Η φαντασιακή κοινωνία του κυπριωτισμού

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Χρήστος Ιακώβου

Κάθε ανθρώπινη κοινότητα στο διάβα του χρόνου, είτε τα μέλη της συνδέονταν με δεσμούς εθνικούς, φυλετικούς, γλωσσικούς, θρησκευτικούς είτε απλώς τοπικούς, θεωρούσαν την πατρίδα ως μία υπεριστορική έννοια που μεταφέρει μέχρι τις μέρες μας τον ιστορικό ή ακόμη και τον προϊστορικό απόηχο της στενής και αδιάλειπτης σύνδεσης του ανθρώπου με την γη. Συνεπώς η πατρίδα για να νοηθεί χρειάζεται την ιστορική εμπειρία και το χώρο. Ενίοτε όμως η ταύτιση ή διεκδίκηση της γης νομιμοποιείτο είτε με μύθους είτε με στρεβλώσεις που προέρχονταν από πολιτικές ή ιδεολογικές σκοπιμότητες.


Στην Κύπρο, ήδη από τα χρόνια της βρετανικής κατοχής ανιχνεύονται οι πρώτες προσπάθειες από το αποικιακό καθεστώς να υποβάλει εντέχνως την κυπριακή εθνική συνείδηση, και κατ’ επέκταση το ιδεολόγημα του κυπριώτικου εθνικισμού, ως ιδεολογικό αντίβαρο προς το ενωτικό κίνημα. Η κύρια προσπάθεια των Βρετανών ήταν να διασυνδέσουν, μέσω μίας νέας ερμηνείας, την ιστορία με το χώρο.

Οι Βρετανοί εφηύραν τον ιδεολογικό ρόλο της αρχαιολογίας και τους τρόπους με τους οποίους τόσο οι πραγματικές όσο και οι εικονικές ανακαλύψεις αλληλοενισχύοντο και αλληλοτροφοδοτούντο, κατά τον ίδιο τρόπο που οι συμβολικές και οι κυριολεκτικές ερμηνείες στήριζαν το έργο της συγκρότησης κυπριακού έθνους. Για τους Βρετανούς ο κυπριωτισμός θα μπορούσε στην ουσία να συλληφθεί και να επιτευχθεί εν πρώτοις στην ερμηνεία της ιστορίας και της αρχαιολογίας και ακολούθως στην πολιτική ως πρακτική αποτροπής της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.


Η προσπάθεια της βρετανικής αποικιοκρατίας άφησε τους σπόρους της. Παρά το ότι σε επίπεδο διανόησης ο κυπριώτικος εθνικισμός ήταν 

και παραμένει ένα περιθωριακό κίνημα εντούτοις σήμερα βρίσκει καταφύγιο και έκφραση στους πολιτικούς χώρους της δεξιάς και της αριστεράς.


Στην περίπτωση της κοσμοπολιτικής – νεοφιλελεύθερης Δεξιάς ο κυπριωτισμός, αν και αρχικώς ανιχνεύεται στην προσπάθεια της βρετανικής αποικιοκρατίας να δημιουργήσει μία μεταπρατική τάξη με κυπριώτικους προσανατολισμούς, σήμερα γίνεται πιο αντιληπτός μέσα από την μετάβαση του νεωτερικού πολιτισμού από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό. Στο επίκεντρο της Δεξιάς εντοπίζεται βεβαίως η κρίση της νεωτερικής εξατομίκευσης, η αποσάρθρωση του μοντέρνου ατόμου και η ανάπτυξη του ανθρωπολογικού μηδενισμού. Η χαρακτηριστική στην εποχή του μοντερνισμού «απομυθοποίηση» των συλλογικών ταυτοτήτων και ο χαρακτηρισμός – στιγματισμός τους ως «ξεπερασμένες» και ως «νοητικά προϊόντα» επεκτείνεται σήμερα και σε μηδενισμό της ίδιας της ατομικής ταυτότητας, συνεπώς όσο κι αν βρήκε ο κυπριωτισμός κάποια νοηματοδότηση στην κοσμοπολίτικη Δεξιά, η ταύτισή του με τον ανθρωπολογικό μηδενισμό τον οδηγεί σε αδιέξοδο.


Αν όμως η Δεξιά θεωρεί ως περιέχουσα ολότητα σήμερα το άτομο, η Αριστερά από την συγκρότησή της στα χρόνια της αποικιοκρατίας θεωρούσε ως περιέχουσα ολότητα την αεθνική κοινωνία του μέλλοντος αιώνος. Γι’ αυτό η Αριστερά είχε πρόβλημα συνεπούς και σταθερής θέσης το κυπριακό ζήτημα στα χρόνια της Αγγλοκρατίας, αρχικώς υπέρ της αυτοκυβέρνησης (ένωση ακόμη και με την Τουρκία αν αυτό σήμαινε Βαλκανική Σοβιετική Ένωση), αργότερα υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα (κομμουνιστική Ελλάδα) και τανάπαλιν.  Έτσι στην προσπάθειά της να αντιταχθεί αρχικώς προς το ενωτικό κίνημα, το οποίο θεωρούσε έκφραση του καπιταλισμού (sic) στην Κύπρο, ασπάστηκε τον βρετανικής έμπνευσης υποβολιμαίο κυπριώτικο εθνικισμό. Με άλλα λόγια εν ονόματι μίας αντί-εθνικιστικής πολιτικής ασπάστηκε ένα εθνικιστικό ιδεολόγημα. Τα πράγματα έγιναν πιο ξεκάθαρα για την Αριστερά, μετά το 1974, όταν θεώρησε ότι η ιστορία την είχε δικαιώσει και ότι ήταν η κατάλληλη ιστορική ευκαιρία να προωθήσει ένα διζωνικό κράτος στη βάση μίας νέας εθνικής ταυτότητας, όσο και αν επισήμως δεν το ομομολογεί. Για την αριστερά ο κυπριωτισμός είναι σχήμα απλό και βολικό γιατί της επιτρέπει να αναζητήσει και να βρει συμμάχους ανάμεσα σε κυπριωτιστές της τουρκικής κοινότητας προκειμένου να λύσει το πρόβλημα της πολιτικής ηγεμονίας μετά τη λύση.


Ένα σοβαρό και ευκόλως κατανοητό πρόβλημα που έχει σήμερα η Αριστερά στην Κύπρο είναι ότι είναι αναγκασμένη  να υπάρχει σε ένα κράτος, το οποίο είναι προϊόν του αγώνα της ΕΟΚΑ, το οποίο έχει σύνταγμα που προσδιορίζει την πληθυσμιακή του οντότητα ως ελληνική, το οποίο ο εθνικός του ύμνος έχει το στίχο «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά» κά. 


Παρά το ότι αμφότερες, Δεξιά και Αριστερά, αναπτύσσουν την πολιτική έκφραση του κυπριωτισμού ως προέκταση της ανεξαρτησιακής ιδεολογίας όταν θα πρέπει να εξηγήσουν την ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1960, ανατρέπουν το θεσμικό υπόβαθρο του ιδεολογήματός τους όταν θα πρέπει να προβάλουν την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου κρατικού μορφώματος, ήτοι του διζωνικού κράτους. Έτσι ο κυπριωτισμός γίνεται εκ των πραγμάτων η ιδεολογική έκφραση της διζωνικής λύσης.  


Η πιο εμφανής αντίφαση στην αντίληψη του κυπριώτικου εθνικισμού είναι ευθύς εξαρχής ότι το έθνος εκλαμβάνεται ως μία κατά κύριο λόγο πολιτιστική κατασκευή, αλλά συχνά προσδιορίζεται και από φυλετική άποψη (βλ. θεωρία περί των ετεοκυπρίων). Με άλλα λόγια ο κυπριωτισμός εκφράζεται πότε ως επιλογή και πότε ως αναπόφευκτο. Στο τέλος βεβαίως γνωρίζουμε ότι είναι προσπάθεια εθνογένεσης, ως προσαρμογή στις πολιτικές σκοπιμότητες του παρόντος.


Στην ουσία όμως η προοπτική του κυπριωτισμού για εθνική ενότητα μέσα από μία πολιτική λύση του Κυπριακού στη βάση της διζωνικότητας υπονομεύεται από ένα χαρτογραφικό άγχος σχετικά με την πιθανότητα του αντιθέτου μέσα από τις δύο ζώνες: της διάσπασης και της σύγκρουσης. Ως εκ τούτου είναι αναγκαία η διαρκής επίθεση και η προσπάθεια απαξίωσης  του ελληνοκεντρισμού, γιατί μια τέτοια στάση εξυπηρετεί τόσο την ψυχολογική ανάγκη ύπαρξης του αλλά και της πολιτικής νομιμοποίησης της επιδιωκόμενης λύσης του κυπριακού.


Το αληθινό ζητούμενο του κυπριωτισμού είναι η μετάβαση σ’ ένα άλλο πολιτισμό. Η εξεύρεση ενός μετανεωτερικού πολιτισμού προϋποθέτει μία αντίστοιχη μεταφυσική επανάσταση στα μυαλά των ανθρώπων ικανή να στοιχειώσει μία ελληνική ιστορία χιλιάδων ετών. Η διανόηση του κυπριωτισμού στέκει βεβαίως αμήχανη εδώ, μπρος στην πίστη ότι το παλιό, δηλαδή το ελληνικό, ξόφλησε μετά το 1974, αλλά το καινούριο, δηλαδή το κυπριώτικο δεν φαίνεται ακόμη, γιατί κριτήριο του κυπριωτισμού δεν είναι η ιστορική αλήθεια αλλά πολιτικοί καιροσκοπικοί υπολογισμοί του συρμού. Συνεπώς όσο άρτιο και αν παρουσιάζεται το ιδεολόγημα του κυπριωτισμού δεν παύει να είναι ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα που συντηρεί σήμερα η εθνικιστική φαντασία των κυπριωτιστών, οι οποίοι πιστεύουν ότι μπορεί να λειτουργήσει μία δίκαιη και βιώσιμη λύση στο κυπριακό στην ιδεολογική βάση μίας νέας εθνικής ταυτότητας και μίας ασπόνδυλης κοινωνίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ