Γράφει ο Ιωάννης Σ. Λάμπρου
Τις τελευταίες εβδομάδες, ύστερα από το περιστατικό της επέμβασης του ισραηλινού στρατού στον στολίσκο με προορισμό την Γάζα και την συνεπακόλουθη επιδείνωση των ισραηλινό-τουρκικών σχέσεων αρκετοί Ελλαδίτες και Κύπριοι αρθρογράφοι προσπαθούν να εντοπίσουν που στέκεται ο Ελληνισμός σε αυτή την διαμάχη και ποιες θα πρέπει να είναι οι πολιτικές του στοχεύσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή.
Αυτό το οποίο είναι εμφανές είναι ότι η Τουρκία δεν δύναται να διαδραματίσει τον ρόλο του έντιμου διαμεσολαβητή μεταξύ Ισραήλ και αραβικού κόσμου τον οποίο ονειρεύονται οι διπλωματικοί κύκλοι της Άγκυρας.
Οι εξελίξεις τα τελευταία χρόνια εντός της τουρκικής κοινωνίας σηματοδοτούν μια μετατόπιση προς το Ισλάμ. Πιο συγκεκριμένα, κατά το παρελθόν ενώ ο χαρακτήρας της τουρκικής κοινωνίας ήταν μουσουλμανικός εντούτοις οι ισλαμικές δυνάμεις δεν ήταν αρκετά οργανωμένες ή αρκετά οικονομικά ισχυρές για να επιβάλλουν την ατζέντα τους. Οι συνθήκες πλέον έχουν ωριμάσει και οι ισλαμιστές όχι μόνο κυβερνούν αυτοδύναμα αλλά διαθέτουν τεράστια οικονομική ισχύ. Αποτέλεσμα των ανωτέρω η ισορροπία ισχύος εντός της τουρκικής κοινωνίας να έχει αλλάξει υπέρ αυτών. Πληθώρα περιστατικών τα τελευταία χρόνια αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες για την κατεύθυνση την οποία ακολουθεί η τουρκική κοινωνία. Τον Δεκέμβριο του 2006 υπάλληλοι στο αεροδρόμιο Κεμάλ Ατατούρκ της Κωνσταντινούπολης θυσίασαν μια καμήλα μετά από επισκευή βλάβης σε αεροσκάφος. Τον Μάιο του 2009 ο Δήμαρχος του Ικονίου απαγόρευσε στην γυναικεία ομάδα πετοσφαίρισης της πόλης να μην αγωνίζεται φορώντας σορτσάκια γιατί δεν συνιστούσε πρέπουσα αμφίεση για γυναίκες. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονηθεί το γεγονός των συχνών επιθέσεων σε Χριστιανούς όπως η δολοφονία του ιερέα Σαντόρο στην Τραπεζούντα το, η σφαγή της Μαλάτειας αλλά και πρόσφατα ( Ιούνιος 2010), η δολοφονία του ρωμαιοκαθολικού Αρχιεπισκόπου Παντοβέζε. Μια ισλαμική κυβέρνηση μιας κοινωνίας όπου το Ισλάμ κερδίζει συνεχώς έδαφος είναι ανήμπορη να διαδραματίσει τον ρόλο του έντιμου διαμεσολαβητή μεταξύ Αράβων και Ισραήλ. Εκ φύσεως η Τουρκία δεν μπορεί να είναι αμερόληπτος παίκτης στην περιοχή.
Συμμαχία με το Ισραήλ;
Από την άλλη πληθαίνουν οι φωνές περί σύναψης στρατηγικής σχέσης με το κράτος του Ισραήλ λόγων της επιδείνωσης των σχέσεων του τελευταίου με την Τουρκία.
Είναι όντως ιστορική ευκαιρία, όπως διατείνονται κάποιοι; Σε πρώτη φάση μια μόνιμη συμμαχία Ελλάδος-Ισραήλ θα αχρηστεύσει σε σημαντικό βαθμό τις σχέσεις Ελληνισμού –Αράβων με ότι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική και πολιτική ενδυνάμωση του ψευδοκράτους στην Κύπρο. Επιπροσθέτως, και ίσως πιο σημαντικό, σε μια τέτοια περίπτωση νομιμοποιείται μια εικόνα της Τουρκίας, προστάτιδα δύναμη των μουσουλμάνων, η οποία αντιμετωπίζει τον επεκτατισμό Χριστιανών (Ελλάς) και Ιουδαίων (Ισραήλ). Το γόητρο της Τουρκία στον μουσουλμανικό κόσμο θα εκτοξευθεί.
Τέλος, ουδείς μας εγγυάται ότι η αντιπαλότητα Ισραήλ – Τουρκίας θα λάβει διαστάσεις μόνιμης εχθρότητας. Τα δυο κράτη – Ισραήλ και Τουρκία- είναι αδίστακτα στην άσκηση της εξωτερικής τους πολιτικής. Μια περίοδο ψυχρότητας μπορεί κάλλιστα να διαδεχθεί μια αναθέρμανση σχέσεων εάν τα συμφέροντα τους το επιτάσσουν αν και ένα τέτοιο ενδεχόμενο καθίσταται έτι δυσκολότερο όσο η επιρροή του Ισλάμ ενισχύεται στην Τουρκία.
Ο ρόλος του Ελληνισμού
Ο ρόλος τον οποίο δύναται και οφείλει να διαδραματίσει στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ο Ελληνισμός (ελλαδικό κράτος και Κύπρος) είναι αυτός του διαμεσολαβητή. Όντας θρησκευτικά ουδέτερος και με αδιαμφισβήτητη ιστορική παρουσία (προχριστιανική και προμουσουλμανική) στην περιοχή, ο Ελληνισμός δύναται να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες στους Άραβες και Ισραηλινούς από ότι η ισλαμική Τουρκία οι αυτοκρατορικές ονειρώξεις της οποίας ανησυχούν αμφότερα τα μέρη. Η ταύτιση με οποιοδήποτε από τα δύο μέρη θα συμπαρασύρει τον Ελληνισμό στην ιστορική διαμάχη της περιοχής, όταν έχει την πολυτέλεια και δεσμεύσεις να μην αναλάβει έναντι κανενός και η διαμεσολάβηση του να επιζητείται με πολλαπλά οφέλη. Κατά πόσο, όμως, είναι προετοιμασμένοι το ελλαδικό κράτος και η Κύπρος για ένα τέτοιο ρόλο; Πόσοι γνωρίζοντες την αραβική και εβραϊκή γλώσσα υπηρετούν στις διπλωματικές υπηρεσίες των δυο ελληνικών κρατών; Πόσοι διπλωμάτες στελεχώνουν την υπηρεσία την αρμόδια για θέματα Μέσης Ανατολής σε Αθήνα και Λευκωσία; Πόσα στελέχη των δυο υπουργείων Εξωτερικών έχουν πραγματοποιήσει σπουδές με εξειδίκευση στην Μέση Ανατολή; Πόσα στελέχη των διπλωματικών υπηρεσιών διαθέτουν εξειδίκευση στην περσική γλώσσα και ιστορία; Δεν φθάνει να επιθυμεί ο Ελληνισμός να διαδραματίσει ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή∙ πρέπει να δείξει ότι μπορεί. Φυσικά, προαπαιτούμενο είναι η ανάπτυξη αυτοδύναμης στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος. Αδύναμα κράτη τα οποία φιλοδοξούν να καταστούν φορείς επίλυσης διεθνών χρονιζόντων προβλημάτων προκαλούν τον γέλωτα.
Μια τελευταία επισήμανση. Η συνεχής επίκληση ορισμένων περί αναγκαιότητας σύναψης στρατηγικής σχέσης με ένα ισχυρό κράτος (Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Ισραήλ) μόνο ως δείγμα εθνικής μειονεξίας δύναται να θεωρηθεί. Συμπεριφορά δηλωτική έλλειψης θάρρους και φρονήματος, στοιχεία αναγκαία για να αναλάβουν επιτέλους οι Έλληνες την ευθύνη για την άμυνα της χώρας τους. Εμμονή σε φράσεις όπως στρατηγική σχέση με μια μεγάλη δύναμη, διεθνείς οργανισμοί, σύστημα συλλογικής ασφάλειας, αποτελούν φτηνές δικαιολογίες για τους νεοέλληνες στην αγωνιώδη προσπάθεια τους να μετακυλήσουν το κόστος της εθνικής τους ανεξαρτησίας σε τρίτους. Κανένα από τα παραπάνω δεν θα βοηθήσει το ελλαδικό κράτος εάν οι πολίτες του τελευταίου έχουν ήδη παραδώσει πνεύμα. Σε τελική ανάλυση, για να προσελκύσει ένα κράτος τρίτες χώρες με την προοπτική συμμαχίας (πόσο μάλλον για σύναψη στρατηγικής σχέσης) πρέπει είτε να εμπνέει φόβο είτε να προσφέρει προσδοκία ωφελημάτων στον συναλλασσόμενο. Η ισχύς δεν αντικαθίσταται από συμμαχίες αλλά συνιστά προαπαιτούμενο αυτών.