Είναι η πλέον ηρωική αλλά και δραματική πράξη κατά τη μεγάλη επανάσταση 1866-1869. Η αυτοθυσία των, επί δύο ημέρες, στις 8 και 9 Νοεμβρίου 1866, πολιορκούμενων επαναστατών, εθελοντών αλλά και των γυναικόπαιδων στη μονή του Αρκαδίου, οι οποίοι ανατινάχθηκαν προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού μαζί με εκατοντάδες στρατιώτες του Μουσταφά πασά, του επονομαζόμενου Γκιριτλή, δηλαδή “Κρητικού” λόγω της πολύχρονης παρουσίας του στην Κρήτη από την επανάσταση του 1821, συγκίνησε τους λαούς όλου του κόσμου στους οποίους έγινε γνωστή.
Και υμνήθηκε ως ένα γεγονός το οποίο «φώναξε» σ’ όλο τον κόσμο, μαζί και στους τότε ισχυρούς της γης, ότι οι Κρήτες ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να μείνουν σκλάβοι στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Η πολιορκία έγινε από τις δυνάμεις του Μουσταφά που έφταναν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, από τους 15- 23.000 άνδρες, εξοπλισμένους με ό,τι πιό σύγχρονο διέθετε τότε ο στρατός της πανίσχυρης οθωμανικής αυτοκρατορίας. Απέναντι τους περίπου 300 μαχητές της ελευθερίας, Κρήτες και εθελοντές, αλλά και περισσότερα από 600 γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει για προστασία στο μοναστήρι, το οποίο είναι αφιερωμένο στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Ο γηραιός πασάς, αρχιστράτηγος των στρατευμάτων του κατακτητή, έφτασε στη μονή αφού πέρασε από τα χωριά του Αποκόρωνα και τα Ρεθυμνιώτικα, κι ενώ είχε συνεννοηθεί με το διοικητή του Ηρακλείου Ρεσίτη πασά να εισβάλλει εκείνος στα χωριά του Μυλοποτάμου ώστε να απασχοληθούν οι εκεί αγωνιστές και να μην σπεύσουν στο μοναστήρι.
Ο Μουσταφά πασάς κύκλωσε το Αρκάδι στις 8 Νοεμβρίου 1866, κι αφού φρόντισε να αποκόψει κάθε πρόσβαση σ’ αυτό ώστε να μην φτάσουν βοήθειες, αλλά και να μετατρέψει τα γύρω κτίσματα (ανεμόμυλο, στάβλους κ.α.) σε ορμητήρια για τις επιθέσεις, αλλά και σημεία προστασίας των στρατιωτών του από την άμυνα των εγκλείστων.
Η απίστευτη κακοκαιρία το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου, η αποκοπή της συγκοινωνίας προς το χώρο της πολιορκίας από τις δυνάμεις του Μουσταφά, η απασχόληση των επαναστατών του Μυλοποτάμου από τον Ρεσίτ, η αδυναμία, λόγω και των καιρικών συνθηκών όπως έχουν αναφέρει πολλοί ιστορικοί, να βρεθεί στο μοναστήρι ο Γενικός Αρχηγός Ρεθύμνης συνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, όπου ήταν και η έδρα του, αλλά και οι διαφωνίες και η ασυνεννοησία στους κόλπους των επαναστατών (για παράδειγμα, ο συνταγματάρχηςΧρήστος Βυζάντιος που είχε φτάσει εκείνες τις ημέρες στην Κρήτη με δικό του σώμα εθελοντών δεν πήγε στο Ρέθυμνο, όπως είχε σχεδιάσει η Γενική Συνέλευση, αλλά με δική του απόφαση κατευθύνθηκε στο τμήμα Χανίων) είχαν συνέπεια οι έγκλειστοι να δώσουν μόνοι τους μια άνιση και με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Μετά την πτώση του Αρκαδίου πολλοί καταλόγισαν τις ευθύνες στον Κορωναίο, ο οποίος δεν βρισκόταν στο Αρκάδι αλλά στα γειτονικά χωριά για στρατολόγηση μαχητών. Ακόμη περισσότερες ευθύνες απέδωσε η Γενική Συνέλευση στον Βυζάντιο.
Η πολιορκία κράτησε μέχρι την επόμενη μέρα, κι αφού οι πολιορκούμενοι αρνήθηκαν κάθε πρόταση του εχθρού για παράδοση, προκειμένου να σωθούν. Φρούραρχος του Αρκαδίου ήταν ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος βοηθούμενος από τον πυροσβέστη ανθυπασπιστή Π. Ξάνθη. Μαζί με τους εθελοντές ήταν Κρήτες αγωνιστές, κυρίως από τα χωριά του Μυλοποτάμου, αλλά και μερικοί από άλλες επαρχίες του νησιού.
Ο Μουσταφά πασάς μετέφερε, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, βαρύ πεδινό πυροβολικό και γκρέμισε τη δυτική πύλη. Έτσι κατάφεραν οι δυνάμεις του να εισβάλλουν στο μοναστήρι. Ανάμεσα στον εξοπλισμό που μετέφερε ήταν κι ένα γιγάντιο πυροβόλο, με το όνομα «μπουμπάρδα κουτσαχείλα». Η μάχη, μετά την εισβολή, συνεχίστηκε σώμα με σώμα. Ο ηρωικός ηγούμενος Γαβριήλ Μαρινάκης, πρόεδρος της επιτροπής του Ρεθύμνου και μέλος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών σκοτώθηκε μαχόμενος ή, κατ’ άλλους αυτοκτόνησε πριν τον πιάσουν οι Τούρκοι.
Λίγο μετά, κι αφού οι έγκλειστοι μετέλαβαν, ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη και μαζί της ανατινάχθηκαν εκατοντάδες χριστιανοί αλλά και στρατιώτες των πολιορκητών.
Το Αρκάδι πλέον είχε πέσει. Ελάχιστοι χριστιανοί διασώθηκαν και είτε εκτελέστηκαν επί τόπου από το στρατό του Μουσταφά, όπως ο φρούραρχος Δημακόπουλος, είτε μεταφέρθηκαν στο Ρέθυμνο και αφού εκτέθηκαν στη δημόσια χλεύη, φυλακίστηκαν ή σκοτώθηκαν.
Οι απώλειες του εχθρού ήταν πολύ μεγαλύτερες. Σχεδόν 3000 υπολογίζονται οι νεκροί και οι τραυματίες. Ανάμεσα στου νεκρούς ήταν ο γαμβρός του Μουσταφά, ενώ κατά τον ιστορικόΒασίλειο Ψιλλάκη και ο γιός του γηραιού Γκιριτλή.
Ο Μουσταφά στο Αρκάδι την 8η Νοεμβρίου – Οι δραματικές επιστολές των εγκλείστων
Με δύο δραματικές επιστολές τους, στην πρώτη από τις οποίες μάλιστα αναφέρεται και η ώρα αποστολής (7 το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου), η ηγεσία των εγκλείστων της μονής Αρκαδίου μετέδιδε προς το συνταγματάρχη Κορωναίο την είδηση για το μεγάλο yκίνδυνο που διέτρεχαν από την πολιορκία των δυνάμεων του Μουσταφά. Οι επιστολές στάλθηκαν στον Κορωναίο με δύο απεσταλμένους οι οποίοι, όπως γράφει ο Μητροπολίτης Κρήτης Τιμόθεος Βενέρης στο έργο του «Το Αρκάδι δια των αιώνων», στο οποίο και τις παρουσίασε, βγήκαν από το μοναστήρι με ειδικό σχέδιο και τις παρέδωσαν με κίνδυνο της ζωής τους σπάζοντας τον αποκλεισμό. Ως ταχυδρόμοι για την πολύ επικίνδυνη αυτή αποστολή προσφέρθηκαν και έγιναν ο παπά Κρανιώτης (Νικόλαος Κοκκινίδης) από την Κράνα Ρεθύμνου και ο Αδάμ Παπαδάκης από το Πίκρι επίσης του Ρεθύμνου. Ο Τιμόθεος Βενέρης σημειώνει και τη λεπτομέρεια ότι κατά τη μαρτυρία αυτόπτη που διασώθηκε, ο έγκλειστος Γεώργιος Χαιρέτης, μέλος της Επιτροπής Ρεθύμνης, έδεσε στη ζώνη του τον παπά Κρανιώτη και τον κατέβασε με σχοινί από παράθυρο στη νότια πλευρά του μοναστηρίου. Από το ίδιο σημείο βγήκε και ο Παπαδάκης.
Ο συνταγματάρχης, που βρισκόταν στο Κλησίδι Αμαρίου για στρατολογία μαχητών, δεν πρόλαβε να φτάσει εγκαίρως στη μονή.
Καθώς γράφει ο Τιμόθεος Βενέρης, οι επιστολές είχαν συνταχθεί από τον φρούραρχο Ιωάννη Δημακόπουλο, ενώ στην πρώτη της επιτροπής ανάμεσα στις υπογραφές είναι και αυτή τουΝικολάου Σκουλά, ο οποίος όμως είχε σκοτωθεί ακριβώς ένα μήνα νωρίτερα σε μάχη στον Αλμυρό Ηρακλείου. Στη μονή βρισκόταν ο αδελφός του Εμμανουήλ Σκουλάς, ο οποίος έχει αναφερθεί και ως ο πυρπολητής, αλλά από την πρώτη μέρα της πολιορκίας είχε καταστραφεί το χέρι του από σφαίρα. Το πιο πιθανό, επομένως, είναι ότι το όνομα κάτω από την επιστολή της επιτροπής γράφηκε από το γραμματέα της επιτροπής Γεώργιο Πορτάλιο, ο οποίος έκανε λάθος το μικρό όνομα του Σκουλά.
Κατά τον Τιμόθειο Βενέρη, ο ηγούμενος Γαβριήλ έστειλε και μια τρίτη επιστολή το ίδιο βράδυ ζητώντας βοήθεια από τον Ιωάννη Σγουρό, ο οποίος βρισκόταν στο Μυλοπότάμο, με τον Πολυχρόνη Φραγκιαδάκη ή Κατέβα από το χωριό Αστέρι Ρεθύμνου.
Ακολουθούν οι δύο επιστολές προς τον Κορωναίο.
Η επιστολή της 7 μ.μ. ώρας
Εν τη Μονή Αρκαδίου την 8 Νοεμβρίου 1866
Ώρα 7 μ.μ.
Κύριε Αρχηγέ
Ευρισκόμεθα εις στενήν πολιορκίαν από το πρωί. Είμεθα δυνατοί και δυνάμεθα ν’ ανθέξωμεν όπως πρέπει. Σας παρακαλούμεν όμως να μας δώσητε την βοήθειάν Σας την οποίαν δεν πιστεύομεν νας μας αρνηθήτε ποτέ. Σας περιμένομεν, Αρχηγέ μας, και ο Θεός βοηθός.
Η επιτροπή του Τμήματος Ρεθύμνης
Καθηγούμενος Γαβριήλ
Γ. Χαιρέτης
Γ. Α. Σαουνάτσος
Δ. Ν. Σκορδαλός
Ε. Μελισσώτης
Ο Γρ(αμματέας) Γεώργιος Πορτάλιος
Ο Φρούραρχος Αρκαδίου
Ι. Δημακόπουλος
Οι Καπεταναίοι
Νικόλαος Βενιανάκης
Ιωάννης Σωπασής
Μανόλης Παχλάς
Αναγνώστης Παπαδάκης
Ζαχαρίας Χαιρέτης
Χριστόδουλος Δαμουλάκης
Νικόλαος Σκουλάς
Αντώνιος Κουτρούλης
Η δεύτερη επιστολή
Η δεύτερη επιστολή προς τον Κορωναίο, που λίγο αργότερα το ίδιο βράδυ, υπογεγραμμένη από τον ηγούμενο Γαβριήλ και το φρούραρχο Δημακόπουλο, έχει ως εξής:
Προς τον Κύριον Πάνον Κορωναίον, Συνταγματάρχην
και Γενικόν Αρχηγόν,
Όπου ευρίσκεται.
Γενναιότατε Αρχηγέ Π. Κορωναίε,
προφθάσατε μίαν ώραν ταχύτερον διότι μάς έκλεισε και τακτικός και άτακτος στρατός πολύς.
Εν τη Ιερά Μονή Αρκαδίου εν βία μεγίστη
Την 8η 9Νοεμβρίου 1866
Καθηγούμενος Γαβριήλ
Ι. Δημακόπουλος
Η Γενική Συνέλευση
Οι ειδήσεις την εποχή εκείνη, και μάλιστα στις συνθήκες που επικρατούσαν στην Κρήτη, φτάνουν με μεγάλη καθυστέρηση. Στις 12 Νοεμβρίου 1866, κι ενώ η συγκλονιστική θυσία της μονής Αρκαδίου έχει ήδη συντελεστεί, η Γενική Συνέλευση ενημέρωνε την Κεντρική Επιτροπή των Αθηνών ότι ο Μουσταφά πασάς βρισκόταν στην Ιερά Μονή και ετοιμάζει επίθεση.
«Ο Μουσταφάς ευρίσκεται ήδη παρά την Ιεράν Μονήν του Αρκαδίου εν η διέμενεν και εξ αρχής η του Τμήματος Ρεθύμνης Επιτροπή, και ην ήδη υπερασπίζοντο χίλιοι περίπου ένοπλοι. Η πρόθεσις του Μουσταφά είναι να προσβάλη αυτή. Αγνοείται εάν θα γίνη αντίκρουσις, αναμένομεν δε από ώρας εις ώραν πληροφορίας θετικάς περί τούτου», έγραφε η Συνέλευση.
Με την ίδια επιστολή εξέφραζε τα πρώτα παράπονα, για το γεγονός ότι ο συνταγματάρχης Χρήστος Βυζάντιος, με το εθελοντικό του σώμα, αποβιβάστηκε ήδη στο Σέλινο κι όχι στο Ρέθυμνο, όπως ήταν η ανάγκη και η συνεννόηση. Λίγες ημέρες αργότερα η Συνέλευση θα κατηγορήσει ανοικτά τον Βυζάντιο ότι η αυθαίρετη αλλαγή των σχεδίων από μέρους του ίσως στοίχισε την πτώση του Αρκαδίου, καθώς θα μπορούσε μαζί με το συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο να οργανώσουν την άμυνα της μονής.
«Αι δε Ανατολικαί Επαρχίαι κινδυνεύουν τον έσχατον κίνδυνον και διαμαρτύρονται ένεκα της γυμνότητος των πολεμοφοδίων», πληροφορούσε ακόμη η Γ.Σ., ζητώντας στην ουσία την ενίσχυση της ανατολικής Κρήτης με εθελοντές αλλά και πολεμοφόδια.
Η Γενική Συνέλευσις των Κρητών
Προς την εν Αθήναις Κεντρικήν υπέρ των Κρητών Επιτροπήν
κτλ
Κύριοι!
Έχετε έγκλειστα ακριβή αντίγραφα δύο Διαμαρτυρήσεων των χωρίων Ασφένδου και Καλλικράτη εξ ων παρατηρείτε τον πατριωτισμόν αυτών.
Ο Μουσταφάς ευρίσκεται ήδη παρά την Ιεράν Μονήν του Αρκαδίου εν η διέμενεν και εξ αρχής η του Τμήματος Ρεθύμνης Επιτροπή, και ην ήδη υπερασπίζοντο χίλιοι περίπου ένοπλοι. Η πρόθεσις του Μουσταφά είναι να προσβάλη αυτή. Αγνοείται εάν θα γίνη αντίκρουσις, αναμένομεν δε από ώρας εις ώραν πληροφορίας θετικάς περί τούτου.
Ο Κύριος Χρ. Βυζάντιος συνταγματάρχης απεβιβάσθη δυστυχώς εις Σέλινον και ουχί εις Ρέθυμνον ως μας εγράφετε. Αι δε Ανατολικαί Επαρχίαι κινδυνεύουν τον έσχατον κίνδυνον και διαμαρτύρονται ένεκα της γυμνότητος των πολεμοφοδίων.
Επειδή περί του αντικειμένου τούτου εβαρήνθημεν να κάμνωμεν παρατηρήσεις και ουδεμία ενεργείται πραγματοποίησις, ουδέποτε θέλομεν ομιλήσει του λοιπού αι δε συνέπειαι δια λο/σμον των αιτίων.
Πιστεύομεν τας ημέρας ταύτας να ενεργήσωμεν τι σπουδαίον θεού βοηθούντος και ν’ ακουσθή εκ νέου το όπλον της Κρήτης νικηφόρον και θριαμβευτικόν. Η θεία πρόνοια να ενισχύση ημάς και να μας κάμη ημέραν ένδοξον, διότι ο χειμών πολλήν βλάβην επέφερεν εις τον σκοπόν μας.
Και πάλιν περί πλοίων φωνάζει ο λαός και καραδοκεί απαύστως την έλευσιν αυτών, δια την παραλαβήν των οικογενειών.
Εν τούτοις εσμέν.
Εν Δρακόνα της Κυδωνίας τη 12 9βρίου 1866
Η Γενική Συνέλευσις των Κρητών
Α. Μανουσογιαννάκης
Κώστας Βωλουδάκης
Παρθένιος Περίδης
Α. Ζ. Μπουμπουλάκης
Μιχαήλ Τσουδερός
Παύλος Ανδρέου Μοράκης
Αναγνώστης Μαντακάκης
Νικόλαος Μαντακάκης
Α. Καβρός
Λάμπης Τζόντος
Νικόλαος Νικολιδάκης
Γεώργιος Καρκαβάτζος
Ιωσήφ Μανουσογιαννάκης
Παύλος Ανδρέου Μοράκης (σ.σ.: το όνομα επαναλαμβάνεται, αλλά η υπογραφή είναι με διαφορετικό ορθογραφικό χαρακτήρα)
Χ. Μιχαήλ Γιανναράκης
Α. Γιαννακάκης
Α. Παπαγιανάκης
Μ. Φωτάκης
Α. Κασελάκης
Στυλ. Παπαδάκης
Α. Παναγιωτάκης
Ο Μουσταφά πασάς, ο πολιορκητής του Αρκαδίου
Η διαπίστωση, το καλοκαίρι του 1866, ότι πλέον στην Κρήτη γιγαντωνόταν το επαναστατικό κίνημα, οδήγησε το σουλτάνο στην απόφαση να αποστείλει ως γενικό διοικητή του νησιού, στη θέση του Ισμαήλ πασά, τον παλιό γνώριμο των Κρητών Μουσταφά Ναϊλή πασά, τον επονομαζόμενο και Γκιριτλή, δηλαδή Κρητικό. Το προσωνύμιο Γκιριτλής το απέκτησε εξαιτίας της πολύχρονης παραμονής του στην Κρήτη. Ήταν Αιγύπτιος στην καταγωγή και στην ιστορία έμεινε και για τη σκληρή του στάση απέναντι στην επανάσταση του 1833, κατά την αιγυπτιοκρατία. Ο Μουσταφάς, που αναδείχτηκε και στο αξίωμα του Μεγάλου Βεζύρη (πρωθυπουργού) της Τουρκίας κρέμασε τότε τους ηγέτες της επανάστασης σε 12 μουρνιές στο χωριό Μουρνιές των Χανίων. Βρισκόταν στην Κρήτη από τη δεκαετία του 1820, κατά τη μεγάλη επανάσταση, και διοίκησε το νησί μέχρι το 1849.
Και ο γιός του, Βελή πασάς, διοίκησε την Κρήτη και μάλιστα επί της δικής του αυταρχικής διαχείρισης ξέσπασε η προηγούμενη επανάσταση (1858) που επονομάστηκε και κίνημα του Μαυρογένη, από το όνομα του αρχηγού της.
Ο Γκιριτλής διορίστηκε και πάλι γενικός διοικητής σε προχωρημένη ηλικία. Η πολύχρονη παρουσία του στην Κρήτη είχε αποφέρει πολλές γνωριμίες, τις οποίες προσπάθησε να εκμεταλλευτεί για να καταστείλει την επανάσταση, όταν στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1866 εγκαταστάθηκε για μια ακόμη φορά στο νησί. Στην Κρήτη έφτασε με τους δυό γιούς του στις 31 Αυγούστου 1866, όπως ανάφερε η Γενική των Κρητών Συνέλευση. Στις 2 Σεπτεμβρίου με προκήρυξή του προς τους παλιούς του γνώριμους επικαλέστηκε αυτή τη γνωριμία μαζί τους και τους κάλεσε εντός πέντε ημερών να καταθέσουν τα όπλα, υποσχόμενος από την πλευρά του να ικανοποιήσει τα αιτήματα που ήταν δίκαια. Με προσχηματικά «φιλικό» αλλά και από την άλλη απειλητικό ύφος ο Μουσταφάς προσπάθησε να πείσει τους Κρήτες σε υποταγή. «Δεν δύναμαι να περιμένω παρά πέντε ημέρας ακόμη από της σήμερον δια να ιδώ την εντύπωσιν την οποίαν θα σας κάμνουν αυταί αι φιλικαί συμβουλαί μου. Αν δε εις το διάστημα αυτό δεν έλθητε τότε θα λάβω τα αναγκαία μέτρα δια να επαναφέρω την ησυχίαν της Νήσου και δια να σας προφυλάξω την ζωήν, τιμήν και περιουσίαν του συμπαθούς λαού», έγραφε στην προκήρυξη της 2 Σεπτεμβρίου.
Η Γενική Συνέλευση και οι Κρήτες απέρριψαν τις «συμβουλές» του γηραιού γενικού διοικητή μέσα στις αμέσως επόμενες μέρες, τόσο με τις δικές τους ανακοινώσεις, όσο και στο πεδίο της μάχης.
Πηγή: candianews
infiltr8or