὶ τὰς θύρας, καὶ διηπειλοῦντο τοῖς ἑταίροις, ἕως ἐβιάσαντο, καὶ τῶν θυρῶν αὐτοῖς ἀνοιχθεισῶν, ἐν τοῖς χιτῶσι καθ’ ἕνα πάντες παρὰ τὴν κλίνην παρεξῆλθον. ταύτης δὲ τῆς ἡμέρας οἱ περὶ Πύθωνα καὶ Σέλευκον εἰς τὸ Σεραπεῖον ἀποσταλέντες, ἠρώτων εἰ κομίσωσιν ἐκεῖ τὸν Ἀλέξανδρον, ὁ δὲ θεὸς κατὰ χώραν ἐᾶν ἀνεῖλε. τῇ δὲ τρίτῃ φθίνοντος πρὸς δείλην ἀπέθανε.

[77]Τούτων τὰ πλεῖστα κατὰ λέξιν ἐν ταῖς ἐφημερίσιν οὕτως γέγραπται.

Φαρμακείας δ’ ὑποψίαν παραυτίκα μὲν οὐδεὶς ἔσχεν, ἕκτῳ δ’ ἔτει φασὶ μηνύσεως γενομένης τὴν Ὀλυμπιάδα πολλοὺς μὲν ἀνελεῖν, ἐκρῖψαι δὲ τὰ λείψανα τοῦ Ἰόλα τεθνηκότος, ὡς τούτου τὸ φάρμακον ἐγχέαντος. οἱ δ’ Ἀριστοτέλην φάσκοντες Ἀντιπάτρῳ σύμβουλον γεγενῆσθαι τῆς πράξεως καὶ ὅλως δι’ ἐκείνου κομισθῆναι τὸ φάρμακον Ἁγνόθεμίν τινα διηγεῖσθαι λέγουσιν ὡς Ἀντιγόνου τοῦ βασιλέως ἀκούσαντα· τὸ δὲ φάρμακον ὕδωρ εἶναι ψυχρὸν καὶ παγετῶδες, ἀπὸ πέτρας τινὸς ἐν Νωνάκριδι † οὔσης ἣν ὥσπερ δρόσον λεπτὴν ἀναλαμβάνοντες εἰς ὄνου χηλὴν ἀποτίθενται· τῶν γὰρ ἄλλων οὐδὲν ἀγγείων στέγειν, ἀλλὰ διακόπτειν ὑπὸ ψυχρότητος καὶ δριμύτητος. οἱ δὲ πλεῖστοι τὸν λόγον ὅλως οἴονται πεπλάσθαι τὸν περὶ τῆς φαρμακείας, καὶ τεκμήριον αὐτοῖς ἐστιν οὐ μικρόν, ὅτι τῶν ἡγεμόνων στασιασάντων ἐφ’ ἡμέρας πολλὰς ἀθεράπευτον τὸ σῶμα κείμενον ἐν τόποις θερμοῖς καὶ πνιγώδεσιν οὐδὲν ἔσχε τοιαύτης φθορᾶς σημεῖον, ἀλλ’ ἔμεινε καθαρὸν καὶ πρόσφατον.

Ἡ δὲ Ῥωξάνη κύουσα μὲν ἐτύγχανε καὶ διὰ τοῦτο τιμωμένη παρὰ τοῖς Μακεδόσι· δυσζήλως δ’ ἔχουσα πρὸς τὴν Στάτειραν, ἐξηπάτησεν αὐτὴν ἐπιστολῇ τινι πεπλασμένῃ παραγενέσθαι, καὶ προσαγαγοῦσα μετὰ τῆς ἀδελφῆς ἀπέκτεινε καὶ τοὺς νεκροὺς εἰς τὸ φρέαρ κατέβαλε καὶ συνέχωσεν, εἰδότος ταῦτα Περδίκκου καὶ συμπράττοντος. ἦν γὰρ ἐκεῖνος εὐθὺς ἐν δυνάμει μεγίστῃ, τὸν Ἀῤῥιδαῖον ὥσπερ δορυφόρημα τῆς βασιλείας ἐφελκόμενος, γεγονότα μὲν ἐκ γυναικὸς ἀδόξου καὶ κοινῆς Φιλίννης, ἀτελῆ δὲ τὸ φρονεῖν ὄντα διὰ σώματος νόσον, οὐ μὴν φύσει προσπεσοῦσαν οὐδ’ αὐτομάτως, ἀλλὰ καὶ πάνυ φασὶ παιδὸς ὄντος αὐτοῦ διαφαίνεσθαι χάριεν ἦθος καὶ οὐκ ἀγεννές, εἶτα μέντοι φαρμάκοις ὑπ’ Ὀλυμπιάδος κακωθέντα διαφθαρῆναι τὴν διάνοιαν.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ