«Ο Γιάννος πάει ’ς τα βουνά
κι η Μάρω πάει ’ς τους κάμπους».
— Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!…
Πολλάς ημέρας ο Γιάννος απουσίαζεν από τον πύργον των γονέων του και ουδείς ευρίσκετο να είπη τι περί αυτού, ουδέν ίχνος να ορίζη που την παρουσίαν του. Το δάσος, η πηγή, το ρυάκιον, η γιγαντιαία βαλανιδιά, η γαλανή λίμνη, η καλύβα του βοσκού, όλα τα μέρη, τα οποία τόσας φοράς τον είχον ίδη παίζοντα και είχον ακούση την φωνήν του, διετήρουν και τώρα την νεκρικήν των απάθειαν εις τας συχνάς ερωτήσεις της Μάρως. Και αυτό το πηγάδι, το οποίον με τα μεγάλα και υψηλά χείλη του ωμοίαζε προς χάσκοντα διψαλέον γίγαντα, δεν απέδωσε τι όταν έκυψε να το ερωτήση, ειμή τας ιδίας της λέξεις και τόσον διατόρους και παραμορφωμένας, ώστε ωπισθοδρόμησε με φρίκην νομίσασα ότι προήρχοντο από το φοβερό Στοιχειό. Και η Μάρω εξηκολούθει κλαίουσα απαρηγόρητα και φωνάζουσα αδιακόπως, ως ο Γκιώνης μετά τον άδικον θάνατον του αδελφού του:
— Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!…
Η Κυρά Ρήνη, η μήτηρ της, εφαίνετο αδιάφορος εις του Γιάννου την απουσίαν και της Μάρως τα δάκρυα. Όταν την ηρώτα εσήκωνε τους ώμους ψυχρώς, ως να επρόκειτο περί της κούκλας της και διά ν’ απαλλαγή αυτής έλεγε πότε ότι ο Γιάννος επήγεν εις το σχολείον, πότε εις το βαλμαδιό να ίδη πως ήμελγον τας δαμάλεις και πότε εις το περιβόλι της βασιλοπούλας να κόψη χρυσόμηλα. Η Μάρω έσπευδεν, επέτα εκεί ως πτηνόν αφήσαν προ πολλού νήστεις τους νεοσσούς του. Δεν εφοβείτο ούτε την μαγευμένην βέργα του διδασκάλου, η οποία αν την ήγγιζεν ηδύνατο να την μαρμαρώση, ούτε τον πυρίπνοα ταύρον του βαλμαδιού, ούτε τον ανήμερον δράκοντα του περιβολιού προ του αδελφικού της φίλτρου. Αλλά δεν τον εύρισκε πουθενά.
— Πήγαινε, μωρή· ’ς της θειας σου της Καλής είνε! είπε τέλος η μήτηρ της βαρυνθείσα.
Η Μάρω, μετά κοπιώδη και αδιάκοπον πορείαν, διά στενών και ανηλίων δρομίσκων, εν μέσω βάτων και αγριακανθών, έφθασε τέλος και εις την θείαν της.
— Πώς ήρθες, Μάρω μου; την ηρώτησεν αύτη έκπληκτος· πώς ήρθες, πεδώ κόκορας δε λαλεί, κόττα δεν καρκαριέται;
— Ήρθα να ιδώ το Γιάννο.
— Το Γιάννο! ο Γιάννος δεν εφάνηκ’ εδώ.
Η Μάρω έμεινεν άφωνος, ακίνητος εις την θέσιν της ως απολιθωθείσα. Δεν εφάνη εκεί ο Γιάννος! Λοιπόν η μήτηρ της την επερίπαιζεν, αστειεύετο με το αδελφικόν της φίλτρον, με τον πόνον της! Και την έστειλε να κάμη τόσον δρόμον, να υποφέρη άδικα των αδίκων, απλώς διά να γελάση!…
Η Μάρω, χάσασα και την τελευταίαν της ελπίδα, επέστρεφε προς τον πύργον, με οφθαλμούς ερυθρούς εκ των δακρύων, πρόσωπον κατεσχισμένον υπό των κλάδων, ενδύματα κατερρακωμένα ως γραίας ατσιγγάνας και πόδας πρισμένους εκ των δρόμων.
Μετά μικρόν διέκρινε μακράν επί υψηλού βουνού τον πύργον όμοιον με γιγαντώδη κοχλίαν ατμομηχανής. Ήτο τετράγωνον παλαιόν οικοδόμημα με παράθυρα μικρά, θύρας δρυίνους, μαρμαρίνας ελικοειδείς κλίμακας και μακρούς διαδρόμους. Αυλή ευρεία, λιθόστρωτος, με μαρμαρίνας βρύσεις, παριστώσας δράκοντας και γοργόνας ετοίμους να ορμήσουν κατά τίνος, ήτο εις τα έμπροσθεν αυτού, όπισθεν δε και εις τα πλάγια σύσκιος κήπος και πέραν παρθένον, σχεδόν αδιέξοδον δάσος. Τα τείχη του πύργου είχον σχασθή άνωθεν έως κάτω, ως υπό κεραυνού· πολλά δωμάτια ήσαν ακατοίκητα, πολλαί θύραι άνευ φύλλων, πολλά παράθυρα άνευ θριγκών, ταλαντευόμενα πενθίμως εις το κενόν. Το σαράκι υπέσκαπτε νυχθημερόν τα ξύλα του, οι ποντικοί τα θεμέλιά του, η βροχή τα κονιάματά του. Ολόκληρος ο πύργος ήτο σιωπηλός και ψυχρός· έκλινεν εις την φθοράν, όπως παν ό,τι αφεθή εις την τύχην του.
Η Μάρω ανέβη την κλίμακα χωρίς ν’ απαντήση ψυχήν ζώσαν, εισήλθε εις το δωμάτιόν της και πεσούσα επί του πατώματος κατάκοπος, άρχισε να θρηνή ως νεκρόν τον αδελφόν της:
— Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!…
*
Ο Γιάννος ήτο δεκαέξ ετών παλληκάρι. Η μήτηρ του, η Ζαχάρω, τον αφήκε πολύ μικρόν, εις τα σπάργανα ακόμη όταν απέθανεν. Ο πατήρ του την αντικατέστησε μετά μικρόν διά της Κυρά Ρήνης η οποία και αυτή εκ του πρώτου της γάμου είχεν αποκτήσει την Μάρω. Τα δύο παιδία, ομήλικα, έφαγον της ιδίας τροφού το γάλα, εναναρίσθησαν εις την ιδίαν αγκάλην, εκοιμήθησαν εις το ίδιον λίκνον, το εν παρά το άλλο κι εντός του ιδίου δωματίου μαζί, έκαμον τα πρώτα σφαλερά βήματά των και ήρθρωσαν τας πρώτας, άνευ εννοίας και άνευ σκοπού, λέξεις των. Όταν ηύξησαν είχον τα αυτά παιγνίδια, τας αυτάς χαράς, τας αυτάς τέρψεις, ως δύο δενδράκια αυξάνοντα επί του αυτού τόπου, το εν πλησίον του άλλου, πίνοντα το ίδιον νερό και υφιστάμενα τας αυτάς ατμοσφαιρικάς μεταβολάς.
Η πρώτη λύπη του Γιάννου ήτο όταν έχασε τον πατέρα του, δεκαετής. Αλλά τα δάκρυά του εχύνοντο και τότε μαζί με τα δάκρυα της Μάρως· οι στεναγμοί του, οι πόνοι του, αι δεήσεις του συνωδεύοντο υπ’ αυτής. Όταν έχη κανείς τοιούτον πιστόν και αχώριστον φίλον, ευρίσκεται δε εις την ηλικίαν εκείνην κατά την οποίαν και η θλίψις είνε της στιγμής, ως μία ρυτίς επί της επιφανείας λίμνης, τα πάντα δύναται να λησμονήση. Εξηκολούθησε λοιπόν ο αυτός βίος διά τα δύο παιδία, δίδυμα αδελφάκια, παχουλά, ροδοκόκκινα, υγιέστατα. Έτρεχον από την αυγήν έως το βράδυ εις τα πέριξ του πύργου, ανερριχώντο εις τους κλάδους των δένδρων διά να φθάνουν τας φωλεάς των πτηνών, εσύροντο εις τας αναδενδράδας να συλλέγουν τα υπόξυνα βατόμουρα, έπιπτον από της μιάς άκρας της λίμνης κι εξήρχοντο εις την άλλην, παίζοντα τα μικρά σωματάκια των με το νερόν κι επέστρεφον την νύκτα εις τον πύργον γελαστά, χαρούμενα, η Μάρω κατάφορτος μ’ ερυθρά εκ τρικοκκίων περιδέραια, ως φιλάρεσκος γύφτισσα και ο Γιάννος στολισμένος με άνθη, ως μαϊόπαιδον.
Δεκαέξ χρόνοι είχον παρέλθει ούτω, αγνοί παιδικοί χρόνοι, δίχως πονηρίαν καμμίαν, δίχως κανέν αίσθημα άλλο από την αγάπην. Μόνον μικρά χαιρεκακία ανεφαίνετο ενίοτε μεταξύ των, όταν ο ένας ετρύπα την χείρα του διά της ακάνθης ή ο άλλος έπιπτεν από του λίθου, όπου ήθελε να σταθή με το ένα πόδι διά να κάμη τον πετρίτην… Αίφνης όμως μίαν αυγήν, ενώ η Μάρω ηγείρετο του ύπνου, χαρούμενη, διότι θα επήγαινον, ως είχον συμφωνήσει μετά του Γιάννου εις τους καλαμώνας να συλλάβουν τριποκάρυδα, δεν εύρεν αυτόν πλησίον της· παντού ηρεύνησεν αλλά ματαίως. Και τώρα εντός του μικρού δωματίου των, εις την κλίνην, εις τα καθίσματα, εις τας γωνίας, εις όλα τα έπιπλα αυτού διαβλέπουσα τον Γιάννο, πάντα τον Γιάννο, εις τον ελάχιστον θρουν νομίζουσα ότι ακούει το πάτημά του, ότι διακρίνει την φωνήν του, στενάζει απαρηγόρητα, ως ο Ιακώβ προ των αιμόφυρτων ενδυμάτων του Ιωσήφ. Πόσα έχασε με τον χαυμόν αυτού! Αμέσως οι παιδικοί της χρόνοι εξηφανίσθησαν και σκότος βαθύ βασιλεύει εις την ψυχήν της. Και όμως η Κυρά Ρήνη γελά διά τούτο· τι ελαφρή καρδιά! χάνει κανείς ένα πετεινάρι και κάμνει τ’ αδύνατα δυνατά διά να το εύρη και λυπείται και στενοχωρείται και όχι ένα άνθρωπον εκεί, ένα παλληκάρι… Αλλά την γνωρίζει καλά την μητέρα της· πάντα κακή, πάντα αδιάφορος εφέρθη προς τον Γιάννο από τα μικρά του χρόνια ακόμη. Όχι, άλλη μητρυιά δεν εφέρθη ποτέ τόσον σκληρή εις τον προγονόν της!… Ούτως εσκέπτετο η Μάρω θλιβομένη διά την απώλειαν του Γιάννου και διά την τόσην αδιαφορίαν της μητρός της. Περιέφερε το δακρυσμένον της βλέμμα εν τω δωματίω, άτονον ήδη και ηλίθιον και από καιρού εις καιρόν εψιθύριζε με παράπονον:
— Πάει αυτός, πάει τώρα αυτός!…
Αίφνης το βλέμμα της εσταμάτησεν εις γωνίαν τινά, όπου από μικράς οπής του πατώματος εισέδυσε στενή ακτίς φωτός. Επορεύθη αργά εκεί, εκ περιεργίας μάλλον παρά εξ ελπίδος, έπεσε πρηνής κι εκόλλησεν εις την οπήν τον οφθαλμόν της. Κάτωθέν της διέκρινε βαθύ και στενόν δωμάτιον, πλήρες αραχνών, με τοίχους μαύρους εκ της υγρασίας κι έδαφος άνισον και ολισθηρόν. Μικρά λυχνία χωματίνη, έρριπτε πενιχρόν φως εμπρός λευκού τινος πτυχωτού όγκου, ωσεί ανδρεικέλου κυρτωμένου· επί του γυμνού εδάφους εσύροντο εδώ κι εκεί πλανώμενα βρωμερά ερπετά, των οποίων αι σκιαί εμεγεθύνοντο ή εσμικρύνοντο κατά τας κινήσεις των. Πλησίον της λυχνίας δύο ποντικοί εκύλιον διαμφισβητούντες τεμάχιον κριθίνου άρτου, ενώ τρίτος ηγωνίζετο ν’ αναρριχηθή επί σταμνίου μικρού· υψούτο εις τους οπίσθιους πόδας, συνελάμβανε το σταμνίον διά των εμπροσθίων και ητοιμάζετο να πηδήση αλλ’ ευθύς ωλίσθαινε ή ανετρέπετο προς τα οπίσω ύπτιος. Μίαν φοράν εν τη μεγάλη αυτού ορμή συμπαρέσυρε και το σταμνίον από του οποίου έτρεξε το νερόν εις αύλακα μέχρι του λευκού όγκου όστις εκινήθη παραμερίσας. Η Μάρω, ήτις προσείχεν εκεί, ωπισθοδρόμησεν ιδούσα την κίνησιν εκείνην, τρέμουσα ως το φυλλοκάλαμον.
— Ο Γιάννος, ο Γιάννος! εψιθύρισε φρικιώσα.
Τω όντι, αφ’ ης ημέρας εξηφανίσθη ο Γιάννος, εκεί διήγε τας ημέρας και τας νύκτας του, θύμα της καλλίστης μορφής και της αγνότητος της ψυχής του. Εν τω νοσηρώ εκείνω δωματίω, με ολίγον φως ερχόμενον από τίνος φεγγίτου την ημέραν, με ολιγώτερον την νύκτα, με μαύρον ψωμί, με το ψύχος και τας στερήσεις, γονυπετή και αλυσσίδετον προσεπάθει η Κυρά Ρήνη να παρασύρη αυτόν εις τας παραλόγους επιθυμίας της. Πολλάκις της ημέρας κατερχομένη εις το δωμάτιον παρεκάλει, ηπείλει, έλεγεν ό,τι αι αισχραί επιθυμίαι της υπηγόρευον, επεδείκνυε στήθη καλλίμαστα και ροδοκόκκινα, βραχίονας ευπαγείς και λευκούς, μηρούς και κνήμας εξαισίου πλαστικότητος, προσπαθούσα διά των θελγήτρων της να τον σύρη εις εαυτήν. Η επιμονή του νέου εξήπτε τας ορμάς της· το πρόσωπόν της εκοκκίνιζε, τα χείλη της έφρισσον εξ ηδονής, οι οφθαλμοί της ηκτινοβόλουν εξ επιθυμίας, τα μέλη της όλα εσπαρτάριζον κι έπιπτεν επ’ αυτού μετά λύσσης, μουγκρίζουσα και κολλούσα φλογερά φιλήματα επί των ρόδινων παρειών και του ευτόρνου τραχήλου του. Αλλ’ ούτος εν τη λυπηρά εκείνη στάσει του, εντροπαλός, συνεσταλμένος, έστρεφε τους οφθαλμούς από της καλλίστης εκείνης γυναικός μετ’ αηδίας κι εξέσχιζε διά των ονύχων τας παρειάς του να εξαλείψη, ως θανατηφόρον φαρμάκι, τα καυτερά των φιλημάτων της.
Εις τοιαύτην δοκιμασίαν είχεν υποβληθή και σήμερον, προ μικρού μόλις. Ο Γιάννος είχεν εξέλθει και τώρα νικητής εκ της πάλης, η αθωότης του είχε θριαμβεύσει αλλ’ έκυπτε την κεφαλήν περίλυπος εις το στήθος. Εις το πρόσωπον εκείνης, την οποίαν αυτός εθεώρει μητέρα κι εγνώρισεν ως μητέρα, έβλεπε την εξαχρείωσιν και την αληθινήν του κόσμου κατάστασιν. Αφ’ ης ώρας εγνώρισε την ζωήν έως προ μικρού, ενόμιζεν ότι ο κόσμος ήτο γεμάτος με άνθη μοσχοβολούντα και άνθη τέρποντα διά ποικίλων χρωμάτων τους οφθαλμούς· με δένδρα κάμνοντα καρπόν και δένδρα φιλοξενούντα εις τους κλάδους των περιχαρή και κελαδούντα πουλάκια· με νερά και βρύσεις μουρμουριζούσας απαύστως· με προβατάκια και κατσικάκια και δαμαλάκια αθώα, με αγρούς και πεταλούδας και άστρα. Εντός αυτών έζησε και ανετράφη και αυτά εγνώρισεν όλα δε αυτά τα ήξευρεν ουδέν, άλλο αγωνιζόμενα κι επιθυμούντα ειμή να παραγάγουν κάτι καλόν, κάτι ωφέλιμον προς δημιουργίαν και λειτουργίαν του συνόλου. Ήδη όμως εγνώρισε την πλάνην του· εις τα ψηλά βουνά εμφωλεύουν αετοί κατασπαράσσοντες τ’ αδύνατα ζώα· εις τας πρασιάς έρπουν φίδια φαρμακερά, ενεδρεύοντα τον διαβάτην και μεταξύ των ανθρώπων διεφθαρμέναι ψυχαί, πνίγουσαι την αθωότητα. Ο Γιάννος έτρεμε μήπως και η ιδική του αθωότης πνιγή επί τέλους υπό της μητρός του την διαφθοράν. Ημέραν καθ’ ημέραν ησθάνετο το θάρρος του ελαττούμενον προέβλεπεν ήδη το μέλλον φρικιών· θα ηγωνίζετο, θα ηγωνίζετο αλλ’ επί τέλους θα υπέκυπτεν!
— Γιάννο! καϋμένε Γιάννο! ηκούσθη πάλιν υποτρέμουσα η φωνή της Μάρως, επανελθούσης εις την οπήν.
Ο Γιάννος ανεπήδησεν εις την φωνήν και λησμονήσας ότι ήτο δεμένος ηθέλησε να σηκωθή. Αλλ’ επανέπεσε πάλιν και ο κρότος των αλύσεων αντήχησε πενθίμως εν τω δωματίω και η απήχησις έπληξε την καρδίαν της Μάρως, ως να έπεσαν επ’ αυτής…
— Γιάννο, δεμένος είσαι; είπεν η Μάρω θλιβερά.
— Ναι, απήντησεν ούτος, προσηλών το βλέμμα εις την οροφήν, οπόθεν ήρχετο η φωνή.
— Γιατί; ποιος σ’ έδεσε;
— Η μάνα μας.
— Η μάνα μας!… και γιατί;
Ο Γιάννος έκλινε την κεφαλήν εις το στήθος χωρίς να είπη λέξιν.
— Γιατί, Γιάννο μ’, δεν ακούς; γιατί; επανέλαβεν η Μάρω επιμόνως.
— Δεν είν’ ανάγκη να μάθης, δεν κάνει είπεν ο Γιάννος κινών αρνητικώς την κεφαλήν· αν μπορής βγάλε με από δω.
Κι εξηκολούθησαν ούτω τα δύο παιδία, συνομιλούντα επί πολύ και ανταλλάσσοντα τας ιδέας των περί της απολυτρώσεως του Γιάννου. Δεν επρόκειτο περί απολυτρώσεως μόνον αλλά φυγής, φυγής τελείας αυτού και εκείνης, μακράν, όσον ήτο δυνατόν μακρύτερον της μητρός των. Μετά μικρόν τα δύο παιδία κατέστρωσαν το σχέδιόν των. Η Μάρω θα παρεκάλει επιμόνως την μητέρα της να της δώση τον Γιάννο να παίξη ολίγον, εκεί δε εις την αυλήν, θα της ήρπαζε κάτι ο Γιάννος κι επιτηδείως μικρόν κατά μικρόν, θ’ απεμακρύνοντο των βλεμμάτων της μητρός των.
— Τώρα να σε ιδώ, να σε ιδώ πολύ, είπεν η Μάρω περιπαθώς.
— Κι εγώ.
Και η Μάρω ητένιζεν αυτόν τρυφερώς, περιλαμβάνουσα αυτόν ολόκληρον εντός του βλέμματός της, μη κινουμένη καθόλου, τρέμουσα μήπως τον χάση… Μετ’ ολίγον ο οφθαλμός της εσπαρτάρισε, τα εν τω δωματίω της παρεστάθησαν αμυδρά, συγκεχυμένα, κάτι ωσεί κινουμένη άμμος και τέλος ο οφθαλμός, εκλείσθη κουρασθείς. Μικρόν κατά μικρόν κάρωσίς τις κατέλαβε τα μέλη της και απεκοιμήθη εκεί.
*
Την επομένην ημέραν τω όντι η Κυρά Ρήνη, καμφθείσα υπό των δακρύων και των παρακλήσεων της Μάρως, απέλυσε τον Γιάννο της φυλακής του και του επέτρεψε να παίξη μαζί της εις την αυλήν. Τα δύο παιδία ερρίφθησαν εις τας αγκάλας το εν του άλλου μετά θέρμης.
— Γιάννο μου, σ’ επεθύμησα.
— Κι εγώ, Μάρω μου…
Δεν ετόλμησαν όμως να ειπούν περισσότερα. Πλησίον αυτών, επί χαμηλού σκαμνιού καταχρύσου, στηρίζουσα τα νώτα επί μιας στήλης του πύργου, εκάθητο η Κυρά Ρήνη, στρίφουσα μέταξαν εις μεγάλην αργυράν άτρακτον την οποίαν εκόσμει προς τα κάτω λευκότατον, εξ οδόντος δράκοντος, σφοντήλι.
Η Κυρά Ρήνη, αθάνατος κι αιωνία όσον η παράδοσις, εύρωστος, ροδοκόκκινη, πλήρης υγείας και νεότητος ωμοίαζε προς καρπόν εν τη αναπτύξει του, όταν οι χυμοί κυκλοφορούν εντός του διακόπως πολλαπλασιαζόμενοι μέχρις αποσχάσεως του φλοιού. Γεμάτη ανημέρων παθών, ποικίλων επιθυμιών, μη έχουσα ουδέν τρυφερόν αίσθημα και προικισμένη διά της μαγείας είχε καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του κόσμου. Το όνομά της ήκουον οι άνθρωποι ανατριχιάζοντες, ως το όνομα του διαβόλου. Τον πρώτον άνδρα της εμαρμάρωσεν εν τη ιδιοτροπία της μίαν ημέραν, περάσασα εις τον δάκτυλόν του ένα μαγευμένο δακτυλίδι. Όταν έλαβε τον δεύτερον, τον πατέρα του Γιάννου, διά να γελάση ολίγον, αφήρεσε το δακτυλίδι από τον πρώτον, τον έφερεν εις την ζωήν και παροργίσσασα τους δύο άνδρας τους έκαμε ν’ αλληλοσφαγούν προ των οφθαλμών της. Εκαλείτο παρ’ όλων Μάγισσα του Βουνού και υπήρχεν ιδέα ότι αν εχάνετο θα εχάνετο μαζί και ο κόσμος· λύμη αυτού φοβερά αλλ’ αναγκαία. Τα στοιχειά κι αι ασθένειαι ήσαν υπό την εξουσίαν της και ηδύνατο να τας διαθέση, κατά βούλησιν· η κατάρα της ήτο ισχυροτέρα μητρικής κατάρας· η θελησίς της νόμος της δημιουργίας. Εγνώριζε πού φυτρώνει το σιδερόχορτον προ του οποίου τα κλείθρα τήκονται ως κηρός, πού έχει την φωλεάν του ο τυφλίτης και εις ποίον μέρος της γης καταφεύγει ο υδράργυρος όταν πέση χαμαί. Εσημάδευε των άστρων την πορείαν· την τρυφεροφεγγιά, την ηλιόκρισι και την χάση της σελήνης· ώριζε την επίδρασιν αυτής επί των φυτών κι επί των ζώων· εκανόνιζε την πορείαν των πλοίων, την πτήσιν των πτηνών, των φαρμακερών φιδιών τας διαθέσεις και των βοτάνων την επιρροήν επί των πληγών. Όταν ήθελε να κάμη μεγάλην τινά επιχείρησιν ή και απλώς να διασκεδάση εκτύπα τρις τας παλάμας κι εφώναζε:
— Κυράδες μικρές, Κυράδες τρανές, ελάτε ’ς την κυρά σας τη μεγαλείτερη.
Κι ευθύς συνέρρεον περί αυτήν οι Νεράιδες της θαλάσσης, οι Λάμιες των λιμνών, οι Τσατσούλες των βουνών, όλα τα πνεύματα των δασών και των ερήμων, αι Μοίραι, γελώσαι, τραγουδούσαι και πρόθυμοι να την υπηρετήσουν. Η Κυρά, Ρήνη ήτο η κραταιά βασίλισσα του παντός, έχουσα εις χείρας της τας τύχας του κόσμου. Από καιρού όμως εφαίνετο μη θέλουσα να χρησιμοποίηση την δύναμίν της. Όλη της η προσοχή, όλη της η φροντίς περιεστρέφετο εις τον έρωτά της, εις την επιμονήν του Γιάννου, ήτις την εβασάνιζε και την παρέλυε. Και τώρα, ενώ έστριφε την μέταξαν, παρετήρει αδιακόπως τα δύο παιδία, προσέχουσα και εις τας ελαχίστας κινήσεις και εις τους απλουστέρους λόγους των:
— Κύτταξε· θα σε βγάλω να παίξης με τη Μάρω, είπεν εις τον Γιάννο όταν επήγε να τον απολύση· μα μην της ειπής λόγο γιατί φίδι που σ’ έφαγε!
Και ο Γιάννος ηναγκάσθη να κρατήση τα πλημμυρίζοντα τους οφθαλμούς του δάκρυα και τα παράπονα τα καταθλίβοντα δυνατά την ψυχήν του. Εγνώριζεν ότι ο αγών τον οποίον είχεν αναλάβει ήτο άνισος και ότι έπρεπε τα πάντα να μετέλθη εάν ήθελε να εξέλθη νικητής. Αλλ’ όμως όσον και αν προσεπάθει δεν ηδύνατο ν’ αποδιώξη της κεφαλής του τας θλιβεράς σκέψεις. Παρετήρει τον πατρικόν πύργον, τας μεγάλας κλίμακας, αι οποίαι προσετρίβησαν υπό τους πόδας των γονέων του, τα δωμάτια τα οποία άλλοτε κατείχεν η μήτηρ του, η καλή εκείνη και αγία γυνή, κατεχόμενα ήδη υπό της Κυρά Ρήνης, την κακίαν διαδεχθείσαν την αρετήν εκεί. Έβλεπε τα γιγάντεια δένδρα, του κήπου, υπό την σκιάν των οποίων τόσας φοράς μετά της Μάρως ανεπαύθη, την λίμνην, το δάσος… Δεκαέξ χρόνοι, όλοι κι όλοι, παρήρχοντο έμπροσθέν του, φαιδροί άλλοτε, πένθιμοι τώρα, ως νεκροί προσφιλείς εντός των σαββάνων των. Και όμως όλα αυτά ηναγκάζετο να τα αφήση, να ρίψη μακράν τα καλλίτερα του χρόνια, και να πάγη ποιος ξεύρει εις ποίον τόπον! Αλλ’ έπρεπε να φύγη διά να προφυλάξη τον εαυτόν τον όπως φεύγει τις των διεφθαρμένων κοινωνιών, ζητών την αγνότητα επί υψηλών κι ερημικών βράχων… Κι ενώ ταύτα εσκέπτετο συνέψαλλε μετά της Μάρως, ασυνειδήτως το παλαιόν παιδικόν των τραγούδι:
— Κάθι — καθικλούλα,
κάθετ’ η Μαρούλα
και κεντάει μαντήλι
με χρυσό κοντύλι!
Και η Μάρω προσέθετε:
— Και περνάει ο Γιάννος
και της δίνει μήλο,
μήλο δαγκωμένο
κι άλλο φιλημένο!…
— Α! όχι φιλημένο, δεν πάει φιλημένο!… είπεν η Μάρω, γελώσα τον αθώον παιδικόν της γέλωτα.
Η Μάρω και εις την θέσιν της αυτήν, την κρισιμωτάτην διά την ζωήν της, ήτο χαρούμενη. Και τούτο όχι από ελαφρότητά τινα συνήθη εις την ηλικίαν της· τουναντίον αύτη ήτο κόρη σοβαρά και εμβριθής, χαρακτήρος τολμηρού και αποφασιστικού. Αλλά δεν έκαμνε τας σκέψεις του Γιάννου. Της ήρκεσεν ότι έμαθε πως ο Γιάννος υπέφερεν εκεί, πως κάτι σπουδαίον έπασχεν από την μητέρα της και την εμίσησεν ευθύς. Αφού ο Γιάννος ήθελε να φύγουν, αφού της είπεν ότι η αθωότης ρυπαίνεται μένουσα εις την διαφθοράν, δεν ήτο ανάγκη να ακούση τίποτε άλλο. Τω όντι, καλόν θα ήτο να έμενον εις τον πύργον των, εκεί να περάσουν όλην των την ζωήν, εντός της περιοχής εκείνης, ως εις Παράδεισον, αλλά ήτο αδύνατον πλέον· ή φυγή ή θάνατος, έλεγεν ο Γιάννος… Και η Μάρω εσκέφθη να τον ακολουθήση· άπαξ δε λαβούσα την απόφασίν της ήτο εύθυμος και διότι ήτο υπό τα αυστηρά βλέμματα της μητρός της και προ πάντων διότι αυτή ήτο, ούτως ειπείν, η κλίμαξ διά της οποίας ο Γιάννος θα εσώζετο.
Διό επανελάμβανε γελώσα και πηδώσα προ του αδελφού της, ενώ η πλούσια κόμη της εκυματούτο εις τον άνεμον.
— Και περνάει ο Γιάννος
και της δίνει μήλο,
μήλο δαγκωμένο
κι άλλο φιλημένο!…
Αίφνης ο Γιάννος της ήρπασεν από χαμαί την χρυσήν κτέναν των μαλλιών της η οποία της έπεσεν όταν επήδα.
— Δος μου την, Γιάννο μ’, δος μου την είπεν αύτη, τείνουσα τας χείρας.
— Όχι, δε ’ς τη δίνω· είπεν ούτος, φεύγων προ αυτής.
— Δος μου την.
— Αν με πιάσης…
Ο Γιάννος και η Μάρω άρχισαν ήδη διαγράφοντες κύκλους, κατ’ αρχάς μεν στενούς, έπειτα ευρύτερους περί την αυλήν, του μεν φεύγοντος της δε διωκούσης με απλωμένας χείρας. Ο Γιάννος έκαμνε τινάς βηματισμούς κι έπειτα ίστατο, αναμένων την Μάρω η οποία έφθανεν ασθμαίνουσα, άπλωνε τας χείρας, βεβαία ότι τον συνέλαβε πλέον αλλ’ ούτος τότε δι’ επιτηδείων ελιγμών έκλινεν, ωρθούτο, έτρεχεν, ίστατο και η Μάρω συνελάμβανεν αντ’ αυτού το κενόν.
— Έλα, καϋμένε, μη με παιδεύης· είπεν η Μάρω κλαυθμηρώς και ωσεί απαυδήσασα.
— Να το· είπεν ο Γιάννος, ιστάμενος και τείνων προς αυτήν την κτέναν.
Η Μάρω ώρμησε μετά βίας επ’ αυτού, και συνέλαβεν εντός των βραχιόνων της τον Γιάννο, εκφέρουσα φωνάς θριάμβου. Αλλά την ιδίαν στιγμήν ούτος ολισθήσας, ως χέλι από τας χείρας της, έφυγε μακράν, κρυβείς όπισθεν των μεγάλων δένδρων του κήπου. Η Μάρω απεφάσισε να καταδιώξη αυτόν και εκεί.
— Μην πάτε μακρυά· εφώναξεν αίφνης αυστηρώς από της θέσεως της η Κυρά Ρήνη.
Τα παιδία έμειναν εις την θέσιν των, όπου ευρέθησαν έκαστον, φρικιώντα από κεφαλής μέχρι ποδών. Αλλά μετά μικρόν συνελθόντα εξηκολούθησαν τα παιγνίδια των εντός του κήπου ήδη.
— Δόσε μου τα χτένια μου—δος μου τα μπερτσέμνια μου! εφώναζεν η Μάρω.
— Έλα, πιάσε με· επανέλεγεν ο Γιάννος.
Κι εκρύπτετο όπισθεν του κορμού ενός δένδρου και όταν η Μάρω τον ανεκάλυπτεν υπεχώρει εις έτερον, απώτερον, πάντοτε προχωρών εις τα ενδότερα του κήπου, από αποστάσεως εις απόστασιν διά να μη τον χάνη από τους οφθαλμούς της η κόρη, η οποία τον κατεδίωκε πάντοτε φωνάζουσα.
— Δόσε μου τα χτένια μου,—δος μου τα μπερτσέμνια μου!…
*
Η Κυρά Ρήνη ήκουσεν από του καθίσματός της, συγκεχυμένας εκ της αποστάσεως, τας φωνάς των παιδιών. Από ώρας ήδη είχε σώσει την μέταξαν της τουλούπας της χωρίς και αυτή να το εννοήση και σταυρώασα επί των γονάτων τας χείρας έμεινε με την κεφαλήν ορθίαν εις τα εμπρός, το βλέμμα έχουσα προσηλωμένον μακράν, εις την κορυφήν κυπαρίσσου την οποίαν ο ήλιος εχρύσωνε διά του φωτός του. Δύο στρουθοί, ωσεί περιενδυμένοι χρυσόν διαφανή πέπλον και αυτοί, ετέλουν εκεί τους έρωτάς των· ο στρουθός περιεστρέφετο αδιαλείπτως πέριξ της θηλείας συντρόφου του, τσιμπών αυτήν ενίοτε, κλινών εδώ και εκεί την κεφαλήν, ωσεί να της δείξη ότι ελιγόνετο, κτυπώμενος άλλοτε διά των πτερών του, ωσεί να της αποδείξη ότι χάριν αυτής δύναται και να σκοτωθή, τιτιβίζων πάντοτε, θέλων να εκφράση εις την γλώσσαν του τα μεγάλα και υψηλά αισθήματα τα οποία επλημμύριζον την μικράν του καρδίαν. Πόσον καλά ηξεύρουν ν’ αγαπούν τα πουλάκια!… Και η Κυρά Ρήνη ήρχισε ν’ αναπολή τους ιδικούς της έρωτας· το καθαρό νερό το οποίον έτρεχε φλοισβίζον παρά τους πόδας της, η πυκνή πρασινάδα του κήπου, ο καταγάλανος ουρανός, ο χλιαρός αήρ, ο ερχόμενος πλήρης μεθυστικών αρωμάτων από του δάσους, ο θαλπερός ήλιος, υπεβοήθουν κι επέτεινον της φαντασίας της τας ορμάς. Α! τι λαμπρά θα ήτο και αυτή εντός της περιοχής εκείνης, εντός της γαλήνης, και της απολαύσεως, αγαπώσα και αγαπωμένη υπό του Γιάννου! Να έχη την αθώαν εκείνην ύπαρξιν πάντοτε πλησίον της· να αισθάνεται το μικρόν εκείνο ωοειδές προσωπάκι, το περιστεφόμενον υπό κόμης λεπτής και ξανθής, εφαπτόμενον των παρειών της, να βλέπη τα ροδαλά μικρά μικρά χείλη εκείνα προσκολλώμενα επί των φρισσόντων ιδικών της, αυτή μέλισσα, εκείνος άνθος, εκείνος μικρό μπουμπουκάκι· ν’ ατενίζη τους καστανούς εκείνους, τους πλήρεις παρθενικής αίγλης οφθαλμούς, να θλίβη το σώμα της εις την μικράν εκείνην αγκάλην την αγνήν, ως μυχός θυσιαστηρίου· να προστρίβηται, αυτή σπαρταρίζουσα, επί των απαλών εκείνου μελών κι εν σπασμωδική συσφίγξει να λυγώνεται μετ’ αυτού την ηδονήν και μέθην, είτε εις το βάθος μαλακής κλίνη, είτε εις γωνίαν σκοτεινού θαλάμου, είτε παρά την ρίζαν γηραιάς βαλανιδιάς, είτε επί των μοσχοβολούντων ανθέων του κήπου. Αλήθεια θα ήτο να τρελλαίνεται κανείς!…
Και η Κυρά Ρήνη εφρικία από κεφαλής μέχρι ποδών, σκεπτομένη ταύτα ενώ το αίμα ανήρχετο πλημμυρίζον διά του τραχήλου εις το πρόσωπον, απειλούν να πηδήση άφθονον από των οφθαλμών. Εφ’ όσον εσκέπτετο την αγνότητα του Γιάννου τοσούτον αι επιθυμίαι της ακράτητοι εξεγείροντο και ήθελε πάση θυσία να τον απολαύση.
— Δεν θα μου γλυτώσης, εψιθύρισε.
Και βεβαία περί της νίκης της, εσηκώθη να επαναφέρη τον Γιάννον εις την φυλακήν και να επαναλάβη τας επιθέσεις της.
Τότε παρετήρησεν ότι τα παιδία έλειπον. Ηκροάσθη, αλλά καμμία φωνή δεν ηκούετο. Επροχώρησε προς τον κήπον, κράζουσα επανειλημμένως· αλλά και τότε καμμία απάντησις. Υπέθεσε προς στιγμήν ότι ίσως τα παιδία έκαμνον, τρέχοντα, τον γύρον του δάσους και θα επέστρεφον από του άλλου μέρους, οπόθεν ηκούετο τω όντι μικρόν γαύγισμα. Διηυθύνθη λοιπόν προς τα εκεί, ακόμη περισσότερον τώρα ανυπόμονος να ίδη τον Γιάννο, ωθουμένη μάλλον εξ επιθυμίας προς αυτόν ή από μητρικού φίλτρου προς την Μάρω, έκραξε κι εκεί αλλά καμμία απάντησις· και του σκύλου το γαύγισμα είχε παύσει:
— Τι διάβολο έγειναν; εψιθύρισεν εν αγανακτήσει, σταθείσα.
Αίφνης ιδέα τις διήλθε του νου της. Τάχα δεν εδραπέτευσαν μαζί τα παιδία, φεύγοντα την σκληρότητά της; Τάχα ο Γιάννος δεν ανεκοίνωσεν εις την Μάρω τα διατρέξαντα, ένα, ένα, και το παιγνίδι των και η αρπαγή της κτένας και το κυνήγι των ήσαν προσποίησις διά ν’ απομακρυνθούν επιτηδειότερον αυτής; Αλλά πού τόσον μικρά παιδία να σκεφθούν τοιούτον τι· δεν ήτο δυνατόν! Αυτά ακόμη καλά καλά δεν εβγήκαν από τ’ αυγό και θα έχουν τόσην πονηρίαν!… Η Κυρά Ρήνη βραδυπορούσα επέστρεφεν εις τον πύργον, μη θέλουσα κατ’ ουδένα λόγον να πιστεύση εις την φυγήν των παιδίων· ήτο βεβαία μάλιστα, κάτι έλεγεν εις αυτήν ότι θα τα εύρισκεν εκεί επιστρέφουσα… Αλλ’ η περί φυγής ιδέα εδέσποζε πάλιν του νοός της και όσον ήθελε να την αποδιώξη τόσον επέστρεφεν εκείνη επιμόνως. Ούτω δε, αβεβαία και αμφιταλαντευομένη έφθασεν εις τον πύργον. Τα παιδία δεν ήσαν και πάλιν εκεί. Τότε ετράπη προς αναζήτησίν των.
Η Κυρά Ρήνη ηρεύνησεν εντός του κήπου, εις τας λόχμας και τας αναδενδράδας, εδώ κι εκεί μετά ζέσεως, ως ιχνηλάτης κύων κατά την αρχήν του κυνηγίου, φωνάζουσα ονομαστί τα παιδία. Αλλά δεν τα ήκουε πουθενά και η υποψία ήρχισε να την κυριεύη. Ηρεύνησε μόλα ταύτα παντού, ακαταπόνητος, απόφασιν έχουσα και αν τω όντι έφυγον να τα καταδίώξη και εις τα πέρατα του κόσμου. Ούτω δε διήλθε το δάσος και μετ’ ολίγον έφθασεν εις το αντίθετον άκρον όπου εξετείνετο ατέρμων πεδιάς, λεία και γυμνή, όπου το βλέμμα ηδύνατο να εκταθή μακράν άνευ εμποδίου. Η Κυρά Ρήνη διέκρινε τότε μακράν δύο παιδία, έχοντα εις χείρας τα σάνδαλά των και φεύγοντα τα εν παρά το άλλο προτροπάδην.
— Μωρέ! γυρίστε πίσω καταραμένα! εφώναξε λυσσαλέα.
Αλλά τα παιδία εις την φωνήν ετάχυνον έτι περισσότερον το βήμα, ως πρόβατα εις την ωρυγήν λύκου.
— Αν μου γλυτώστε, να μη με ειπούν μάνας γέννα! είπε τρέμουσα εκ του θυμού.
Και μένεα πνέουσα, ανέστρεψε και έδεσε περί την οσφύν το έμπροσθεν μέρος της εσθήτος της, έρριψε μακράν τα σάνδαλά της διά να είνε ελευθέρα και ώρμησε προς καταδίωξιν των παιδιών. Οι γυμνοί μέχρι γόνατος πόδες της έτυπτον την κεφαλήν της εκ του πολλού τάχους, επί δε του εδάφους άφινον βαθείς τους τύπους των πελμάτων της· το στήθος της επρόβαλλεν εμπρός πλατύ κι εξωγκωμένον· η χονδρά κεφαλή της, ορθία επί του νευρώδους τραχήλου της, έκλινε μικρόν προς τα οπίσω, όλον της δε το σώμα ωμοίαζε κένταυρον ορμώντα προς μάχην. Η πολύπτυχος εσθής της επλατάγει θορυβωδώς εις τον άνεμον· το εκ ριγωτού αλατζά βρακίον της, πλατύ και κοντόν, εφούσκωνεν εκ των όπισθεν· αι μεταξωταί ευρείαι χειρίδες της ανεστρέφοντο προς τα οπίσω, αφίνουσαι γυμνόν τον πήχυν και μέρος του βραχίονος· αι τρίχες της κόμης της περιεστρέφοντο, συνεπυκνούντο, άλλαι ωρθωμέναι, άλλαι τεταμέναι, όλαι εις κίνησιν ωσεί προσπαθούσαι δι’ όλων των μέσων ν’ αποσπασθούν της κεφαλής. Η Κυρά Ρήνη εξημμένη εκ της οργής και του δρόμου, κάθιδρως, κατακόκκινη, με το πρόσωπον παραμορφωμένον έτρεχεν ακόμη ουχί πλέον κυρία εαυτής αλλ’ ενδίδουσα εις εσωτερικήν τινα δύναμιν, σπασμώδη κίνησιν νεύρων και μυών, ως ροκέτα εις την ώθησιν της πυρίτιδος. Δεν εγνώριζε και αυτή πού διηυθύνετο πλέον· δεν εσυλλογίζετο τίποτε· δεν ήκουεν ειμή συγκεχυμένους τινάς βόμβους, δεν έβλεπεν ειμή από καιρού εις καιρόν σπινθήρας, μόλις εμφανιζομένους και σβύνοντας εις το κενόν. Οι μυκτήρες της διεστέλλοντο σπασμωδικώς, το στήθος ανεβοκατέβαινεν ασθμαίνον, το στόμα της έχασκε. Μετά μικρόν την κατέλαβε σκοτοδίνη ως τον χορεύσαντα επί πολλάς ώρας καρτσιλαμάν και προσκρούσασα επί τίνος χόρτου, εκυλίσθη μετά δούπου χαμαί.
Τα παιδία εν τούτοις έφευγον μετά τάχους. Από καιρού εις καιρόν έστρεφον προς τα οπίσω την κεφαλήν και ως να έβλεπον φοβερόν δράκοντα απειλούντα να εκμυζήση το αίμα των, έτεινον όσον ηδύναντο τους μικρούς των πόδας και κατέβαλλον όλας των τας δυνάμεις. Ούτω δε ότε μετά μικρόν η Κυρά Ρήνη συνήλθε τα διέκρινε πολύ μακράν απ’ αυτής. Επεθύμει ν’ αρχίση πάλιν την καταδίωξιν αλλά δεν ηδύνατο σχεδόν ούτε να κινήση τα μέλη της. Εστάθη λοιπόν ασθμαίνουσα και αμηχανούσα. Αλλ’ όχι, δεν έπρεπε, να τ’ αφήση να της διαφύγουν! έπρεπε πάσα θυσία να τα βάλη πάλιν εις τας χείρας της· να την κάμη την πομπιομένη τη Μάρω, που άφινε την μάνα τας, εκείνην που την εγέννησε, χάριν του Γιάννου, να την κάμη για τ’ αλάτι. Ή μήπως της επόνεσε κι εκείνης το δόντι γι’ αυτόν και ηθέλησε να της τον πάρη… Ω, τρομάρα της· το ψάρι θα της ψήση ’ς τα χείλη!…
Κι εκείνον τον Γιάννο τον αχάριστον, εις τον οποίον επρόσφερε τον παράδεισον και αυτός τον ηρνήθη, θα τον κάμη να το μετανοήση πικρά· θα υποκύψη εις τας επιθυμίας της για το πείσμα, για να σκάση ο διάβολος κι έπειτα ξεύρει τι θα του κάμη!…
Ούτως εσκέπτετο η Κυρά Ρήνη. Εις τας αισχράς επιθυμίας της προσετίθετο τώρα και η δίψα της εκδικήσεως και το μίσος προς την ιδίαν της θυγατέρα, την οποίαν εν τη εξαχρειώσει της δεν εδίσταζε να θεωρή ομοίαν της. Αλλ’ η αμηχανία της εκορυφούτο μη ευρίσκουσα το μέσον διά του οποίου θα συνελάμβανε τα παιδία. Αίφνης όμως ησθάνθη εις τας χείρας της την μαγευμένην άτρακτον, παλαιόν δώρον της μητρός της, την οποίαν εν τη σπουδή της είχε λάβει μαζί· και οι οφθαλμοί της ανέλαμψαν θριαμβευτικώς· τυχηρό κι αυτό θαρρείς και ήτο φώτισις Θεού!…
— Ξακληριές και μαυρίλες! εψιθύρισε μετά θυμού. Και σταθείσα περιέστρεψεν εις χείρας την άτρακτον και την έρριψεν είτα μεθ’ όλης της δυνάμεώς της. Η άτρακτος υψώθη βοΐζουσα, διέγραψεν ευρύ τόξον, διήλθεν άνω των παιδιών κι έπεσεν εμπρός αυτών με κτύπον ξηρόν και πένθιμον, ως θραυσθείσης χορδής.
Ευθύς γαλανή λίμνη πλατεία, τρικυμιώδης ηνοίγη προ των παιδιών, φθάνουσα σχεδόν τους πόδας των. Άνωθεν της ίπταντο γιγάντια όρνεα, κρώζοντα γοερώς και κτυπώντα παταγωδώς τας μεγάλας, ως ιστία πλοίου, πτέρυγάς των. Δεξιά και αριστερά υψούντο βουνά πετρώδη, φαλακρά και απότομα, εις την αντιπέραν δε όχθην ηπλούτο εκτεταμένη έρημος επί της οποίας εχόρευον όλοι οι άνεμοι, εγείροντες βουνούς πελωρίους άμμου.
Τα παιδία προ του ανελπίστου τούτου εμποδίου οπισθοδρόμησαν έκπληκτα, στρέφοντα αλλού την κεφαλήν. Αλλ’ είδον πάλιν την μητέρα των ήτις ήρχετο, βραδέως, φωνάζουσα με χαμόγελο διά να τα ελκύση καλλίτερον:
— Ελάτε, μωρέ· ελάτε πίσω και δε σας πειράζω! Τα παιδία ίσταντο φοβισμένα και αμφιρρέποντα.
Παρετήρουν έμπροσθεν την φοβεράν λίμνην, τ’ άγρια πτηνά κατασπαρασσόμενα μεταξύ των, τα φαλακρά βουνά και την θυελλώδη και απέραντον έκτασιν, εικόνα πιστήν του βίου όστις τα επερίμενεν· όπισθεν δε την ομαλήν πεδιάδα, την καταπράσινον χλόην, τας συσκίους του δάσους εκτάσεις, σιωπηλάς και γαληνίους και πέραν διά μέσου των δένδρων διέκρινον τους φαιούς τοίχους και την μαυρισμένην στέγην του πατρικού πύργου. Τι να προτιμήσουν; εκείθεν πάλη αδιάκοπος, εδώθεν ηρεμία και γαλήνη!…Ο Γιάννος συνεκινήθη προ των δύο τούτων εικόνων, διαφόρων φάσεων ζωής πολυκυμάντου κι έκλινεν ήδη να πιστεύση εις τους λόγους της Κυρά Ρήνης η οποία επροχώρει πάντοτε, γελώσα κι επαναλέγουσα:
— Ελάτε πίσω και δε σας πειράζω.
— Μην την πιστεύσης· θα σε σφάξη, Γιάννο μου! εφώναξεν η Μάρω, ήτις ενόησε τον αδελφόν της κλονιζόμενον.
Ο Γιάννος εις τους λόγους της Μάρως συνήλθεν ευθύς· ανεμνήσθη όλα τα προ μικρού παθήματά του, την εξαχρείωσιν της Κυρά Ρήνης και λαμβάνων την χείρα της Μάρως επήδησε μετ’ αυτής εις την λίμνην.
— Να τε!… εφώναξεν η μάγισσα, εν αγανακτήσει, φασκελόνουσα αυτά με τας δύο χείρας της.
Κι επέστρεψεν εις τον πύργον, δαγκώνουσα τα χείλη εκ πείσματος, διότι κατήντησε να νικηθή από δύο παιδία. Αλλ’ όχι, δεν θα μείνη ως εκεί, δεν θα της ξεφύγουν. Αυτή ημπορεί και από μακράν ακόμη να στείλη την εκδίκησίν της. Διά τούτο ίσα ίσα εγεννήθη από μάγισσαν και αδίκως, εις τα χαμένα δεν ωνομάσθη αυτή παρ όλων Μάγισσα του βουνού. Τόρα θα δείξη την δύναμίν της και θα κάμη να το εννοήση καθένας, ότι αυτή δεν παίζεται εύκολα.
Ούτως εσκέπτετο η Κυρά Ρήνη ενώ ανήρχετο την κλίμακα του πύργου της. Μετά πολλάς περιστροφάς εισήλθεν εντός δωματίου, στρογγυλού, υψηλού, κειμένου επί της στέγης. Εις το μέσον του δωματίου επί υψηλής, δίκην παλαιού θυσιαστηρίου εστίας, έκαιεν ολίγον πυρ, ρίπτον ερυθράς λάμψεις επί των πέριξ αντικειμένων. Από των τοίχων εκρέμαντο κατά τάξιν σάκκοι δερμάτινοι παλαιωμένοι, κατασκονισμένοι, όπερ εδείκνυεν ότι από πολλού ήσαν εν αχρηστία, κι εξ αυτών προέκυπτον φυλλάριά τινα ακανθώδη, μαραμένα, ερυθρωπά, υποκίτρινα, άλλα λεπτά και στιλπνά, άλλα ταινιώδη, λογχοειδή, συλλογή όλων των ειδών του φυτικού βασιλείου. Από της χαμηλής οροφής, κατάμαυρης ως οροφής χωρικού μαγειρίου, εκρέμαντο φιδοπουκάμισα, ταλαντευόμενα υπό της πυράς, ταριχευμένοι γυπαετοί, κόρακες, ράμφη περιστερών, δάγκωνες καρκίνων, πόδες σκορπιών, οδόντες κάπρων και κεφαλαί δενδρογαλιάς και ανηλιάγου· επί δε του πατώματος, φύρδην μίγδην εις τας γωνίας, ήσαν ανερριμένα πολύχρωμα ράκη πανίων, τρυπημένα υποδήματα, αντιπροσωπεύοντα τας διαφόρους ηλικίας του ανθρώπου από παιδίου μέχρι γέροντος, όστρακα χελώνης και παντοειδή άλλα σκεύη της μαγγανείας και του διαβόλου.
Η Κυρά Ρήνη εισελθούσα εν τω δωματίω, έρριψε βλέμμα εταστικόν εις όλα εκείνα τα μαγικά ανεμομαζώματα. Έπειτα ήλθε κι εστάθη προ της εστίας.
— Ο Ανάποδος ‘ς τα χιόνια και τ’ αλάτι ’ς τη φωτιά! εψιθύρισεν επιβλητικώς.
Και λαβούσα από ρυπαρού μαλλίνου σακκουλίου ολίγον άλας, όπερ είχε δανεισθή επί τρεις ημέρας κατά σειράν μετά την δύσιν του ηλίου πάντοτε, το έρριψεν επί της πυράς. Η πυρά έτριξεν επανειλημμένως, σπινθήρες τίνες ανερριπίσθησαν κι ευθύς λαμπραί κυανέρυθροι φλόγες ανήλθον μέχρι της οροφής. Συγχρόνως όλα τ’ άψυχα εκείνα πράγματα, τ’ απαρτίζοντα τον πλούτον του δωματίου, ως να επέπνευσε ζωή τις επάνω τους, ήρχισαν να κινούνται, προξενούντα διαβολικόν θόρυβον.
Η Κυρά Ρήνη με οφθαλμούς υπερμέτρως ανοικτούς, αναπνοήν διακοπτομένην, χείλη κινούμενα, έτοιμα να εκφέρουν βλασφημίας και κατάρας, απεκλειστικόν αυτών προσόν, παρετήρει κύπτουσα ανυπομόνως τας φλόγας, αίτινες εκοκκίνιζον φοβερώς το πρόσωπον της, το μαραμένον ήδη. Διότι η δύναμις εκείνη, ήτις έφερεν αυτήν εις τον κόσμον—και τοιαύτη δεν ήτο βεβαίως η φύσις—ίσως θέλουσα να δώση ακριβή εικόνα της μαύρης ψυχής της, έκαμεν ώστε μόλις εισήρχετο εις το δωμάτιον εκείνο και ήρχιζε τας μαγγανείας της, να μεταβάλληται εις ξεδοντιάραν και κάτισχνον γραίαν με χείλη πρισμένα και μελανίζοντα, οφθαλμούς κοίλους και γαλάζους, κόμην ψαράν και αγρίαν ως χαίτην χοίρου, με σώμα κυρτωμένον, όνυχας γαμψούς, εις αληθή και φοβεράν στρίγγλαν. Τούτο όμως δεν την ετάρασσε, ούτε την ημπόδιζεν από το έργον της. Εγνώριζε καλώς ότι μόλις εξερχομένη εκείθεν εγίνετο πάλιν η ωραία και θελκτική μάγισσα, ως ο δράκοντας του μύθου, όστις πλησιάζων εις τον μαγευμένον καθρέπτην εκιτρίνιζεν ως το θειαφοκέρι, έτρεμεν, εκινδύνευε να χάση την ζωήν του, αλλά μόλις απεμακρύνετο εκείθεν, ανελάμβανε τας δυνάμεις του όλας.
— Να χαθήτε, βρωμοχόρταρα! είπε τέλος μετ’ αγανακτήσεως, πτύουσα την πυράν.
Η μάγισσα ύψωσεν επί μικρόν την κεφαλήν, έκλινε προς τα οπίσω το σώμα, έτεινε τας χείρας διά ν’ αποσείση απ’ αυτής την κούρασιν και είτα εστύλωσε πάλιν εις την πυράν τους οφθαλμούς, ως βιβλιοδίφης επί παλαιού παπύρου. Ευθύς η μορφή της εφαιδρύνθη. Διά μέσου των φλογών διέκρινεν ήδη τον Γιάννο και την Μάρω, τα δύο αθώα πλάσματα, πλανώμενα διά μέσου ερεβώδους σκότους επί ερήμου και αμμώδους πεδιάδος.
— Α, ’ς τανάθεμα! εφώναξε θριαμβευτικώς.
Και καθήσασα επί υψηλού εδράνου, εν μέσω των σκευών και τας διαβολικής εκείνης σωρείας των μαγκανευμάτων, ητοιμάσθη να καταδιώξη κατά την θλιβεράν περιπλάνησίν των τα δύο εκείνα πλάσματα, απ’ εκεί, ως στρατάρχης διευθύνων την μάχην από του καταλύματος του.
*
Τω όντι ο Γιάννος και η Μάρω καταμόναχα, επλανώντο εν απογνώσει, ως πρόβατα αποχωρισθέντα της κοπής των, επί της αμμώδους πεδιάδος. Επί ώρας ολοκλήρους επάλαισαν με τα μαύρα κύματα της λίμνης, άτινα τα εκύλιον αδιακόπως, ως κολοκύνθας και τ’ απώθουν επιμόνως προς την ξηράν, ως να ήθελον και αυτά να εξυπηρετήσουν τας ορέξεις της Κυρά Ρήνης. Τα πτηνά άνωθέν των έφρασσον τον ορίζοντα αλληλοσφαττόμενα και τα πούπουλα και το αίμα των κατερρύπαινε τα παιδία· οι βροντώδεις κρωγμοί των τα επάγωνον, η βοή της λίμνης τα κατετρόμαζεν, τ’ αεικίνητα νερά τα κατεζάλιζον. Όταν δ’ εξήλθον της λίμνης, δεν ήξευρον και αυτά πώς εσώθησαν.
— Εγώ τον είδα· ήταν ένας γέρος με μακρυά άσπρα γένεια και μεγάλα μάτια· αυτός μας έβγαλε· έλεγεν η Μάρω περί του σωτήρος των.
— Μπορεί να ήταν και γέρος· εμέ μου φάνηκε πως ήταν σύγνεφο και μέσ’ απ’ αυτό εβγήκε ένα χέρι· προσέθετεν ο Γιάννος, όστις εν αγνοία του εταύτιζε τον σωτήρα των προς τους πτερωτούς αγγέλους των εικονογράφων.
— Κι εμένα δε με θυμάσθε; ηκούσθη αίφνης φωνή αδύνατη πλησίον των.
— Η θειά μας· είπον τα παιδία μετά χαράς.
Τω όντι ήτο η θεία των, η Κυρά Καλή. Η Κυρά Καλή, ολίγον τι μικροτέρα της Κυρά Ρήνης διέφερεν αυτής, όσον ο σίτος από την ήραν. Αθάνατος και αυτή κι αιωνία αλλά κάτισχνος, με πρόσωπον κίτρινον και ζαρωμένον, ως μαραμένον μήλον, σεμνή ως μοναχή, είχεν αποσυρθή του κόσμου, ζώσα εντός ανηλίου κι ερημικής κοιλάδος, καταμόναχη, εκτός μικράς στακτερής σκύλας της Ωμορφούλας και δύο παγωνίων. Ήτο μάγισσα και αυτή αλλά κατωτέρα της αδελφής της. Πάντοτε όμως εφρόντιζε να κάμνη το καλόν διά τούτο και την ωνόμαζον όλοι Καλήν μάγισσαν. Από την χαμηλήν καλύβαν της, την καπνισμένην, εγλύκαινε της γεροντοκόρης τον ύπνον, του ορφανού την ζωήν, του ψυχορραγούντος τας τελευταίας στιγμάς· ενεθάρρυνε τον καταπονεμένον από τας καταδρομάς της τύχης, τον απηλπισμένον ένεκεν ατυχούς έρωτος· αντήμειβε την τιμήν και την ειλικρίνειαν, κάμνουσα να την αναγνωρίζουν όλοι·· επροστάτευε τον πτωχόν γεωργόν και τον κατάχρεων ποιμένα· εχειραγώγει κι επανέφερεν εις τους κόλπους των οικογενειών των τους ανδρειωμένους, όσοι επλανώντο αναζητούντες το Αθάνατο νερό, ή τον Μαγεμένον Καθρέπτην, τον οποίον φυλάσσουν αγρυπνούντες κάτωθεν χρυσομηλιάς σαράντα δράκοντες, ή την Μαγεμένων Κασέλα, ήτις πετά εις τα ύψη σάν πουλάκι· συνεβούλευε την λύσιν διαφόρων αινιγμάτων εις τα βασιλόπουλα, όσα είτε από κακήν των τύχην είτε από μονομανίαν επροτίμων ή να χάσουν την ζωήν των ή να πάρουν γυναίκα την ωραίαν και πλουσίαν αινιγματοθέτιδα· έδιδε κατά την ημέραν του Αϊ-Γιανιού του Ριζακάρη καλόν ριζικόν εις της λυγερές, έκαμνε ν’ ανθίζη πάλιν υπό το προσκέφαλόν των η ψημένη αγριαγκινάρα κι έστελλεν όνειρα σύμφωνα με τους πόθους των, όταν έτρωγον την αρμυροκουλούραν. Αν δε κατέφευγε μέχρις αυτής καμμία παραπονουμένη διά την εγκατάλειψιν του εραστού της, έστελλεν ευθύς τα παγώνια με τα χρυσά κανατάκιά των κι έφερον από τους νεροκράτες την πρωτομαγιάτικη δροσιά, τον δημώδη τούτον κεστόν της Αφροδίτης και την έλουζεν, ως μήτηρ, αποκαθιστώσα αυτήν τόσον ερασμίαν ώστε να σφάζωνται παλληκάρια δι’ ένα και μόνον βλέμμα της. Ουδέποτε εσκέφθη να κάμη κακόν ούτε πουλάκι δεν ήθελε να βλάψη. Έκλειεν όλον τον κόσμον εις την καρδίαν της, όλους τους ανθρώπους και ήτο η μόνη χαρά της να τους βλέπη πάντοτε ευτυχείς. Διά τούτο η μεγάλη ψυχή της δεν ηδύνατο καθόλου ν’ ανεχθή την Κυρά Ρήνην και την απέφευγεν όσον της ήτο δυνατόν. Αφ’ ότου η Μάρω επήγεν εις την καλύβαν της αναζητούσα τον Γιάννο, ευθύς η Κυρά Καλή εμάντευσε τους σκοπούς της αδελφής της. Και τώρα όταν είδε τα παιδία κινδυνεύοντα εις την λίμνην, έρμαιον ασπλάγχνου μητρός, έσπευσε να τα σώση και τα σφίγγει ήδη εις την αγκάλην της, ως όρνις υπό τας πτέρυγάς της τους νεοσσούς.
— Κακόμοιρα παιδιά μου! κακόμοιρα παιδιά μου! έλεγε κλαίουσα μαζί των.
— Σώσε μας, θειακούλα μου· πάρε μας μαζί σου.
Ήθελαν να τα πάρη μαζί της τα πτωχά. Αλλά δεν ήτο δυνατόν· ποίος ηδύνατο ν’ αντιστρατευθή εις τας επιθυμίας της Κυρά Ρήνης; Η Κυρά Καλή εγνώριζε πολύ καλά, ότι λαμβάνουσα αυτά υπό την προστασίαν της, αντί να τα ωφελήση, εξήγειρε περισσότερον την οργήν της αδελφής της εναντίον των. Αλλ’ εκτός τούτου εκινδύνευε και αυτή η ιδία. Μίαν φοράν ότε ηθέλησε να κάμη κάτι εναντίον των επιθυμιών της Κυρά Ρήνης, αυτή ανεστάτωσε το Σύμπαν και ολίγον έλειψε ν’ αποσπάση όλην την κοιλάδα και να την ρίψη μαζί με την καλύβαν της και μ’ αυτήν την ιδίαν εις τα βάθη της θαλάσσης.
— Όχι, παιδιά μου· δεν μπορώ να σας πάρω, είπεν εις τα παιδία μετά λύπης.
— Τι να γενούμε, πού να πάμε; εψιθύρισαν αυτά κλαίοντα.
— Εμπρός· όποιος πηγαίνει εμπρός ποτέ δε χάνει.
— Ποιος θα μας βοηθήση, ποιος θα μας σώση;…
— Εκείνος… όταν έρθη καιρός…
Και η Κυρά Καλή ύψωσε τον δάκτυλον εις τον ουρανόν. Τα παιδία νομίζοντα ότι θα έβλεπον κάποιον προστάτην, ύψωσαν μετ’ ελπίδος τους οφθαλμούς εις τον ζοφερόν αιθέρα, αλλά τίποτε δεν διέκρινον. Και όταν τους εχαμήλωσαν, δεν ήτο μαζί των ούτε η Κυρά Καλή.
— Όλοι μας αφίνουν, εψιθύρισαν μετά πικρίας. Και αλληλοκρατούμενα ήρχισαν πάλιν τον θλιβερόν των δρόμον. Το σκότος πυκνόν και αδιαχώρητον έπιπτεν επ’ αυτών και τα επολιόρκει πανταχόθεν· τα παιδία εντός αυτού ούτε τον δάκτυλόν των δεν ηδύναντο να διακρίνουν· εβάδιζον σιωπηλά, μήπως τρομάζουν κι εκ της ιδίας των φωνής, προσκόπτοντα ανά πάν βήμα, μαζευόμενα το εν παρά το άλλο, ως ορτύκια εντός των ονακανθών κάτω από την αναπνοήν του σκύλου. Εδώ συνεπλέκοντο εις τας ίνας αιγοκλήματος, σκληρού και νευρώδους, καλύπτοντος διά πυκνού δικτύου την γην εκεί αιμάτονον τας χείρας των εις τα χαμόκλαδα· αλλού εκτύπον τα μέτωπά των εις κλάδους και κορμούς δένδρων προαιωνίων, σκληρούς ως σιδηρόξυλον.
— Μάρω μου, πού πάμε; ηρώτα ο Γιάννος από καιρού εις καιρόν εν αποθαρρύνσει.
— Εμπρός· έλεγεν αύτη, κρύπτουσα απ’ εκείνου την συγκίνησιν και τον κρύον φόβον της.
Ούτω εξηκολούθησαν πλανώμενα επί πολύ εις το σκότος το μαύρον όσον και η τύχη των. Ότε δε διέκρινον εις τον ορίζοντα το γλυκοχάραγμα της ημέρας, ανέπνευσαν ελευθέρως ως να εσώθησαν από του κινδύνου. Έστρεψαν και παρετήρησαν μετά φόβου τα σκοτεινά και ανήλια μέρη άτινα διήλθον κι εξηκολούθησαν πάλιν τον δρόμον των σπεύδοντα προς το φως, ωσεί διά να το προφθάσουν.
— Πεινάω· είπε μετ’ ολίγον ο Γιάννος κλαυθμηρώς.
— Κι εγώ, μα πού ψωμί; απήντησεν η Μάρω άπελπις· ψυχή ζωντανή δε φαίνεται πουθενά!
Και τα παιδία παρετήρησαν το μέρος όπου ευρίσκοντο, εδώ κι εκεί μετά φρίκης. Απελπισία· η τύχη των δεν ήλλαξε καθ’ όλου, αλλά μάλλον εδεινώθη, διότι το φως της ημέρας έκαμνε τώρα καταφανή την πένθιμον έκτασιν, εις την οποίαν επλανώντο. Η ατμόσφαιρα ήτο βεβαρυμένη υπό μολυβδοχρόων νεφών ούτε πτηνόν ηκούετο κελαδούν, ούτε δένδρον εφαίνετο πουθενά, ούτε ρύαξ, επότιζε την ατέρμονα έκτασιν, ούτε χόρτον επρασίνιζε. Τέλματα μόνον, πλήρη βρωμερών αναθυμιάσεων εξετείνοντο υποπράσινα, πού δε και πού εφαίνοντο λάκκοι, μικροί και μεγάλοι, σχηματισθέντες εκ των πελμάτων όλων των ειδών του ζωικού βασιλείου, τα οποία διήλθον εκείθεν κατά την προαιωνίαν εποχήν, ότε και ο ουρανός ήτο τόσον χαμηλά, ώστε να τον γλείφουν τα βώδια. Όλα εκείνα τα ίχνη από του μικροτάτου, του ποντικού, μέχρι του μεγίστου, του βουβάλου, ήσαν γεμάτα νερού διαυγούς, ως το δάκρυ. Μακράν τριγύρω, ο ουρανός εφαίνετο εφαπτόμενος με την γην, όπερ απήλπιζε τα δυο παιδία, πιστεύοντα ότι και αυτός τα κατεδίωκε αποχωρίζων αυτά του λοιπού κόσμου. Εν τούτοις έχοντα όπισθεν αυτών την απειλήν και έμπροσθεν την δυστυχίαν, επροχώρουν πάντοτε θραύοντα διά των γυμνών ποδών των τα βρωμερά τέλματα και τρέποντα εις φυγήν σμήνη ελειογενών παρασίτων… Αίφνης η Μάρω εστάθη και ητένισε μειδιώσα τον αδελφόν της.
— Τι γελάς; ηρώτησεν ούτος, απορών.
— Μάντεψε.
— Πού ξέρω ‘γώ· μάγο μ’ έκαμες;
— Εγώ το ξέρω.
Κι εναγκαλισθείσα εφίλησεν αυτόν τρυφερώς. Η Μάρω ενθυμήθη ότι κατά την πρωίαν της ημέρας, καθ’ ην εδραπέτευσαν αύτη ήλλαξε τα ενδύματά της, και η Κυρά Ρήνη έβαλεν εις τον κόλπον της τεμάχιον μικρού άρτου, διά ν’ απομακρύνη απ’ αυτής την βασκανίαν. Αλήθεια, ήτο μικρό, πολύ μικρό· μέσα εις την τόση πείνα όπου είχαν, ποιος να φάγη να γιατρευθή και ποιος να φάγη να ‘γειάνη; αλλ’ από τίποτε, καλό κι’ αυτό… Και η Μάρω έβαλε την χείρα εις τον κόλπον της και το εξήγαγε μετά χαράς.
— Δικό σου, Γιάννο μου· είπε, προσφέρουσα αυτό εις τον αδελφόν της.
— Ψωμί; α, όχι· είνε δικό σου.
— Εγώ δεν πεινάω.
— Καϋμένη! είπεν ο Γιάννος με λύπην, ατενίζων αυτήν εις τους οφθαλμούς· μη λες ψέμματα, γιατί μας ακούει ο Θεός.
Η Μάρω εχαμήλωσε την κεφαλήν υπό το εταστικόν βλέμμα του αδελφού της. Αλλά ο Γιάννος είχε μεγαλειτέραν ανάγκην να φάγη· οι οφθαλμοί του είχον βαθύνει από την νηστείαν τόσον ημερών. Αυτή ενήστευε μόνον αφ’ ότου έφυγαν από τον πύργον, ενώ ο Γιάννος ενήστευε και πρότερον εις την φυλακήν· πού ηδύνατο αυτός να φάγη το ξερό και μαύρο ψωμί της Κυρά Ρήνης· τα δόντια του αντί να το κόψουν εκονίζοντο επάνω του σαν μαχαίρι εις τ’ ακόνι… Η φυλακή, η υγρά εκείνη φυλακή, αποτρόπαιος και μεγάλη βδέλλα, του είχε ροφήσει το αίμα· το πρόσωπόν του ήτο κίτρινον σαν το κερί· τώρα ο δρόμος και αι συγκινήσεις τον κατεκούρασαν ναι, ο Γιάννος είχε μεγαλειτέραν ανάγκην να φάγη!…
Ούτως εσκέπτετο η Μάρω, προσπαθούσα να τον πείση να δεχθή αυτός το μικρόν εκείνο τεμάχιον του άρτου, το μόλις αρκετόν δι’ ένα ποντικόν. Αλλ’ ο Γιάννος ηρνείτο επιμόνως· έπρεπε να το φάγη η Μάρω· αυτός ήτο άνδρας, δεν είχεν ανάγκην· ηδύνατο να βαστάση μήνα όλόκληρον!… Τέλος συνεφώνησαν και μοιράσαντες το τεμάχιον του άρτου έφαγον αυτό και οι δύω.
— Μάρω μου, διψάω· είπε μετά μικρόν ο Γιάννος.
— Κι εγώ, Γιάννο μου· μα πού νερό;
— Θα πιω από δω· είπε δεικνύων ένα λάκκον.
— Όχι, δεν βλέπεις;
Και η Μάρω έδειξε μεγάλην κατάμαυρην πλάκα, κειμένην κατάχαμα πλησίον αυτών. Επ’ αυτής ήσαν χαραγμέναι με μεγάλα ευανάγνωστα στοιχεία λέξεις τινές, απαγορεύουσαι ρητώς την πόσιν του νερού των λάκκων. Αν παρέβαινε τις, έλεγον, την συμβουλήν αυτήν θα μετεμορφούτο ευθύς εις ζώον, όμοιον προς εκείνο από του οποίου το ίχνος θα έπινε.
— Άμα πιης, εχαθήκαμε· προσέθηκεν η Μάρω.
Ο Γιάννος παρετήρησεν επί μικρόν βλοσσυρώς την πλάκα εκείνην, την φέρουσαν την φοβεράν και αδιάγραπτον εκείνην ρήτραν και του ήρχετο να την κατασυντρίψη, να εκσπάση εις αυτήν όλην του την οργήν. Συνεκράτησεν όμως την δίψαν του κι εξηκολούθησε την πορείαν μετά της αδελφής του, ως δύο φυγάδες, ων η πατρίς υπήχθη εις την δουλείαν, δύσθυμοι περί του παρόντος, απέλπιδες περί του μέλλοντος. Και η δίψα κατεκυρίευε τον Γιάννο· αφόρητος δίψα, ήτις τον έκαμνε να πιστεύη ότι είχε κάμινον εντός του. Ωρθούτο επί των ποδών του, ατενίζων μακράν πέριξ, μη πού διακρίνη καμμίαν πηγήν, κανένα ρύακα, καμμίαν σταγόνα νερού, αγνήν και ακίνδυνον να βρέξη τα φλέγοντα χείλη του, παρετήρει αγωνιών τα σύννεφα άτινα διήρχοντο άνωθέν του σοβαρά, μη ρίπτοντα ούτε μίαν σταγόνα, ενώ εφαίνοντο φουσκωμένα και κατάμαυρα, πλήρη υετού.
— Δεν βαστάω, Μάρω μου, έσκασα· είπε τέλος.
— Τι θα κάμης;
— Θα πιω.
Και πριν η Μάρω σκεφθή να τον εμποδίση, ώρμησεν, ως ο Τάνταλος κι εκόλλησε τα χείλη του εις μικρόν λάκκον, φέροντα τον τύπον αρνοπατήματος…
*
Η Μάρω είχεν ήδη αναλάβει μόνη της τον αγώνα. Πλάσμα αδύνατον, μεμονωμένον εντελώς, εξακολουθεί εν τούτοις πορευομένη προς τα εμπρός, όπερ ήτο εξ αρχής το σύνθημά των, όπου έτεινον ακράτητοι αι ψυχαί των, σύρουσα όπισθεν τον αδελφόν της.
Ευθύς μόλις ο Γιάννος ερρόφησε την πρώτην σταγόνα του νερού, η φοβερά ρήτρα της πλακός επηλήθευσεν. Ο Γιάννος μετεμορφώθη εις αρνίον, άλλά και ούτω ήτο ωραιότατος· το μικρόν προσωπάκι του εξέφραζε πιστώς και τώρα την ειλικρίνειαν του χαρακτήρος του· οι κατάμαυροι ως ελαίαι οφθαλμοί του απέδιδον την αγνότητα της ψυχής του πλήρη· ποτέ η αθωότης δεν αντεπροσωπεύθη τόσον επιτυχώς όσον εν τη μεταμορφώσει εκείνη. Η Μάρω κλαίουσα έδεσε διά της ερυθράς μεταξίνης ζώνης της τον λαιμόν του και ο Γιάννος την ακολούθει ήδη πιστώς κι ευπειθώς εν τη αδιεξόδω και ατελευτήτω εκείνη πορεία.
Μετά μικρόν η Μάρω ήρχισε ν’ ανησυχή. Η ημέρα σιγά σιγά ολιγόστευε και μετ’ ολίγον η νύξ θα κατέβαινε, μαύρη και απειλητική. Τι θα εγίνετο εάν έμενε μίαν ολόκληρον νύκτα εν μέσω της ελώδους εκείνης ερήμου, των δηλητηριωδών αναθυμιάσεων; πώς θα επεριπάτει εν τη σκοτία εκείνη, άνευ ουδενός ερείσματος κι έχουσα τον Γιάννο εις τοιαύτην αξιοθρήνητον κατάστασιν;…
Η Μάρω εσκέπτετο πάντα ταύτα καταπίνουσα τα δάκρυά της και καταρωμένη εξ όλης ψυχής την Κυρά Ρήνη, την αναθεματισμένην Κυρά Ρήνη η οποία ήτο η μόνη πρόξενος των τόσων των κακουχιών. Έστρεφε το βλέμμα πέριξ αναζητούσα μέρος τι, μικράν τινα κατοικίαν, καμμίαν καλύβην ερημικήν, αλλά τίποτε· ούτε δένδρον, ούτε χαμόκλαδον διέκρινεν!…
Αίφνης όμως, προς τ’ αριστερά, είδε πράγμα τι υψηλόν και φαιόν, ακίνητον, συγχεόμενον με την τεφράν όψιν του ορίζοντος. Η Μάρω άνευ δισταγμού έσπευσεν εκεί όσον ηδύνατο ταχύτερον, εκ φόβου μήπως την καταλάβη το σκότος.
— Γιατί δεν πάμ’ εμπρός, Μάρω μου; ηρώτησεν ο Γιάννος, εννοήσας την λοξοδρόμησιν.
— Όλα κουράζονται ‘ς το δρόμο τους και γυρεύουν ανάπαυσι· είπεν η Μάρω έμφροντις· ποιος ξεύρει τι μας βρίσκει αύριο;
Εφ’ όσον η Μάρω προυχώρει, διέκρινε καθαρώτερον εν μέσω συσκίου κήπου, υψηλόν πύργον. Ευθύς ανεθάρρησε κι ενεψυχώθη. Ας εύρη τουλάχιστον μίαν στέγην υπό την οποίαν να κλείση τα μάτια της μίαν νύκτα· ας εύρη ανθρώπους με τους οποίους να συνομιλήση, πυράν, παρά την οποίαν να θερμανθή και αύριον έχει ο Θεός…
Ούτως εσκέπτετο η Μάρω πλησιάζουσα εις τον πύργον· τα κουρασμένα μέλη της είχον τόσην ανάγκην αναπαύσεως, ώστε και η τρώγλη του λαγωού θα της εφαίνετο ευάρεστος. Εις την αυλήν διέκρινε πολλούς χωρικούς, άλλους ορθίους, άλλους καθημένους πέριξ μεγάλης πυράς και συνομιλούντας θορυβωδώς.
— Ελεήστε μια χριστιανή, είπεν η Μάρω παρακλητικώς, σταθείσα προ του μεγάλου πυλώνος του κήπου.
— Έμπα μέσα κόρη μου, έμπα μέσα· της εφώναξεν ευθύς παχουλός χωρικός μ’ εύθυμον κι ερυθράν όψιν· μπάσε και τ’ αρνάκι σου.
Η Μάρω εισήλθεν εις την αυλήν του πύργου σύρουσα και τον Γιάννον οπίσω της. Οι χωρικοί εκάλεσαν αυτήν πλησίον των και της έδωσαν άρτον και τεμάχια κρέατος, άτινα είχον απομείνη εκ του προσφάτου δείπνου των. Όλοι εκ συμφώνου παρετήρουν το παρθενικόν πρόσωπον της κόρης κι έβαλλον αναφωνήσεις θαυμασμού, αίτινες επείραζον τόσον τας πλησίον χωρικάς, ώστε ήρχισαν να την εχθρεύωνται.
— Και τ’ αρνί, Βασίλη, δεν βλέπεις και τ’ αρνί; είπε μία χωρική εις τον πλησίον σύντροφόν της.
— Ώμορφο πράμμα, εψιθύρισεν ούτος, θωπεύσας τον Γιάννο.
—Ε, μωρέ, για το σουβλί! εφώναξεν άλλος, φέρων την χείρα του υπό την ουράν του Γιάννου, ως κάμνουν οι κρεοπώλαι διά να εκτιμήσουν το πάχος των αρνίων.
— Και ξέρει κάτι τραγούδια!… επρόσθεσεν άσεμνον γραΐδιον, δήθεν χαριτολογούν.
Η Μάρω βαρυνθείσα ν’ ακούη τους πειρακτικούς εκείνους λόγους απεμακρύνθη των χωρικών και καθήσασα εις μίαν άκραν της αυλής, επί τίνων καυσοξύλων, ήρχισε να μοιράζηται μετά του Γιάννου το φαγητόν.
— Να σου ειπώ, κόρη μου· δεν νυστάζεις; ηρώτησεν αυτήν μετ’ ολίγον πλησιάσας ο γέρων χωρικός· οι κότες εκούρνιασαν, το κρασί εσώθηκε, η φωτιά εσβύσθηκε κι εμείς θα πλαγιάσωμε· τι θες να κάνης;
— Να κοιμηθώ.
— Καλά· δέσε τ’ αρνάκι σου ’ς το παλούκι κι έμπα μέσα.
Αλλ’ η Μάρω ήθελε να πάρη μαζί της και τον Γιάννο· δεν ήθελε να τον αφήση έξω και μάλιστα καταμόναχον. Ο γέρων χωρικός όμως δεν επέτρεπε τοιούτον τι· αρνί μέσα εις τον πύργον, πού ηκούσθη ποτέ! έπειτα κλέφτες με κλέφτες δεν επάτησαν ποτέ εκεί. Αν όμως δεν θέλη, δεν την εβίαζε και κανείς· ηδύνατο να πάρη το αρνάκι της και να πάη από εκεί που ήλθε.
Ο χωρικός ωμίλει αυστηρώς, αλλά δεν είχε και άδικον. Η Μάρω ωμολόγησε τούτο καθ’ εαυτήν, αλλά ν’ αφήση τον Γιάννο μοναχόν! Και μόνη η υπόθεσις την εβασάνιζε. Καλλίτερα επροτίμα να φύγη, να διανυκτερεύση μαζί του έξω, εις την ερημιά, παρά να τον αφήση μόνον.
— Δεν πειράζει. Μάρω μου· πήγαινε μέσα· είπεν ο Γιάννος εννοήσας τας σκέψεις της.
— Μα να σ’ αφήσω μοναχόν;…
— Δεν πειράζει· κι εγώ θα κοιμηθώ……
Ο Γιάννος ελυπείτο την αδελφήν του κι ήθελε πολύ να την αφήση να κοιμηθή· μία νύκτα ήτο, όπως περάση ας περάση και αυτός. Ευθύς όμως άμα έμεινε μόνος, η δειλία ήρχισε να τον κυριεύη. Περιέστρεφεν ανησύχως το βλέμμα εδώ κι εκεί, ως ο διερχόμενος δύσφημόν τινα θέσιν, συχναζομένην υπό δαιμόνων και φαντασμάτων· τα φρίσσοντα φύλλα των δένδρων, το γαύγισμα του σκύλου, ο βραχνός κρωγμός της κουκουβάγιας, το μονότονον τραγούδι του σάρακος, κάθε τι, διήγειρεν εις την ψυχήν του φόβον και απελπισίαν. Δεν ήξευρε διατί, αλλ’ ενόμιζεν ότι ο πύργος εκείνος δεν ήτο άξιος εμπιστοσύνης· το κόκκινον αυτού χρώμα, τα οδοντωτά τείχη του, ο πρωτοφανής ρυθμός του, με εσοχάς κι εξοχάς, με κύκλους και τρίγωνα άτακτα, του εφαίνετο ως μνημείον αφιερωμένον εις θηριώδη τινά και κακούργον ύπαρξιν. Όλα τα πέριξ, ει και βωβά, ωμίλουν εις εκείνον ευγλώττως ότι εκεί ήτο ο Πύργος της Κατάρας, διά τον οποίον συχνά του ωμίλει η Κυρά Ρήνη.
Εσκέφθη τους ανθρώπους, τους όποιους συνήντησε μόλις εισήλθεν εις την αυλήν, αγρίους, ως ληστάς, με μακράς γενειάδας και παχείς μύστακας, με φουστανέλλας καταλερωμένας από κηλίδας αίματος· τας γυναίκας, ασέμνους και διεφθαρμένας· τα παιδία, ημίγυμνα και κατεσκληκότα, ως γυφτόπουλα… Εσυλλογίσθη έπειτα τους λόγους, τους οποίους είπον περί αυτού, τ’ αχόρταγα βλέμματα, τα οποία του έρριπτον, και στοχασθείς ότι έπεσεν εις οδόντας λύκων ήρχισε να περιστρέφηται ανησύχως, ν’ ατενίζη αδιακόπως τ’ άστρα, ανυπόμονος να τα ίδη τρεμοσβύνοντα… Ούτω διήλθεν όλην την νύκτα και μόλις καθησύχασεν, όταν ήκουσε το εωθινόν λάλημα των πετεινών κι είδεν εις τον ορίζοντα τας πρώτας λάμψεις της ημέρας.
— Πάει κι αυτό· εψιθύρισε μετά χαράς.
Κι έστρεψε την κεφαλήν προς τον πύργον, όπου όλοι ήσαν επί ποδός. Αι γυναίκες με την άτακτον ενδυμασίαν των, ως ήσαν από της κλίνης, με τα μάλλινα χρωματιστά μεσωφόρια και τον λευκόν των κεφαλόδεσμον, ησχολούντο εις διαφόρους οικιακάς υπηρεσίας· οι άνδρες και τα παιδία επηγαινοήρχοντο εις την αυλήν. Εις μίαν γωνίαν ήναπτον πυράν, θέτοντες άνωθεν υψηλής πυρωστιάς μεγάλον λέβητα, πλήρη νερού· άλλοι εκαθάριζον οξείας αρπάγας, άλλοι εκομβόδεναν σχοινιά κι ένας βλοσσυρός και δασύτριχος χωρικός ηκόνιζε θορυβωδώς επί του μασακίου του χονδράν μάχαιραν.
Ο Γιάννος παρηκολούθει τας κινήσεις των εκείνας περιέργως· εφαίνοντο ότι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι δεν έκαμνον τίποτε άλλο παρά ητοιμάζοντο πυρετωδώς εις ευωχίαν· εφαίνετο ότι όλη των η ζωή ούτω διήρχετο. Αλλ’ ο Γιάννος δεν έβλεπε κανένα ζώον εις την αυλήν· ποίον θα ήτο το θύμα των; Μήπως εγίνοντο δι’ αυτόν όλαι εκείναι αι ετοιμασίαι; Και ποίος να τον εμποδίση, από ποίον να εύρη προστασίαν! Όλοι εκεί μέσα ήσαν λησταί και η Μάρω εκοιμάτο ακόμη… Και ο Γιάννος υπό τοιούτων σκέψεων καταληφθείς ήρχισε να κραυγάζη μ’ όλην την δύναμιν των πνευμόνων του:
Βράζουν βράζουν τα κακάβια
και τροχούνε τα μαχαίρια
για του Γιάννου το κεφάλι·
Μάρω μου!…
Αλλ’ η Μάρω δεν ήκουε. Μετά τόσας κακουχίας και ψυχικάς συγκινήσεις, ευρούσα στέγην φιλικήν και μαλακήν κλίνην, απεκοιμήθη βαθέως, μόλις έκλεισε τους οφθαλμούς. Ο Γιάννος ανυπομονών έβλεπεν ήδη το νερό ανερχόμενον εις ατμούς πυκνούς εκ του λέβητος· ήκουε τον απαίσιον κοχλασμόν του, αντίκρυζεν από τινος κλάδου μωρέας ανηρτημένην την αρπάγην απειλητικήν, την μάχαιραν με την λευκήν κόψιν και την κυρτήν μαύρην ράχιν της και τον σφαγέα αναρτώντα από του τραχήλου του την ποδιάν. Ενόησεν ότι όλα ήσαν έτοιμα, ότι η κρίσιμος ώρα εσήμανε κι επανέλαβαν εντονώτερον τας φωνάς του:
— Βράζουν βράζουν τα κακάβια
και τροχούνε τα μαχαίρια,
για του Γιάννου το κεφάλι.
Μάρω μου!….
Αίφνης η πλησίον θύρα του πύργου ηνοίχθη. Η Μάρω ήκουσεν ήδη τας φωνάς του και πηδήσασα έντρομος της κλίνης της έδραμε προς αυτόν.
— Τι έχεις, Γιάννο μου;
— Να φύγωμε!
— Ναι, τώρα θα φύγωμε…
— Τόρα αμέσως! δεν βλέπεις;
Η Μάρω στραφείσα είδε τας ετοιμασίας των χωρικών κι ενόησε τον κίνδυνον. Έλυσε τον Γιάννον από του πάλου και χωρίς να χάνωσι καιρόν εξήλθον του πύργου, από του αντιθέτου μέρους της αυλής.
*
Εις την πεδιάδα το ψύχος ήτο δριμύ· ο ουρανός βαρύς και κατάμαυρος· η γη υγρά, ωσεί ουδέποτε ακτίνες ηλιακαί έπεσον επ’ αυτής· ο αήρ, επιπνέων αδιακόπως μετέβαλλε την επιφάνειάν της εις σκληρόν κρύσταλλον.
Η Μάρω και ο Γιάννος, φοβούμενοι ήδη τους ενοίκους του πύργου, έφευγον μετά τάχους. Οι γυμνοί πόδες της Μάρως, κατέρυθροι και πρησμένοι εκ του ψύχους συνέτριβον μετά πατάγου ξηρού την κρύσταλλον κι αιματώνοντο· αι μικραί χείρες της, πρησμέναι και κατέρυθροι και αύται, τεθειμέναι εις το στήθος της αντί να θερμανθούν εκεί, μετέδιδον την ψυχρότητά των, κι επόνουν ως να ετρυπώντο διά μυρίων βελονών. Ο Γιάννος ηκολούθει τρέμων σύσσωμος.
— Κρυώνεις, Γιάννο μου; ηρώτησεν η Μάρω, κύπτουσα προς αυτόν φιλοστόργως.
— Ναι, πολύ· είπεν ούτος τουρτουρίζων.
— Και δεν επήρα το σεγούνι μου.
Τω όντι η Μάρω εκ της βίας είχε λησμονήσει εις τον πύργον το κεντητόν σεγούνι της και ήτο μόνον με την μακράν υποκαμίσαν της, μεταξωτήν και χρυσοκέντητον εις τα άκρα και περί τον τράχηλον, οπόθεν προέκυπτεν ως αφρός γάλακτος από καρδάρας, ο χαριτωμένος κόλπος της.
— Μα συ, πώς κάνεις εσύ; είπεν ο Γιάννος εν απορία.
— Εγώ; δεν κρυόνω· δεν βλέπεις; φωτιές πετάνε τα χέρια μου.
Κι έβαλλεν οξύν και παραπονετικόν γέλωτα, ωσεί και αυτή να ενέπαιζε την κατάστασίν της.
Εν τούτοις ο ουρανός εγένετο σκοτεινότερος, ο ορίζων πυκνότερος, η ατμοσφαίρα βαρυτάτη· ήλιος δεν εφαίνετο πουθενά. Χιών ήρχισε να πίπτη κατ’ αρχάς αραιά, ως μικρά πούπουλα εκ του στήθους αγριόχηνων, διερχομένων τα ύψη, έπειτα όμως πυκνοτάτη, περιστρεφομένη άνω και κάτω και κύκλω, και τέλος πίπτουσα χαμαί, ελαφρά ελαφρά, ωσεί εντρεπομένη, αυτή παρθένος αγνή του ουρανού, την γηραιάν γην, εις την οποίαν ήρχετο να ζητήση φιλοξενίαν… Αι ψεκάδες έπιπτον άφθονοι επί των τριχών του Γιάννου κι επί της χαριτωμένης κόμης και των λεπτών ενδυμάτων της Μάρως, ήτις ωμοίαζε με νύμφην ην ερράντιζεν ο ουρανός με άνθη αμυγδαλής. Κατ’ αρχάς ανεκίνει με χάριν το λιγυρόν σώμα και την ωραίαν κεφαλήν της, ίνα αποτινάσση την χιόνα· αλλά μετά μικρόν κουρασθείσα και κατατρυχομένη υπό του ψύχους, την αφήκε να προσκολλάται επάνω της ελευθέρως.
— Τι φοβερό! τι φοβερό πράγμα! όλοι μας ελησμόνησαν εψιθύρισεν ο Γιάννος κλαυθμηρώς.
— Όχι και ο Θεός, Γιάννο μου· είπεν η Μάρω με γλυκείαν φωνήν.
Και κύψασα, εφίλησεν αυτόν τρυφερώς, ως μήτηρ το μεμψίμοιρον τέκνον της.
— Μα πού είν’ ο Θεός; όπου πάμε ’ς του λύκου το στόμα πέφτουμε· πού πάμε, κανείς δεν ξέρει.
— Πάντα εμπρός· επανέλαβεν αύτη θαρραλέως.
Κι εξηκολούθησαν ακόμη την πορείαν των, απειλούμενοι να καλυφθώσιν υπό της χιόνος, να συντριβώσιν υπό των χιονοστιβάδων ή ν’ αποτελέσουν μέρος αυτών.
— Ετελείωσε· δεν μπορώ να περπατήσω· είπεν αίφνης ο Γιάννος, ιστάμενος.
Τω όντι δεν ηδύνατο να κάμη βήμα προς τα πρόσω.
Οι λεπτοί και οξείς πόδες του εβυθίζοντο ευκολώτερον εις την χιόνα· η κοιλία του ήγγιζεν αυτήν· από ώρας ήδη επεριπάτει πηδών, ως πεδικλωμένος, αλλά τώρα του ήτο αδύνατον και να κινηθή.
— Θα σε πάρω εγώ· είπεν η Μάρω μη χάνουσα κι εν τη κρισίμω εκείνη ώρα το θάρρος της· ας είνε καλά η μάννα μας.
— Ω! η μάννα μας, η μάννα μας! εψιθύρισεν ο Γιάννος εξασθενημένος.
Και αφέθη εις τας αγκάλας της αδελφής του, κλείσας τους οφθαλμούς. Η Μάρω έθεσεν αυτόν δίπλα επί των ώμων της, ως ποιμενίς το αποκαμόν θρεφτάρι της κι επροχώρησεν ούτω αρκετόν διάστημα. Ανέπνεε τον ψυχρόν εκείνον αέρα, όστις ωλίσθαινεν εις τους πνεύμονάς της, ως κρύο φίδι φαρμακερό· ησθάνετο πόνους δυνατούς εις την μύτη και τα ώτα και είχε τας χείρας και τους πόδας σχεδόν αναισθήτους.
Αίφνης απέναντί της, προς το βάθος του ορίζοντος διά μέσου της χιόνος διέκρινε υψηλόν γέροντα, κρατούντα αγροτικήν βακτηρίαν κι ερχόμενον βραδέως προς αυτήν. Η Μάρω ευθύς ανεγνώρισε τον σωτήρα των εκείνον όστις τα έσωσεν από τα λυσσαλέα κύματα της λίμνης. Αυτός βέβαια δεν ήτο κοινός άνθρωπος· θα ήτο κάποια ανωτέρα δύναμις ήτις, ως της έλεγεν άλλοτε ο πατήρ της, είνε παντού και πάντοτε και βοηθεί τους πτωχούς και τους καταδυναστευομένους· θα ήτο εκείνος όστις έστελλε το ελαφάκι με τα χρυσά κέρατα κι έφερε την αγαθήν εκείνην κόρην, την Μαρούλα, την συνώνυμόν της εις τον οικίσκον της μητρός της από τον Παράδεισον· εκείνος όστις ετιμώρησε παραδειγματικώς την φθονεράν μητέρα, ήτις εφαρμάκευσε την θυγατέρα της, την Θεοχάριστη κι εβράβευσε την μητρικήν αγάπην της Αυγούλας, εμφανισθείς εις το μυλαύλακο, ως παπάς και αναστήσας τα τρία κατεσφαγμένα τέκνα της… Ναι, αυτός ήτο· όλα το εμαρτύρουν· η ενδυμασία του, η άσπιλος και λευκοτέρα της χιόνος· η μεγάλη κεφαλή του, η μεγαλοπρεπώς καθημένη επί των ώμων του, ως πύργος υάλινος επί υψηλής ακρωρείας· η κόμη του η ψαρά και υπερήφανος· οι μεγάλοι και λαμπροί οφθαλμοί του, το πρόσωπόν του το γαλήνιον… Ναι, δεν ήτο άλλος!… Και η Μάρω ηθέλησε να σπεύση προς αυτόν, να τεθή υπό την προστασίαν του. Αλλ’ ο ψυχρός αήρ είχε καταστήσει δύσκαμπτα ως κόκκαλον τα λεπτά και πλήρη χιόνος ενδύματα της· οι πόδες και αι χείρες της είχον γίνει από ερυθρών λευκότατοι, η κεφαλή της επόνει σφοδρότατα. Έκαμεν εντούτοις ολίγα βήματα κι έπεσε τέλος χαμαί μετά του αδελφού της.
— Γιάννο! καϋμένε, Γιάννο! εψιθύρισεν ασθενώς.
Ηθέλησε να εγερθή πάλιν να ίδη τον γέροντα, αλλά μόλις η κεφαλή της υψώθη μικρόν και κατέπεσεν ευθύς. Νάρκη τις την κατέλαβε, τα μέλη της απεσκληρύνθησαν· έμεινεν ολίγη θερμότης εις την καρδίαν, αλλά μικρόν κατά μικρόν απεψύγη και αυτή, ως αποσβέννυται η θρυαλλίς παγέντος του περί αυτήν ελαίου….
*
— Να το όφελός σας· έτσι χάνονται οι κουτοί!
Η Κυρά Ρήνη διά μέσου των φλογών, είδε και την τελευταίαν φάσιν της ζωής του Γιάννου και της Μάρως. Αφ’ ης ώρας τα είδε κινδυνεύοντα εις την λίμνην δεν τ’ αφήκε καθόλου διά των οφθαλμών της. Αν και ήτο τόσον μακράν αυτών, εν τούτοις διά των μαγγανειών και των εξορκισμών της τα έκαμνε να την ενθυμώνται ανά πάν βήμα, να αισθάνωνται την οργήν της αδιαλείπτως πλησίον των. Ναι, τοις έστειλε τα λυσσαλέα κύματα της λίμνης, το μαύρο σκοτάδι του δάσους· τ’ απεπλάνησεν εις την μιασματικήν πεδιάδα, τα έρριψεν εις τον φοβερόν πύργον, όπου ολίγον έλειψε να εύρουν τον θάνατον αντί της φιλοξενίας, και τέλος έστειλεν εις αυτά την χιόνα και τον παγερόν άνεμον όστις τα εξήπλωσε και τα δύο νεκρά… Τόρα τι λέγουν; είνε ή δεν είνε αυτή η Μάγισσα του Βουνού; Εκείνα τα παντοδαπά εντός του δωματίου της συμφύρματα, τα μαζευθέντα και από τα τέσσαρα πέρατα του κόσμου εκεί, την υπακούουν τυφλώς και δύνανται να αναστατώσουν το Παν; ξεύρει ή δεν ξεύρει αυτή να εκδικηθή; Όποιος θέλει ας δοκιμάση πάλιν!… Και θριαμβεύουσα, με οφθαλμούς λάμποντας εξ υπερηφανείας, ανήγειρε το σώμα της από της εστίας κι εγέλασεν ισχυρώς!
— Να τα όφελός σας· έτσι χάνονται οι κουτοί! εψιθύρισε.
Έκλινε δε πάλιν την κεφαλήν άνωθεν της πυράς περιέργως. Ως ήτο αχόρταγος εις τας αισχράς επιθυμίας της, ήτο και εις την εκδίκησίν της· ασελγής Πρίαπος εις την ηδονήν και Ζευς κεραυνοβόλος εις την οργήν της. Ήθελε να τα ίδη ακόμη τα παιδία, να χαρή εις την θλιβεράν θέσιν των, να τα ίδη σιγά σιγά καλυπτόμενα υπό της χιόνος, ήτις να υψωθή εις πυραμίδα περιφανή, αιώνιον της ισχύος της μαρτύριον. Κι έχαιρε τώρα και ανεκινείτο κι εχοροπήδα ευτυχής διότι το κατώρθωσεν.
Αίφνης όμως ερρίφθη προς τα οπίσω έντρομος, λυσσαλέα, στυλωμένους κρατούσα επί της πυράς μεγάλους, κατακόκκινους οφθαλμούς. Αχ ναι· ο υψηλός και λευκοφορεμένος γέρων, ον η Μάρω κατά την τελευταίαν της στιγμήν διέκρινε μακράν εις τον ορίζοντα, ήδη είχε πλησιάσει κι εσάλευε γαληνιαίως τα χείλη κι εκίνει τας χείρας άνω των αθώων νεκρών. Κι έξαφνα είδεν η κακή Κυρά την λευκήν χιόνα να λαμποκοπά και να καταυγάζεται και όλην εκείνην την έρημον να μεταβάλλεται κατ’ ολίγον εις απέραντον θάλασσαν φωτός. Κι είδε τον γέροντα με υψωμένας τας χείρας, με ορθίαν κεφαλήν να ψηλώνη, να ψηλώνη πάντοτε, να μεγαλύνεται εις σύνδεσμον άρρηκτον της γης και του ουρανού. Και μαζί μ’ αυτόν, υπό τους πόδας του απ’ αυτά τα χιονισμένα μνήματα των παιδίων, είδε δύο άστρα μεγάλα, φεγγοβόλα με γλυκύ πρασινωπόν φως ν’ αναβαίνουν συγκρατητά εις το στερέωμα, με άρρητον γαλήνην και θειότητα.
— Έχουν προστάτη, έχουν δυνατόν προστάτη! εψιθύρισεν η Κυρά Ρήνη, δάκνουσα τα χείλη εκ πείσματος· μα κι’ αυτού εγώ θα σας χωρίσω.
Και λαβούσα κλάδον κουμαριάς με κόκκινα και απεξηραμμένα φύλλα, τον έρριψε με ορμήν επί της πυράς.
— Ανεμοζάλη ’ς τη στερηά και λίβας ’ς τα πελάγη· είπε μετά θυμού.
Η πυρά κατέφαγεν ευθύς τον κλάδον της κουμαριάς· τα ξηρά φύλλα έτριζον απαισίως, ως κόκκαλα αρνίου εις το στόμα λύκου· αι φλόγες ανεπήδησαν συρίζουσαι εις τα ύψη, ωσεί θέλουσαι να καταφάγουν την οροφήν.
Η Κυρά Ρήνη παρετήρησε μετά χαράς ότι η εντολή της εισηκούσθη. Άνεμος σφοδρός είχεν εγερθή εις την πεδιάδα, περιστρέφων διαβολικώς την χιόνα και υψών αυτήν εις τα νέφη, ως τα φύλλα και τους λίθους του δάσους, όταν χορεύουν οι Νεράιδες. Τα δύο άστρα εν τω αιθέρι απωθούντο εδώ κι εκεί, καταβάλλοντα μεγάλον αγώνα, όπως μη αποχωρισθούν. Αλλ’ ο άνεμος επετίθετο μετά λύσσης· τ’ απώθει, τα παρέσυρεν εν τη ορμή του, τα εστριφογύριζεν εις ζαλόεσσαν δίνην και τέλος τα έρριψε μακράν, πολύ μακράν το εν του άλλου.
— Ο Γιάννος πάει ’ς τα βουνά κι η Μάρω πάει ’ς τους κάμπους! ανέκραξε η μάγισσα περιχαρής· αυτού σας θέλω αναθεματισμένα!
*
Ο Γιάννος κι η Μάρω έφθασαν, όπου επόθουν αι ψυχαί των. Λαμπρυνθέντες περισσότερον εκ της τελευταίας δοκιμασίας φεγγοβολούν ήδη εν τη γαλήνη του ουρανού, άστρα μεταξύ αστέρων, ψυχαί αγναί και μεγάλαι, ίσως μεταξύ άλλων ομοίων των. Εύγλωττοι μάρτυρες του θείου ελέους, ακολουθούν πιστώς τον χαραχθέντα υπό του Πλάστου δρόμον των και δις του έτους καθ’ ωρισμένην νύκτα του θέρους και του χειμώνος, προσεγγίζουν το εν το άλλο, φιλούνται αδελφικώς, υπερήφανα δια την νίκην των και αποχωρίζονται ανταλλάσσοντα την τροχιάν των.
Οι γεωργοί, τους οποίους οδηγούν εις την σποράν και εις τους όποιους εκμυστηρεύονται τους θείους νόμους του στερεώματος και οι βοσκοί, τους οποίους συντροφεύουν εις το νυκτοσκάρισμα, ομολογούν την αγαθότητά των και μεταδίδουν από γενεάς εις γενεάν ότι η αθωότης είνε αιωνία…
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/karkabitsas_dihg.htm#%CE%93%CE%99%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%9F%CE%A3_