του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ιστορίας
Είναι λίγος καιρός τώρα που στην πολιτική του κράτους των Σκοπίων παρατηρείται μία σαφής μεταβολή επί το μετριοπαθέστερον. Η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ και λόγω γενικότερων πολιτικών θέσεων (καθώς στηρίζεται στο σοσιαλδημοκρατικό SDSM, ένα κόμμα δηλαδή πολύ πιο μετριοπαθές σε σύγκριση με το σκληροπυρηνικά εθνικιστικό VMRO του Γκρούεφσκι), αλλά βασικά λόγω πιεστικών πολιτικών αναγκών, καθώς είναι πια ξεκάθαρο ότι η ακραία και μισαλλόδοξη πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης έχει παταγωδώς αποτύχει, οδηγώντας στη διεθνή απομόνωση του κρατιδίου και στην όξυνση των εσωτερικών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων (πράγμα που δεν είναι απλή εκτίμηση, αλλά έχει ειπωθεί δημοσίως από Σκοπιανούς αξιωματούχους, ενώ εσχάτως επαναλήφθηκε expressis verbis και από τον Σκοπιανό ΥΠΕΞ Ντιμίτροφ), έχει ανακρούσει πρύμναν, επιδεικνύοντας μία εμφανή τάση συμβιβασμού και διαλλακτικότητας έναντι της ελληνικής πλευράς.
Οι εν λόγω εξελίξεις ωστόσο δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο ευοίωνες όσο επιφανειακά δείχνουν. Σε πείσμα λοιπόν του κλίματος ευφορίας που παρατηρείται εσχάτως μεταξύ κάποιων ημετέρων αφελών για αυτή τη λεγόμενη «τάση απομακεδονοποίησης» στο εσωτερικό των Σκοπίων, να πούμε κατ’ αρχάς ότι όλα αυτά βρίσκονται ακόμη σε επίπεδο δηλώσεων και προθέσεων και πάντως δεν φτάνουν καθόλου στην ουσία. Και η ουσία δεν είναι να καταγγέλλεται απλώς από τους νυν κυβερνώντες ο Γκρούεφσκι και οι ακρότητές του, να καυτηριάζεται λεκτικά η διακίνηση αλυτρωτικών χαρτών της «Μεγάλης Μακεδονίας» ή να δρομολογείται η απόσυρση των αγαλμάτων του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου και η μετονομασία του αεροδρομίου από «Μέγας Αλέξανδρος» (σε «Μητέρα Τερέζα» ή «Κίρο Γλιγκόρωφ»). Η ουσία ξεκάθαρα είναι να υπάρξει ρητή άρνηση και αποκήρυξη της ύπαρξης του ψευτομακεδονικού έθνους με όλα τα συμπαρομαρτούντα του («μακεδονική» γλώσσα, ιστορία, εθνική συνείδηση κλπ). Και σε σχέση με αυτά, η σκοπιανή πλευρά παραμένει ασφαλώς ακόμη ανένδοτη (και παρά την προ ημερών τοποθέτηση Κοτζιά ότι πρέπει να μπει στην ατζέντα και το θέμα της «εθνότητας»). Όσο όμως αυτά παραμένουν, κανείς εχέφρων δεν μπορεί να πειστεί ότι όλες οι προαναφερθείσες «υποχωρήσεις» είναι στοιχειωδώς ειλικρινείς κι όχι απλώς τακτικοί ελιγμοί των Σκοπίων με στόχο τον απεγκλωβισμό τους από τη δεινή θέση βιωσιμότητας στην οποία βρίσκονται. Και όσο αυτά παραμένουν, η αλυτρωτική προπαγάνδα θα είναι πάντα δυνητικά ενεργή και οι παρεπόμενοι κίνδυνοι εμφανείς.
Και βέβαια αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι όλη αυτή η επιδεικνύμενη μετριοπάθεια της κυβέρνησης Ζάεφ ανοίγει διάπλατα τον δρόμο (κατά τον νέο κύκλο διαπραγμάτευσης που αρχίζει τον Δεκέμβριο, με διαμεσολαβητή τον γνωστό και μη εξαιρετέο απεσταλμένο του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτζ) για συμβιβασμό στο θέμα του ονόματος. Και όταν μιλάμε για συμβιβασμό, εννοούμε ξεκάθαρα συμφωνία για σύνθετη ονομασία (και ασφαλώς με τη λέξη «Μακεδονία» εμπεριεχόμενη), πράγμα που όντως επίκειται και φυσικά θα είναι απολύτως ολέθριο, αν εμείς οι ίδιοι επίσημα το αποδεχθούμε. Τουλάχιστον η προκλητική αδιαλλαξία του καθεστώτος Γκρούεφσκι (με όλες τις ακραίες γελοιότητες που τη συνόδευαν), όσο κι αν μας εξόργιζε, εν τέλει αποτελούσε μάλλον εχέγγυο για αποτροπή οποιουδήποτε παρόμοιου συμβιβασμού (τον οποίο βασικά η ίδια η τότε σκοπιανή κυβέρνηση δεν επρόκειτο ποτέ να δεχθεί). Τώρα τα πράγματα είναι σαφώς πολύ πιο δυσοίωνα. Και αυτό βεβαίως δεδομένων των εθνομειοδοτικών απόψεων που έχουν επί του θέματος τόσο οι νυν κυβερνώντες μας (εξαιρώ σε κάποιο βαθμό τον ίδιο τον Κοτζιά, αλλά αυτό φυσικά από μόνο του δεν αρκεί), όσο και η νεοταξίτικη και υποταγμένη στα ίδια ξένα αφεντικά (κάποτε δε φερόμενη και ως…πατριωτική) αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και η συντριπτική πλειονότητα και του υπόλοιπου πολιτικού προσωπικού της χώρας. Η στάση όλων στο θέμα της ονομασίας είναι πλέον εδώ και πολύ καιρό καταγεγραμμένη – και είναι μία στάση που δεν προοιωνίζεται τίποτε το καλό για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Ενώ λοιπόν η επί το μετριοπαθέστερον μεταβολή της στάσης των Σκοπίων δεν είναι ασφαλώς από μόνη της αρνητική (ίσα-ίσα), δείχνει να την καθιστά όμως τέτοια η ελληνική (και πάλι) ανεπάρκεια. Κανονικά θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να αποτελεί μία ιστορική ευκαιρία για τη χώρα μας, ώστε να εκμεταλλευτεί τη δεινή θέση του κακόβουλου γειτονικού κρατιδίου και να χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο την υποχωρητική του στάση σε μια σειρά ζητημάτων (που οφείλεται ακριβώς σε αυτή τη δεινή θέση) για να ξεκαθαρίσει οριστικά και σε βάθος το τοπίο όσον αφορά ολόκληρη την ατζέντα (και κυρίως τα μείζονα θέματα, που είναι η «εθνικότητα» και η ονομασία). Αντίθετα, η σταθερά απερίγραπτη ελληνική διπλωματία δείχνει να ετοιμάζεται και πάλι για μία νέα βαριά ήττα, υποχωρώντας αφ’ ενός ουσιαστικά στο θέμα της εθνικότητας (αρκούμενη ίσως σε γενικόλογες και προφανώς ανούσιες λεκτικές καταδίκες του αλυτρωτισμού από την πλευρά των Σκοπιανών) και αποδεχόμενη αφ’ ετέρου σύνθετη ονομασία. Μία εξέλιξη δηλαδή που προφανώς θα υπερβαίνει (αν τελικά συμβεί) τα όρια της εσχάτης προδοσίας (δημιουργώντας τετελεσμένα, για πρώτη φορά δε υπό επίσημη ελληνική αναγνώριση) και θα είναι φυσικά διπλά ασυγχώρητη, γιατί ακριβώς θα έχει συντελεστεί σε μία τόσο ευνοϊκή για μας θεωρητικά περίοδο. Την ώρα δηλαδή που μέχρι και από επίσημα χείλη (όπως του συνεργάτη του Ζάεφ και βασικού στέελέχους του SDSM Μίροσλαβ Γκάρτσεφ) υπάρχουν πρόσφατες δηλώσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν ρητά το δήθεν μακεδονικό έθνος ως «τεχνητό» και ως «εφεύρεση του Τίτο», ποια ελληνική διπλωματική αποστολή θα «τολμήσει» άραγε να πετάξει στα σκουπίδια μια τόσο χρυσή ευκαιρία;
Ευχόμαστε πραγματικά να διαψευστούμε πλήρως, όμως – ως προς το παραπάνω ερώτημα – ειλικρινά τρέμουμε για την απάντηση. Η Παναγιά να βάλει το χέρι της (για μια ακόμη φορά)…