Έξω από τον τόπο και το χρόνο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Του Δημήτρη Α. Δημητριάδης

 

Τι απομένει σ’ έναν νέο αν του αφαιρέσεις τη δυνατότητα να αμφισβητεί, να οραματίζεται ένα καλύτερο αύριο και να μάχεται γι’ αυτό; Πώς ναεπιπλεύσει μέσα στην προβληματική και παρακμασμένη κοινωνία μας; Πώς να εκφράσει την αβάσταχτη μοναξιά και απελπισία του;

Στριμωγμένα, σήμερα, τα παιδιά μας σε διαμερίσματα – κουτιά, σε μια γκρίζα και έρημη πόλη όπου ο δημόσιος χώρος (αλλά και κάθε τι δημόσιο) είναι εχθρικός, προσπαθούν να αναπνεύσουν ελεύθερα, αλλά πνίγονται μέσα στην ασφυκτική και τυραννική καθημερινότητα. Πασχίζουν να ανακαλύψουν το οικείο και αντ’ αυτού βυθίζονται ακόμα πιο βαθιά. Η πόλη έπαψε προ πολλού να είναι φιλική. Αποξενώνει και δε συνδέει. Χωρίζει σε μικρές επικράτειες, ορθώνοντας τείχη που τεμαχίζουν, απομονώνουν και κονιορτοποιούν τον κοινωνικό ιστό. Ο χώρος της πόλης δεν ευνοεί τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη. Αυτή την πόλη δεν τη θεωρούν δική τους και  γι’ αυτό, τελικά, τη μισούν.

Τους παρουσιάζουμε έναν κόσμο στατικό, δεδομένο, προφανή, κατάφορτο από πλασματικά είδωλα. Πώς να πορευτούν στο αύριο, αν αυτό που κυριαρχεί και ηγεμονεύει στις μέρες μας είναι ότι δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος; Ότι ο δρόμος είναι μόνο ένας, δίχως μάλιστα δυνατότητα επιστροφής; Λείπει ο μύθος, η φαντασία, η ουτοπία για να γκρεμίσει τα ψεύτικα σκηνικά του παρόντος που έχουμε στήσει απειλητικά μπροστά τους. Κάθε στιγμή καραδοκεί ο εφιάλτης του σκοτεινού μέλλοντος να τινάξει στον αέρα όνειρα, ελπίδες, προσδοκίες.

Κοιτάξτε μας. Δεν ανταμώνουμε πλέον, δε βρισκόμαστε μεταξύ μας. Τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης εκμηδένισαν το χρόνο και το χώρο, αλλά τελικά μας εξακόντισαν μακριά, ως φυσική παρουσία, τον έναν από τον άλλο. Κοιτάμε εκστατικοί κι αποσβολωμένοι την τηλεόραση και την ίδια στιγμή η ζωή μας τείνει να μεταλλαχτεί σ’ ένα επικίνδυνο reality show. Αντικρίζουμε τον άλλο μόνο μέσα από την οθόνη του κινητού τηλεφώνου, ενώ τα SMS έχουν αντικαταστήσει τη συνομιλία.Παρατηρείς τους ανθρώπους στις καφετέριες. Κάθονται γύρω από ένα τραπέζι, αλλά δεν ανταλλάσουν κουβέντα καθώς είναι βαθιά προσηλωμένοι στο κινητό τους. Σαν να βαριούνται αφόρητα την παρουσία του άλλου. Σαν το κέντρο του ενδιαφέροντος να μη βρίσκεται εκεί όπου ζουν εκείνη τη στιγμή, αλλά κάπου αλλού. Έξω από τον τόπο και το χρόνο.

Περπατάς στους δρόμους της πόλης και βλέπεις τις γυαλιστερές βιτρίνες όπου εκτίθενται όλα τα τελευταία ηλεκτρονικά είδη: computers, smartphones, tablets Η τεχνολογική εποχή μας σε όλο της το μεγαλείο. Συχνά αντικρίζεις στα πεζοδρόμια αραδιασμένα εκατοντάδες παλιά βιβλία που περιμένουν κάποιον περαστικό να τα ξεφυλλίσει κι ίσως ν’ αγοράσει ένα από αυτά. Σαν κατά κάποιο τρόπο παρελθόν και μέλλον να στέκονται αντικριστά, αντιμέτωπα. Λίγο πιο κάτω οι γνωστοί κάδοι σκουπιδιών με τις στοίβες από χαρτοκιβώτια, είδη συσκευασίας, άδεια κουτιά, σαν τις άδειες ελπίδες εκείνου του νέου που πριν λίγο πέρασε δίπλα σου. Το «βαριέμαι» του είναι η πλήρης αποτυχία μιας προβληματικής και παρακμασμένης κοινωνίας. Εκφράζει με τραγικό τρόπο την αβάσταχτη μοναξιά και την απελπισία των νέων μέσα σ’ ένα αποτυχημένο και αυτοκαταστροφικό σύστημα.

Τι μπορείς να πεις και τι να κάνεις μέσα σ’ αυτό το δυσοίωνο περιβάλλον; Τι δεν κάναμε καλά, συλλογιέσαι και φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο; Να πλήττουν οι νέοι απέναντι σ’ ένα αύριο που μοιάζει προδιαγεγραμμένο, στεγνό, ακούσιο κι αδιάφορο. Από τους νέους ανθρώπους, όμως, δεν ξεπηδάει πάντοτε η ελπίδα; Από τους νέους – κάθε ηλικίας – που δεν τα βάζουν κάτω και συνεχίζουν να παλεύουν ενάντια σε όλα αυτά που μας στοιχειώνουν. Από τους νέους, που εξακολουθούν να δουλεύουν με άσβηστο πάθος και ν’ ανοίγουν καινούριους δρόμους.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ