Φτωχές χώρες βρίσκουν ορυκτά καύσιμα ακριβώς όταν ο πλούσιος κόσμος τα αποκηρύσσει
Οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου βλέπουν ότι οι μακροπρόθεσμες τιμές παρουσιάζουν μια πτωτική τάση. Ως εκ τούτου, επενδύουν σε πεδία που μπορούν να μπουν γρήγορα σε παραγωγή, αντί να αναπτύσσουν ακριβά, απομακρυσμένα κοιτάσματα.
Στις 7 Ιανουαρίου, οι εταιρίες πετρελαίου και φυσικού αερίου Apache Corporation και Total SA ανακοίνωσαν την εύρεση ενός σημαντικού πετρελαϊκού κοιτάσματος στα ανοικτά των ακτών του Σουρινάμ, κοντά στα τεράστια υπεράκτια αποθέματα της γειτονικής Γουιάνας που ανακάλυψε πέρυσι η ExxonMobil. Το μέγεθος της ανακάλυψης στο Σουρινάμ δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί, αλλά θα μπορούσε να είναι αρκετά μεγάλο για να μεταμορφωθεί η μικρή χώρα της Νότιας Αμερικής, όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι μικρότερο από 6.000 δολάρια.
Μόλις τρεις μήνες πριν, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η βρετανική πετρελαϊκή εταιρεία BP ανακοίνωσε τη μεγαλύτερη ανακάλυψη φυσικού αερίου για το 2019: Το ενεργειακό ισοδύναμο των 1,3 δισεκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου περιμένει να εξαχθεί από τις ακτές της Μαυριτανίας, ποσότητα παραπάνω από αρκετή για να υποστηρίξει έναν κόμβο υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Και την ίδια χρονιά στη Μοζαμβίκη, η Total απέκτησε ένα μερίδιο αξίας 3,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ένα έργο LNG, το συνολικό κόστος του οποίου πιθανότατα θα έκανε την εθνική οικονομία της χώρας αυτής να φαίνεται σαν λιλιπούτεια.
Σε μια εποχή που πολλές χώρες προσπαθούν τελικά να μειώσουν την εξάρτησή τους από τα ορυκτά καύσιμα, ο κόσμος ξαφνικά πλημμυρίζει από ανακαλύψεις πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αλλά για τις χώρες με τα νεότερα ευρήματα, πολλές από αυτές στην Αφρική και τη Νότια Αμερική, ο ορυκτός πλούτος μπορεί να μην είναι ο πακτωλός όπως ήταν εδώ και δεκαετίες.
Οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου βλέπουν ότι οι μακροπρόθεσμες τιμές παρουσιάζουν μια πτωτική τάση. Ως εκ τούτου, επενδύουν σε πεδία που μπορούν να μπουν γρήγορα σε παραγωγή, αντί να αναπτύσσουν ακριβά, απομακρυσμένα κοιτάσματα. Οι παγκόσμιες αγορές φυσικού αερίου, ειδικότερα, αντιμετωπίζουν τεράστιο πλεόνασμα πόρων και σχεδίων, τα οποία πρέπει να ανταγωνίζονται απέναντι στην πτώση των τιμών των τεχνολογιών των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Ως αποτέλεσμα, το Σουρινάμ, η Γουιάνα, η Μαυριτανία, η Μοζαμβίκη και μια σειρά από άλλες αναπτυσσόμενες χώρες με πρόσφατα ευρήματα ορυκτών καυσίμων βρίσκονται σε μια απελπιστική κούρσα ενάντια στον χρόνο.
ΑΣΑΦΕΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Το πάρτι δεν έχει τελειώσει ακόμα, αλλά για τα νεότερα πετρο-κράτη του κόσμου μπορεί να είναι η τελευταία ευκαιρία. Προκειμένου να προλάβουν μια πιθανή πτώση των τιμών, πολλές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου ακολουθούν επιθετικά χρονοδιαγράμματα για τα νέα έργα ώστε να μειώσουν το κόστος και να επιστρέψουν χρήματα γρήγορα στους νευρικούς μετόχους.
Η ExxonMobil έχει καταργήσει όλες τις στάσεις ώστε να καταστήσει το εύρημά της στην Γουιάνα ενεργό όσο το δυνατόν γρηγορότερα: Το χρονοδιάγραμμα ανίχνευσης-εξόρυξης είναι το συντομότερο στην ιστορία για έργο αυτής της κλίμακας. Στη Μοζαμβίκη, η Total φαίνεται να επιταχύνει την ανάπτυξη του έργου LNG, ενώ άλλοι επενδυτές έσερναν τα πόδια τους για χρόνια. (Η Anadarko Petroleum ανακάλυψε τα αποθέματα φυσικού αερίου το 2010). Τα ευρήματα του Σουρινάμ και της Μαυριτανίας μπορεί να αναπτυχθούν, αλλά το πρώτο βρίσκεται ακόμα στην φάση της εξερεύνησης και το δεύτερο θα πρέπει να ξεπεράσει πολλά χρηματοδοτικά και άλλα εμπόδια.
Ωστόσο, ακόμη και με επιταχυνόμενα χρονοδιαγράμματα, αυτές οι πρόσφατες ανακαλύψεις ίσως να μην αποδώσουν τους ίδιους καρπούς όπως έκαναν τα προηγούμενα ευρήματα. Τα νέα κράτη πετρελαίου και φυσικού αερίου θα πρέπει να ανταγωνιστούν τις αυξανόμενες εξαγωγές ορυκτών καυσίμων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος (αν όχι όλη) την αυξανόμενη ζήτηση πετρελαίου το 2019 και μπορούν να συνεχίσουν να το κάνουν για τα επόμενα χρόνια. Επιπλέον, άλλες ανεπτυγμένες χώρες όπως η Νορβηγία και ο Καναδάς αναπτύσσουν τα δικά τους πρόσφατα ευρήματα ορυκτών καυσίμων με το πλεονέκτημα των νέων τεχνολογιών που μειώνουν το κόστος γεώτρησης και διευκολύνουν τη μεγαλύτερη παραγωγή. Ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των αγορών και των νέων αναπτυσσόμενων μόνο θα ενισχυθεί αν η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη σκοντάψει στην πορεία, μειώνοντας την άμεση ζήτηση για πετρέλαιο.
Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα για τους νέους παραγωγούς πετρελαίου, ορισμένες από τις μεγαλύτερες αγορές του κόσμου -όπως η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση- έχουν θεσπίσει πολιτικές που ενθαρρύνουν την ταχεία απομάκρυνση από το πετρέλαιο. Η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Κίνα και η Ινδία, ανακοίνωσαν μελλοντικές απαγορεύσεις στην πώληση βενζινοκίνητων αυτοκινήτων. Και οι αυξανόμενοι στόχοι για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και την Ασία έχουν καταστήσει ασαφείς τις προοπτικές για το φυσικό αέριο. Για όλους αυτούς τους λόγους, τα πρόσφατα ευρήματα στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι απίθανο να είναι τόσο προσοδοφόρα όσο ήταν παρόμοιες ανακαλύψεις στο παρελθόν.
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ
Άλλα ευρήματα ίσως να μην αναπτυχθούν ποτέ. Οι νέοι παραγωγοί βρίσκονται στο κυνήγι κεφαλαίων, όπως ακριβώς πολλοί υφιστάμενοι παραγωγοί πετρελαίου στον αναπτυσσόμενο κόσμο αγωνίζονται να βρουν συνεχιζόμενες επενδύσεις για τους εναπομένοντες πόρους τους. Σε έναν πρόσφατο πλειοδοτικό διαγωνισμό για δικαιώματα υπεράκτιας γεώτρησης στην Βραζιλία -αποκληθέντα [1] από τον πρόεδρο Jair Bolsonaro ως «η μεγαλύτερη δημοπρασία που υπήρξε ποτέ»- η κυβέρνηση βρήκε λίγους αποδέκτες. Η παραγωγή πετρελαίου στην Αγκόλα μειώνεται λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος για νέες γεωτρήσεις.
Μέρος του προβλήματος είναι οι ευρύτερες δυνάμεις της αγοράς που περιγράφηκαν ανωτέρω. Όμως, ένα άλλο μέρος του [προβλήματος] είναι η αυξανόμενη εχθρότητα από διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, οι οποίοι έχουν δεσμευθεί ότι θα αρνηθούν να δανείσουν νέα έργα ορυκτών καυσίμων λόγω της κλιματικής αλλαγής. Στο παρελθόν, αυτοί οι θεσμοί διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο βοηθώντας τα φτωχότερα έθνη να ξεκινήσουν κερδοφόρα έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων έργων για αγωγούς στην Αφρική. Μόνο η Παγκόσμια Τράπεζα χορήγησε 21 δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια, επιχορηγήσεις και εγγυήσεις που σχετίζονται με ορυκτά καύσιμα μεταξύ 2014 και 2018. Οι κυβερνήσεις και τα κρατικά ταμεία επενδύσεων είναι όλο και περισσότερο κλιματικά ευσυνείδητοι: Πέρσι, το υποστηριζόμενο από τον ΟΗΕ Πράσινο Κλιματικό Ταμείο –το οποίο χρηματοδοτεί επενδύσεις για την κλιματική προσαρμογή, την καθαρή ενέργεια και τα έργα ενεργειακής απόδοσης στον αναπτυσσόμενο κόσμο- προσέλκυσε δεσμεύσεις ύψους περίπου 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων από 27 χώρες για να τα δαπανήσει για κλιματική βοήθεια τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Η φαινομενική υποκρισία των πλούσιων εθνών που αποκηρύσσουν τα ορυκτά καύσιμα όταν πολλά φτωχά έθνη ανακαλύπτουν τα δικά τους, πυροδότησε την συζήτηση για τον καλύτερο τρόπο εξισορρόπησης των στόχων για το κλίμα και γα την ανάπτυξη. Οι υποστηρικτές της κλιματικής δικαιοσύνης έχουν φτάσει μέχρι να ζητήσουν από μακρόχρονους και πλούσιους παραγωγούς πετρελαίου, όπως η Νορβηγία, να κλείσουν τις βιομηχανίες πετρελαίου τους για να δώσουν περιθώρια στα φτωχότερα έθνη με αποθέματα πετρελαίου. Η Διακήρυξη Lofoten του 2017 -η οποία υπογράφηκε από περίπου 600 οργανώσεις σε 76 χώρες- ήταν ένα βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, προτρέποντας τα πλούσια έθνη να ηγηθούν της εγκατάλειψης της παραγωγής ορυκτών καυσίμων επειδή οι οικονομίες τους επωφελήθηκαν ήδη από την καύση πετρελαίου και φυσικού αερίου και βρίσκονται σε καλύτερη θέση για να διαφοροποιηθούν. Όμως, η Διακήρυξη Lofoten ισχύει μόνο για τους υπάρχοντες παραγωγούς και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν δίκαιο ή αδιαμφισβήτητο τρόπο για να προσδιορίσει σε ποιες χώρες με νέες ανακαλύψεις θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο να αναπτύξουν τα αποθέματά τους σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Τελικά, είναι οι αγορές που θα καθορίσουν ποιες νέες ανακαλύψεις θα τύχουν εκμετάλλευσης και ποιες θα παραμείνουν λανθάνουσες στο έδαφος ή στον βυθό. Τα έργα με χαμηλότερο κόστος θα προχωρήσουν περισσότερο από όσο εκείνα με συγκριτικά υψηλότερα γενικά έξοδα. Αυτό θα φέρει νέες πετρελαϊκές πολιτικές εναντίον των πλουσιότερων παραγωγών της Μέσης Ανατολής, οι οποίοι έχουν από τα χαμηλότερα κόστη παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Σε πρόσφατη συνάντηση του ΟΠΕΚ, ο υπουργός Πετρελαίου της Αγκόλα φέρεται να αποχώρησε οργισμένα όταν ο Σαουδάραβας ομόλογός του πρότεινε ότι η χώρα του -η οποία αντιμετωπίζει χαμηλά ποσοστά επενδύσεων και υψηλό κόστος παραγωγής- θα έπρεπε να μειώσει την παραγωγή μαζί με τα πλουσιότερα μέλη του ΟΠΕΚ, προκειμένου να αυξήσουν τις τιμές του πετρελαίου. Τέτοιες έντονες συζητήσεις μεταξύ των μελών του ΟΠΕΚ αντικατοπτρίζουν τα υψηλά στοιχήματα για χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα έσοδα πετρελαίου και φυσικού αερίου για τους κρατικούς προϋπολογισμούς τους.
Ωστόσο, για τους εκκολαπτόμενους παραγωγούς πετρελαίου που προσπαθούν να εισέλθουν σ’ αυτό το πλούσιο κλαμπ, ο ανταγωνισμός θα είναι σκληρότερος από ποτέ.
Η AMY MYERS JAFFE είναι ανώτερη συνεργάτις για την Ενέργεια και το Περιβάλλον στην έδρα David M. Rubenstein στο Council on Foreign Relations.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.nytimes.com/2019/11/06/world/americas/brazil-oil-auction.html
Φωτοηγραφία: Μια εξέδρα πετρελαίου στον κόλπο Guanabara, στην Βραζιλία, τον Ιούνιο του 2015. Felix Clay / eyevine / Redux
foreignaffairs.gr