Οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να οικοδομήσουν ισχυρά οικονομικά θεμελιώδη στοιχεία, αν θέλουν να επωφεληθούν με βιώσιμο τρόπο από τις ανοιχτές παγκόσμιες κεφαλαιαγορές.
Οι αναδυόμενες αγορές είχαν ένα ταραχώδες 2018. Κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, η Αργεντινή και η Τουρκία είδαν τα νομίσματά τους να βουτούν απότομα καθώς οι οικονομίες τους μπήκαν σε προβλήματα. Η Αργεντινή έπρεπε να στραφεί στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για ένα δάνειο ύψους 57 δισ. δολαρίων. Οι σχολιαστές έξυσαν τα μολύβια τους, έτοιμοι να γράψουν για παραλληλισμούς με το κύμα των χρηματοπιστωτικών κρίσεων που σάρωσαν τις αναδυόμενες αγορές στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ωστόσο, οι περισσότερες οικονομίες των αναδυόμενων αγορών βγήκαν από την αναταραχή του καλοκαιριού περισσότερο ή λιγότερο αλώβητες. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις μεγάλες βελτιώσεις στην οικονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση μετά το τελευταίο μεγάλο κύμα κρίσεων στην δεκαετία του 1990.
Οι περισσότερες χώρες που υπέκυψαν σε κρίσεις μετακινήθηκαν από τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες σε κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες και υιοθέτησαν πιο υγιείς νομισματικές πολιτικές. Οι περισσότερες έχουν πλέον πιο ανθεκτικά τραπεζικά συστήματα, ως αποτέλεσμα μιας γενικής απομάκρυνσης από την επικίνδυνη βραχυπρόθεσμη τραπεζική χρηματοδότηση υπέρ της μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης από τις αγορές ομολόγων.
Ίσως η πιο αξιοσημείωτη αλλαγή μετά τις κρίσεις της δεκαετίας του ’90 ήρθε στον τρόπο που οι χώρες των αναδυόμενων αγορών χρηματοδοτούν το χρέος τους. Οι κυβερνήσεις δανείζονται πλέον πολύ περισσότερο στα δικά τους νομίσματα από ό, τι σε ξένα, κάτι που τις κάνει λιγότερο ευάλωτες σε [τραπεζικούς] πανικούς και νομισματικές κρίσεις. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι. Οι αναπτυσσόμενες χώρες εξακολουθούν να έχουν δουλειά να κάνουν αν θέλουν να προστατευθούν από τις αντιξοότητες των παγκόσμιων οικονομικών συνθηκών.
ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ
Οι οικονομολόγοι πίστευαν κάποτε ότι οι χώρες με αναδυόμενες αγορές που δανείζονταν από το εξωτερικό περιορίζονταν να το κάνουν μόνο σε ξένα νομίσματα. Ο Barry Eichengreen και ο Ricardo Hausmann ονόμασαν το φαινόμενο «αρχική αμαρτία» (original sin) επειδή φαινόταν να καταδικάζει τις αναπτυσσόμενες χώρες σε αέναη εξάρτηση από τις ξένες οικονομικές συνθήκες. Όταν το νόμισμα μιας χώρας έπεφτε, η κυβέρνησή της έβρισκε τα χρέη της πιο δύσκολο να αποπληρωθούν. Οι κρίσεις χρέους μετατρέπονταν σε νομισματικές κρίσεις.
Όμως, από την δεκαετία του 1990, το μερίδιο του δημόσιου χρέους της αναδυόμενης αγοράς που εκδίδεται σε ξένα νομίσματα έχει μειωθεί σημαντικά. Οι ξένοι επενδυτές έχουν γίνει πιο άνετοι με το να κατέχουν κρατικό χρέος σε τοπικό νόμισμα. Σε ορισμένες χώρες, όπως το Περού, τη Νότια Αφρική και την Ινδονησία, οι ξένοι επενδυτές κατέχουν πλέον το 40% του δημόσιου χρέους σε τοπικό νόμισμα. Πολλές άλλες μεγάλες οικονομίες με αναδυόμενες αγορές έχουν ποσοστά κοντά σε αυτό το επίπεδο. Εταιρείες σε αυτές τις χώρες εξακολουθούν να βασίζονται σε δανεισμό σε ξένο νόμισμα, αλλά για τις κυβερνήσεις τους, η αρχική αμαρτία αποδείχθηκε ότι ήταν λιγότερο μια θεμελιώδης αδυναμία από όσο μια περαστική φάση.
Οι κυβερνήσεις έχουν αποκτήσει μεγαλύτερο έλεγχο των οικονομικών τους με το να αναπτύσσουν τοπικές αγορές ομολόγων, μετακινώντας τις οικονομίες τους μακριά από την εξάρτηση από τα είδη των βραχυπρόθεσμων δανείων σε ξένο νόμισμα που τις άφησε ευάλωτες στην δεκαετία του 1990. Αλλά παρ’ όλα τα καλά που έχουν κάνει αυτές οι αλλαγές, οι χώρες με αναδυόμενες αγορές έχουν ανακαλύψει ότι ο δανεισμός στα δικά τους νομίσματα δεν επιλύει όλες τις οικονομικές δυσκολίες. Εξακολουθούν να είναι ευάλωτες στην άμπωτη και την πλημμυρίδα των παγκόσμιων οικονομικών συνθηκών.
Για να δείτε γιατί, εξετάστε τις επιδράσεις των μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών στον εγχώριο πληθωρισμό. Εάν οι παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες επιδεινωθούν και το κεφάλαιο αρχίσει να εξέρχεται από μια οικονομία, το εγχώριο νόμισμα πέφτει. Όταν συμβεί αυτό, ο πληθωρισμός τείνει να αυξάνεται, καθώς οι εισαγωγές γίνονται ακριβότερες. Εάν οι επενδυτές εμπιστεύονται ότι η Κεντρική Τράπεζα θα κρατήσει τον πληθωρισμό υπό έλεγχο, η τράπεζα μπορεί να αυξήσει τα επιτόκια για να φέρει την οικονομία πίσω στην σταθερότητα. Αλλά οι προσδοκίες γίνονται αυτοεκπληρούμενες: Εάν οι επενδυτές δεν εμπιστεύονται την Κεντρική Τράπεζα, η αύξηση των επιτοκίων από μόνη της δεν θα κάνει την δουλειά της, και η δραστική αυστηροποίηση της άσκησης της νομισματικής πολιτικής θα βλάψει περαιτέρω μια ήδη αδύναμη εγχώρια οικονομία. Εάν οι πολιτικές επιπτώσεις είναι αρκετά σοβαρές, οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής ενδέχεται να χάσουν την ψυχραιμία τους και να αντιστρέψουν την πορεία τους.
Αξίζει όμως να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να διερωτηθούμε γιατί μια μεγάλη πτώση του εγχώριου νομίσματος προκαλεί καν προβλήματα. Εξάλλου, τα βιβλία της οικονομικής θεωρίας διδάσκουν ότι όταν πέφτει ένα νόμισμα, δίνει ώθηση στην οικονομία καθιστώντας τις εξαγωγές πιο ανταγωνιστικές. Μια ισχυρότερη οικονομία, λέει το επιχείρημα, στην συνέχεια ξεκινά έναν ενάρετο κύκλο και αποκαθιστά την εμπιστοσύνη των παγκόσμιων επενδυτών.
Ωστόσο, αν και αυτό το αποτέλεσμα είναι αναμφίβολα σημαντικό μεσοπρόθεσμα, δεν φαίνεται πάντοτε να διατηρείται βραχυπρόθεσμα. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πίεση που ασκούν οι υποτιμήσεις του νομίσματος στους παγκόσμιους επενδυτές. Αυτοί οι επενδυτές μετρούν τις αποδόσεις τους σε δολάρια ή άλλα σημαντικά νομίσματα (όπως το ευρώ ή το γιεν) κι έτσι οι κινήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών ενισχύουν τα κέρδη και τις ζημίες τους. Μια έντονη πτώση σε ένα νόμισμα μπορεί να ωθήσει τους επενδυτές να πουλήσουν ακόμη περισσότερα από τα περιουσιακά τους στοιχεία, προτού η ώθηση στις εξαγωγές γυρίσει την οικονομία και προσελκύσει νέες επενδύσεις.
Τα ομόλογα είναι πιο επικίνδυνα για τους παγκόσμιους επενδυτές από όσο για τους τοπικούς επενδυτές, όπως βλέπουμε με ένα μέτρο του ρίσκου γνωστό ως «διάρκεια» (duration) ενός ομολόγου. Η διάρκεια ενός ομολόγου αντανακλά τον βαθμό στον οποίο η ποσοστιαία απόδοση του ομολόγου εξαρτάται από τις μεταβολές των επιτοκίων. Γενικά, όταν οι τιμές των ομολόγων μειώνονται, τα επιτόκια αυξάνονται, καθώς οι σταθερές πληρωμές προς τους κατόχους ομολόγων αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό της τιμής των ομολόγων. Το αντίστροφο ισχύει επίσης: Όταν τα επιτόκια μειώνονται, η αξία των υπαρχόντων ομολόγων αυξάνεται. Όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια, τόσο μεγαλύτερο είναι αυτό το αποτέλεσμα -δηλαδή, τόσο περισσότερο οι αποδόσεις των ομολόγων θα κινηθούν όταν αλλάζουν τα επιτόκια, και επομένως τόσο περισσότερο ρίσκο έχει το ομόλογο για τους επενδυτές.
Βασικά, οι αποδόσεις των ομολόγων -και συνεπώς η διάρκεια- μπορούν να εκφράζονται σε όρους τοπικού νομίσματος και σε όρους δολαρίου. Για πολλές χώρες αναδυόμενων αγορών, τα κρατικά ομόλογα σε τοπικό νόμισμα έχουν σημαντικά υψηλότερες διάρκειες σε όρους δολαρίου σε σχέση με τους όρους του τοπικού νομίσματος.
Τα παρακάτω γραφήματα δείχνουν τις εβδομαδιαίες αποδόσεις στους επενδυτές από βραζιλιάνικα κρατικά ομόλογα εκφρασμένα σε τοπικό νόμισμα, με απόδοση στο τοπικό νόμισμα (στα αριστερά) και σε δολάρια (στα δεξιά).
Η κλίση των γραμμών δείχνει την ποσοστιαία απόδοση (return) του ομολόγου σε μεταβολή εσόδου (yield) μιας ποσοστιαίας μονάδας – δηλαδή την διάρκεια. Το σημαντικό είναι ότι η κλίση της κόκκινης γραμμής (η οποία δίνει την διάρκεια σε όρους δολαρίου) είναι πιο απότομη από την κλίση της κυανής γραμμής (η οποία δίνει την διάρκεια σε όρους τοπικού νομίσματος). Για την Βραζιλία, η διάρκεια του δολαρίου είναι 8,5 και η διάρκεια του τοπικού νομίσματος είναι 4,3. Το ίδιο μοτίβο ισχύει στην Ινδονησία, όπως φαίνεται στα παρακάτω διαγράμματα, όπου η διάρκεια του δολαρίου είναι 6,6 και η διάρκεια του νομίσματος είναι 4,5.
Για τους παγκόσμιους επενδυτές, οι οποίοι ενδιαφέρονται για τις αποδόσεις σε όρους δολαρίου ακόμη και όταν αγοράζουν ομόλογα στο τοπικό νόμισμα, τα ομόλογα αυτά έχουν περισσότερο ρίσκο από ό, τι για τους τοπικούς επενδυτές, οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνο για τις αποδόσεις στο δικό τους νόμισμα.
Οι μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών και οι μεταβολές των επιτοκίων ωθούν προς την ίδια κατεύθυνση. Όταν οι αποδόσεις (yields) αυξάνονται, οι χρηματοοικονομικές συνθήκες τείνουν να είναι πιο αυστηρές, συνεπώς η ζήτηση για το τοπικό νόμισμα μειώνεται και το νόμισμα υποτιμάται έναντι του δολαρίου (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα). Έτσι, οι επενδυτές που βασίζονται σε δολάρια χάνουν δύο φορές: Επειδή πρέπει να μετατρέψουν το τοπικό νόμισμα σε δολάρια με το χαμηλότερο επιτόκιο, και επειδή η σε τοπικό νόμισμα τιμή του ομολόγου θα έχει μειωθεί ως απάντηση στην άνοδο των επιτοκίων. Το αντίστροφο ισχύει επίσης. Όταν οι αποδόσεις μειώνονται και οι τιμές των ομολόγων αυξάνονται, οι χρηματοοικονομικές συνθήκες είναι γενικά χαλαρές και οι επενδυτικές ροές ωθούν προς τα πάνω την αξία του τοπικού νομίσματος, έτσι ώστε οι βασισμένοι στο δολάριο επενδυτές να κερδίζουν τόσο από την άνοδο των τιμών όσο και από την ευνοϊκότερη συναλλαγματική ισοτιμία. Στην περίπτωση αυτή, η εμπιστοσύνη ότι οι Αρχές έχουν τα πράγματα υπό έλεγχο θα περιορίσει τις πωλήσεις ομολόγων, βάζοντας ένα «μαξιλάρι» στην ταυτόχρονη κίνηση των αποδόσεων των ομολόγων και των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αυτό το ευρύ πρότυπο ισχύει για τις αναδυόμενες αγορές ως ομάδα.
Σκεφτείτε αυτό το φαινόμενο σαν έναν «ψυχρό άνεμο» που βιώνουν οι βασισμένοι σε δολάριο επενδυτές, αλλά όχι οι ντόπιοι επενδυτές. Οι παγκόσμιοι επενδυτές πρέπει να αντιμετωπίσουν την επίδραση των νομισματικών κινήσεων (τον ψυχρό άνεμο) πάνω από τις υποκείμενες αποδόσεις του τοπικού νομίσματος (η θερμοκρασία). Για τον λόγο αυτό, τα ομόλογα στις χώρες των αναδυόμενων αγορών τείνουν να έχουν περισσότερο ρίσκο για τους παγκόσμιους επενδυτές οι οποίοι ενδιαφέρονται για τις δολαριακές αποδόσεις, απ’ όσο για τους τοπικούς επενδυτές οι οποίοι ενδιαφέρονται για τις αποδόσεις μόνο στο δικό τους νόμισμα. Έτσι, οι επενδυτές που βασίζονται σε δολάρια θα κερδίσουν και θα χάσουν πολύ περισσότερα. Οι κυβερνήσεις των αναδυόμενων αγορών, όπως αποδείχθηκε, εξακολουθούν να είναι ευάλωτες σε σκαμπανεβάσματα στις παγκόσμιες αγορές ακόμα και όταν δανείζονται στο δικό τους νόμισμα.
ΝΕΑ ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΚΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ;
Η αρχική αμαρτία, λοιπόν, μπορεί να μην έχει νικηθεί τελικά. Μπορεί απλώς να έχει μετατοπιστεί από τους δανειολήπτες στους δανειστές. Για να το καταδείξουμε αυτό, βοηθάει να εξεταστεί το πώς λαμβάνουν τις αποφάσεις τους οι παγκόσμιοι επενδυτές. Οι μεγάλοι επενδυτές, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι εταιρείες ασφάλισης ζωής, έχουν υποχρεώσεις έναντι των δικαιούχων και των αντισυμβαλλομένων τους στα δικά τους νομίσματα -δολάρια, ευρώ ή γιεν. Πολλοί τέτοιοι επενδυτικοί γίγαντες θέτουν όρια στον βαθμό στον οποίο οι διαχειριστές επενδύσεων μπορούν να πάρουν ρίσκα -τα όρια που εκφράζονται στο εθνικό τους νόμισμα. Οι επενδυτές μπορούν επίσης να επηρεαστούν από συμβουλές των συμβούλων τους για να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση σε πρόσφατες ειδήσεις.
Μια τέτοια αποστροφή έναντι του ρίσκου μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Αυτοί οι επενδυτές κατέχουν περιουσιακά στοιχεία σε ένα ευρύ φάσμα νομισμάτων, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών ομολόγων σε τοπικό νόμισμα από τις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών. Αλλά αν και τα περιουσιακά στοιχεία τους είναι κατανεμημένα σε πολλά νομίσματα, αναλαμβάνουν υποχρεώσεις μόνο σε ένα, το νόμισμα της χώρας τους. Όταν τα ομόλογα αναδυόμενων αγορών πέφτουν σε αξία, το φαινόμενο ενισχύεται από την συνακόλουθη υποτίμηση του νομίσματος, η οποία μπορεί να αγγίξει τα όρια του ρίσκου των παγκόσμιων επενδυτών, οδηγώντας τους στο να πουλήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Αυτό με την σειρά του ασκεί περαιτέρω πτωτική πίεση στο τοπικό νόμισμα του δανειολήπτη. Εάν οι τιμές των νομισμάτων και των ομολόγων πέσουν αρκετά, μπορούν να πυροδοτήσουν ακόμη περισσότερες πωλήσεις από τους επενδυτές.
Αν συμβαίνει αυτό, τότε, οι αναδυόμενες αγορές εξακολουθούν να υποφέρουν από την αρχική αμαρτία, αν και όχι με τον τρόπο με τον οποίο οι Eichengreen και Hausmann αρχικά θεωρητικοποίησαν. Οι δανειζόμενοι συνήθιζαν να αντιμετωπίζουν μια αναντιστοιχία νομισμάτων, καθώς θα έπαιρναν έσοδα στο τοπικό νόμισμα αλλά θα χρωστούσαν σε ξένα. Τώρα, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας των νομισμάτων μπορεί να έχει μεταφερθεί στους επενδυτές, οι οποίοι δανείζουν σε ένα νόμισμα, αλλά πρέπει να πληρώνουν τους δικαιούχους και τους αντισυμβαλλόμενούς τους σε ένα άλλο.
Δεδομένης αυτής της μετατόπισης, οι οικονομικοί αναλυτές πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στους δανειστές. Οι σχολιαστές τείνουν να επικεντρώνονται στους δανειολήπτες -τα τελευταία μεγέθη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, τις ανατροπές και τους ελιγμούς στην πολιτική τους- και να δίνουν πολύ λιγότερη προσοχή σε αυτό που οδηγεί στην προσφορά πιστώσεων. Αλλά οι πράξεις των δανειστών έχουν επίσης σημασία.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΝΟΨΕΙ
Πώς θα πρέπει οι κυβερνήσεις των αναδυόμενων αγορών να ασχοληθούν με τη νέα «αρχική αμαρτία»; Ένας τρόπος θα ήταν να αναπτυχθεί μια μεγάλη εγχώρια θεσμική βάση επενδυτών που θέτει τους στόχους της σε όρους εγχώριου νομίσματος και έτσι θα είναι προστατευμένη από συναλλαγματικές διακυμάνσεις. Τα εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα συμβάλλουν στην επίτευξη αυτού του στόχου, και πολλές χώρες αναδυόμενων αγορών, όπως η Χιλή και το Μεξικό, έχουν σημειώσει σταθερή πρόοδο προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αλλά αυτή η συνταγή βασίζεται σε χώρες που έχουν ήδη μεγάλες εγχώριες δεξαμενές πλούτου (pools of wealth). Ορισμένες χώρες με αναδυόμενες αγορές ταιριάζουν με αυτόν τον υπολογισμό, ιδίως εάν έχουν βιώσει ταχεία οικονομική ανάπτυξη και δημογραφικές αλλαγές, όπως έναν γηράσκοντα πληθυσμό, που αυξάνουν τα ποσοστά αποταμίευσης. Αλλά πολλές αναπτυσσόμενες χώρες δεν μπορούν να παρέχουν τόσο μεγάλες ομάδες επενδυτών για να αγοράσουν το δημόσιο χρέος τους, τουλάχιστον όχι βραχυπρόθεσμα.
Μπορούν, ωστόσο, να εμβαθύνουν τις εγχώριες κεφαλαιαγορές τους με την πάροδο του χρόνου. Δείτε τη Νότια Κορέα, η οποία έχει περάσει από την δυστυχή ιστορία των οικονομικών κρίσεων. Η χώρα έχει έναν ταχέως γηράσκοντα πληθυσμό και ένα μεγάλο εθνικό συνταξιοδοτικό ταμείο, το οποίο της δίνει μια βαθιά δεξαμενή εγχώριων επενδυτών για να αγοράσει το δημόσιο χρέος της. Ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των ομολόγων επί του χρέους της δεν κυμαίνονται πολύ και η επίδραση του «ψυχρού ανέμου» είναι πολύ ασθενέστερη από ό, τι σε άλλες χώρες που υπέστησαν κρίσεις την δεκαετία του 1990. Χώρες με ιστορικό χρηματοπιστωτικών κρίσεων φαίνεται να επιτυγχάνουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα απ’ ό, τι στο παρελθόν.
Ωστόσο, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες εξακολουθούν να στερούνται βαθιές εγχώριες κεφαλαιαγορές. Στις χώρες αυτές, η Κεντρική Τράπεζα είναι συχνά ο μεγαλύτερος επενδυτής. Αυτή η διευθέτηση δημιουργεί ένα δίλημμα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Όταν το τοπικό νόμισμα υποτιμάται, οι τιμές των εισαγωγών αυξάνονται, ανεβάζοντας τον πληθωρισμό. Οι πολιτικοί συνήθως θα αυξήσουν τα επιτόκια για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, αλλά η υποτίμηση του νομίσματος συνήθως σηματοδοτεί μια αδύναμη εγχώρια οικονομία, η οποία δίνει επιχειρήματα για χαμηλότερα επιτόκια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι εξωτερικές συνθήκες κερδίζουν, και οι Κεντρικοί Τραπεζίτες αναγκάζονται να αυξήσουν τα επιτόκια για να κάνουν πιο αυστηρή την [νομισματική] πολιτική.
Αυτό το δίλημμα δημιούργησε μια μακρόχρονη συζήτηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι Αρχές θα πρέπει να συνδυάζουν την υγιή διαχείριση της οικονομίας, με πολιτικές για τον μετριασμό των κινδύνων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μια κοινή προσέγγιση είναι να χρησιμοποιούνται εργαλεία που κλίνουν αντίθετα στους επικρατούντες ανέμους. Για παράδειγμα, όταν ο εγχώριος δανεισμός αυξάνεται ραγδαία, οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής μπορούν να αυστηροποιήσουν τη νομισματική πολιτική για να αποτρέψουν την αύξηση από το να ξεφύγει από τον έλεγχο.
Μια άλλη προσέγγιση θα μπορούσε να είναι η συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων όταν οι επενδυτές ρίχνουν κεφάλαια στις αναδυόμενες αγορές. Πρόσφατη έρευνα από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements) υποδηλώνει ότι η συσσώρευση αποθεματικών αποθερμαίνει την αύξηση των πιστώσεων κατά πολύ περισσότερο από όσο θα περίμενε κανείς από το κανονικό μηχανιστικό αποτέλεσμα σύμφωνα με το οποίο τα ομόλογα που πωλούνται από την Κεντρική Τράπεζα περιθωριοποιούν τον δανεισμό από τις εμπορικές τράπεζες.
Η μεγάλη δυσκολία με οποιαδήποτε συστημική παρέμβαση στις αγορές συναλλάγματος είναι ότι η εκάστοτε κυβέρνηση θα κατηγορηθεί ότι χειραγωγεί το νόμισμά της για να ενισχύσει την εμπορική ανταγωνιστικότητά της. Τέτοιες κατηγορίες πληγώνουν σκληρά, ειδικά δεδομένου του σημερινού πολιτικού περιβάλλοντος. Οι διεθνείς υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει ίσως να δώσουν χώρο στις κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν προσωρινά στις αγορές συναλλάγματος προκειμένου να επιβραδύνουν την ανατίμηση των νομισμάτων τους, αλλά όχι να καθορίζουν την συναλλαγματική ισοτιμία για μεγάλες περιόδους. Αλλά ακόμη και εδώ, οι πρακτικές λεπτομέρειες θα είναι δύσκολο να ξεδιαλυθούν.
Όσον αφορά τις κρίσεις χρέους, οι αναλυτές συχνά βλέπουν το να δημιουργούνται συναλλαγματικά αποθέματα ως μια μακράν δεύτερη καλύτερη λύση για την δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου χρηματοοικονομικής ασφάλειας, μια συλλογή εθνικών και διεθνών πολιτικών και θεσμών που αποσκοπούν στη μείωση του κινδύνου κρίσεων και αντιμετώπισής τους όταν συμβαίνουν. Οι αναλυτές συχνά πλαισιώνουν την επιλογή ως μια [επιλογή] μεταξύ της δαπανηρής αυτό-ασφάλισης των οικονομιών των αναδυόμενων αγορών και ενός κεντρικού ασφαλιστικού σχήματος.
Αλλά στην πράξη, τα επιχειρήματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα. Ο παραδοσιακός λόγος για την συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων κατά την διάρκεια της οικονομικής ανάκαμψης είναι ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μια κρίση. Αλλά η δημιουργία τους μπορεί επίσης να μετριάσει την ίδια την ραγδαία ανάπτυξη και έτσι να καταστήσει τις κρίσεις λιγότερο πιθανές εξ’ αρχής.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αναγνωρίσουν την σημασία της παγκόσμιας ρευστότητας για τις εγχώριες χρηματοοικονομικές συνθήκες. Είναι πάρα πολύ εύκολο για μια οικονομία που απολαμβάνει άφθονης πίστης να μπερδέψει την κυκλική άνοδο των επενδύσεων με την ψήφο εμπιστοσύνης στην εγχώρια οικονομική πολιτική της. Οι κυβερνήσεις πρέπει να προσέχουν να μην πίνουν πάρα πολύ από την πηγή της παγκόσμιας ρευστότητας σε περιόδους αφθονίας.
Πιο σημαντικό, όμως, οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να οικοδομήσουν ισχυρά οικονομικά θεμελιώδη στοιχεία, αν θέλουν να επωφεληθούν με βιώσιμο τρόπο από τις ανοιχτές παγκόσμιες κεφαλαιαγορές. Η επίλυση της «αρχικής αμαρτίας» αποδείχθηκε πιο δύσκολη από το να ακολουθείται απλώς μια συνταγή καλών πολιτικών, αλλά η επιτυχία ορισμένων χωρών στο να ξεπεράσουν τις κρίσεις χρέους τους δείχνει ότι μπορεί να γίνει.
Ο AGUSTIN CARSTENS είναι Γενικός Διευθυντής της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements).
Ο HYUN SONG SHIN είναι οικονομικός σύμβουλος και επικεφαλής Ερευνών στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών.