ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – Μικρὰ ψυχολογία

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


Μικρά διηγήματα.

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Παρὰ τὴν ὁδὸν Σ… εἰς τὰς Ἀθήνας, κατὰ τὴν νοτιοδυτικὴν ἐσχατιὰν τῆς πόλεως, συνέβη, μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ν᾽ ἀκούσω ὕβρεις εἰς τὸν δρόμον διὰ τὴν ἑξῆς ἀφορμήν. Μικρὸν παιδίον, τριῶν ἢ τεσσάρων ἐτῶν, εἶχεν ὀλισθήσει καὶ πέσει μὲ τὰ μοῦτρα ἐπὶ τοῦ μαρμαρίνου κατωφλίου, εἰς τὴν ἐξώπορταν μιᾶς οἰκίας. Εἶχε κτυπήσει τὴν μύτην καὶ τὸ μέτωπον, ἐφώναζε καὶ ἔκλαιε, μὴ δυνάμενον νὰ σηκωθῇ. Ἐγὼ τυχὼν ἐκεῖ παροδίτης, ἔκυψα καὶ ἀνεσήκωσα τὸ παιδίον.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν κατέρχεται δρομαία, ἀκούσασα τὰς φωνάς, ἡ ὑπηρέτρια τῆς οἰκίας. Ἅμα μὲ εἶδεν ἐκεῖ, πρώτην φορὰν βλέπουσά με, μ᾽ ἔβαλε μπρός, καὶ μὲ ὠνείδισε μὲ πολλὴν θρασύτητα, νομίσασα ὅτι ἐγὼ εἶχα κάμει κακὸν εἰς τὸ παιδίον, καὶ διὰ τοῦτο ἔκλαιε. Τὸ μικρὸν τοῦτο συμβάν, ἀνάξιον μνείας ἴσως, καίτοι διδακτικὸν ὁπωσοῦν, μοῦ ἐνθύμισεν ἓν ἄλλο, τὸ ὁποῖον μοῦ εἶχε συμβῆ πρὸ χρόνων εἰς τὴν πατρίδα μου.
Κάτω, εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, περὶ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου, τὰ καφενεῖα, τὰ καπηλεῖα καὶ μπακάλικα ἔλαμπον πάμφωτα, καὶ ἡ ἀνθρωπίνη κυψέλη, τοῦ ναυτικοῦ καὶ ἐργατικοῦ κόσμου, τὰ περιεβόμβει μὲ τὴν ἀργολογίαν της. Ἕκαστος ὠψώνιζε διὰ τὸ σπίτι, ἢ ἔπαιρνε «τ᾽ ὀρεκτικόν του» καὶ ἀργοποροῦσε μὲ τοὺς φίλους, οὔτε τοῦ ἔκαμνε καρδιὰ νὰ ξεκολλήσῃ. Πολλοὶ «ἐδευτέρωναν» ἢ καὶ «ἐτρίτωναν» τὸ ἐντόπιον ρακὶ ἢ τὴν μαστίχαν. Ἡ ὥρα ἐκείνη ἦτον ἡ ἀμφιλύκη ἐντὸς τῆς ψυχῆς, ἡ ἀναψυχὴ πρὸ τῆς ρᾳστώνης, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἄστρου τῆς ἑσπέρας πρὸ τῆς ἀστροφεγγιᾶς. Ἦτο Νοέμβριος μήν, νότοι ἔπνεον, ζεστὴ καὶ ὑγρὰ ἅλμη ἰωδίου ἐπεκράτει. Μακρὰ γραμμὴ ἀπὸ μικροκάικα, βρατσέρες καὶ κότερα, ἔδιδον ζωὴν εἰς τὴν προκυμαίαν. Ὀλίγον παραμέσα, πέντε ἢ ἓξ σκοῦνες καὶ δύο ἢ τρία βρίκια ἐστόλιζον τὸν λιμένα. Ἄλλα εἶχον δέσει ἤδη τὰ πρυμνήσια μὲ σκοπὸν νὰ παραχειμάσουν, ἄλλα ἡτοιμάζοντο ἀκόμη διὰ χειμερινὰ ταξίδια.
Ὀλίγα φαναράκια, ὡς λαμπυρίδες, ἔκαιον μετέωρα ἐπάνω τῆς κουβέρτας, καὶ τ᾽ ἄστρα ἀπὸ ψηλὰ ἐπάνω κατωπτρίζοντο φωσφορίζοντα ὀφιοειδῶς εἰς τὰ κύματα. Ποῦ καὶ ποῦ ἠκούετο βραχνὸν τὸ γαύγισμα καραβοσκύλου, ἐρεθιζομένου ἀπὸ πλατάγισμα κωπῶν ἐκ λέμβου παραπλεούσης εἰς τὸ σκότος, καὶ ἡ ἀποθαλασσιά, μὲ ὅλην τὴν γαλήνην, ἐφλοίσβιζε νυσταλέα εἰς τὰς πρύμνας καὶ τὰ πλευρὰ τῶν πλοίων, ἢ ἔπληττε τὰ κράσπεδα τῆς προκυμαίας.
Ἐκεῖ, εἰς τὸ καπηλεῖον τοῦ Χαρκούμπα, συνήντησα τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τὸν παλαιόν μου φίλον Ἰάκωβον Λ… Εἶχα δειπνήσει ἐνωρίς, καὶ εἶτα εὐθὺς ἐξῆλθον. Ἐπεριπάτουν ἀργά, ἔξωθεν τῶν μαγαζειῶν, κ᾽ ἐκοίταζα μέσα.
Μοῦ ἤρεσκε νὰ βλέπω, νὰ περιεργάζωμαι τοὺς διαφόρους ὁμίλους καὶ νὰ μὴ εἰσέρχωμαι, ἂν καὶ ἑπόμενον ἦτο νὰ κατασταλάξω κάπου, διὰ νὰ πίω μικρὸν ποτήριον ξανθοῦ μοσχάτου τοῦ τόπου. Ὁ Ἰάκωβος ἦτο μόνος· πρὸ μικροῦ τὸν εἶχεν ἀφήσει, ὡς φαίνεται, ἡ συντροφιά του, κι αὐτὸς ἀργοποροῦσεν ἀκόμα· δὲν ἀπεφάσιζεν εὔκολα νὰ μαζευθῇ στὸ σπίτι.
Ἐκεῖνος ἐκοίταζε πρὸς τὰ ἔξω, ἐγὼ πρὸς τὰ ἔσω· τὰ βλέμματά μας συνηντήθησαν. Δυσκόλως δύναταί τις ν᾽ ἀποφύγῃ τὴν διασταύρωσιν ταύτην τῶν βλεμμάτων ἢ καὶ ν᾽ ἀποστρέψῃ τὸ βλέμμα, ἴσως διότι τὸ ὄμμα ἔχει μαγνήτην, καθὼς λέγουν. Οὔτε ἠμπορεῖ τις νὰ κάμῃ «τὸν ἀδιάφορον», διότι ὁ φίλος τότε θυμώνει. Ὅθεν, οὕτως ἢ ἄλλως, πιάνεται κανεὶς στὰ βρόχια.
Ὁ Ἰάκωβος μὲ ἔκραξεν, ἐγὼ εἰσῆλθον. Πάραυτα ἐκεῖνος παρήγγειλε νὰ μᾶς φέρουν ποτά, ἐγὼ ἀπεποιήθην, προφασιζόμενος ὅτι ἔπασχον, κι ἔκαμνα δίαιταν. Δὲν τὸ ἔκαμνα διότι ἤμην ὑδροπότης ἀδιάλλακτος· ὡμολόγησα ἀνωτέρω, ὅτι ἦτο πιθανὸν νὰ πίω. Ἐὰν εὑρισκόμην μόνος, ἐν τερπνῇ ἐρημίᾳ καὶ ἀνέσει, ἢ ἂν εὕρισκα τὸν φίλον νηφάλιον, θὰ ἔπινον ἓν ἢ δύο μικρὰ ποτήρια. Ἀλλ᾽ εἶδα, μὲ τὸ πρῶτον βλέμμα, ὅτι ὁ Ἰάκωβος ἦτο πολὺ μεθυσμένος, καὶ δι᾽ αὐτὸ ἠρνήθην νὰ πίω.
Ἤρχισα νὰ νουθετῶ τὸν πτωχὸν Λ… τὰς φορτικὰς ἐκείνας νουθεσίας, ἂν καὶ ἤμην κατὰ τρία ἔτη νεώτερός του. Ἴσως ἡρμήνευον κακῶς τὸν στίχον τοῦ Προφητάνακτος: «Ὑπὲρ πρεσβυτέρους συνῆκα… ὑπὲρ πάντας τοὺς διδάσκοντάς με συνῆκα…» Τὸ ἐμπόρευμα εἶναι τόσον εὐθηνόν, ὥστε καὶ οἱ πλέον φιλάργυροι γέροντες αὐτὸ καὶ μόνον σπαταλῶσι! Ἐγὼ εἶχα προσλάβει εἰς τὴν νεότητά μου ἤδη τὸ γεροντικὸν τοῦτο ἰδίωμα, νὰ συμβουλεύω τοὺς ἄλλους· καὶ συγχρόνως συνήθιζα νὰ μὴ δέχωμαι συμβουλὰς ἀπὸ κανένα. Ἀργότερα ἐνόησα ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ συμβουλεύω κανέν᾽ ἄλλον, εἰμὴ μόνον τὸν ἑαυτόν μου. Ἤξευρα τὰ κατ᾽ αὐτόν. Ἡ σύζυγός του ἦτο ὀγδόου βαθμοῦ συγγενής μου, ἢ τριτεξαδέλφη. Τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἐξ ἔρωτος. Ἦτο ναυτικός, «μερακλής», πολὺ καλοκαμωμένος· εἶχε ὡραῖα μαῦρα μάτια, μελιχρός, ἤτοι ροδοκόκκινος, καὶ ἅμα ὠχρὸς περὶ τὰς παρειὰς καὶ τοὺς κροτάφους. Ἐκείνη ἦτο ὡραία καὶ λεπτοφυὴς νέα. Ἦσαν οἱ δύο ταιριασμένον ἀνδρόγυνον. Αὐτὸς εἶχε πέσει εἰς τὸ ἐλάττωμα τῆς μέθης. Ἦτον αἰσθηματίας, καὶ ἠγάπα τὴν γυναῖκά του μὲ ἀληθῆ ἔρωτα. Ἔπινε πολύ. Ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔκαμνε καλά, ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὸ κόψῃ. Κάθε βράδυ ἐλησμόνει τὰς συμβουλὰς καὶ τὰς καλὰς ἐμπνεύσεις τῆς πρωίας.
Ἐταξίδευε, τὸν περισσότερον καιρόν, μὲ τὰ καράβια. Ἦτον ἐξ οἰκογενείας ἐμποροπλοιάρχων. Πλοίαρχος ἦτον ὁ μακαρίτης πατήρ του, καὶ οἱ τρεῖς πρεσβύτεροι ἀδελφοί του εἶχον ἰδιόκτητα πλοῖα. Αὐτὸς ὅμως ἐπήγαινεν ὡς ἁπλοῦς ναύτης, κατὰ προτίμησιν, μὲ τὰ ξένα. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ «κάμῃ χωριὸ» μὲ τοὺς ἀδελφούς του, ἀκριβῶς διότι κι ἐκεῖνοι οὐδὲν ἄλλο τοῦ ἔδιδον, εἰμὴ συμβουλάς ― ἴσως καὶ διότι ἐκεῖνοι, ὁμομήτριοι μεταξύ των, ἦσαν ἑτεροθαλεῖς πρὸς αὐτόν. Δι᾽ αὐτὸν ἡ ἐπιζῶσα χήρα ἦτον μάννα, δι᾽ ἐκείνους ἦτον μητρυιά. Δι᾽ αὐτὸν μητρυιὰ ἦτον ἡ θάλασσα, δι᾽ ἐκείνους ἐδείκνυε, πρὸς τὸ παρόν, μητρικὴν φιλοστοργίαν. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Ἰακώβου λίαν διαυγής, ἀλλὰ καὶ εὐκόλως θολουμένη, ἐγίνετο τρικυμιώδης, ὅπως ἡ θάλασσα, εἰς τὴν ὁποίαν ἀρμένιζε.
Ὁ ἐπίλογος τῶν νουθεσιῶν μου πρὸς τὸν Ἰάκωβον, ὡς ἔγγιστα, θὰ εἶχεν οὕτω:
― Καὶ τί κάθεσαι τώρα; Δὲν πᾷς στὸ σπίτι; Ἔφαγες; Δὲν ἔφαγες! (ὁ φίλος μου ἔσεισε τὴν κεφαλήν, σχεδὸν ἀνένευσε). Δὲν μαζώνεσαι καὶ σύ, ἐπὶ τέλους;… Ἐκείν᾽ ἡ χριστιανὴ δὲν ἔχει ψυχή, ποὺ σὲ καρτερεῖ τόσες ὧρες στὸ σπίτι;… Τὰ παιδάκια σου ποὺ περιμένουν πότε νὰ φανῇ ὁ πατέρας… ὣς ποὺ νὰ τὰ καταβάλῃ ἡ νύστα, ν᾽ ἀποκοιμηθοῦν.
Μοῦ ἐφάνη πὼς εἶδα δάκρυον νὰ στίλβῃ εἰς τὰ ματόκλαδά του. Ἔξαφνα:
― Πᾶμε, μοῦ εἶπεν.
Ἐσηκώθην νὰ τὸν προπέμψω δι᾽ ὀλίγα βήματα κι ἐξήλθομεν. Εἶδα ὅτι ὁ Ἰάκωβος ἐπαραπατοῦσεν ὀλίγον εἰς τὸν δρόμον. Μ᾽ ἔπιασε, μοῦ ἔσφιγξε τὸν βραχίονα καὶ μοῦ ἐσφύριξε:
― Πᾶμε ὣς τὸ σπίτι!
Ὀλίγα βήματα παραπάνω, ἄρχιζεν ἕνα «καλδερίμι» παλαιόν, λιθόστρωτον πέρα πέρα, ὀλισθηρὸν καὶ ἀνωφερές. Τοῦτο ἔφερε πρὸς ἕνα στενόν, δεξιά, καὶ δεκάδας τινὰς βημάτων πέραν τοῦ στενοῦ ἦτον ἡ οἰκία τοῦ Ἰακώβου Λ…
Ὁ φίλος, μὲ ὅλην τὴν μέθην του, εἶχεν ὑστεροβουλίαν τινά, ἀπαιτῶν νὰ τὸν συνοδεύσω μέχρι τῆς οἰκίας. Ἐγώ, βλέπων ὅτι παρέπεφτε, δυσπίστως ἔχων πρὸς τὸ λιθόστρωτον, τὸ ἀνωφερές, εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ὁποίου κρημνὸς ἠνοίγετο πρὸς τὸν αἰγιαλόν, ἐθεώρησα χρέος μου νὰ τὸν προπέμψω ἕως τὴν σκάλαν τῆς οἰκίας, σκάλαν λιθίνην, ἐξωτερικήν, κ᾽ ἐκεῖ νὰ τὸν ἀποχαιρετήσω καὶ νὰ φύγω. Ἀλλ᾽ ὅταν ἐφθάσαμεν ἔμπροσθεν τῆς σκάλας, ἐκεῖνος ἀπῄτησε νὰ συνανέλθω μετ᾽ αὐτοῦ εἰς τὴν οἰκίαν.
Ἐγὼ εἶπα «καληνύχτα», ἐδοκίμασα ν᾽ ἀποσπασθῶ, νὰ ξεκολλήσω ἀπὸ τὴν περίπτυξιν τοῦ βραχίονος καὶ νὰ τραπῶ εἰς φυγήν. Ἐκεῖνος ἐπέμενεν. Ἔκαμε δὲ ἀρκετὸν θόρυβον, ὥστε τὸ ἄγρυπνον οὖς τῆς Σινιορίτσας, τῆς γυναικός του, ἥτις, παραμονεύουσα τὸν σύζυγον πότε νὰ φανῇ ὡς ἄστρον τῆς νυκτός, ὡς ἕσπερος ἢ ὡς ἑωσφόρος, ἔτεινε τὰς ἀκοὰς πρὸς πάντα θόρυβον τῆς ὁδοῦ, μᾶς ἤκουσε, καὶ ἡ νεαρὰ γυνὴ ἐξῆλθεν εἰς τὸ κεφαλόσκαλον, εἰς τὸ «χαγιάτι».
Καθὼς ἐνόησα ὕστερον, ὁ Ἰάκωβος ἐπέμενε ν᾽ ἀνέλθω μαζί του, διότι, μὲ ὅλην τὴν μέθην του, ἤξευρεν ὁποία σκηνὴ τὸν ἐπερίμενε κατ᾽ οἶκον, ἂν ἐπήγαινε μοναχός του καὶ ἤλπιζε ν᾽ ἀποφύγῃ τὴν «μπόρα», ἂν ἤμουν κι ἐγὼ μαζί. Δὲν τὴν ἀπέφυγε, ἀλλὰ τὴν συνεμερίσθη μετ᾽ ἐμοῦ.
Ἀνέβην μαζί του, ἑλκόμενος ὑπ᾽ αὐτοῦ, ἑκὼν ἢ ἄκων. Ἄλλως ἡ Σινιορίτσα εἶχεν ἐξέλθει κρατοῦσα μικρὸν λύχνον. Ἦτο ὡραία εἰς τὸ σκιόφως, μὲ ὅλον τὸ κατηφὲς καὶ συννεφιασμένον μοῦτρό της, λευκοφορεμένη καὶ θέλγουσα. Ὅπως εἰς τὰς μικρὰς τεχνητὰς λίμνας, τὰς στέρνας καὶ λάκκους τῶν ὑδάτων, τὰς ἐντὸς κήπων καὶ ἀλσῶν, παρουσιάζει μικροσκοπικὴν τρικυμίαν ὁ σφοδρὸς ἄνεμος, ζαρώνων τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ νεροῦ, τοιαύτην χαρίεσσαν τρικυμίαν ἐπαρουσίαζε τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ ὡραῖον λεπτοφυὲς πρόσωπον τῆς Σινιορίτσας.
Ἐγὼ ἐνόμισα, ἀφοῦ ἅπαξ μὲ εἶδεν, ὅτι ὤφειλον νὰ τῆς εἴπω ἁπλῶς μίαν «καλησπέραν», νὰ δικαιολογήσω τὴν παρουσίαν μου, καὶ πάραυτα νὰ φύγω.
―Ἄργησε λιγάκι ὁ Γιάκωβος, ἐψέλλισα ἐν ἀμηχανίᾳ. Τώρα τὸν ηὗρα μοναχὸν στοῦ Χαρκούμπα, καὶ τοῦ λέγω: Γιατί ἀργεῖς νὰ πᾷς στὸ σπίτι;…
Ἐκείνη εὐθὺς μὲ διέκοψε, χωρὶς νὰ δείξῃ, ὅτι δίδει προσοχὴν εἰς τὴν ἀπολογίαν μου, καὶ ἀπευθυνομένη ἐν ὀργῇ πρὸς τὸν σύζυγόν της:
―Ὣς πότε θὰ φέρνεσ᾽ ἔτσι, σκυλὶ μαῦρο;… Δὲν ἔχεις νοῦ στὸ κεφάλι σου, δὲν ἔχεις ἔννοια στὸ μυαλό σου, δὲν ἔχεις αἴστημα στὰ στήθια σου;… Δὲν συλλογιέσαι ποὺ ἔχεις παιδιά… κοιμῶνται νηστικὰ νὰ σὲ περιμένουν, πότε νὰ ἔλθῃς… Δὲν τὸ χόρτασες πλιό, τὸ ἔρμο;… Ὅλο νὰ μπεκροπίνῃς μὲ τοὺς φίλους σου… ποὺ σοῦ θέλουν πολὺ τὸ καλό σου. «Ἐκολλήθη ἡ ψυχή σου πίσω τους», καὶ δὲν μπορεῖς νὰ κάμῃς μιὰν ὥραν χωρὶς αὐτούς…
Αὐτὸ ἦτο μόνον τὸ προοίμιον· ἐφαίνετο ὅτι εἶχε νὰ πῇ καὶ ἄλλα. Μὲ ἀγριοκοίταξεν ἐμένα μιά, ὅταν εἶπε γιὰ τοὺς φίλους τοῦ συζύγου της, ποὺ «ἐκολλήθη ἡ ψυχή του πίσω τους».
Ἐγὼ ἔδραξα τὴν στιγμήν, ὁποὺ ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν ἀναπνοήν της, διὰ νὰ εἴπω δύο λέξεις, καὶ πάραυτα νὰ γίνω ἄφαντος, τὸ ταχύτερον.
― Μά, ἂν ἐννοῇς κι ἐμένα, κυρά μου… Καληνύχτα σας!
Μόλις εἶχα ἀρχίσει, καὶ εὐθὺς μετεμελήθην, διότι ἐδοκίμασα νὰ εἴπω κάτι τι· ὅθεν ἐπέφερα ἀποτόμως «Καληνύχτα σας», κι ἐπειδὴ ὁ Ἰάκωβος, ἄναυδος καθὼς ἦτο, μοῦ εἶχεν ἀφήσει ἐλεύθερον τὸν βραχίονα, ἐστράφην, καὶ κατέβην πηδῶν ἀνὰ τρία τὰ λευκὰ ἀσβεστωμένα σκαλοπάτια.
Ἀπεμακρύνθην ἀναλογιζόμενος ἕνα σωρὸν πράγματα, τὰ ὁποῖα ἐφούσκωναν μέσα μου ὡς κῦμα. ᾬκτειρα τὸν Ἰάκωβον, ὅσον καὶ τὴν νεαρὰν σύζυγόν του. Ἔλεγα: Πῶς εἷς νέος ἀγαθός, εὐθὺς τὴν ψυχήν, δύναται νὰ κυριευθῇ ἀπὸ ὀλέθριον ἐλάττωμα· ἀγαπῶν θερμῶς, καὶ ὅμως ἀνίκανος νὰ γίνεται χρήσιμος εἰς τοὺς ἀγαπωμένους· ἄξιος αὐτὸς ἀγάπης, καὶ ὅμως νὰ γίνεται ἀντιπαθητικὸς ὡς ἐκ τοῦ ἐλαττώματός του!… Πῶς δύναται τόσον καλὸς ν᾽ ἀδικῇ τὸν ἑαυτόν του, ἀδικῶν τοὺς οἰκείους του, καὶ νὰ χάσῃ τὸ πᾶν, χανόμενος αὐτός!
Ἔπειτα πάλιν, ἄφηνα τὸν Ἰάκωβον, κι ἐπέστρεφα εἰς τὰ κατ᾽ ἐμέ. Βέβαια, ἡ τριτεξαδέλφη μου εἶχεν ἄδικον νὰ μὲ συμπεριλάβῃ εἰς τὸν ἀφορισμόν, τὸν κατὰ τῶν «φίλων» τοῦ συζύγου της. Καὶ ὅμως δυνατὸν νὰ εἶχε καὶ δίκαιον! Αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν εἶχα πίει μαζί του· ἄλλοτε ὅμως ἴσως τὸ εἶχα κάμει, ἂν καὶ οὐδέποτε ὑπῆρξα διδάσκαλος τοῦ ἐλαττώματος πρὸς αὐτόν, μᾶλλον ἴσως ἐκεῖνος πρὸς ἐμέ…
Ἀφ᾽ ἑτέρου, ὅπως καὶ διὰ τὴν μικρὰν περίπτωσιν τοῦ παιδίου, τοῦ πεσόντος ἐπίστομα ἐπὶ τοῦ μαρμαρίνου οὐδοῦ, δὲν ἔπρεπε νὰ συναγάγῃ τις ἀπαισιοδόξως τὸ συμπέρασμα, ὅτι δὲν πρέπει νὰ βοηθῇ τις τὸν πλησίον, διότι ἀδίκως ὑβρίσθη τις ὑπὸ ἀμαθοῦς ἢ ἐπιπολαίου ἢ φθονεροῦ· ἀλλ᾽ ὀφείλει τις νὰ κύπτῃ, ν᾽ ἀνεγείρῃ τὰ πεσμένα παιδία, καὶ ἂν ἀναξίως μέλλῃ νὰ ὑβρισθῇ, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἤγειρε τὸν πεσόντα, «τῷ βόθρῳ ἐπικλιθεὶς ἀπτώτως».
Τέλος, τὸ γενικὸν συμπέρασμα μοῦ ἐφαίνετο νὰ εἶναι τὸ θεόπνευστον ἐκεῖνο ρῆμα, ὅτι «ἐν ἄλλοις πταίομεν, ἐν ἄλλοις παιδευόμεθα».
(1903)
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/343-03-52-mikra-psyxoloxia-1903

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ