Τα συστήματα μετρήσεως των ετών

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

imageΚατά τους χρόνους της αρχαίας Ελλάδος, με την αυτοτέλεια που είχαν οι διάφορες πόλεις, ήταν φυσικό να μην υπάρχει ενιαίος τρόπος μετρήσεως των ετών. Έτσι, υπήρχε μεγάλη ασυνεννοησία μεταξύ των πόλεων, επειδή το ίδιο έτος το αριθμούσαν διαφορετικά σε κάθε πόλη (αλλιώς στη μία, αλλιώς στην άλλη). Αλλά, η αυτονομία των αρχαίων ελληνικών πόλεων, δεν καθιστούσε τις πόλεις αυτές εντελώς ξένες μεταξύ τους, όπως τα σημερινά ανεξάρτητα μεταξύ τους κράτη, αλλά άρρηκτοι δεσμοί συνέδεαν τις ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας.

Η πλέον πανηγυρική εκδήλωση, εκδήλωση της ενότητας των Ελλήνων ήταν οι Ολυμπιακοί αγώνες, και ενώ κανένα άλλο χρονολογικό σύστημα δεν επιβλήθηκε σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος, η μέτρηση των ετών κατά Ολυμπιάδες έγινε εύκολα πανελλήνια και έτσι έληξε η χρονολογική σύγχυση που έως τότε επικρατούσε. Γι’ αυτό λεγότανε ότι «μέχρι Ολυμπιάδων ουδέν ακριβές ιστορείται τοις Έλλησι».

Το σύστημα χρονολόγησης κατά Ολυμπιάδες, το επινόησε και το επέβαλε το 280 π.Χ. ο Τίμαιος, διάσημος γεωγράφος και ιστορικός από το Ταυρομένιο της Σικελίας (346-250 π.Χ.). Σήμερα το Ταυρομένιο λέγεται Ταορμίνα. Ο Τίμαιος εξορίστηκε από την πατρίδα του και έμεινε πενήντα χρόνια στην Αθήνα. Έγραψε ιστορία της Σικελίας με τον τίτλο «Σικελικαί ιστορίαι» ή απλώς «Σικελικά» σε 38 βιβλία. Έγραψε αρκετά έργα με διάφορα θέματα. Επέστρεψε στη Σικελία, όπου και πέθανε 96 ετών. Στα συγγράμματά του έκαμε χρήση των Ολυμπιάδων για να προσδιορίσει χρονολογικά τα γεγονότα που ιστορούσε. Έτσι επικράτησε το σύστημα χρονολογήσεως κατά Ολυμπιάδες.

Ο Τίμαιος υπολόγισε τις Ολυμπιάδες αναδρομικά από το έτος που αντιστοιχεί στο 776 π.Χ., επειδή από τότε άρχισαν να τηρούνται λεπτομερείς κατάλογοι των Ολυμπιονικών. Ο Τίμαιος έζησε την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και απέθανε το 250 π.Χ. Κάθε Ολυμπιάδα έφερε το όνομα του αθλητή, ο οποίος ενίκησε σ’ αυτήν την Ολυμπιάδα στον αγώνα δρόμου, επειδή ο δρόμος ήταν το κυριώτερο αγώνισμα. Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 776 π.Χ. νικητής στον αγώνα δρόμου ήταν ο Κόροιβος, το όνομα του οποίου δόθηκε στην Α’ Ολυμπιάδα (Ιούλιος 776 – Ιούνιος 772 π.Χ.).

Κάθε Ολυμπιάδα είχε τέσσερα έτη, ώστε, όταν οι πρόγονοί μας ήθελαν να καθορίσουν ένα γεγονός σε ποιο από τα τέσσερα έτη συνέβη, προσδιόριζαν τόσο την Ολυμπιάδα όσο και τη σειρά που το έτος αυτό είχε μέσα στην Ολυμπιάδα. Για παράδειγμα έλεγαν «το γ’ έτος της 15ης Ολυμπιάδας». Τέσσερις από τις Ολυμπιάδες, λόγω αντικανονικής διεξαγωγής των Ολυμπιακών αγώνων, ονομάστηκαν Ανολυμπιάδες και δεν έλαβαν το όνομα του αθλητή που ενίκησε στους αγώνες αυτούς.

Η αρχή του ολυμπιακού έτους δεν ήταν σταθερή. Όπως σήμερα η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα, εξαρτάται από την εαρινή ισημερία και την πανσέληνο, έτσι και τότε η Πρωτοχρονιά ήταν κινητή και συνέπιπτε με την πρώτη πανσέληνο, που γινότανε μετά το θερινό ηλιοστάσιο, οπότε και γινότανε η έναρξη των αγώνων. Γι’ αυτό συνήθως ορίζομε, ως 1η ημέρα κάθε ολυμπιακού έτους την 1η Ιουλίου, επειδή αυτή πλησιάζε κατά το μάλλον ή ήττον με την ημέρα που τότε άρχιζε ο χρόνος. Δηλαδή το έτος 1 μ.Χ. συμπίπτει με το δεύτερο ήμισυ του α’ και το πρώτο ήμισυ του β’ έτους της 195ης Ολυμπιάδας.

Με την υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη, οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχασαν την αίγλη τους, έπαυσαν μάλιστα να εκφράζουν την ενότητα των Ελλήνων εφόσον αγωνίζονταν τώρα σ’ αυτούς και ξένοι. Τέλος κατά τα πρώτα Βυζαντινά χρόνια, το 394 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας κατήργησε οριστικά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν τότε η 293η Ολυμπιάδα. Αλλά και η αρίθμηση των ετών κατά Ολυμπιάδες είχε ατονήσει, ιδίως από τότε που ο Μέγας Κωνσταντίνος, το 312 μ.Χ., δηλαδή 18 έτη πριν από τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας του στην Κων/πολη, εισήγαγε την χρονολογία με ινδικτιώνες..

Κάθε ινδικτιώνα αποτελείται από 15 έτη, αντί των 4 των Ολυμπιάδας. Εννοείται ότι τα έτη των Ινδικτιώνων ήταν ρωμαϊκά (Ιουλιανά) και όχι Ελληνικά. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν την χρονολόγηση κατά Ινδικτιώνες μέχρι την Άλωση (1453). Οι Πατριάρχες, όμως, εξακολούθησαν για πολύ ακόμη, επί Τουρκοκρατίας, να χρησιμοποιούν τις Ινδικτιώνες. Αυτό κράτησε μέχρι το 1619, οπότε ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης εφάρμοσε την χρονολόγηση από τη γέννηση του Χριστού, σύστημα το οποίο στη Δύση είχε εφαρμοστεί πριν από καιρό.

Οι Βυζαντινοί από το 680 μ.Χ. χρησιμοποίησαν παράλληλα με τις ινδικτιώνες και την λεγόμενη Ελληνική χρονολογία ή Βυζαντινή ή της Κωνσταντινουπόλεως. Η χρονολογία αυτή στηρίχτηκε στους υπολογισμούς που είχε κάμει η εν Κωνσταντινουπόλει ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος του 680 μ.Χ. σύμφωνα με τους οποίους η Δημιουργία του Κόσμου έγινε στις 5 Σεπτεμβρίου του έτους 5508 π.Χ.

Η μέθοδος μετρήσεως των ετών από κτίσεως κόσμου, επιβλήθηκε επισήμως τον 9ο αιώνα από τον αυτοκράτορα Λέοντα τον Σοφόν και διατηρήθηκε στην Ελλάδα παράλληλα με τη χρονολογία κατά Ινδικτιώνες μέχρι τον 17ον αιώνα, δηλαδή μέχρι το 1619, όπως είδαμε πιο πάνω.

Και οι δύο αυτές χρονολογίες (ινδικτιώνες και από Κτίσεως Κόσμου) ως αρχή του έτους δεν παίρνουν την 1ην Ιανουαρίου (όπως έκαναν οι αρχαίοι Ρωμαίοι), αλλά την 1η Σεπτεμβρίου. Ώστε για να βρεθεί η αντιστοιχία με τα έτη που έχουν ως αρχή την γέννηση του Χριστού, αφαιρούμε από την Βυζαντινή χρονολογία τον αριθμό 5507 ή 5508 αναλόγως του αν η αναζητούμενη ημερομηνία είναι προ ή μετά την 1η Σεπτεμβρίου.

Με αυτό τον τρόπο η 29 Μαΐου 6960 από Κτίσεως Κόσμου είναι η 25-5-1453 (επειδή 6860-5507-1453). Ενώ η 1η Οκτωβρίου 6960 είναι η 1-10-1452 (επειδή 6960-5508 = 1452).

Η Βυζαντινή χρονολογία χρησιμοποιήθηκε, όπως ήταν επόμενο και από τους λαούς εκείνους που εκχριστιανίστηκαν από το Βυζάντιο, όπως οι Ρώσοι. Πολλά χρόνια μετά την άλωση, όταν ούτε το Πατριαρχείο Κων/πόλεως χρησιμοποιούσε πλέον αυτή τη χρονολογία, άρχισαν και οι Ρώσοι να χρησιμοποιούν τη μέτρηση των ετών από της γεννήσεως του Χριστού. Η νέα χρονολογία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1700 από τον Μεγάλο Πέτρο, την αναμορφωτή της Ρωσίας.

Οι χρονολογίες που αναφέρθηκαν, δηλαδή η κατά Ινδικτιώνες και από Κτίσεως Κόσμου, δεν αποτελούν νέα Ημερολόγια, επειδή η διάρκεια κάθε έτους, τόσο των κοινών όσο και των δίσεκτων, ήταν η ίδια που είχε καθορίσει ο Ιούλιος Καίσαρ, δηλαδή εξακολουθούσε πάντοτε να ισχύει το Ιουλιανό Ημερολόγιο.

Όπως οι αρχαίοι Έλληνες, πριν από τις Ολυμπιάδες, έτσι και οι Ρωμαίοι δεν είχαν ενιαίο σύστημα για τη μέτρηση των ετών. Άλλοι είχαν ως αρχή μετρήσεως το 49 π.Χ., άλλοι το 45 π.Χ., και άλλοι άλλα. Η επικρατέστερη όμως χρονολογία είναι η από κτίσεως Ρώμης. Η χρονολογία από κτίσεως Ρώμης, αν και δεν επισημοποιήθηκε ποτέ, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τους διάφορους συγγραφείς για πολλούς αιώνες.

Ως έτος Κτίσεως της Ρώμης πάρθηκε αυτό που αντιστοιχεί στο 753 π.Χ., αν και σύμφωνα με τις θέσεις νεώτερων ιστορικών και αρχαιολόγων, η Ρώμη δεν χτίστηκε τότε και επομένως άλλο έτος έπρεπε να ήταν η αρχή της χρονολογίας. Επειδή, όμως, έτσι απ’ αρχής υπολογίστηκε, προκειμένου για χρονολόγιση, ως έτος Κτίσεως Ρώμης λαμβάνεται πάντοτε το 753 π.Χ. Τα έτη από Κτίσεως Ρώμης μετατρέπονται σε έτη μ.Χ., αν ο αριθμός του έτους αφαιρεθεί από το 754 (διά τα έτη 1-753 από Κτίσεως Ρώμης, δηλαδή διά τα προχριστιανικά έτη). Διά τα έτη από του 754 από Κτίσεως Ρώμης και στο εξής (έτη μεταχριστιανικά), αφαιρούμε από το από Κτίσεως Ρώμης έτος τον αριθμό 753.
Για παράδειγμα 600 από Κτίσεως Ρώμης = 754-600 = 154 π.Χ. Ή 800 από Κτίσεως Ρώμης = 800-753 = 47 μ.Χ.

Όλα τα παραπάνω συστήματα, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν επί πολλούς αιώνες, αντικαταστάθηκαν με τη μέτρηση των ετών από την γέννηση του Χριστού. Εισηγητής της νέας αυτής χρονολογίας είναι ο Έλληνας μοναχός Διονύσιος ο Μικρός ή Εξίγυος, ο οποίος έζησε στη Ρώμη τον Ε’ και ΣΤ’ μ.Χ. αιώνα. Κατά τους υπολογισμούς του Διονυσίου, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εγεννήθη την 25η Δεκεμβρίου του έτους 754 από Κτίσεως Ρώμης, το οποίο έλαβε ως 1ο Σωτήριον έτος δηλαδή 1 μ.Χ. Ο υπολογισμός του Διονυσίου επικράτησε και η μέτρηση των ετών από Χριστού γεννήσεως ονομάστηκε Χρονολογία Χριστιανική ή Διονυσιακή. Η Χριστιανική Χρονολογία δεν επιβλήθηκε γρήγορα. Η οριστική εφαρμογή της στη Δύση, επιτεύχθηκε μετά τρεις αιώνες.

Οι Μωαμεθανοί (Moυσουλμάνοι) έχουν ως αρχή του ημερολογίου την 16η Ιουλίου 622 μ.Χ. Είναι η λεγόμενη Εγίρα. Εγίρα ονομάζεται η φυγή του Μωάμεθ από τη γενέτειρά του τη Μέκκα και εγκατάστασή του στη γειτονική πόλη Γιατρίμπ, η οποία κατόπιν ονομάστηκε Μεδίνα, δηλαδή πόλη του Προφήτη. Η αιτία που έφυγε από τη Μέκκα είναι ότι, όταν άρχισε να διδάσκει τη θρησκεία του, οι κάτοικοι δεν φάνηκαν πρόθυμοι να ακούσουν και να δεχθούν τις απόψεις του και τον καταδίωξαν. Η αντίδραση αυτή των συμπολιτών του δεν αποθάρρυνε τον Μωάμεθ, αλλά την 16 Ιουλίου 622 κατέφυγε στην Μεδίνα, όπου έγινε ευχαρίστως δεκτός και απόκτησε οπαδούς. Δημιούργησε έτσι ισχυρή δύναμη. Πήρε όλους αυτούς ο Μωάμεθ, επέστρεψε στη Μέκκα και με τη βία επέβαλε τη δική του θρησκεία.

Εκτός από αυτά που αναφέραμε υπάρχουν και άλλα ημερολόγια. Όμως, μόνον η χριστιανική χρονολογία είναι επίσημα αναγνωρισμένη διεθνώς. Όλες οι διεθνείς πράξεις ρυθμίζονται και αναγνωρίζονται επισήμως με βάση τη χριστιανική χρονολογία. Πηγή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ