«Ξενοφοβία» – ανάμεσα στη Σκύλλα της Νεοφιλελεύθερης Προπαγάνδας και της Χάρυβδη της Ανοησίας (Μια προσπάθεια αδρής περιγραφής της εργαλειοποίησης του «ξένου» και της σχέσης του «ξενοφοβικού» φαινομένου με τη παράνομη μετανάστευση)

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

image001 2Βασίλης Δημ. Χασιώτης

«…Στην Ελβετία, στις εισόδους των πάρκων υπήρχαν σήματα που έλεγαν «Απαγορεύεται η είσοδος στα σκυλιά και στους Ιταλούς». Στα ενοικιαζόμενα σπίτια της Αγγλίας οι πινακίδες έλεγαν : «Όχι Μαύροι, Ιρλανδοί ή σκύλοι». Οι Έλληνες «φιλοξενούμενοι εργάτες» της Γερμανίας ακολουθούσαν τα βήματα των επιστρατευμένων για καταναγκαστική εργασία που είχαν μεταφερθεί στο Ράιχ τον καιρό του πολέμου, μόλις μια δεκαετία νωρίτερα : οι συνθήκες ζωής μερικές φορές ήταν ελάχιστα καλύτερες…» (Mark Mazower : Σκοτεινή Ήπειρος, Ο Ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001, σελ. 309-310)

Ι

Όλες οι ιδεολογίες, στοχεύουν στην παγκόσμια επικράτησή τους. Καμία όμως από τις γνωστές ιδεολογίες, και πάντως εκείνες που εφαρμόστηκαν σε μεγάλη κλίμακα διεθνώς, δεν μπόρεσε να πετύχει την οικουμενική της επικράτηση. Η μόνη διαχρονικά αμετακίνητη στο διεθνές στερέωμα Τάξη Πραγμάτων, είναι η αιώνια Τάξη Πραγμάτων της Αθλιότητας και της Βαρβαρότητας, η οποία άλλοτε μεν υπάρχει αυτοτελώς, άλλοτε δε ενυπάρχει σε Τάξεις Πραγμάτων – Ξενιστές, ακόμα και αν ο στόχος τους είναι ακριβώς η καταπολέμηση της Αθλιότητας και Βαρβαρότητας.
Δεν γνωρίζω αν ποτέ, κι αν ναι πότε, η Ανθρωπότητα θα μπορέσει να γιορτάσει επί τέλους την ήττα, τον ακρωτηριασμό της Αθλιότητας και της Βαρβαρότητας.
Δεν γνωρίζω αν ποτέ, κι αν ναι πότε, ο Άνθρωπος θα θάψει τον πιο ανάλγητο πατριό που γνώρισε ποτέ, την Ανάγκη εκείνη που από την Αυγή της εμφάνισής του στον πλανήτη, τον είχε αλυσοδεμένο στο ζωνάρι του και βουτηγμένο στην Ανέχεια.
Δεν γνωρίζω αν ποτέ, κι αν ναι πότε, ο Άνθρωπος θα μπορέσει να βιώσει τη Ζωή του ως Άνθρωπος.
Δεν γνωρίζω αν ποτέ, κι αν ναι πότε, η Ανθρωπότητα πράγματι θα υπερβεί τα σύνορα που την χωρίζουν, τις ιδέες που τη δηλητηριάζουν.
Δεν γνωρίζω αν ποτέ, κι αν ναι πότε, η Ανθρωπότητα θα διακατέχεται από μια και μόνη αγωνία : Πώς θα μοιράσει ακόμα πιο δίκαια την Κοινή Παγκόσμια Ευημερία, προϊόν της Κοινής Προσπάθειας και των Κοινών Πλουτοπαραγωγικών Πηγών του πλανήτη.
Ίσαμε όμως να έρθει εκείνη η ευλογημένη ώρα, Ώρα του Ανθρώπου, θα είμαστε υποχρεωμένοι να συνεχίζουμε τον Αγώνα εναντίον της Ανάγκης, της Αθλιότητας και της Βαρβαρότητας.
Απέχουμε πολύ από την Ώρα του Ανθρώπου.
Τούτος ο πρόλογος είναι αναγκαίος, προκειμένου να ξεκαθαρίσουμε πως ό,τι θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, πολύ απέχει από το να καταγγελθεί ή εξυμνηθεί, κατά περίπτωση, ως το «Καλό» ή το «Κακό» στην απόλυτή του έννοια. Το Γίγνεσθαι της Ανθρωπότητας, κινείται σε ράγες με ταχύτητες άγνωστες, με διεύθυνση άγνωστη, με φορά άγνωστη, έτσι ώστε ο Προσανατολισμός της να μην θεωρείται καθόλου δεδομένος.
Ζούμε αναπόφευκτα, σε μια εποχή φοβερών συγχύσεων, ασφαλώς όχι τυχαίων. Όλα τα είδη και μέσα κατίσχυσης της σύγχυσης εφαρμόζονται στο μέτρο που είναι προσιτά από το κάθε ιδεολογικο-πολιτικό σύστημα και τη κάθε πολιτική δύναμη, και πολύ περισσότερα εκείνα τα μέσα που βρίσκονται στα χέρια των δυνάμεων που κατέχουν περισσότερο μερίδιο της εξουσίας, με τη πολιτική εξουσία να αποτελεί μονάχα μέρος, μια συνισταμένη ανάμεσα σε άλλες συνιστώσες που τη συγκροτούν, θεσμικά και μη θεσμικά, και που στη καθομιλούμενη αποκαλείται «διαπλοκή».
Η σύγχυση ως προϊόν προπαγάνδας αναφορικά τόσο με το ξενοφοβικό φαινόμενο και τη παράνομη μετανάστευση per se αλλά και τη μεταξύ τους σχέση, τόσο γενικότερα μα και σε ό,τι αφορά το ζήτημα ειδικότερα στην Ελλάδα, είναι, σύμφωνα με τη δική μου τουλάχιστον αντίληψη των πραγμάτων, κάτι παρά πάνω από εμφανής. Το αίτια αποσιωπούνται όταν δεν διαστρεβλώνονται, οι συνέπειες επισημαίνονται ως φαινόμενα αυτοφυή, ως να προέκυψαν χωρίς καμιά άλλη σοβαρή αιτία πέραν της ίδιας της πραγματικότητας ότι υφίστανται αξιωματικά και αυτό αρκεί για να θεμελιωθεί επ’ αυτής της «πραγματικότητας» όλη η προπαγανδιστική επιχειρηματολογία.
Τούτη τη σύγχυση θα προσπαθήσουμε όσο το μπορούμε να την αποφύγουμε στο παρόν άρθρο και να προσεγγιστεί ένα σοβαρό ζήτημα όσο πιο αντικειμενικά γίνεται. Τα όποια επιχειρήματα, θα έχουν τόσο μεγαλύτερη επαφή με τη πραγματικότητα, όσο περισσότερο θα αποτελούν κανάλια ανταλλαγής βιωμένων και βιούμενων εμπειριών παρά επιθυμητών ιδεατών καταστάσεων, που κι αυτές βεβαίως δεν στερούνται χρησιμότητας, όμως, στα πλαίσια άλλων προσεγγίσεων επί άλλων ζητημάτων : για το πώς δηλαδή η Αθλιότητα θα μπορούσε να μην υπάρχει. Μια πολύ ενδιαφέρουσα όντως συζήτηση, που διαρκεί αιώνες, και που, δεν θα πρέπει παρά ταύτα, να πάψει να διεξάγεται.
Εκ προοιμίου, ας διευκρινίσω πως δεν ζητώ καθολικές (ούτε καν ευρείες) συναινέσεις και συμφωνίες για την έννοια των λέξεων που εδώ χρησιμοποιούνται και ασφαλώς για τον «ορθολογισμό» των επιχειρημάτων μας. Αυτό που κυρίως στοχεύω, είναι να μεταφέρω όσο αυτό μου είναι μπορετό, το πώς οι έννοιες αυτές και πώς ο «ορθολογισμός» αυτός εκλαμβάνονται από τον «μέσο» νου, τον οποίο εδώ προσπαθώ να προσεγγίσω, αυτόν τον «μέσο νου», που διαμορφώνει την άποψή του με βάση τις παραστάσεις που εισπράττει, όσες και όπως εισπράττει καθημερινά. Παρόλα αυτά, τουλάχιστον εντός της ΕΕ, την οποία προβάλλω συχνά ως σημείο αναφοράς, όχι για άλλο λόγο, παρά μονάχα διότι ανήκουμε σ’ αυτή, δεν θάπρεπε άραγε να υπάρχει μια σχετική προσέγγιση στο ζήτημα αυτό; Όχι ασφαλώς στο επίπεδο των λογιωτάτων μα στο επίπεδο της γλώσσας των ευρωπαϊκών λαών. Πόσο πολύ η ξενοφοβία εννοιολογείται το ίδιο και κυρίως φορτίζεται θετικά, αρνητικά, η σε οποιαδήποτε ενδιάμεση κλίμακα περίπου στον ίδιο βαθμό ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς; Μα, η Βρετανία, ένας εκ των βασικών λόγων που οδήγησε ένα λαό και ένα κράτος να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν και το μεταναστευτικό πρόβλημα. Ή, τι να πούμε για την -εκτός ΕΕ- Ελβετία όπου κι εκεί επί του ζητήματος αυτού αναφύονται πλειοψηφικές στάσεις που ανέτως θα μπορούσανε τον ελβετικό λαό να τον κατατάξουν στη χορεία των ξενοφοβικών, σύμφωνα με τον χυλώδη και ιδεοληπτικό τρόπο προσέγγισης και ερμηνείας του φαινομένου από την Ιδεολογία της Αθλιότητας, αυτή δηλαδή της Παγκοσμιοποίησης (και του ασυνάρτητου όσο και κενού περιεχομένου πολυπολιτισμικού φερετζέ της) και της Αλλοτριωμένης Διεθνοποίησης της Αριστεράς, μια Αριστερά, που ακόμα και μετά τον τεκτονικό σεισμό των 11 ρίχτερ (αυτή δεν είναι η μεγαλύτερη κλίμακα;) και το θεόρατο τσουνάμι που σηκώθηκε και εξαφάνισε ό,τι για μισό και παραπάνω αιώνα είχε οικοδομήσει στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, αρνείται πεισματικά, αυτή η Αριστερά, να διερωτηθεί καν, τι είναι εκείνο ή εκείνα που την καθιστούν ένα μη ελκυστικό κοινωνικό πρότυπο;
Τώρα, το να ρωτήσω, αν υπάρχουν πράγματα (ποια;) που μπορούν και οφείλουν (γιατί;) να μας φοβίζουν, ελπίζω να μη θεωρηθεί ερώτημα χωρίς σημασία. Και κυρίως ποιοι είναι εκείνοι που θα έχουν την θεσμική ή πνευματική εξουσία ή επιρροή ώστε να καταρτίζουν καταλόγους γεγονότων που θα οφείλουμε να τα φοβόμαστε ή απορρίπτουμε, γεγονότων που θα οφείλουμε να θεωρούμε πλούτο για την ανθρωπότητα και να τα αποδεχόμαστε, γεγονότα που θα μας επιτρέπεται οι ίδιοι να επιλέγουμε αν θα τα φοβόμαστε ή απορρίπτουμε ή όχι, κ.λπ., Ασφαλώς, η παράνομη μετανάστευση τείνει να καταστεί ένα από τα γεγονότα που θα περιληφθούν σε ένα τέτοιο κατάλογο. Μπορούμε να τον εμπλουτίσουμε και με άλλα, όπως π.χ., το αν τον κομμουνισμό οφείλουμε ή όχι να τον φοβόμαστε ή όχι, το ίδιο τον διεθνισμό, κ.λπ. (τα δύο παραδείγματα δεν τα παραθέτω τυχαία, αλλά προς προβληματισμό κάποιων της Αριστεράς που δεν αντιλαμβάνονται πως πρέπει να προσέχουν μήπως και τα επιχειρήματά τους αναφορικά με τον πολυπολιτισμό, την παράνομη μετανάστευση κλπ., ίσως με βάση τον κανόνα της αναλογίας στραφούν και εναντίον τους).
Τα ενεργούμενα, οι οπαδοί και θαυμαστές της Αθλιότητας σε όλες τις περιπτώσεις καραδοκούν. Κάθε λέξη και κάθε ενέργεια ενισχυτική των δογμάτων της Αθλιότητας και της στρατηγικής επιβολής των, έστω και αν δεν εκπροσωπεί παρά μονάχα εκείνον που τη λέει ή την επιχειρεί, θα την διογκώσουν, γενικεύσουν και προβάλλουν έως ότου το συλλογικό μυαλό του λαού αρχίσει να σκέπτεται ορθολογικά σύμφωνα με το πώς ορίζεται η λέξη (και η κάθε λέξη) στο Νέο Λεξιλόγιο (και τα παραρτήματά του με τις ντοπιολαλιές) της Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων.

ΙΙ

Την ώρα που μέναμε κλεισμένοι στη μεγάλη κάμαρα με τους
σκεπασμένους καθρέφτες
ήρθε Εκείνος, ακάλεστος, ξένος -τι ζητούσε;
Γιάννης Ρίτσος, «Όταν έρχεται ο Ξένος»

Στο παρόν άρθρο, επιχειρούμε μια γενική αναφορά το ζήτημα του «ξένου» και της σχέσης «ξενοφοβίας» και παράνομης μετανάστευσης, μα και να δείξουμε, ειδικά στο επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας, όσο μπορούμε να το κάνουμε, πως όλες οι δράσεις και κυρίως αντιδράσεις της προς το φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης, εκείνες που ενίοτε χαρακτηρίζονται ως «ξενοφοβικές», δεν έχουν (στη πλειοψηφία τους) καμία σχέση προς την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, παρά το γεγονός, πως επιχειρείται ενίοτε από κάποιους, πέραν των ανωτέρω, να γενικευθούν όντως μεμονωμένα φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού, ασφαλώς κάθε άλλο παρά «γνησίως ελληνικά» χαρακτηριστικά, κάθε άλλο μάλιστα.
Εκ προοιμίου πρέπει να προβούμε σε ορισμένες παρατηρήσεις αναφορικά με το τι συζητάμε εδώ και τι όχι. Συζητάμε για τη σχέση του ξενοφοβικού φαινομένου με τη παράνομη μετανάστευση. Ασφαλώς, το ίδιο το ξενοφοβικό φαινόμενο δεν συνδέεται μονάχα με την παράνομη μετανάστευση, μα, γενικότερα, με την ύπαρξη του «ξένου» και όχι αναγκαίως του «αλλοεθνούς» ή του «ετερόδοξου ξένου».
ΔΕΝ συζητάμε επομένως, ούτε για τη ΝΟΜΙΜΗ μετανάστευση ΟΥΤΕ και για τους πρόσφυγες.
Κι επειδή ζούμε σε μια από εκείνες τις όχι και τόσο σπάνιες εποχές όπου η Αθλιότητα, η Υποκρισία και η Ανοησία περισσεύουν, σε ό,τι μεν αφορά τους πολλούς, που δεν εντάσσονται σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες, θεωρώ πως δεν έχω να προσθέσω τίποτα στην παραπάνω προοιμιακή διευκρίνιση, σε ο,τι δε αφορά εκείνους που θεωρούνται ως ενεργούμενα της Αθλιότητας και τους Υποκριτές, ούτε με αυτούς έχω κάτι να πω, όμως, όσοι δεν είναι ή θεωρούν ότι δεν είναι υπήκοοι της Αθλιότητας και της Υποκρισίας και δεν επιθυμούν να θεωρηθούν αδίκως ανόητοι, τους συστήνω αν μόνοι τους δεν μπορούν να κατανοήσουν τι εστί νομιμότητα και τι παραβατικότητα, να ανοίξουν ένα λεξικό ή να ρωτήσουν κάποιον νομικό πότε θεωρείται ότι κάποιος είναι παράνομος, και, επειδή στο υπό συζήτηση θέμα μας θα χρειαστεί αυτή η γνώση, καλό είναι να ρωτήσουν και τη νομική μα και ουσιαστική διαφορά των εννοιών παράνομος και παράτυπος καθώς και το αν κάθε παράτυπος είναι και παράνομος αλλά και το αν κάθε παράνομος είναι απλώς παράτυπος. Επίσης, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν στο μυαλό τους, αν αποδέχονται ως στοιχείο μιας Ευνομούμενης ΚΑΙ Δημοκρατικής Πολιτείας, την εφαρμογή των Νόμων χωρίς εκπτώσεις, έναντι όλων. Βεβαίως, αν θεωρείται, και πάντως θεωρούν όσοι θεωρούν, πως οι υφιστάμενοι Νόμοι δεν είναι ορθοί και δίκαιοι, έναντι των παράνομων μεταναστών, ως αντικείμενοι είτε σε υπέρτερης ισχύος Νόμους όπως π.χ. το Σύνταγμα (επαναλαμβάνω για μια ακόμα φορά πως εδώ δεν μιλάμε ΟΥΤΕ για τους νόμιμους μετανάστες, ΟΥΤΕ για τους πρόσφυγες), τότε, η Δημοκρατία έχει τους μηχανισμούς είτε να «διορθώσει» τον νομικώς πάσχοντα Νόμο, ενώ, αν η αντίρρηση προέρχεται από την αίσθηση πως αντίκειται, αν και τυπικώς ορθός ο Νόμος, στο κοινού περί Δικαίου αίσθημα της πλειοψηφίας του λαού, και πάλι η (λειτουργούσα) Δημοκρατία, εξαιρετικώς ευαίσθητη στην θεμελιώδη αρχή της υπακοής στη βούληση και θέληση της πλειοψηφίας, μπορεί και οφείλει να τον συμπληρώσει ή και αντικαταστήσει με άλλον που να συνάδει προς την άνω βούληση και θέληση της πλειοψηφίας.
Οι παραπάνω θέσεις, αποτελούν την θεμελιώδη βάση πάνω στην οποία επιχειρείται η δική μας προσέγγιση στο ζήτημα που εδώ μας απασχολεί. Συνεπώς, η όποια αντίρρηση στην όποια επιχειρηματολογία μας, πάντα για το υπό συζήτηση θέμα, θα ελέγχεται πρώτα από όλα, αν αμφισβητεί άμεσα ή έμμεσα τις παραπάνω αρχές, και μόνο σε περίπτωση που δεν τις αμφισβητεί θα θεωρείται ως αντεπιχείρημα άξιο προσοχής και συζήτησης. Αν τις αμφισβητεί, κι αυτό θεμιτό, θα πρέπει προηγούμενα, πριν αξιολογηθεί ως επιχείρημα, να ξεκαθαριστεί ποιες είναι οι δικές του αρχές στη θέση των ανωτέρω διατυπωθέντων.
Ασφαλώς όλες οι πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου οι σχετικές με τον τρόπο αντιμετώπισης των προσφυγικών και μεταναστευτικών ζητημάτων θα πρέπει να τηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια. Εκείνο που πάντως προσωπικά αγνοώ είναι ότι υπάρχουν πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου οι οποίες υποθάλπουν την ενθάρρυνση της παράνομης μετανάστευσης και, ακόμα χειρότερο, την παραίτηση από την υποχρέωση του κάθε Λαού να απαιτεί τη λειτουργία της Δημοκρατίας που έχει κατακτήσει και των επιταγών του Κράτους Δικαίου.
Επίσης πρέπει να αντικρουστούν και εκείνα τα επιχειρήματα που συνδέουν το ζήτημα της αποδοχής της παρουσίας των παράνομων μεταναστών, στη προοπτική της μονιμοποίησης της παραμονής τους, με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόκειται για σύνδεση τελείως εκτός τόπου και χρόνου και εντελώς υποκριτική. Είναι σα να λέμε ότι οι ισχύοντες νόμοι που απαγορεύουν τη παράνομη είσοδο στη χώρα, τη παράνομη δηλαδή μετανάστευση, είναι νόμοι που αντίκεινται στα Ανθρώπινα Δικαιώματα! Ας αλλάξουν λοιπόν οι νόμοι και με ενδιαφέρον να δούμε τι θα ισχύει στη θέση τους! Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, είναι θεμελιώδη δικαιώματα που δεν ισχύουν σε ορισμένο τόπο, δηλαδή, στον τόπο άφιξης των παράνομων μεταναστών, αλλά ισχύουν και στην ίδια τους τη χώρα. Το ότι πλήττονται στη χώρα τους τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, δεν γνωρίζω καμία διακήρυξη κανενός Διεθνούς Οργανισμού και καμία πρόνοια κανενός Διεθνούς Δικαίου που να προτρέπει τους λαούς των χωρών στις οποίες πλήττονται τα Ανθρώπινα Δικαιώματα σε μαζικές μεταναστεύσεις και μάλιστα με τρόπο παράνομο! Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, πολύ περισσότερο από μια νομική διατύπωση αποτελούν ένα διαρκές μαχητό στοιχείο της ίδιας της ανθρώπινης υπόστασης, το οποίο ή θα αγωνιστείς να το διατηρήσεις και υπερασπίσεις, ή διαφορετικά, η φυγή, ουδόλως αποτελεί λύση. Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα επιβάλλεται να τηρούνται παντού και παντί τρόπω, και όταν αυτό δεν συμβαίνει, η Διεθνής Κοινότητα, και για να μη χανόμαστε, οι Μεγάλες Δυνάμεις, (που καλό θα ήταν η Ανθρωπότητα να μην εξαρτώνται από αυτές, όμως εξαρτώνται) εφόσον τόσο πολύ κόπτονται γι’ αυτά πρέπει να σπεύσουν να τα επιβάλλουν εκεί όπου απαιτείται, αλλά, και οι ίδιοι οι λαοί στις χώρες αυτές, οφείλουν να τα διεκδικήσουν με αγώνες, διότι και εκεί όπου υφίστανται κάπως πιο υποφερτά, με αγώνες των λαών επιτεύχθηκαν, αγώνες με πολύ ιδρώτα και πολύ αίμα και πρέπει το ίδιο να υποστηριχτούν και πάντως, καμία Μεγάλη Δύναμη δεν πρόκειται να αγωνιστεί για τα δικαιώματα του κάθε λαού στη χώρα του, αν πρώτα ο ίδιος δεν πρωτοστατήσει στον αγώνα αυτό.
Την ίδια στιγμή πρέπει να αποφευχθεί η τεχνητή σύγκρουση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ενίοτε βλέπουμε να επιχειρείται στη περίπτωση της παράνομης μετανάστευσης, υπό το πρόσχημα της αλληλεγγύης των λαών, μια άθλια επιχειρηματολογία ανάλογη και αντάξια εκείνης της επιχειρηματολογίας που επιχειρεί να δικαιολογήσει εκείνη την εξουσία που ασκεί κοινωνική πολιτική «βοηθώντας» εκείνους που δεν έχουν τίποτα με το να αποσπά χρήματα και περιουσίες από εκείνους που έχουν κάτι, δηλαδή με την ανακατανομή της φτώχειας, προκειμένου να αποφευχθεί η συμμετοχή εκείνων που δεν γνωρίζουν τι έχουν. Αυτή την αλληλεγγύη επιχειρούν να προβάλλουν και στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης. Είναι η αλληλεγγύη λαών και κοινωνιών που αδυνατώντας να σταθούν οι ίδιες στα πόδια τους, λαοί «πλούσιοι» επειδή απλώς ζουν σε πλούσια κράτη, καλούνται εν ονόματι της αλληλεγγύης να παράσχουν στήριξη και προς λοιπούς ομοιοπαθείς ακόμη και όταν παραπαίουν οικονομικά και οι ίδιοι -περίπτωση π.χ. της Ελλάδας. Και για το ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης των φτωχών κρατών, το ζήτημα της βοήθειας των τόσο «ευαίσθητων» και «αλληλέγγυων» πλουσίων κρατών (όχι όμως και αναγκαστικά πλουσίων λαών, πλουσίων ελίτ ναι!) προς τα κράτη αυτά, το ζήτημα της λιγότερης λεηλασίας των πόρων των φτωχών κρατών που θα μείωνε μέσω της ανάπτυξης κάθε διάθεση για παράνομες αποδράσεις από αυτές πολιτών τους που κυνηγούν μια καλύτερη τύχη αλλού, επ’ αυτού σιωπή, επ’ αυτού η συμβουλή είναι «όποιος μπορεί στα κράτη εκείνα να την κοπανήσει, ας το κάνει»! Αυτό ουσιαστικά συμβουλεύει η στάση κάποιων επίσημων κυβερνήσεων στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης.

ΙΙΙ

Θεωρώ πως δεν χρειάζεται καν ειδική επιχειρηματολογία προκειμένου να αποδειχτεί ό,τι αποτελεί κοινή αντίληψη των πραγμάτων. Και στο υπό συζήτηση θέμα, η κοινή αντίληψη των πραγμάτων είναι πως πρέπει κανείς «τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα ει», ώστε να μην αντιλαμβάνεται την βοώσα (κάθε άλλο παρά εν τη ερήμω) πραγματικότητα, ότι η παράνομη μετανάστευση δεν αποτελεί παρά ένα τμήμα μιας μεγαλύτερης εικόνας.
Θα πρέπει επομένως να πούμε και δύο λόγια για τούτη τη μεγαλύτερη εικόνα, διευκρινίζοντας εκ προοιμίου, πως μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, πάντα υπήρχαν στην ιστορία, και σχεδόν πάντα για τους ίδιους λόγους : όπως στη φυσική, τα αέρια, η θερμότητα κ.λπ., τείνουν να «μεταναστεύουν» από τα τμήματα του χώρου στα οποία παρατηρείται πυκνή συγκέντρωσή τους προς τμήμα του ίδιου χώρου ή (μέσω π.χ. της διάχυσης) και προς έναν άλλο χώρο, όπου παρατηρείται αραιότερη συγκέντρωσή τους, ώστε να επέλθει μια ισορροπία, έτσι κι εδώ, η μετανάστευση γίνεται από χώρους όπου υπάρχει έλλειμμα ευημερίας και οικονομικών προοπτικών προς χώρους όπου υπάρχει πλεόνασμα αυτών των στοιχείων, ώστε με αυτό να επέλθει ένα είδος κάποιας -στατιστικής έστω- ισορροπίας. Ασφαλώς, αυτά τα μεταναστευτικά ρεύματα στον ρου της ιστορίας, λάμβαναν διάφορες μορφές, (ενίοτε ταυτίζονταν με νομαδικές μετακινήσεις ολάκερων εθνών και λαών ή μαζικές μεταναστεύσεις όχι πάντα οργανωμένες προς χώρες που ήταν άγνωστες ίσαμε τη στιγμή που ανακαλύφθηκαν) που δεν είναι της παρούσης να εξετάσουμε. Τώρα, το ζήτημα τι συνιστούσε τη κάθε φορά «νόμιμη» ή «παράνομη» μετανάστευση, κι αυτό διαφοροποιείται με βάση τις κρατούσες ιστορικές συνθήκες τη κάθε φορά. Π.χ., το αν ήταν νόμιμη ή όχι η μαζική μετανάστευση Ευρωπαίων στον Νέο Κόσμο όταν ανακαλύφθηκε, ή στην Αυστραλία και άλλα νησιά του Ειρηνικού, ασφαλώς έχει πολύ διαφορετική διάσταση μα και περιεχόμενο για τα δεδομένα της εποχής από ό,τι σήμερα, ακόμα δε και αυτή η λέξη «μετανάστευση». Εδώ μένουμε στον σχετικά κοντινό μας ιστορικό χρόνο προκειμένου να μην επεκταθεί ακόμα περισσότερο το άρθρο αυτό που είναι αρκετά μεγάλο.
Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970, έχουμε μια σταδιακή ενίσχυση του Νεοφιλελευθερισμού, ασφαλώς, όχι δείχνοντας μας τα δόντια του αλλά χαμογελώντας μας με το πιο γλυκό χαμόγελο που μπορεί να διαθέτει. Υπάρχει όμως και μια περίοδος, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όπου συμβαίνουν δύο καταρρεύσεις με τεράστια σημασία : η μια είναι η κατάρρευση του μπλοκ του λεγόμενου Υπαρκτού Σοσιαλισμού, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ (και άλλων σοσιαλιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και στα Βαλκάνια) και η άλλη είναι η πτώση του Τείχους του Βερολίνου που οδήγησε στην ενοποίηση των δύο Γερμανιών. Στη πρώτη περίπτωση, ο Νεοφιλελευθερισμός που την δεκαετία αυτή άρχισε να δείχνει πως ήταν η αδιαμφισβήτητη Νέα Τάξη Πραγμάτων, απαλλάσσεται από ένα πολύ ενοχλητικό μα και επικίνδυνο γι’ αυτόν Αντίπαλο Δέος, ώστε πλέον, να μη χρειάζεται καν να υποκρίνεται έστω ως προς τους πραγματικούς του στόχους που είναι η κατάλυση του (σύμφωνα με την νεοφιλελεύθερη αντίληψη των πραγμάτων εξ ορισμού σπάταλου, αναποτελεσματικού και διαφθαρμένου) «Κοινωνικού Κράτους», η κατάργηση των οικονομικών συνόρων στις διεθνείς εμπορικές και οικονομικές σχέσεις μέσω της κατάργησης των φραγμών που παρεμποδίζουν την «ελευθερία» μετακίνησης των «παραγωγικών συντελεστών» (εδώ και η εργασία), και συνεπώς, απόρροια αυτής της τελευταίας θέσης του, κατάργηση των εθνικών συνόρων, ενώ στο βάθος των στοχεύσεών του, βρίσκεται η νεοφιλελεύθερη θέση περί ενός Παγκόσμιου Χωριού (Παγκόσμιου Κράτους) με μια Παγκόσμια Κυβέρνηση, επομένως, η κατάργηση των «Εθνικών Κρατών», και ό,τι συμβάλλει στη διατήρησή τους (και ο νοών εδώ νοείτω -και ουαί τω ανοήτω). Από την άλλη η ενοποιημένη πλέον Γερμανία, της δίνεται η ευκαιρία κι αυτή σταδιακά και ολοένα πιο επιθετικά να προβάλλει τις πάγιες ηγεμονικές και ταυτόχρονα μονοκρατορικές της φιλοδοξίες στην Ευρώπη μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με όπλο την οικονομική της ισχύ και πρωτοκαθεδρία σ’ αυτή, μα και με το γεγονός ότι ουσιαστικά είναι ο κλειδοκράτορας του κοινού ευρωπαϊκού θησαυροφυλακίου, όπως στην αρχαιότητα η Αθήνα στα πλαίσια της συμμαχίας που είχε συγκροτήσει μετά τους περσικούς πολέμους. Επί πλέον με την κατάρρευση του Σοσιαλιστικού Μπλοκ της Ανατολικής Ευρώπης, ουσιαστικά καταρρέει παγκοσμίως και το μεταπολεμικό «σοσιαλιστικό μοντέλο» (εξαιρετικά ελκυστικό κυρίως στον Τρίτο Κόσμο μα και σε όχι ευκαταφρόνητα τμήματα λαού στις ίδιες της χώρες της Δύσης) τόσο αυτό που είχε ως (κατά κύριο λόγο) κέντρο αναφοράς την ΕΣΣΔ όσο και εκείνο (πιο περιορισμένο) που είχε ως κέντρο αναφορά την Κίνα, και μαζί μ’ αυτό καταρρέει και μια ολόκληρη παράδοση του Αριστερού κινήματος, μιας Αριστεράς η οποία πλέον αναζητά τον βηματισμό της, τον οποίο επί του παρόντος δεν έχει βρει ακόμα. Έτσι, οι κυρίαρχες ιδεολογίες που αποτέλεσαν τους οδηγούς της Ανθρωπότητας ίσαμε και λίγο μετά τα μισά του εικοστού αιώνα, έδωσαν τη θέση τους σε μια ιδεολογία passe-partou, τον νεοφιλελευθερισμό και την πολυπολιτισμική του εκδοχή μέσω της οποίας επιχειρεί να προσδώσει στο Παγκόσμιο Κράτος που ονειρεύεται και ένα πολιτισμικό περιεχόμενο, ελλείψει ενός υπαρκτού και σχετικά αυτοτελούς δικού της πολιτισμικού μοντέλου, και επομένως, ως λύση ευκολίας, επέλεξε το εφεύρημα της πολυπολιτισμικότητας, το ανάλογο στην επιχειρηματική πραγματικότητα του φαινομένου των αγορών και συγχωνεύσεων. Άλλωστε στην αγοραία πρακτική, τα πάντα έχουν μια τιμή και επομένως, μπορείς να αγοράσεις και όσους πολιτισμούς θέλεις, αρκεί να ταΐσεις τα σωστά πρόσωπα, τους πώς τους λένε, α ναι : «διαμορφωτές γνώμης», κάποιους άλλους τους λένε κατά περίπτωση και «ηγέτες», κάποιους άλλους «influencers» -άλλος κούφιος νεολογισμός κι αυτός, αλλά εξαιρετικά χρήσιμος σε μια εποχή όπου ο πολύς θόρυβος μαρτυρά και την ύπαρξη πλήθους κενών δοχείων. Τελικός Στόχος, ένα «παγκόσμιο χωριό», με μια «παγκόσμια κυβέρνηση», χωρίς σύνορα, στο οποίο παγκόσμιο χωριό -με τη βοήθεια και ενός Παγκόσμιου Σερίφη για την επιβολή της τάξης όταν ανήσυχες μάζες θα διαταράσσουν την ηρεμία του νεοφιλελεύθερου «παραδείσου»- θα επικρατούν τα νεοφιλελεύθερα δόγματα στον πυρήνα των οποίων βρίσκεται η σχεδόν απόλυτη ελευθερία του homo mercator, (περισσότερο και από τον homo economicus), του ανθρώπου – επιχειρηματία, (κυρίως του πολύ μεγάλου επιχειρηματία, μιας και η μεσαία επιχειρηματική τάξη μάλλον δεν θα πρέπει να αισθάνεται και πολύ ασφαλής με τον Νεοφιλελευθερισμό) που θα επιχειρεί με την μικρότερη δυνατή παρέμβαση και έλεγχο του κράτους (της «παγκόσμιας κυβέρνησης» εν προκειμένω), και κυρίως με την μικρότερη δυνατή επιβάρυνσή του σε φόρους για τη συντήρηση του θεωρούμενου στα πλαίσια της ιδεολογίας αυτής θλιβερού κατάλοιπου του παρελθόντος «ακριβού» και «σπάταλου» «κοινωνικού κράτους», το οποίο πρέπει να περιοριστεί σε σημείο που ίσως και να μη χρειάζεται ό,τι μας είναι γνωστό ως «Δημόσια Αρχή», πέραν των απολύτως απαραιτήτων οργάνων κεντρικής διοίκησης που απλώς θα μεριμνούν οι παραπάνω αρχές να μην παραβιάζονται. Τώρα, το πόσο εύκολο είναι όλα αυτά τα σχέδια της Παγκοσμιοποίησης να υλοποιηθούν, αυτό επί του παρόντος, ευτυχώς για την Ανθρωπότητα φαίνεται να σκαλώνει, πολύ περισσότερο και από τις όχι ακόμα σημαντικές λαϊκές αντιδράσεις οποίες, κατά το συνήθειό τους περιμένουν να δουν «ολοκληρωμένο» το έργο προκειμένου να αποφασίσουν αν θα αντιδράσουν και πώς ή όχι, στο ζήτημα της κατάρτισης της Ιεραρχίας, βασικά των λίγων Παγκόσμιων Παικτών (ΗΠΑ, Γερμανία), εντός της Παγκόσμιας αυτής Κυβέρνησης, και επίσης ευτυχώς, υπάρχουν και άλλες Μεγάλες Δυνάμεις, κυρίως η Ρωσία και η Κίνα, που επί του παρόντος δεν στάθηκε κατορθωτό να τις εντάξουν μέσα στο Μεγάλο Νεοφιλελεύθερο Σχέδιο, ιδίως την Ρωσία, (εκεί όπου παραλίγο να το πετύχουν αν είχαν κατορθώσει να βρουν έναν διάδοχο του Μπορίς Γέλτσιν αντάξιό του, όμως, δυστυχώς γι΄ αυτούς, τους προέκυψε ο Βλαντίμιρ Πούτιν).
Και δεν μπορώ εδώ να μην σημειώσω, την τεράστια άβυσσο που χωρίζει τους ιδεοληπτικούς πολυπολιτισμικούς εκπροσώπους από τα πλατιά λαϊκά στρώματα, τα οποία αν τους παρέχονταν το δικαίωμα να εκφραστούν, πόσο μάλλον να αποφασίσουν, ad hoc, στα μείζονα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, των χωρών τους και της Ευρώπης (αναφέρομαι εδώ στις χώρες – μέλη της ΕΕ), είναι βέβαιο πως ό,τι επιβάλλεται απ’ την παραπάνω κυρίαρχη ιδεοληπτική ελίτ, θα είχε ανατραπεί εκ βάθρων. Και γεννά μονάχα ειρωνική διάθεση όταν γινόμαστε μάρτυρες πολύ σοβαρών κατά τα άλλα «αναλύσεων» που αναφέρονται στην «πολυπολιτισμική» Ευρώπη (πάντα εντός του πλαισίου της Νεοφιλελεύθερης Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων και της «πολυπολιτισμικής» της σούπας), όταν στην ίδια αυτή Ευρώπη, ουδέ καν στον αρχικό της πυρήνα των χωρών που αποτέλεσαν και τα πρώτα μέλη της (της τότε ΕΟΚ) δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει στη βάση των λαών τους μια κοινή πολιτισμική όσμωση, η οποία όσο η Ένωση διευρύνονταν τόσο περισσότερο ενίσχυε τις εθνικές περιχαρακώσεις, ενώ η προοπτική μιας αίσθησης των απλών πολιτών του ανήκειν σε μια ευρωπαϊκή οικογένεια που θα ανταγωνίζεται τον εθνικό τοπικισμό, ολοένα και απομακρύνονταν και εξακολουθεί να απομακρύνεται, με αντίστοιχη ενίσχυση της αντίληψης πως το μόνο που μπορεί πλέον να εκπροσωπεί τούτη εδώ η Ένωση, είναι, παραστατικά και αναλογικά, μια αγελάδα με άφθονο γάλα και πλούσιους μαστούς, όμως, πολύ λιγότερους απ’ ό,τι τα στόματα που συνωστίζονται να θηλάσουν και το χειρότερο, στη λογική του όποιος έχει τη δύναμη να παραγκωνίσει τους υπόλοιπους, το κάνει, ενώ την ίδια στιγμή στα μεγάφωνα παίζει πάντα η ίδια κασέτα με το ίδιο παραμύθι της αλληλεγγύης, της ισότητας, κ.λπ., κ.λπ.
Όμως μια Ευρώπη πολιτισμικά διασπασμένη με λαούς στη πλειοψηφία τους να σκέπτονται, δρουν και αντιδρούν εθνικά, με κράτη τα οποία σαφώς ενεργούν προς το ίδιον το καθένα τους εθνικό συμφέρον, με τις πολιτικές απόκλισης να υπερισχύουν ολοένα και περισσότερο των όποιων πολιτικών σύγκλισης που όσο περνά ο καιρός τόσο και δυσκολότερα τις βρίσκει κανείς στο επίπεδο της πραγματικής ζωής και όχι των πολιτικών και ακαδημαϊκών διακηρύξεων, μια τέτοια Ευρώπη που δεν μπορεί να πετύχει μια ισορροπία και έναν ικανοποιητικό βαθμό αποδοχής ενός έστω υπό διαμόρφωση πυρήνα πολυπολιτισμικού ευρωπαϊκού προτύπου, πόσο ικανή είναι να αποτελέσει χωνευτήρι πολιτισμών τέτοιας πολιτισμικής διαφοράς αλλά και ανθεκτικότητας όπως η ισλαμική και οι εθνικές πολιτισμικές παραδόσεις της Ευρώπης, που αποδεικνύονται εξαιρετικά σκληρά καρύδια για το μίξερ που θα τα άλεθε για να δημιουργηθεί μια πρώτη ύλη για τον σεφ (ποιος άραγε, αν όχι το Βερολίνο, άντε με κάποιον Γάλλο σου-σεφ), ένα μίξερ που δεν κατόρθωσε ούτε δυο φρούτα να αλέσει, και να το προσφέρει ως δροσιστικό σε μια Ευρώπη χέρσα σε ό,τι αφορά το εγχείρημα της δημιουργίας μιας αν όχι πίστης ή αντίληψης, έστω μιας αίσθησης, ότι οι λαοί των κρατών – μελών της ΕΕ, κάπως αισθάνονται πως πορεύονται αλληλέγγυοι και προς μια κοινή προοπτική ευημερίας.
Το γεγονός ότι ο Τελικός Στόχος της Παγκοσμιοποίησης είναι η κατάργηση των εθνικών κρατών και η θεμελίωση ενός Παγκόσμιου Χωριού με μια παγκόσμια κυβέρνηση πάντα εντός του ιδεολογικού πλαισίου των νεοφιλελεύθερων προσταγμάτων (κυρίως με την εξανέμιση του κοινωνικού κράτους) και με την ταυτόχρονη εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας κουλτούρας συμβατής με τους παραπάνω στόχους, πρόπλασμα της οποίας είναι η πολυπολιτισμική σούπα που προβάλλεται, γεννά ένα εύλογο ερώτημα : Με το δεδομένο πως οι παραπάνω νεοφιλελεύθεροι στόχοι φαίνεται πως όχι απλά δεν διαθέτουν την δημοκρατική αποδοχή των λαών, και όχι μόνο αυτό, μα και με τρόμο βλέπουν την πιθανότητα εγκαθίδρυσης μιας τέτοιας Παγκόσμιας Τάξης, πώς θα έπρεπε κάποιος να τοποθετηθεί απέναντι στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη των στόχων αυτών.
Μονάχα όταν κάποιος έχει κατά νου την «Μεγάλη Εικόνα» θα μπορέσει να αντιληφθεί τη σημασία και το ρόλο της κάθε πραγματικής ή αλληγορικής «φιγούρας», που απεικονίζεται σ’ αυτή τη «Μεγάλη Εικόνα». Μια, αλλά μονάχα μια «φιγούρα» της «Μεγάλης Εικόνας» αποτελεί και η παράνομη μετανάστευση, (για μια ακόμα φορά : ΔΕΝ ομιλώ για την νόμιμη μετανάστευση ΟΥΤΕ για τους πρόσφυγες) αφού θεωρείται, όπως εγώ εκτιμώ το πώς σκέφτονται οι σχεδιαστές του φαινομένου, διότι μονάχα «αυθόρμητη» δεν είναι, ως ένας δυνητικός παράγων που μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά στον στόχο της κατάργησης των εθνικών φραγμών κάθε είδους στις χώρες υποδοχής τους (από την εθνολογική σύνθεση του φιλοξενούντος κράτους, έως και τα ίδια θα εθνικά ζητήματα) και ταυτόχρονα να δράσει και υποβοηθητικά στον άλλο στόχο της κατασκευής του πολυπολιτισμικού μοντέλου, ένας κρίσιμος στόχος της Παγκοσμιοποίησης. Τουλάχιστον αυτό, εκτιμώ, πως ελπίζουν εκείνοι που σχεδιάζουν τις στρατηγικές υποκίνησης και διακίνησης των παράνομων μεταναστευτικών ρευμάτων. Η παράνομη μετανάστευση, υπάρχει όχι απλά διότι της επιτρέπεται να υπάρχει, μα διότι κάπου εξυπηρετεί -και είναι ξεκάθαρο το πού εξυπηρετεί. Και αναφέρομαι στις Μεγάλες Δυνάμεις κυρίως, εκείνες που αποτελούν το κονκλάβιο που κάτω από τους τίτλους G7,G8, G9 κ.λπ. (αν και από αυτές, προσωπικά θα εστίαζα κυρίως στις ΗΠΑ και την Γερμανία) καθορίζουν το περιεχόμενο του Παγκόσμιου Νεοφιλελεύθερου Παιχνιδιού και των κανόνων που το διέπουν. Αν οι Δυνάμεις αυτές επιθυμούσαν να αντιμετωπίσουν τα παράνομα μεταναστευτικά ρεύματα, αυτά θα είχαν ανακοπεί εν τη γενέσει τους στις ίδιες τις χώρες προέλευσής τους εντός είκοσι τεσσάρων ωρών.
Όμως, κι αυτή η αναφορά μας στη «Μεγάλη Εικόνα» (και στις «μικρές φιγούρες» της), χρειάζεται να διευκρινιστεί ακόμα περισσότερο. Η πιο ουσιαστική διευκρίνιση εδώ είναι η πραγματικότητα πως η Ιστορία διαθέτει και προσκήνιο και παρασκήνιο, και επίσης, πως οι πιο σημαντικές αποφάσεις που διαμορφώνουν το ιστορικό γίγνεσθαι, λαμβάνονται κάθε άλλο παρά στο προσκήνιο υπό το άπλετο φως των προβολέων του. Δεν έχει κανείς παρά, όχι να αναρωτηθεί, διότι θα ανοίξουμε άλλο κύκλο ερωτημάτων, μα απλά, να κάνει μια σύντομη επίσκεψη στο διαδίκτυο επισκεπτόμενος τους ιστότοπους των αποχαρακτηρισμένων εμπιστευτικών, απορρήτων και άκρως απορρήτων εγγράφων των μυστικών υπηρεσιών (π.χ. της CIA), και όχι μόνο, για να διαπιστώσει τουλάχιστον την αλήθεια αυτού που υποστηρίξαμε παρά πάνω, ότι δηλαδή, το Παρασκήνιο της Ιστορίας, δεν αποτελεί τόπο όπου εκδηλώνονται παραπολιτικά γεγονότα, που συχνά παρουσιάζονται ως ρεπορτάζ στις τελευταίες σελίδες των εφημερίδων, μα πολύ συχνά, εκεί κανείς, και κατά κύριο λόγο αν όχι μόνο εκεί, μπορεί κανείς να αναζητήσει τι ακριβώς συνέβη και για ποιο λόγο συνέβη σε σχέση με ένα σημαντικό γεγονός, ποιοι ήταν οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του -που ίσως και να μη μνημονεύονταν ποτέ- και ποιοι εκείνοι που αν και κομπάρσοι ή και αχυράνθρωποι, εν τούτοις έφεραν ηχηρούς τίτλους κατοχής δημόσιων αξιωμάτων δίνοντας την εντύπωση ότι τάχα αυτοί κινούσαν τα νήματα, όπως και όλος ο μηχανισμός και εσμός που τους παρείχαν την αναγκαία στήριξη ή και νομιμοποίηση ακόμα. Όμως τούτη τη πληροφόρηση, δεν θα την αποκτήσει ο κόσμος παρά μονάχα όταν θα έχουν περάσει 20, 30, 40, 50 ή και περισσότερα χρόνια, ανάλογα με τη σοβαρότητα του κάθε ζητήματος που δημοσιοποιείται, και όταν θα έχει ξεθωριάσει αρκετά, έστω και αν όταν συντελούνταν επρόκειτο για γεγονός παγκόσμιου ενδιαφέροντος με παγκόσμιες δυσμενείς επιπτώσεις, και έστω και αν τα εμπλεκόμενα πρόσωπα μπορεί αναδρομικά το ίδιο να διατηρούν, μετά τη δημοσιοποίηση των απορρήτων εγγράφων, την αρχική τους φήμη, αρνητική η θετική αδιάφορα, ή η φήμη τους -και οι ευθύνες τους- να μετατρέπεται στο εντελώς αντίθετό τους. Άλλωστε, πολλοί από αυτούς δεν θα βρίσκονται κατά πάσα πιθανότητα και στη ζωή. Επίσης, ακόμα και σ΄ αυτά τα δημοσιοποιούμενα έγγραφα μετά παρέλευση τόσων δεκαετιών, όχι σπάνια, περιλαμβάνονται ολόκληρες σελίδες που δεν δημοσιοποιούνται, ολόκληρες παράγραφοι και προτάσεις που είναι διαγραμμένες με μαύρο μελάνι, πράγμα που σημαίνει, ότι μερικά πράγματα επιδιώκεται να μην έρθουν ποτέ στο φως της δημοσιότητας, έστω και αναδρομικά. Την ίδια στιγμή, το γίγνεσθαι «γίνεται» καθημερινώς, στη βάση της τρέχουσας γνώσης και της ιστορικής εμπειρίας και ασφαλώς όχι στη βάση των απαιτήσεων της πολιτικής και ποινικής δικονομίας που απαιτούν συγκεκριμένα στοιχεία προκειμένου να αποδειχτεί η ύπαρξης ενός γεγονότος, τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και ο βαθμός ευθύνης του καθενός τους μα και για να θεμελιωθεί αυτή η ίδια η δικανική κρίση του δικαστή. Το γίγνεσθαι σε συντελείται στη βάση της λογικής τέτοιων προϋποθέσεων.
Την παραπάνω πραγματικότητα, φαίνεται είτε να την αγνοούν πλήρως, είτε να κάνουν ότι την αγνοούν, όσοι με περισσή ευκολία, δείγμα αθεράπευτης βλακείας, επιμένουν να αποκαλούν «θεωρίες συνωμοσίας» οτιδήποτε παραπέμπει σε παρασκήνια της εξουσίας επί σοβαρών ζητημάτων. Ζητούν «αποδείξεις» ως οι ίδιοι να διαθέτουν «αποδείξεις» για το αντίθετο και ως εάν η πολιτική να λειτουργεί στη λογική των δικονομικών απαιτήσεων που ήδη αναφέραμε, ή στη λογική πως η διαπλοκή εκδίδει και δελτία τύπου προς ενημέρωση του Κοινού για το τι πράττει και τι όχι και γιατί. Όμως, η Ιστορία δεν είναι με το μέρος τους. Υπάρχουν πάντα αναλογίες και ενδείξεις που με βάση την ιστορική γνώση, μπορεί κάποιος τουλάχιστον να «πονηρεύεται» πότε πρέπει να κλείνει το στόμα του, ώστε να μην εισέρχονται εντελώς ανενόχλητα μέσα σ’ αυτό οι μύγες της προπαγάνδας.

ΙV

«…Η ξενοκρατία, οι ξένοι, η αμερικανοκρατία, οι βάσεις, το ΝΑΤΟ, η ΕΟΚ, ο ιμπεριαλισμός, τα ξένα μονοπώλια είναι καταστάσεις που από χρόνια τροφοδοτούν αισθήματα ξενοφοβίας και μια επιθετική – αμυντική στάση απέναντι στην ξένη επιβουλή. Είτε παραβιάζουν ανοιχτές θύρες είτε παίρνουν δαιμονολογικές διαστάσεις μέσα στις λαϊκές παραστάσεις είτε, αντίθετα, αντιστοιχούν σε σκληρά και πραγματικά βιώματα της εποχής του ΕΑΜ, της μεταμφυλιοπολεμικής περιόδου και στη στρατιωτικής δικτατορίας, μέσα από την οπτική της «κατεχόμενης» και «αποικιοκρατούμενης» Ελλάδας που προσφέρει η πασοκική ιδεολογία θα αρθρωθούν ευθύγραμμα στο γενικό αίτημα της εθνικής απελευθέρωσης που δακτυλοδεικτεί την επέκεινα των εθνικών ορίων κοινωνική περιπλοκή. Αυτή η τελευταία περιγράφεται με όρους προδοσίας και εθνικής μειοδοσίας εκ μέρους του ντόπιου κατεστημένου, οπότε από την ιστορική σκηνή εξαφανίζονται ή απλουστεύονται οι πραγματικοί όροι διαμόρφωσης και εξέλιξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και οι πραγματικές πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις του.» (Άγγελος Ελεφάντης : Στον αστερισμό του λαϊκισμού, εκδ. Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, Αθήνα, 1991, σελ. 174-175)

Αν για κάποιο λόγο ο φόβος μπορούσε ως συναίσθημα να ξεριζωθεί από τη φύση του ανθρώπου, ίσως αυτό και να σήμαινε το τέλος του. Ο φόβος του «ξένου», στην «απόλυτη τιμή» του, όπως στα μαθηματικά, δεν έχει πρόσημο. «Ξένος = ο μη γνωστός». Τίποτα παραπάνω, τίποτα παρακάτω. Δεν είναι ούτε καλός, ούτε κακός. Ο τρόπος εκδήλωσης του φόβου, τα αίτια που τον προκαλούν, η ερμηνεία του, ο τρόπος που αντιδρά κανείς σ’ αυτόν και τον αντιμετωπίζει, ο τρόπος που τον χειρίζεται, είναι μερικά στοιχεία που δίνουν το πρόσημο στο φόβο. Φόβος αμυντικός, εργαλειοποιημένος φόβος (εργαλείο στα χέρια ανθρώπων προκειμένου να χρησιμοποιηθεί εναντίον άλλων ανθρώπων), κ.λπ.
Όλοι μας, από τη στιγμή που αρχίσαμε ως παιδιά κάπως να απομακρυνόμαστε μερικά μέτρα από το χέρι του μπαμπά και της μαμάς, και να παίζουμε με άλλα παιδάκια, η συμβουλή των γονιών μας ήταν «να μη πλησιάζουμε ποτέ σε ξένο άνθρωπο», «αν ένας ξένος άνθρωπος μας ζητήσει μα τον ακολουθήσουμε να τρέξουμε αμέσως κοντά στη μαμά και τον μπαμπά», «να μην εμπιστευόμαστε ποτέ έναν ξένο άνθρωπο διότι οι ξένοι είναι κακοί», συμβουλές που ακολουθούν το παιδί έως ακόμα και την εφηβική ηλικία, συμβουλές με τις οποίες μεγαλώνει και τις βιώνει ως τρόπο σκέψης και ως τρόπο ζωής, και που ενισχύονται όσο μεγαλώνοντας, διαπιστώνει από όσα ακούει και βλέπει γύρω του μα και από τις ειδήσεις στη τηλεόραση και άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το πόσο δίκαιο εμπεριέχεται σ’ αυτές τις συμβουλές. Βεβαίως, μεγαλώνοντας, εκείνο που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος που ξεπερνά την παιδική και εφηβική του ηλικία και ενηλικιώνεται, δεν είναι η απουσία «σοβαρών αιτίων» -στο επίπεδο του ενήλικα- ώστε αυτή την παιδιόθεν αντίληψή του να την απορρίψει ως έχουσα περαιώσει την αποστολή της που είναι να διαφυλάσσει ειδικώς τους ανηλίκους από την έλλειψη εμπειρίας τους για το πώς μπορεί να διακρίνει τον κίνδυνο, αντίθετα, δεν παύει να εμπλουτίζεται με νέα εμπειρικά δεδομένα, απλώς, μπορεί να χειρίζεται τους κινδύνους και τις απειλές πιο αποτελεσματικά.
Ανάλογα παραδείγματα μπορούμε να βρούμε και σε άλλες περιπτώσεις. «Ξένος» μπορεί να είναι ένας νεόφερτος σε μια μικρή κοινωνία ο οποίος αποφάσισε να μείνει εκεί, προκαλώντας το ενδιαφέρον της κοινωνίας αυτής για το ποιος είναι, γιατί ήρθε, τι θέλει. Στην ουσία πίσω από αυτό το ενδιαφέρον υποκρύπτεται ένας λανθάνων φόβος. Ο «ξενομερίτης» στη λαϊκή έκφραση, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην τον αλλοεθνή ξένο, αλλά και τον ομοεθνή από άλλη πόλη ή χωριό που όσο πιο μακριά βρίσκονται τόσο περισσότερο ξένος θεωρείται ο νεοαφιχθείς και τότε μόνο θα τον εντάξει η τοπική κοινωνία στους κόλπους της όταν αποδεχτεί ότι αξίζει της εμπιστοσύνης της αφού προηγούμενα πληροφορηθεί όσα περισσότερα μπορεί γι’ αυτόν και όσο περισσότερο δεν εκφράζει απόψεις που αποκλίνουν από την «κυρίαρχη άποψη» της τοπικής κοινωνίας (ή τις «κυρίαρχες απόψεις», όταν καμία «άποψη» δεν συνιστά ξεκάθαρη πλειοψηφική κατάσταση). Αυτό το «κυρίαρχη άποψη», μπορεί να περιλαμβάνει πολιτισμικά στοιχεία ή ακόμα και πολιτικά.
«Ξένος» ακόμα μπορεί να θεωρείται, κατ’ αρχήν τουλάχιστον και κάποιος ο οποίος/η οποία το πρώτον εντάσσεται σε μια οικογένεια ως γαμπρός ή νύφη και πρέπει να δώσει τον/την δικό του/της αγώνα ώστε να πετύχει να «ενταχθεί» στην οικογένεια, ενώ το ίδιο ισχύει και για τα δύο σόγια, ώστε κι αυτά να συγκλίνουν μεταξύ τους στο επίπεδο των αξιακών αρχών στις οποίες μπορεί να διαπιστώνονται διαφορές, κάτι που τελικώς, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα επιτευχθεί.
Ή, άλλο παράδειγμα, μια τοπική κοινωνία ξεσηκώνεται διότι πρόκειται να ιδρυθεί κοντά της μια φυλακή, πράγμα που δημιουργεί ανησυχίες απλώς και μόνο με το γεγονός ότι κοντά τους θα διαβιούν έστω και έγκλειστοι φυλακισμένοι, δηλαδή, μια ομάδα ανθρώπων που εξ ορισμού προκαλεί φόβο σε όσους απλώς βρίσκονται κοντά τους, αν και, ασφαλώς, εδώ υπονοείται πως ο φόβος μπορεί να μην προέρχεται από όλους τους φυλακισμένους, αλλά ειδικώς από όσους έχουν διαπράξει εγκλήματα (σε αντίθεση π.χ. με φυλακισμένους για χρέη προς το δημόσιο, κ.λπ.).
Τι είναι λοιπόν η ξενοφοβία; Ο ρατσισμός; Ο ξένος; Ο δικός μας; Τέτοια ερωτήματα, με τις ίδιες λέξεις ή άλλες αλλά με το ίδιο περιεχόμενο, περιγράφουν προαιώνιες ανθρώπινες καταστάσεις. Καταστάσεις πριν οι ιδεολογίες εμφανιστούν και συγκροτηθούν σε θεωρίες όπως τις ξέρουμε σήμερα, καταστάσεις πριν έννοιες όπως ο «εθνικισμός», «διεθνισμός», «σοσιαλισμός», «καπιταλισμός», «κομμουνισμός», «φιλελευθερισμός», κ.λπ., εμφανιστούν καν ως λέξεις, πόσο μάλλον με το θεωρητικό τους πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσεται η καθεμιά απ’ τις λέξεις αυτές. Οι παραπάνω ανθρώπινες καταστάσεις υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, όσο μιλάμε για το ανθρώπινο όν με την φύση που σήμερα γνωρίζουμε.
Ο «ξένος», δεν αποτελεί πάντα σημείο αναφοράς για εκδήλωση ακραίων αρνητικών στάσεων απέναντί του, όπως η -μη παθολογική- φοβία («ξενοφοβία»), αλλά, και σημείο αναφοράς για εκδήλωση θετικών στάσεων όπως η «ξενομανία» ή «ξενολατρεία». Η παθολογική φοβία, ουσιαστικά μια ψυχολογική κατάσταση στην οποία χωρίς προφανή αιτία δημιουργείται στο άτομο ο φόβος στη θέα ενός «ξένου» (πόσο μάλλον η συνύπαρξή του με αυτόν), κατά κανόνα στη βάση κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, είτε εξωτερικών είτε άλλων (π.χ. των πεποιθήσεών του, του ιστορικού της ζωής του, κ.λπ.), είναι κάτι που εδώ δε θα μας απασχολήσει, όπως δεν θα μας απασχολήσει και το ζήτημα της «ξενομανίας», παρά το γεγονός ότι εγείρει σημαντικά ερωτήματα και για το ζήτημα της «ξενοφοβίας», ειδικά όταν ξενοφοβία και ξενομανία συναντώνται, πράγμα καθόλου σπάνιο, στον ίδιο άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να είναι ξενοφοβικός ως προς κάποιες ομάδες ανθρώπων και ξενομανής ως προς κάποιες άλλες. Αυτή η πραγματικότητα, δείχνει ξεκάθαρα, πως το ξενοφοβικό φαινόμενο, δεν μπορεί να προσεγγιστεί ούτε δογματικά (πολύ περισσότερο απλά σε ιδεολογική -πόσο μάλλον σε ιδεοληπτική- βάση), ούτε και κατά τρόπο που να αγνοεί τις πραγματικές αιτίες που παράγουν τον φόβο, εστιάζοντας στο αποτέλεσμά τους και όχι σ’ αυτές καθ’ αυτές, κάτι που σήμερα συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό. Ομοίως, δεν θα μας απασχολήσει εκείνη η επιχειρηματολογία που προσπαθεί να θεμελιώσει την άποψή της, πάνω στην αντίληψη του «υποδεέστερου ανθρώπου» τη βάση κάποιων ατομικών ή και ομαδικών χαρακτηριστικών (που εδώ παράγει και το ρατσιστικό φαινόμενο), ως αιτίας της ξενοφοβίας στη χώρα μας, όμως, για το γενικότερο ζήτημα της «πολιτισμικής υπεροχής», θα κάνουμε μια σύντομη τοποθέτηση στα επόμενα. Ο παράνομος μετανάστης που απορρίπτεται όχι για τους λόγους που εδώ εκ προοιμίου τέθηκαν ως βάση των επιχειρημάτων μας εναντίον του φαινομένου, δηλαδή, όχι διότι είναι παράνομος μετανάστης, μα διότι είναι παράνομος, αυτή είναι δική μας θέση, αλλά απορρίπτεται απλά ως «ξένος», ασφαλώς αυτού του είδους η απόρριψη του «άλλου», θα συναντήσει και τη δική μας καταδίκη.
Πρέπει να ξεχωρίσουμε τον φόβο από την απόρριψη. Δεν είναι το ίδιο πράγμα, έστω και αν μπορούν να εκδηλώνονται με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με την απόσταση από το αντικείμενο του φόβου ή της απόρριψης. Π.χ., κάποιος απορρίπτει έναν μετανάστη, όχι ως πρόσωπο επειδή το φοβάται, (χωρίς να αποκλείεται κι αυτό αν δεν γνωρίζει τίποτα γι’ αυτόν ή αν αμφισβητεί την αλήθεια για όσα ο ίδιος πληροφορεί για την ταυτότητά του) αλλά απορρίπτει αυτό που εκφράζει. Κι αυτό που εκφράζει ο παράνομος μετανάστης, μιλώντας για τα μεταναστευτικά κύματα της παρούσας ιστορικής συγκυρίας, δεν είναι μονάχα, πολιτισμικά πρότυπα τα οποία οι λαοί των χωρών υποδοχής δεν αποδέχονται (κατά πλειοψηφία), αν και, το ίδιο ισχύει αλλά αντιστρόφως, ούτε οι παράνομοι μετανάστες αποδέχονται τα πολιτιστικά πρότυπα που βρίσκουν στον ξένο τόπο, απλά τα ανέχονται, μα επίσης, εκφράζει και το μέσο, το εργαλείο με το οποίο ύπουλα η Νέα Τάξη Πραγμάτων επιχειρεί να διαβρώσει αντιστάσεις (πολιτισμικές και πολιτικές κατά βάση) που οι λαοί των χωρών υποδοχής προβάλλουν στους στρατηγικούς στόχους της Νεοφιλελεύθερης Τάξης Πραγμάτων διεθνώς, όπως ο τελικός στόχος της κατάργησης των συνόρων, των εθνικών πολιτισμικών προτύπων, των εθνικών κρατών, κ.λπ., εν ονόματι ενός προτύπου το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί καλύτερο από εκείνο που επιχειρεί να καταργήσει, το αντίθετο μάλιστα. Δεν φοβάται το πρόσωπο αλλά αυτό που αυτό το πρόσωπο εκπροσωπεί. Και επειδή εδώ η ξενοφοβία έχει συνδεθεί κατά παράδοξο τρόπο μόνο με το θέμα του χρώματος, ή της θρησκείας (ιδίως του ισλαμισμού), ας μη ξεχνάμε ότι υπάρχουν και άλλοι ξένοι μετανάστες στη χώρα μας αλλόθρησκοι με τους οποίους δεν υπάρχει καμία συσχέτιση του ξενοφοβικό φαινόμενο.
Γιατί δεν μιλάμε για ξενοφοβία του ελληνικού λαού έναντι π.χ., των Φιλιππινέζων, αλλά μιλάμε για ξενοφοβία έναντι κάποιων άλλων; Το γιατί συμβαίνει αυτό, δεν είναι τόσο ζήτημα υποκειμενικής προσέγγισης του ζητήματος (όπως π.χ. συμβαίνει στη περίπτωση ενός ατόμου παθολογικά ή για λόγους ιδεολογίας ξενοφοβικού), αλλά, τις περισσότερες φορές είναι ζήτημα αντικειμενικό. Κι αυτό το τελευταίο αφορά τη πλειοψηφία του λαού, εκτός κι αν δεχτούμε πως ο ελληνικός λαός ως συλλογική οντότητα πάσχει ψυχολογικώς αναφορικά με το προκείμενο ζήτημα. Ο ξένος αντιμετωπίζεται με καχυποψία και εχθρότητα, όταν θεωρείται ότι απειλεί όχι πια την κοινωνία (π.χ., με το να απειλεί το status των μισθών, των κοινωνικών υπηρεσιών κ.λπ.), μα την ίδια τη χώρα, με το να θεωρείται κίνδυνος για κάποια εθνικά ζητήματα στα οποία πρέπει να εντάξουμε όχι μόνα όσα έχουν να κάνουν με την εθνική ασφάλεια μα και με το πολιτισμικό status του λαού και των παραδόσεών του. Έτσι, ο ξένος στην περίπτωση αυτή, αποτελεί πηγή φόβου τόσο για τα εθνικά ζητήματα όσο και για ζητήματα καθαρώς κοινωνικά που πλέον δεν διαχωρίζονται εφόσον υπάρχει και το εθνικό στοιχείο στην όλη προσέγγιση.
Δεν μπορούμε να καμωνόμαστε πως δεν γνωρίζουμε ή όταν δηλώνουμε ότι τις γνωρίζουμε να καμωνόμαστε τι δεν αντιλαμβανόμαστε την λογική ανησυχιών της κοινωνίας και του λαού που συνδέουν την ασφάλεια του Κράτους με τις ανεξέλεγκτες παράνομες μεταναστευτικές ροές. Ασφαλώς το επιχείρημα ότι οι εδώ μετανάστες είναι φιλειρηνικοί, ουδόλως στερείται αλήθειας, όμως, αυτό δεν αίρει την παραπάνω πραγματικότητα. Αν τα επιχειρήματα που προβάλλονται και απευθύνονται στη «Κοινή Γνώμη», προκειμένου να την πείσουν για τις πραγματικές ή υποτιθέμενες πλάνες της, δεν φέρνουν αποτελέσματα, τότε, αυτό πιθανώς να σημαίνει ότι φταίνε τα επιχειρήματα, πιθανώς όμως, η ίδια η πραγματικότητα.
Αυτό το στοιχείο, δηλαδή της συνεκτίμησης και των εθνικών παραμέτρων που εισχωρούν στο ξενοφοβικό γεγονός, πρέπει κανείς να το συνεκτιμά όταν συγκρίνει ξενοφοβικές συμπεριφορές μεταξύ διαφόρων λαών και κοινωνιών. Θα πρέπει δηλαδή πάντα να διερευνά όχι τη ξενοφοβία ως αποτέλεσμα, μα αν τα αίτια που την παράγουν είναι συγκρίσιμα σε κάθε περίπτωση. Δηλαδή αν ξενοφοβία παράγεται στις συγκρινόμενες κοινωνίες από τις ίδιες αιτίες. Μόνο τότε μπορεί να συγκρίνει και την ξενοφοβία ως αποτέλεσμα μεταξύ διαφόρων λαών και κοινωνιών. Διαφορετικά δεν έχει νόημα. Ακόμα και στο αμιγώς κοινωνικό ζήτημα, δεν έχει απλά να κάνει με το ότι κάποιος έρχεται να πάρει τις δουλειές από τους ντόπιους κ.λπ., διότι οι μετανάστες και ιδίως οι παράνομοι μετανάστες, χαμηλής κατά κανόνα ειδίκευσης, δεν είναι ανταγωνιστικοί προς τους ντόπιους εργαζόμενους, εξόν από τις πολύ λίγες περιπτώσεις που εργάζονται στους ίδιους τομείς και σε παρόμοιες θέσεις. Όμως, αυτοί οι άνθρωποι, δεν φέρνουν μαζί τους μόνο τη φτώχεια και την επιθυμία για δουλειά, αλλά, το ζήτημα εδώ είναι τι γίνεται με όσους εξ αυτών φέρνουν και την επιθυμία τους για παρανομία, αφού εδώ βρήκαν μια καινούργια «αγορά» στην οποία υπάρχει χώρος και για τις δικές τους παραβατικές δραστηριότητές τους. Ότι εδώ «υπάρχει ψωμί» άλλου όμως είδους. Και μάλιστα, η «αγορά» αυτή δημιουργείται εν πολλοίς εντός των ίδιων των πληθυσμών των παράνομων μεταναστών, πέφτοντας έτσι θύματα και οι ίδιοι συμμοριών συμπατριωτών τους ή ομοθρήσκων τους.

V

Επίσης υπάρχει μια τάση, όταν δεν προβάλλεται απ’ την προπαγάνδα της Αθλιότητας, η οποία τείνει να αγιοποιήσει τον παράνομο μετανάστη. Δεν είναι καινούρια, ούτε εκδηλώνεται σε σχέση με τους παράνομους μετανάστες μόνο. Περίπου θεωρούνται ως Γιάννηδες-Αγιάννηδες, που διώκονται επειδή έκλεψαν ένα καρβέλι ψωμί. Το ότι είναι θύματα της ανάγκης, κάτι ασφαλώς αληθές για τους περισσότερους τουλάχιστον από αυτούς, αυτό αρκεί για να μη θεωρείται καν παράνομος, ουδέ καν παράτυπος. (Τώρα το γιατί, όχι ένας παράνομος μετανάστης πρέπει εξ αυτού του, πραγματικού, λόγου, να θεωρείται ως μη παράνομος, και όχι γενικώς, όλα τα «παιδιά της ανάγκης» να πάψουν να θεωρούνται παράνομα αν αποδειχτεί πως ήταν η ανάγκη η αιτία που τα οδήγησε στην όποια παράνομη πράξη, αυτό ως ζήτημα το κρατάμε ανοικτό προς μελλοντική συζήτηση). Όμως και ο γνωστός Γιάννης Αγιάννης των «Αθλίων», προκάλεσε τη συμπάθεια προς το πρόσωπό του, όχι διότι ο νόμος κινήθηκε εναντίον του όταν έκλεψε το ψωμί, μα διότι ο νόμος φάνηκε αρκετά σκληρός απέναντι σε ένα αδίκημα τέτοιας μορφής και που διαπράχθηκε για λόγους αυτοσυντήρησης, την ίδια στιγμή, που στη κοινωνία υπήρχε (υπάρχει) η αντίληψη ότι τα μεγάλα εγκλήματα είτε «πέφτουν στα μαλακά» είτε και μένουν ατιμώρητα. Θυμάμαι μάλιστα κάποιον καθηγητή μου, πολύ ευφυολόγο, που έλεγε πως το γεγονός πως υπάρχουν ληστείες δεν σημαίνει πως τα πταίσματα δεν πρέπει να διώκονται. Και θα είχε δίκαιο, αν στον κόσμο δεν μένει η εντύπωση πως τελικώς, με τον ένα η τον άλλο τρόπο, τα μεγάλα εγκλήματα κατορθώνουν να μην τα ακουμπά ο νόμος, ένας νόμος που εξαντλεί την αυστηρότητά του στο επίπεδο του πταίσματος ή του πλημμελήματος. Όχι λοιπόν «παράνομος μετανάστης», μα σκέτο «μετανάστης» που εξισώνει τους νόμιμους με τους παράνομους. Όμως, εδώ μπαίνει ένα άλλο ζήτημα, δηλαδή, αν ένα ευνομούμενο Κράτος, οφείλει ή όχι να εφαρμόσει ό,τι ο νόμος επιτάσσει, διαφορετικά, αν ο ίδιος ο νόμος του δεν είναι αρεστός, ας αλλαχτεί, άλλως, η μη εφαρμογή του νόμου στο προκείμενο ζήτημα, πολύ απλά, δημιουργεί την πεποίθηση στους πολίτες πως ο νόμος εφαρμόζεται à la carte και, εξίσου απλά, θα τοποθετούνται αρνητικά και εχθρικά έναντι εκείνων υπέρ των οποίων λειτουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο ο νόμος.

VI

Σε τακτά χρονικά διαστήματα, πρέπει να κατεβαίνω στην Ομόνοια με το μετρό για κάποια δουλειά που δεν διαρκεί παρά λίγα λεπτά. Με το που βγαίνω στην επιφάνεια της πλατείας, το μαγαζί που επισκέπτομαι με συχνότητα μια φορά τον μήνα, βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την έξοδο που οδηγούν οι κυλιόμενες σκάλες. Μπαίνω στο μαγαζί και αφού πάρω αυτό που θέλω ακολούθως παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Η επίσκεψή μου αυτή, πάντα συνοδεύεται από τις υποδείξεις της γυναίκας μου : «το νου σου», «τα μάτια σου δεκατέσσερα», «να προσέχεις», «να μη χαζεύεις», «πήγαινε και φύγε αμέσως», και άλλα παρόμοια. Μοιάζει πραγματικά σαν να επισκέπτομαι πολεμική ζώνη. Η αλήθεια είναι πως συχνά πυκνά ακούμε κάποια εγκληματική πράξη να έχει λάβει στην περιοχή αυτή, ενώ όσα ακούμε από άλλες αφηγήσεις που δεν φτάνουν καν στα δελτία ειδήσεων, ενισχύουν την γενική εντύπωση που υπάρχει για το μέγεθος της παραβατικότητας της περιοχής -που φυσικά, δεν αποτελεί την μόνη νησίδα έντονης παραβατικότητας στην πρωτεύουσα. Και επειδή επιστρέφοντας από την «πολεμική ζώνη» πηγαίνω πρώτα για ένα καφέ σε «ασφαλές σημείο» της γειτονιάς μου, η γυναίκα μου πάντα μου υπενθυμίζει να την πάρω τηλέφωνο ότι έφυγα από την Ομόνοια και επέστρεψα. Αυτή είναι η επίσκεψη στην Ομόνοια στην, ας την χαρακτηρίσω έτσι, Μεταπολιτισμική Εποχή. Βεβαίως, υπάρχει και η ίδια αυτή πλατεία της Προπολιτισμικής Εποχής. Είναι η ίδια πλατεία Ομονοίας, που στα τέλη δεκαετίας του 1960 και αρχές της δεκαετίας του 1970, αναφέρομαι σε περιόδους που έχω προσωπικές αναμνήσεις, νεαροί και νεαρές, 10 η ώρα το βράδυ, τον χειμώνα παρακαλώ, όχι το καλοκαίρι, ήταν η ώρα που τέλειωναν τα φροντιστήρια για μαθητές που ετοιμάζονταν για τις εξετάσεις τους στο πανεπιστήμιο, κυρίως μαθητές των δυο τελευταίων τάξεων (πέμπτης και έκτης) των τότε εξατάξεων γυμνασίων, σκορπίζονταν στα στενά της Ζήνωνος για να πάρουν τα λεωφορεία κυρίως προς τις Δυτικές συνοικίες της Αθήνας, όπως η γυναίκα μου, μαθήτρια τότε, για να πάρει το αυτοκίνητο για Περιστέρι. Τη Ζήνωνος, που σήμερα, όχι βράδυ χειμώνα, μα μεσημέρι ντάλα καλοκαίρι, την διασχίζεις μετά φόβου Θεού. Βέβαια οι εδώ παρατηρήσεις δεν αφορούν μονάχα την Ομόνοια. Στην Προπολιτισμικότητας Εποχή, είναι τοις πάσι γνωστό, ότι τα καλοκαίρια κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα για δροσιά έχοντας μονάχα τη κουρτίνα τραβηγμένη, αν την παραμέριζες μπορούσες να δεις μέσα ποιος κοιμότανε, ακόμα και στα ισόγεια, στα εξοχικά σε ράντζα έξω από το σπίτι με στέγη τον έναστρο ουρανό, τότε το aircondition ήταν και είδος πολυτελείας. Τι συνέβαινε; Δεν υπήρχε τότε εγκληματικότητα; Ασφαλώς και υπήρχε. Όμως, αυτό που επικρατούσε ήταν κυρίως η μικροπαραβατικότητα, αλλά, χωρίς την σκληρότητα που σήμερα υπάρχει ακόμα και στο επίπεδο αυτό. Όχι δε σπάνια, ο μικροπαραβάτης, με το που γίνονταν αντιληπτός, το έσκαγε. Άλλωστε ακριβώς επειδή το έγκλημα και η μικροπαραβατικότητα δεν είχαν «κανονικοποιηθεί» ώστε να καταστούν «ρουτίνα», αποτελούσαν και υλικό προς δημοσιοποίηση στις εφημερίδες. Σήμερα, μονάχα τα πολύ χτυπητά εγκλήματα βλέπουν το φως της δημοσιότητας, ενώ σχεδόν η μικροπαραβατικότητα δεν αναφέρεται καν. Το έγκλημα αλλά και η λεγόμενη μικροπαραβατικότητα έχουν «αναβαθμιστεί» κυρίως «ποιοτικά», δηλαδή, έχουν γίνει πιο σκληρές, απάνθρωπες και βάρβαρες οι μέθοδοι που ακολουθούνται. Αυτή η πραγματικότητα, είναι μια «συνεισφορά» κυρίως της πολυπολιτισμικότητας, που μαζί με άλλα, έφερε κι αυτές τις νέες «μεθόδους». Όχι ότι στην Προπολιτισμική Εποχή δεν υπήρχε το ειδεχθές έγκλημα, όμως, δεν είχε καταστεί κανόνας και δεν εκδηλώνονταν ώστε η κοινωνία να μετατρέψει τα σπίτια της σε φρούρια και ο τρόμος να κυριαρχεί στους δρόμους, ενώ, ακόμα και στις σχετικά πιο «ασφαλείς» περιοχές, κι εκεί, μόλις η ώρα περάσει το βράδυ, η σχετική ασφάλεια παύει κι αυτή. Ο κόσμος δεν κοιμόταν με ανοικτά πατζούρια επειδή είχε άγνοια κινδύνου ή επειδή είχε περιέλθει σε μια κατάσταση μαζικής αναισθησίας. Αν στην Προπολιτισμική Εποχή ζητούσες να αναφέρεις δέκα ειδεχθή εγκλήματα που είχαν συνταράξει την κοινωνία, στη διάρκεια ας πούμε μιας δεκαετίας, μετά το πέμπτο, έκτο, θα άρχιζες να πιέζεις τη μνήμη σου να θυμηθεί μερικά ακόμα. Σήμερα, τα λεγόμενα ειδεχθή εγκλήματα έχουν πυκνώσει σε βαθμό αφάνταστο.

VII

«…Εχθρός δεν είναι μόνο ο βάρβαρος ξένος μα και η αδικία, η ψευτιά, η αντίδραση στην πρόοδο και στην ευτυχία των ανθρώπων. Δεν έχει σημασία λοιπόν αν ο εχθρός προέρχεται από την πατρίδα, αν είναι ομόφυλος ή βρίσκεται έξω από την πατρίδα, ως επιδρομέας ή κατακτητής. Εχθρός στάθηκε πάντα η μοναρχία, η τυραννία, το θείο δίκαιο που παραβιάζει τα ηθικά σύνορα, όπως μια εχθρική επιδρομή καταπατάει τα γεωγραφικά σύνορα. Την ίδια σημασία έχει αν διώξεις τους τυράννους ή αν διώξεις τους εχθρούς, γιατί έτσι ξαναποκτάς το έδαφός σου. έρχεται η ώρα που δεν φτάνει μια σκέτη διαμαρτυρία. Χρειάζεται και δράση. Η ιδέα αρχίζει κάτι που ολοκληρώνεται με τη ζωντανή βία. Με την εγκυκλοπαίδεια φωτίστηκαν οι ψυχές. Με την Επανάσταση ηλεκτρίστηκαν. Τα πλήθη έχουν την τάση ν’ ανέχονται τον τύραννο. Και η μάζα καταλήγει στην απάθεια. Έτσι, οφείλεις να ταρακουνάς, να σπρώχνεις, να κεντρίζεις, να ενθουσιάζεις τους ανθρώπους, να τους ρίχνεις την αλήθεια μπροστά στα μάτια τους, να τους πετάς με μεγάλες, απέραντες χούφτες το φως…» (Βίκτωρ Ουγκώ : Οι Άθλιοι, Τόμος Β΄, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2011, σελ. 259-260)

Η ελληνική κοινωνία, στην περίπτωση της επιβολής των Μνημονίων, υπέστη μια άνευ όρων και ορίων επίθεση των «δανειστών» (ουσιαστικά του ΔΝΤ και του Βερολίνου), μέσω της συνδυαστικής στρατηγικής του «σοκ» και της αυτοενοχοποίησης του ελληνικού λαού, που όφειλε να «ομολογήσει» πως ό,τι του συνέβαινε δεν ήταν παρά αποτέλεσμα των ιδίων αυτού μεγάλων λαθών αν όχι και «αμαρτημάτων», είτε ευθέως είτε εμμέσως μέσω των πολιτικών του επιλογών.
Την ίδια στρατηγική βιώνει η ελληνική κοινωνία και στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, την οποία στο μέτρο και το βαθμό που δεν αποδέχεται το φαινόμενο αυτό, τότε, αυτή η κοινωνία και αυτός ο λαός, πρέπει να «χρεωθεί» την μομφή του «ξενοφοβικού» και του «ρατσιστή», διότι αρνείται να αποδεχτεί ό,τι διάφορα γκρουπούσκουλα θεωρούν ότι πρέπει να αποδεχτεί απλώς επειδή αποτελούν δικές τους πεποιθήσεις (ή συμφέροντα).
Το ξενοφοβικό φαινόμενο, στη χώρα μας, και όχι μόνο στη χώρα μας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, πως -τουλάχιστον στο βαθμό που σήμερα εμφανίζεται-, είναι ένα σχετικά καινούργιο φαινόμενο που άρχισε κυρίως τη δεκαετία του 2000 και φούντωσε την περίοδο της Κρίσης (2010 και μετέπειτα), όταν τα παράνομα μεταναστευτικά ρεύματα προς τη χώρα μας, αρχικά από την Αλβανία (κυρίως) και άλλες χώρες του λεγόμενου πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ άρχισαν να αποκτούν διαστάσεις σχεδόν ανεξέλεγκτες.
Η ελληνική κοινωνία, μπρος σ’ αυτές τις ανεξέλεγκτες ροές, δεν αντέδρασε στη λογική των «υποδεέστερων» ανθρώπων που έρχονταν να κατακλύσουν τη χώρα. Το αίτημά της δεν ήταν να αντικατασταθούν αυτές οι ροές «υποδεέστερων» ανθρώπων με άλλες ροές «ανώτερων ανθρώπων», ερχόμενοι από άλλες χώρες που κατοικούνται από τέτοιες «ανώτερες ράτσες». Άλλωστε και στη Γαλλία, και στην Ιταλία, και στην Ισπανία, ακόμη και στην Ελβετία και την Σουηδία, μπορείς αν το ψάξεις, να βρεις ανθρώπους – παιδιά της ανέχειας και της φτώχειας και να τους στείλεις το μήνυμα των «ανοιχτών συνόρων» της χώρας μας, προσκαλώντας τους να περιμαζέψουν τα προβλήματά τους και να έρθουν εδώ να βρουν καλύτερη τύχη. Η ανοησία στα επιχειρήματα δεν απέχει παρά ένα βήμα από τη σοβαρότητα. Η απόσταση δεν είναι μεγάλη.
Η αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας, που ερμηνεύεται ως «ξενοφοβική», είναι η αντίδραση κάθε λογικού ανθρώπου με καλή ψυχική υγεία : η ελληνική κοινωνία, (και θα ήταν όντως άθλιο κάποιος να επικαλεστεί εξαιρέσεις προκειμένου να της χρεώσει τις εξαιρέσεις αυτές ως γενικό χαρακτηριστικό), αντιδρά όχι στη νόμιμη μετανάστευση, ούτε στους πρόσφυγες, αντιδρά στην παράνομη μετανάστευση και το ερώτημα τίθεται ευθέως : υπάρχει κάποιος που έχει γι’ αυτό μια αντίθετη θεμελιωμένη άποψη; υπάρχει κάποια άλλη αντίθετη άποψη που να υποστηρίζει ότι κακώς η εμμονή στην νομιμότητα ως προς αυτό το ζήτημα;
Ομοίως η ελληνική κοινωνία, ο ελληνικός λαός, με βάση το υπαρκτό ζήτημα πως το μέγεθος της παράνομης μετανάστευσης που απειλεί την εθνική και κοινωνική συνοχή, (ας το επαναλάβω διότι δεν είμαι διόλου σίγουρος πως αρκεί μια φορά να πεις κάτι για να μην διαστρεβλώνεται η άποψή σου : η παράνομη μετανάστευση και όχι η νόμιμη ή οι πρόσφυγες), ένα ζήτημα υπαρκτό και αναγνωρισμένο από όλους πλην ενός ιδεοληπτικού Διεθνισμού και των υποστηρικτών της υπερνεοφιλελεύθερης Νέας Τάξης Πραγμάτων (δηλαδή της Παγκοσμιοποίησης και της Πολυπολιτισμικότητας), οι οποίοι ακριβώς αυτή τη συνοχή επιθυμούν να διαρρήξουν, εκείνο που απαιτεί είναι το αναφαίρετο δημοκρατικό του δικαίωμα, να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο επί των μειζόνων εθνικών ζητημάτων αφ’ ενός διότι «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» μα και διότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα», για να θυμηθούμε λίγο και το τι λέει το Σύνταγμα της χώρας από το πρώτο του κιόλας άρθρο. Το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός, όχι μόνο δεν ερωτάται επί του ζητήματος αυτού, μα ακόμα χειρότερα, επειδή διαπιστώνει να απειλείται η κοινωνική και εθνική συνοχή του λόγω του μεγέθους της παράνομης μετανάστευσης, αυτό, είναι κάτι που πρέπει να του καταλογιστεί ως «ξενοφοβία» με τη ρατσιστική της διάσταση; Όμως στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι ούτε καν το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης που κυριαρχεί ως παράμετρος, διότι την άρνησή του ο ελληνικός λαός να δεχτεί να διαρραγεί η κοινωνική και εθνική του συνοχή, θα την πρόβαλε ακόμα και αν όλα αυτά τα παράνομα μεταναστευτικά ρεύματα ήταν νόμιμα! Ποιος είπε ότι ο ελληνικός λαός θα ήταν πρόθυμος να δεχτεί καμιά δεκαριά εκατομμύρια νόμιμων μεταναστών και προσφύγων, όχι παράνομων μεταναστών, απλά επειδή μερικοί νεοταξίτες οπαδοί της Παγκοσμιοποίησης και του Διεθνισμού δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα με μια τέτοια εξέλιξη;
Η μήπως, ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, το γεγονός πως η κοινωνία συνδέει το μέγεθος της παράνομης μετανάστευσης με την αυξημένη ποσοτικά και «αναβαθμισμένη» ποιοτικά εγκληματικότητα (ακόμα και η μικροπαραβατικότητα), είναι κι αυτό μια συλλογική φαντασίωση και μεγέθυνση ενός μάλλον «φυσιολογικού» από άποψη επιπέδου ζήτημα; Ασφαλώς η πραγματικότητα αυτή δεν έχει καμία σχέση με καμία ξενοφοβία. Έχει σχέση με την άρνηση της κοινωνίας να απολέσει μια ασφάλεια την οποία είχε και η οποία δεν υπάρχει, διότι πιστεύει πως σε μεγάλο βαθμό έχει απολεστεί με υπαιτιότητα και της παράνομης μετανάστευσης. Κι εδώ, δεν είναι ο ξένος η πηγή του φόβου, είναι η απώλεια του αισθήματος ασφάλειας. Το γεγονός ότι αυτή η απώλεια συνδέεται και με την παρουσία παράνομων μεταναστών, αυτό είναι ένα παράγωγο ζήτημα, που έχει ουσία μονάχα αν απαντηθεί το ερώτημα γιατί ένας παράνομος μετανάστης είναι εξ ορισμού σχεδόν φορέας μονάχα «πλούτου» και θετικών δυνατοτήτων για τη χώρα εφόσον γίνει δεκτός και ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία. Για να το πω πιο απλά : αν οι παράνομες μεταναστευτικές ροές, δεν συνέπιπταν (καθ’ υπόθεση καθόλου τυχαίως) με μια δραματική χειροτέρευση του αισθήματος ασφάλειας του ντόπιου πληθυσμού, το «ξενοφοβικό» ζήτημα δεν θα ήταν καν ζήτημα άξιο συζήτησης. Εδώ μάλιστα, ας μη ξεχνάμε, έχουμε και το πρόσθετο στοιχείο ότι οι άνθρωποι αυτοί φροντίζουν να εξαφανίζουν και κάθε τυπικό στοιχείο (έγγραφα, ταυτότητες κ.λπ.) που να πιστοποιούν τουλάχιστον και το ποιοι είναι, και επομένως ποιοι ήταν και στη χώρα τους. Συνεπώς, γιατί πρέπει να θεωρηθεί «ξενοφοβική» η στάση απέναντι σε ανθρώπους για τους οποίους όχι απλά η ελληνική κοινωνία (και κυρίως το ελληνικό Κράτος) δεν γνωρίζει τίποτα πέραν των όσων οι ίδιοι δηλώνουν και κυρίως δεν γνωρίζουν τίποτα για το παρελθόν τους; Γιατί για παράδειγμα να μην φοβάται η ελληνική κοινωνία πως μέσα στα ανεξέλεγκτα παράνομα μεταναστευτικά ρεύματα βρίσκουν χρυσή ευκαιρία να παρεισφρέει και κάθε είδους εγκληματικό ή τρομοκρατικό στοιχείο; Είναι η στάση αυτή ξενοφοβική ή είναι μια στάση πολύ ανθρώπινη, πολύ λογική και μάλιστα πολύ συνετή, τουλάχιστον έως ότου ταυτοποιηθούν πλήρως και έγκυρα;
Ή μήπως, ένα άλλο ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη η κοινωνία, και τη φύση των εθνικών της προβλημάτων με τους γείτονές της, και την εθνική καταγωγή συγκεκριμένων μεταναστών και παράνομων μεταναστών, ο φόβος που αναπτύσσεται αναφορικά με τη στάση κάποιων εξ αυτών σε περίπτωση όξυνσης, πόσο μάλλον πολεμικής εμπλοκής με κάποια γείτονα χώρα, δηλαδή, ποια από τις δύο πλευρές θα υποστηρίξουν, ακόμα δε και αν παραμείνουν ή όχι ουδέτεροι αν δεν θέλουν να στηρίξουν κανέναν, είναι ένα ζήτημα που κι αυτό κινείται στη σφαίρα, ως δυνατότητας να γίνει πραγματικότητα, της φαντασίας και επομένως ο λαός κακώς ασχολείται με τέτοιες σκέψεις; Όπως στις προηγούμενες περιπτώσεις έτσι κι εδώ, δεν είναι ο «ξένος» που παράγει φόβο, μα είναι η αδιευκρίνιστη πρόθεση των παράνομων μεταναστών τι ακριβώς θα πράξουν σε μια τέτοια περίπτωση, ενώ, είναι και το ζήτημα κάποιων νόμιμων μεταναστών που έχουν ήδη πολιτογραφηθεί Έλληνες υπήκοοι, ακόμα δε, έχουν λάβει και την ελληνική ιθαγένεια, που με πράξεις τους, δείχνουν πως όχι μονάχα Έλληνες δεν αισθάνονται και ότι ουδόλως έχουν ουσιαστικά ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία και μάλλον δεν το επιθυμούν κιόλας, όπως δείχνουν κάποια χαρακτηριστικά, όπως εκείνο με τους αλβανικής καταγωγής φαντάρους στον Ελληνικό Στρατό, που φωτογραφήθηκαν να κάνουν με τα χέρια τους το γνωστό σήμα του αλβανικού αετού, σημάδι του αλβανικού αλυτρωτισμού.
Τώρα, το ότι μπορούν κράτη που δεν έχουν φιλικές σχέσεις με την Ελλάδα, π.χ., Τουρκία, Πακιστάν κ.λπ., ή ακόμα και τρομοκρατικές οργανώσεις, με δική τους παρέμβαση (εννοώ των μυστικών τους υπηρεσιών) να στέλνουν και πράκτορές τους ή να διευκολύνουν αν δεν παροτρύνουν φανατικούς ισλαμιστές να ακολουθούν και αυτοί τα καραβάνια των παράνομων μεταναστών υποδυόμενοι κι αυτοί τον πρόσφυγα ή τον εξαθλιωμένο πολίτη της χώρας τους που αναζητά στην Ευρώπη (ή αλλού) καλύτερη τύχη για τη βελτίωση των όρων ζωής του, αυτό ασφαλώς ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως παρατραβηγμένη υπόθεση ή σενάριο φαντασίας. Ο ρόλος αυτών των ανθρώπων «ειδικής αποστολής» βεβαίως θα πρέπει κανείς να περιμένει τις εξελίξεις για να τον διαπιστώσει, όμως, αλίμονο αν ένα κράτος, που υποδέχεται αυτά τα ρεύματα των παράνομων μεταναστών και μαζί μ’ αυτούς και αυτές τις ομάδες «ειδικών αποστολών», περιμένει κι αυτό πρώτα να δει τις εξελίξεις και ακολούθως να ενδιαφερθεί να πληροφορηθεί τι και γιατί συνέβη. Ένα οργανωμένο κράτος, οφείλει να γνωρίζει εκ των προτέρων, γενικότερα μιλώντας, όχι μονάχα ποιες δυνάμεις ή παράγοντες συνιστούν σήμερα ή δυνητικά απειλές και κινδύνους γι’ αυτό, μα και ευκαιρίες και ευνοϊκές δυνατότητες αντίστοιχα. Επί του προκειμένου, το να σκέφτεται κανείς πως η αποστολή τέτοιων ομάδων «ειδικών αποστολών», εφόσον εντοπιστούν ότι πράγματι υπάρχουν και σε ποιο βαθμό υπάρχουν, ενδέχεται να είναι η ενεργοποίησή τους κάτω από δεδομένες συγκυρίες ως «διαμορφωτές απόψεων και υποκινητές συμπεριφορών -πάσης φύσεως, π.χ., πολιτικών αν και όχι μόνο» όχι μονάχα συμπατριωτών τους μα και ομοθρήσκων τους γενικότερα (στην ισλαμική θρησκεία το ομόθρησκον βαραίνει πολύ περισσότερο από το «ομόεθνον»), δεν γνωρίζω πόσο πολύ απίθανη μπορεί να θεωρείται ως εξέλιξη. Π.χ., σε μια ενδεχόμενη θερμή αναμέτρηση Ελλάδας και Τουρκίας, το ισλαμικό στοιχείο στην Ελλάδα, βεβαίως και στην πλειοψηφία του πιθανότατα και να μην δεχτεί να παίξει τον ρόλο της πέμπτης φάλαγγας στο εσωτερικό της χώρας, όμως, ιστορικά, οι ζημιές και ακόμα οι μεγάλες ζημιές, για να γίνουν δεν χρειάζεται παρά να ανάψεις μια αρχική εστία φωτιάς και να έχεις διαθέσιμη την αναγκαία ποσότητα λαδιού ώστε να την ρίχνεις σ’ αυτή και να τη συντηρείς έτσι ώστε να προκληθεί σε δεδομένη στιγμή και υπό δεδομένες συγκυρίες η μεγάλη φωτιά που επιδιώκεται.
Ένα άλλο επίσης ζήτημα που συχνά προβάλλεται από τους υπέρμαχους της αποδοχής του φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης, είναι και εκείνο της «κοινωνικής ενσωμάτωσης» των μεταναστών μα και των παράνομων μεταναστών, που γι’ αυτούς, κι αυτοί νόμιμοι είναι τελικώς. Φυσικά, με ό,τι ήδη έχει διατυπωθεί μέχρι εδώ, είναι ξεκάθαρη η δική μας θέση. Θέμα ενσωμάτωσης παράνομων μεταναστών δεν υφίσταται, διότι δεν υφίσταται θέμα νομιμοποίησης της παρανομίας. Όμως, μιας και τίθεται το θέμα, ας πούμε και γι΄ αυτό δύο λόγια.
Η έννοια της ενσωμάτωσης, από την άλλη, χρειάζεται πολύ κουβέντα. Πότε θεωρείται ότι κάποιος έχει ενσωματωθεί πλήρως στην ελληνική κοινωνία; Όταν π.χ., έχει βρει μια δουλειά; Αυτός ο οποίος έχει βρει μια καλή δουλειά σε σχέση με την ανέχεια και τη φτώχεια που τον έδερνε πριν; Όμως ο ίδιος άνθρωπος, αφού το μόνο κίνητρο που τον κάνει να επιλέγει πολίτης ποιας χώρας επιθυμεί να είναι, αφού έχει αποκτήσει και πολιτικά δικαιώματα εν τω μεταξύ, είναι ακριβώς οι προοπτικές βιοπορισμού πού εμφανίζονται καλύτερα. Βέβαια, θα πει κάποιος πως το ίδιο κριτήριο ισχύει και για τον Έλληνα, μονάχα που η μετανάστευση είναι η τελευταία επιλογή του. Όμως, και πάλι, το μείζον εδώ δεν είναι το οικονομικό στοιχείο, είναι οι εθνικές συνιστώσες. Οι άνθρωποι αυτοί, ήρθαν σε μια χώρα, παίρνουν την ιδιότητα και την ιθαγένεια της χώρας, ας το συγκεκριμενοποιήσουμε περισσότερο το ζήτημα και ας αναφερθούμε στην Ελλάδα, επομένως, παίρνουν την ελληνική υπηκοότητα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο για τους Έλληνες μα και για τους ίδιους, δεν παύουν να είναι ο Αλβανός, ο Πακιστανός, ο Βούλγαρος, ο Νιγηριανός, ο Σομαλός, κ.λπ. Το ερώτημα που τίθεται εδώ και συνδέεται με την ξενοφοβία, είναι αυτοί οι άνθρωποι τι θα πράξουν αν έρθει κάποια στιγμή που την Ελληνική Σημαία, που θα διαπιστώσουν ότι δεν μπορούν μονάχα να διεκδικούν το δικαίωμα να τη σηκώνουν στις παρελάσεις, μα και αν χρειαστεί, αν απαιτηθεί, με την νέα τους πλέον υπηκοότητα και ιθαγένεια, οφείλουν να χύσουν και κάποια ποσότητα αίματος για να την υπερασπιστούν, ή να θυσιάσουν κάποιο μέλος του σώματός τους για τον ίδιο λόγο ή και να θυσιάσουν την ίδια τους τη ζωή. Πόσο έτοιμοι και κυρίως πόσο πρόθυμοι είναι για τέτοιου είδους θυσίες αυτοί οι άνθρωποι, θυσίες που οι Έλληνες έχουν πληρώσει με όλους τους παραπάνω τρόπους στον ρου της ελληνικής ιστορίας και να χρειαστεί θα το ξαναπράξουν; Διότι για να έχεις τα ίδια δικαιώματα δεν αρκεί να είσαι ενταγμένος στα οφέλη αλλά και στις θυσίες που απαιτήθηκαν ιστορικά ώστε αυτή η χώρα να είναι σε θέση να προσφέρει ό,τι προσφέρει ως δυνατότητες και προοπτικές. Για παράδειγμα, κάποιοι Αλβανοί εξ εκείνων που ακόμα και όταν φορούν την στολή του Έλληνα φαντάρου, κάνουν με τα χέρια τους το γνωστό σήμα του αλβανικού αετού, σύμβολο και σημάδι του αλβανικού αλυτρωτισμού, ο οποίος διεκδικεί σχεδόν ολόκληρη την Ήπειρο, μάλιστα δε, όχι μόνο αυτοί, μα, το αλβανικό στοιχείο γενικότερα που βρίσκεται και θεωρείται ενσωματωμένο στην ελληνική κοινωνία, σε μια υποτιθέμενη δυσμενή (πολεμική) εξέλιξη στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, τι στάση θα κρατήσουν, ποια πλευρά θα υπερασπιστούν πραγματικά, το τουφέκι που θα το κρατά ο αλβανικής καταγωγής φαντάρος του ελληνικού στρατού, και που θα κληθεί να σημαδέψει προς την πλευρά της Αλβανίας, θα σημαδεύει τον Αλβανό «εχθρό», ή την πλάτη του Έλληνα φαντάρου, θεωρώντας πως ο «απέναντι» όχι μόνο δεν είναι δικός του εχθρός μα είναι και αδερφός του, σε αντίθεση με τον «αποδώ», τον οποίο ενδεχομένως απλά να ανέχεται. (Ασφαλώς, θα μπορούσαμε να έχουμε επιλέξει στα πλαίσια κάποιου άλλου ανάλογου παραδείγματος, κάποια άλλη ομάδα ελληνοποιημένων αλλοδαπών, π.χ., την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης που αυτοπροσδιορίζεται και ως τουρκική, την πακιστανική, κ.λπ.).
Η πραγματική και πλέον αποτελεσματική διδασκαλία για την αναγκαιότητα και τους όρους της πολιτισμικής και κοινωνικής ένταξης σε μια κοινωνία διαφοροποιημένη πολιτισμικά και κοινωνικά, γίνεται μέσα στα σπίτια, πίσω από τις κλειστές πόρτες, όπου εκτός των άλλων διδάσκονται και τακτικές απόκρυψης των πραγματικών πεποιθήσεων και προθέσεων. Αυτό ισχύει τόσο για την φιλοξενούσα κοινωνία όσο και τις προς ένταξη σ’ αυτές αλλοεθνών ομάδων, που δεν είναι ανάγκη να είναι και νεοφερμένες, αλλά να συμβιούν ήδη από πολλά χρόνια ή και αιώνες μαζί. Η Ιστορία είναι πλούσια σε παραδείγματα που πιστοποιούν τα παραπάνω. Έτσι, π.χ., φέρνοντας ένα πιο πρακτικό παράδειγμα, τα ιρανόπουλα, ιρακινόπουλα, πακιστανόπουλα, που τα ίδια και οι γονείς τους απόκτησαν την ελληνική υπηκοότητα και ιθαγένεια, επομένως που κι αυτά νομικώς θεωρούνται Έλληνες, που θα διδάσκονται ότι οι Έλληνες στον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα διέσωσαν την Ευρώπη και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό από την εξ ανατολών απειλή, δηλαδή από τους εθνικούς τους προγόνους, λογικά θα διερωτώνται, υπερασπιζόμενα τις εθνικές πολιτισμικές τους καταβολές, τι είδους κακό θα συνέβαινε στην Ευρώπη και τον πολιτισμό της αν από το 400 π.Χ., η περσική αυτοκρατορία και τα έθνη που την απάρτιζαν κυριαρχούσαν στην Ευρώπη και επέβαλαν τον δικό τους πολιτισμό και γιατί, στο τέλος της γραφής, με ποια κριτήρια, μπορεί να θεωρηθούν ως η «κακή» πλευρά της όλης ιστορίας; Τι το κακό θα συνέβαινε αν οι Μήδοι διάβαιναν την αρχαία Ελλάδα και κατέκλυζαν την τότε Ευρώπη, και γιατί θα ήταν κακό και όχι καλό, ακόμα και με βάση τα τρέχοντα πολυπολιτισμικά επιχειρήματα; Και κυρίως, πώς θα πεισθούν πως αξίζει να θυσιάσουν την δική τους πολιτισμική τους παράδοση, όταν (δικαίως) θα αδυνατούν να εντοπίσουν τα προφανή εκείνα σημεία της υπεροχής της Δυτικής Πολιτισμικής Παράδοσης, όχι τόσο στο επίπεδο των θεωρητικών πνευματικών μα και πρακτικών τεχνολογικών και επιστημονικών της επιτευγμάτων, (αν και σ’ αυτά τα τελευταία, υπάρχουν και άλλοι πολιτισμοί με πλούσια παράδοση), όσο στο επίπεδο της Βαρβαρότητας που τόσο επιμελώς περιθωριοποιεί στις διδασκαλίες της; Όμως οι πολιτισμικές διαφορές του σήμερα, ανάλογα με την περίπτωση, δεν είναι επί παρεπομένων πτυχών αλλά σε τέτοια ζητήματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία, κοινωνικοί θεσμοί, δίκαιο και δικαιοσύνη κ.λπ. Πόσο ρεαλιστικό είναι πως αυτές οι διαφορές θα συγκλίνουν προς αμοιβαία αποδεκτά κοινωνικά πρότυπα;
Και επί τέλους, δεν είναι οι πρόγονοι αυτών των μελαμψών Ασιατών και Αφρικανών, απ’ την Εγγύς και την Αίγυπτο ως την Άπω Ανατολή οι απόγονοι και κληρονόμοι πολιτισμών οι οποίοι όταν δημιουργούνταν και αναπτύσσονταν η Ευρώπη καθηύδε τον πολιτισμικό ύπνο του δικαίου, με λαμπρή εξαίρεση τούτη την γωνιά της, την Ελλάδα αρχικά και τη Ρώμη κάποιους αιώνες αργότερα;
Η Ιστορία όμως είναι αμείλικτη τουλάχιστον στο επίπεδο της καταγραφής των γεγονότων που καταγράφει. Και τι είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε σύμφωνα με το πολυπολιτισμικό αφήγημα της τρέχουσας Τάξης Πραγμάτων; Ότι δηλαδή η Ανθρωπότητα όλους τους αιώνες στους οποίους καταγράφεται η ύπαρξη και η πορεία της, κατέγραψε κατά τρόπο ανεξίτηλο τον αγώνα της προκειμένου να γκρεμίζονται και όχι να ενισχύονται τα πολιτισμικά της σύνορα (και μαζί με αυτά και όλα τα υπόλοιπα), πως η Ιστορία της δεν κάνει άλλο από το να καταγράφει την αγωνία της για το πότε όλη η Ανθρωπότητα θα γίνονταν ένα Παγκόσμιο Χωριό με ένα κοινό πολυπολιτισμικό πρότυπο, με πολιτιστικές ιδιαιτερότητες χωρίς όμως αυτές να απειλούν τη κοινή πολιτισμική ουσία που αντισταθμίζει και ασφαλώς υπερβαίνει τις επί μέρους πολιτισμικές διαφορές; Δεν είναι όλα αυτά δεδομένα και κοινή πολιτισμική πίστη αυτής της Ανθρωπότητας; Μπορεί κανείς να αμφισβητήσει το πόσο ρωμαλέο είναι το πολυπολιτισμικό πρότυπο, πόσο πολύ αυθόρμητα αποδεκτό γίνεται απ’ την πλειοψηφία της Ανθρωπότητας, πόσο πολύ την εξυψώνει σε ένα ζηλευτό Παρόν κι ένα ακόμα περισσότερα υποσχόμενο Μέλλον; Μπορεί; Όμως κάπου εδώ, τελειώνει και η ανιστόρητη προπαγάνδα.

VIII

Σε σχέση πάντα με το εδώ εξεταζόμενο ζήτημα, της «ξενοφοβίας», αξίζει να απαντηθεί και το ερώτημα : ποια από τα «ξενοφοβικά» χαρακτηριστικά που μπορεί να επικαλεστεί ο οποιοσδήποτε, θεωρείται ότι αποτελούν κυρίως ελληνικό αρνητικό φαινόμενο και όχι παγκόσμια χαρακτηριστικά, που αφορούν όλους του λαούς, των εδώ παράνομων μεταναστών μη εξαιρουμένων, αν λάβουμε υπόψη το πόσο έντονα είναι τα ξενοφοβικά χαρακτηριστικά που μπορούν να εντοπιστούν στους ίδιους, σ’ εκείνες τις ουκ ολίγες συμπλοκές μεταξύ τους εδώ στη χώρα που βρίσκονται ως (παράνομοι) μετανάστες, με καθαρά εθνικά – φυλετικά χαρακτηριστικά, π.χ., ομάδες που ανήκουν σε μια εθνότητα ή φυλή να συμπλέκονται με ομάδες άλλων συγκεκριμένων εθνοτήτων ή ομάδων, για να μην αναφερθούμε στη έξαρση -και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη πίεση μέσω τέτοιων φαινομένων όπως η παράνομη μετανάστευση- ξενοφοβικών και ρατσιστικών εκδηλώσεων σε γειτονικές μας χώρες σε βάρος της Ελλάδας και των Ελλήνων, όπως στη Βόρειο Ήπειρο και στα Σκόπια. (Πρόσφατα στην αλβανική τηλεόραση, μια αλβανίδα καθηγήτρια, περίπου έσβησε από τον χάρτη το ελληνικό έθνος θεωρώντας το εξελληνισθέν αλβανικό). Κι όμως, ενώ οι Έλληνες αρκεί να ψελλίσουν κάτι εναντίον της παράνομης μετανάστευσης για να λουστούν τον χαρακτηρισμό του «ξενοφοβικού», κάνουμε ότι δεν βλέπουμε πως έχουμε και σημάδια μιας εισαγόμενης τούτη τη φορά ξενοφοβίας που εκδηλώνεται και μεταξύ των παράνομων μεταναστών -σε πρώτη φάση, και ασφαλώς, δεν θα δυσκολευτούμε να εντοπίσουμε φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού στις ίδιες τις χώρες προέλευσης των παράνομων μεταναστών, και μονάχα η ακραία υπόθεση πως όσοι καταφθάνουν εδώ ως παράνομοι μετανάστες δεν ανήκουν στις ξενοφοβικές και ρατσιστικές μάζες των πατρίδων τους.

ΙΧ

Η μεγάλη πλειοψηφία των παράνομων μεταναστών, ασφαλώς αποτελείται από ανθρώπους της ανάγκης και εξ αυτού του λόγου άλλωστε είναι (πιο) εύκολα εργαλειοποιήσιμοι, κάτι εξάλλου που το ζούμε καθημερινά με τις «ρυθμιζόμενες» ως προς την ένταση και το μέγεθός τους παράνομες μεταναστευτικές ροές από την Τουρκία προς την Ελλάδα, που κι αυτές ακολουθούν τον κύκλο των εκάστοτε πολιτικών συγκυριών που διαμορφώνονται ανάμεσα στην Τουρκία, την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ουδείς είναι τόσο αφελής να πιστεύει, ώστε αυτοί οι άνθρωποι, η μεγάλη πλειοψηφία των παράνομων μεταναστών, φεύγοντας (ή πιο σωστά υποκινούμενοι να μεταναστεύσουν έστω παράνομα) από τις χώρες τους για να βρούνε (σύμφωνα με όσα ακούνε και τους υπόσχονται οι διακινητές) καλύτερη τύχη στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα βρεθούν στην ενδεχόμενη ανάγκη κάποια στιγμή, όχι απλά να μείνουν σιωπηλοί και ήρεμοι, μα να δηλώσουν και μάλιστα ευθέως αν επικροτούν ή καταδικάζουν ομόθρησκές τους κυβερνήσεις ή και τις κυβερνήσεις των ίδιων τους των πατρίδων, αν οι σχέσεις των τελευταίων με την Ελλάδα οξυνθούν, πόσο μάλλον επικίνδυνα και πόσο μάλλον αν οδηγηθούν σε θερμό επεισόδιο. Ποιος μπορεί να υποστηρίξει, πως αυτοί παράνομοι μετανάστες, ακριβώς διότι είναι παράνομοι και επομένως περισσότερο εργαλειοποιήσιμοι από τους νόμιμους μετανάστες και πρόσφυγες, δεν θα υποστούν εδώ μύριες όσες πιέσεις (κυρίως υπενθυμίζοντάς τους τις οικογένειές τους πίσω στις πατρίδες τους), ώστε να συμπεριφερθούν με έναν ορισμένο τρόπο που θα τους υποδειχτεί; Την ίδια στιγμή, εκείνα τα δίκτυα που διαμεσολαβούν σε όλη την λαθρομεταναστευτική αλυσίδα, από το χωριό και τη πόλη καταγωγής του παράνομου μετανάστη ίσαμε τον τελικό προορισμό τους, είναι εξαιρετικά αφελές να πιστέψουμε ότι αγνοούν τις πολιτικές συνθήκες και την γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στον ευρύτερο χώρο των χωρών προορισμού αυτών των παράνομων μεταναστευτικών καραβανιών, πολύ δε περισσότερο, αν γίνει δεκτή και η πολύ ρεαλιστική υπόθεση ότι σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει και μια μη αποκρυπτόμενη πλέον εμπλοκή κυβερνήσεων στο φαινόμενο αυτό. Διότι, π.χ., δεν είναι μονάχα όσα ακούγονται για τα αεροπλάνα που η Τουρκία στέλνει σε διάφορες χώρες για να «διευκολύνει» παράνομους μετανάστες να φτάσουν στην Τουρκία και από εκεί με τη βοήθεια των ίδιων των τουρκικών Αρχών να διεκπεραιωθούν παράνομα στην Ελλάδα, μα είναι και οι χώρες εκείνες (και πιο συγκεκριμένα οι κυβερνήσεις τους) στα αεροδρόμια των οποίων προσγειώνονται τα παραπάνω τουρκικά αεροπλάνα που διευκολύνουν το όλο κύκλωμα. Τα σύνορα δεν άνοιξαν μονάχα στις χώρες υποδοχής μα και στις χώρες προέλευσης. Στον ίδιο βαθμό που εδώ προσκαλούμε τους μετανάστες να έρθουν στον ίδιο βαθμό στις χώρες τους διευκολύνουν την από εκεί έξοδό τους. Ποιο το κέρδος στους μεν και στους δε; Ποιες πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες εξυπηρετούν οι μεν και οι δε;
Είναι απολύτως αφελές να πιστεύει κανείς πως όλα τούτα τα εκατομμύρια των παράνομων μεταναστών, (όχι μονάχα με προορισμό την Ευρώπη μα και τις ΗΠΑ και αλλού), ασύντακτα και στα πλαίσια εντελώς ατομικών πρωτοβουλιών, αποφάσισαν κάποιο ωραίο πρωινό να πάρει ο καθείς το δισάκι του στον ώμο και διασχίζοντας ξένες χώρες, πάντα παράνομα, να θέσουν τη ζωή τη δική τους και των οικογενειών τους σε κίνδυνο, ώστε μετά από πορείες χιλιάδων χιλιομέτρων, και κυρίως, πληρώνοντας τόσες χιλιάδες ευρώ ή δολάρια ανά κεφαλή να φτάσουν σε ένα ξένο τόπο απλά για να πέσουν στην εξαθλίωση και την επαιτεία. Όταν, ας πούμε εδώ στην Ελλάδα, με 5 ή δέκα χιλιάδες ευρώ μπορείς να ξεκινήσεις μια μικρή ατομική επιχείρηση, π.χ., ένα κουρείο ή ένα μικρό ψιλικατζίδικο ή ένα μικρό καφενεδάκι, είναι εύλογο να υποθέσει κάποιος, πως με τα ίδια λεφτά, στο Πακιστάν ή στην Αλγερία ή στη Σομαλία ο παράνομος μετανάστης, πολύ δε περισσότερο όταν τον ακολουθεί και η κατά κανόνα πολυπληθής οικογένειά του, που προτίμησε να δώσει ίσως πολύ περισσότερα από τα παραπάνω μνημονευόμενα χρήματα στους διακινητές, θα μπορούσε να τα διαθέσει στη πατρίδα του με τρόπο πολύ πιο αποτελεσματικό από ό,τι στις χώρες προορισμού που επιδιώκει να μεταβεί. Και το ερώτημα είναι γιατί να προτιμά να ακουμπήσει το κομπόδεμά του στους διακινητές, και εν πάση περιπτώσει, αν επιθυμεί τόσο πολύ να μεταναστεύσει, διαθέτοντας πολύ λιγότερα χρήματα, να επιδιώξει να βρει χώρα προορισμού που να μπορεί να μεταβεί νόμιμα και αν επί του παρόντος αυτό δεν είναι εφικτό, απλά, να περιμένει μέχρις ότου τα πράγματα διεθνώς ή στις χώρες προορισμού που έχει υπόψη του, γίνουν πιο ευνοϊκά. Εξάλλου, ακόμα και αν δεχτούμε την προοπτική για καλύτερες προοπτικές εργασίας, είναι δυνατόν αυτό να υποστηρίζεται τουλάχιστον στις χώρες υποδοχής, ότι δηλαδή για όλα αυτά τα εκατομμύρια των χαμηλής έως και καμίας ειδίκευσης εργατικών χεριών, υπάρχει τέτοια προοπτική σε χώρες στις οποίες σχεδόν τείνει να μηδενιστεί η ανάγκη για ανειδίκευτα ή χαμηλής ειδίκευσης εργατικά χέρια, ακόμα και σε τέτοιους τομείς όπως η γεωργία, και επομένως, να στείλουν το μήνυμα πως ακόμα και πάνω στη βάση αυτή, δηλαδή των καλύτερων προοπτικών εργασίας, οι προοπτικές τους είναι ελάχιστες και πως η προοπτική να καταλήξουν στην επαιτεία είναι πολύ μεγαλύτερη;
Τα ερωτήματα που γεννώνται στη Κοινή Γνώμη, δεν μπορούν να θεωρηθούν αβάσιμα, όπως δεν μπορεί να θεωρηθεί αβάσιμη και η αγωνία ή και ο φόβος που γεννούν οι μη πειστικές απαντήσεις σε ερωτήματα σαν αυτά που τέθηκαν μέχρι στιγμής. Η αξίωση να καταπίνει κάποιος αμάσητη τη προπαγάνδα, ασφαλώς είναι κατανοητή εκ μέρους της, όμως, δεν είναι καθόλου νοητή εκ μέρους του κόσμου που αποτελεί το στόχο της προπαγάνδας αυτής. Πολύ δε περισσότερο, όταν πληροφορείται πως κάποιοι παράνομοι μετανάστες που φτάνουν εδώ, δεν είναι δεκτοί προς επιστροφή ούτε στις ίδιες τις χώρες τους, (ή αυτές εν πάση περιπτώσει που δηλώνουν ως χώρες καταγωγής τους και υπό τα στοιχεία ταυτότητάς τους που οι ίδιοι δηλώνουν), πράγμα που ασφαλώς δεν αποτελεί το καλύτερο φάρμακο κατά των ανωτέρω ανησυχιών του κόσμου.
Ένα είναι σαφές (μιλάμε πάντα για παράνομους μετανάστες και όχι για πρόσφυγες) : κανείς στοιχειωδώς έμφρων άνθρωπος (και σε κάθε περίπτωση ένας μέσος πολίτης όπου γης), πολύ δε περισσότερο μια ολόκληρη οικογένεια, δεν πρόκειται ένα ωραίο πρωινό κι αφού προηγούμενα έχει φροντίσει να εξαφανίσει κάθε έγγραφο που θα αποδείκνυε την ταυτότητά του (ας παραβλέψουμε όλα τα εύλογα ερωτήματα γιατί κάποιος επιδιώκει την σύγχυση και άγνοια των δημοσίων αρχών των χωρών υποδοχής αναφορικά με την πραγματική του ταυτότητα), να ξεκινήσει ένα ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων, διασχίζοντας λάθρα χώρες και χώρες προκειμένου να φτάσει στη χώρα που επιθυμεί. Σε όλη αυτό το αφήγημα, πώς δηλαδή ένας άνθρωπος που βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ τη χώρα στην οποία επιθυμεί να μεταναστεύσει, από τη στιγμή που του έρθει η ιδέα έως ότου την υλοποιήσει και πετύχει, υπάρχει ένα ολόκληρο πλέγμα συμβάντων που συνιστά πλήρες οργανωμένο εξωθεσμικό δίκτυο που παρέχει εξυπηρετήσεις σε όσους επιθυμούν να δοκιμάσουν την περιπέτεια της παράνομης μετανάστευσης. Το όλο ιστορικό, αναμφίβολα, δεν μπορεί παρά να ξεκινά απ’ το ερώτημα, αν ο άνθρωπος εκείνος που αποφάσισε να μπει σε όλη αυτή τη περιπέτεια, εξωθήθηκε σ’ αυτή την επιλογή μόνος του ή κάποιοι τον προσέγγισαν και τον έπεισαν να τολμήσει το εγχείρημα. Τόσο στη περίπτωση της οικειοθελούς επιλογής όσο και στη περίπτωση της στρατολόγησης, το ερώτημα είναι ποιος είναι ο συγκεκριμένος άνθρωπος που αποφασίζει από το καθεστώς νομιμότητας στη χώρα του να μεταπέσει στο καθεστώς της παρανομίας μόλις εξέλθει από τα σύνορα της χώρας του (ή, μήπως, και στη χώρα του είναι κάποιος που έχει ανοικτούς λογαριασμούς με το νόμο και τι είδους;), ή, στη περίπτωση των στρατολόγων, ποιοι είναι αυτοί, με ποια κριτήρια επιλέγουν τη «πελατεία» τους, τι ακριβώς τους λένε και τι τους υπόσχονται, με ποια αμοιβή και με ποιες «πιστωτικές διευκολύνσεις»; Και ασφαλώς, επειδή αυτοί οι στρατολόγοι – διακινητές στις χώρες καταγωγής των παράνομων, υπόσχονται ολοκληρωμένα «προϊόντα υπηρεσιών» στην «πελατεία» τους, είναι σαφές σε κάθε, στοιχειωδώς έμφρονα παρατηρητή των φαινομένων, πως, μιας και οι παράνομοι μετανάστες προέρχονται από όλη την υφήλιο και κατευθύνονται σε ένα πολύ περιορισμένο αριθμό χωρών (κυρίως χώρες της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης (ασφαλώς και η Ελλάδα για πάρα πολλούς απ’ αυτούς δεν θα τους έπεφτε και λίγη), αυτά τα (λογικώς) χιλιάδες δίκτυα ανά τον κόσμο βρίσκονται σε ανοικτή και τακτική αν όχι καθημερινή επαφή με άλλα δίκτυα, τόσο στις ενδιάμεσες χώρες διέλευσης αυτών των ανθρώπων, όσο και στις χώρες προορισμού, όπου, αφού τους παραλάβουν αναλαμβάνουν εκεί τα περαιτέρω, από τη γεωγραφική τους κατανομή, ίσαμε την ένταξη τους σε ομάδες ομοεθνών τους που προηγήθηκαν αυτών σε όλη αυτή την (οργανωμένη) περιπέτεια, κ.λπ. Όταν όμως κάποιος μιλάει για οργανωμένα δίκτυα παράνομης διακίνησης μεταναστών ή, όπερ περίπου το ίδιο, διακίνησης παράνομων μεταναστών, δεν μπορεί να μιλά για τίποτα άλλο εξόν από μια σύγχρονη μορφή δουλεμπορίου, την οποία μου φαίνεται εντελώς αδιανόητο να υπάρχουν κυβερνήσεις και συλλογικότητες που υποτίθεται ότι κόπτονται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και με τις πράξεις τους ουσιαστικά να υποθάλπουν το φαινόμενο καταγγέλλοντάς το μονάχα υποκριτικά, αφού οι χώρες αυτές υποδοχής, όχι μονάχα πλούσιες μα και ισχυρές παγκοσμίως πολιτικά και στρατιωτικά, έχουν τη δυνατότητα (κάτι άλλωστε που συχνά την πιστοποιούν), ώστε, αν πράγματι το επιθυμούσαν, εντός μιας ημέρας να εξάρθρωναν όλα τα παραπάνω δίκτυα δουλεμπορίας και το πράγμα να τέλειωνε. Το ότι όμως αυτό όχι μόνο δεν γίνεται, μα δεν γίνεται ούτε στις χώρες υποδοχής, δίνει το δικαίωμα να ερωτήσει κάποιος, πόσο μακριά της πραγματικότητας βρίσκεται αν υποστηρίξει, πως η επιβίωση και λαμπρή δραστηριότητα όλων αυτών των λαθρεμπορικών δικτύων δεν μπορεί να οφείλεται στην ανικανότητα των κρατικών υπηρεσιών να τις εξαρθρώσουν και μάλιστα σε όλες τις χώρες υποδοχής, αρκετές από τις οποίες είναι χώρες με αδιαμφισβήτητη οργάνωση και αποτελεσματικότητα των κρατικών (και μυστικών) τους υπηρεσιών, όταν την ίδια στιγμή, άλλες χώρες, με υποδεέστερο (οργανωτικό) κύρος στα ζητήματα αυτά, αποδεικνύουν πως αν θέλουν να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα στα δουλεμπορικά κυκλώματα πως σ’ αυτές δεν μπορούν να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους, το πέτυχαν, όσο κι αν αυτό εγείρει εναντίον τους τη μήνι όσων δήθεν αδυνατούν να αντιμετωπίσουν, κατά τα ανωτέρω, τη δράση των σύγχρονων δουλεμπόρων. Επομένως το ερώτημα τι συμβαίνει με τα κράτη και τις κυβερνήσεις τους, που ενώ λογικά θα μπορούσαν εντός 24 ετών να στείλουν στα αζήτητα τους λαθροκινητές, εν τούτοις, δεν το πράττουν, παραμένει.
Ασφαλώς όλος αυτός ο εσμός που συγκροτεί, άμεσα ή έμμεσα, το εγκληματικό δίκτυο σύγχρονης λαθρεμπορίας ανθρώπων, είναι απολύτως κατανοητό γιατί με τόσο φανατισμό, γιατί πάση θυσία, προσπαθεί να αγιοποιήσει τα εγκλήματά του προβάλλοντας εικόνες δυστυχών ανθρώπων που έχουν την ανάγκη της παγκόσμιας αλληλεγγύης. Και φυσικά, πίσω από αυτή την επιδίωξη, να εμφανιστούν αυτά τα δίκτυα περίπου ως ομάδες εθελοντών Καλών Σαμαρειτών, και πως οι παράνομοι μετανάστες δεν είναι παράνομοι μα απλώς «παράτυποι», αποτελεί εκ μέρους τους ένα εγχείρημα στοιχειώδους πρόνοιας αν τυχόν κληθούν να καταθέσουν σχετικά με τις δραστηριότητές τους. Αν το αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων τους (η διακίνηση παράνομων μεταναστών) δεν θεωρείται πράξη παράνομη αλλ’ απλώς παράτυπη, (αφού ο παράνομος μετανάστης είναι απλώς «παράτυπος» και όχι «παράνομος»), τότε, πως είναι δυνατόν, ακόμη και αν συλληφθούν να κατηγορηθούν για το έγκλημα της παράνομης διακίνησης μεταναστών αυτό να μπορεί να σταθεί ως κατηγορία, όταν είναι τα ίδια τα Κράτη και οι κυβερνήσεις τους (εν πάση περιπτώσει, εκείνα τα Κράτη και εκείνες οι κυβερνήσεις) που το θύμα (τον ούτω πως διακινούμενο μετανάστη) το χαρακτηρίζουν ως «παράτυπο» και όχι παράνομο; Πως μπορείς να κατηγορήσεις τον θύτη ως εγκληματία όταν το ίδιο το θύμα του το θεωρείς θύμα πλημμελήματος, μιας «παρατυπίας»; Πώς μπορείς να αποδώσεις σε κάποιον την πιο βαριά ποινική κατηγορία της λαθρεμπορίας ανθρωπίνων υπάρξεων, όταν τα θύματά τους δεν αναγνωρίζονται ως λαθρομετανάστες (ως προς την κατάστασή τους και όχι ως προς την ανθρώπινη υπόστασή τους, όπως ανοήτως κάποιοι προβάλλουν ως αντεπιχείρημα για τον μη χαρακτηρισμό των παράνομων μεταναστών ως λαθρομεταναστών); Και είναι ακριβώς η ευθυγράμμιση κάποιων κυβερνήσεων προς την προσπάθεια υποβάθμισης ενός καραμπινάτου εγκλήματος σε ζήτημα παρατυπίας που γεννά ερωτήματα για το τι παιχνίδι τελικώς παίζεται με το λαθρομετανευστικό ζήτημα.
Κάπως έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τις παραπάνω παρατηρήσεις, μπαίνει στο παζλ των ερωτημάτων που απαιτούν απαντήσεις, και ο ρόλος εκείνων των κυβερνήσεων, που σχεδόν ξεκάθαρα υποθάλπουν τις ροές αυτές. Όμως, υπάρχει και συνέχεια στις ενδεχόμενες συνέπειες αυτού του προσκλητηρίου. Οι περισσότεροι από τους παράνομους μετανάστες προέρχονται από χώρες με πληθυσμούς δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, όχι λιγότερο εξαθλιωμένους από όσους ήδη αποφάσισαν το ταξίδι της παράνομης μετανάστευσης. Αν είναι τελικώς ζήτημα ανθρωπισμού το να δέχεσαι παράνομους μετανάστες που «απλώς» επιθυμούν να ξεφύγουν από τη μιζέρια του τόπου τους, τότε, αν ένα έστω 5-10% των εξαθλιωμένων αυτών πληθυσμών, αποφασίσει να μιμηθεί όσους ήδη έφυγαν απ’ αυτές ως παράνομοι μετανάστες, αφού πλέον πείθονται πως δεν θεωρούνται και ούτε αντιμετωπίζονται ως παράνομοι, τότε, μιλάμε για μερικές δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων που ακολουθώντας τον δρόμο της ξενιτειάς θα καταλήξουν στις «φιλόξενες» χώρες υποδοχές από τις οποίες εκπέμπονται τα ανωτέρω προσκλητήρια, οπότε στην περίπτωση αυτή, ποιον λόγο μπορεί να προβάλλουν αν διαπιστώσουν ότι θα κινδυνέψουν να πνιγούν από ένα ανθρώπινο τσουνάμι που οι ίδιες δημιούργησαν; Ασφαλώς δε, όπως έχω γράψει και στο παρελθόν για το ίδιο αυτό θέμα, το ότι ουδείς ομιλεί για τη μόνη εναλλακτική εξόδου των ανθρώπων αυτών από την αθλιότητα δηλαδή την παροχή κάθε δυνατής οικονομικής, επιστημονικής και τεχνολογικής βοήθειας προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, είναι κι αυτό κάτι που ενισχύει τον προβληματισμό για τον ρόλο διαφόρων κυβερνήσεων. Μόνο τότε, δεν θα υπήρχε λόγος να υφίσταται και το φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης, βεβαίως η νόμιμη μετανάστευση θα εξακολουθούσε να υπάρχει αλλά ως μια φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων και σε λογικά επίπεδα, με τους μετανάστες να μετακινούνται ως ανθρώπινες υπάρξεις και όχι ως πράγματα προς εμπορία στα χέρια των αδίστακτων διακινητών.
Όσοι στηρίζουν και ενθαρρύνουν την παράνομη μετανάστευση ενθαρρύνουν την παρανομία και όλο το κύκλωμα που συνδέεται με αυτό. Τελεία και παύλα. Όλοι αυτοί οφείλουν να εξηγήσουν όχι γιατί πιστεύουν ό,τι πιστεύουν επί του θέματος, διότι έτσι δεν απέχουμε παρά ένα βήμα απ’ την ποινικοποίηση της γνώμης, όμως, οφείλουν να μας εξηγήσουν αν πιστεύουν ή όχι πως το πρακτέο επί τόσο μειζόνων ζητημάτων δεν θάπρεπε να αποτελεί αρμοδιότητα και προνόμιο μιας δράκας πολιτικών και άλλων πολύ συγκεκριμένων συλλογικοτήτων και ΜΚΟ, αλλά, αρμοδιότητα του ίδιου του λαού.

Χ

«…Βρισκόμαστε στην εποχή της απομαγικοποίησης και της απελευθέρωσης από τις αυταπάτες μας, αλλά τα δύο παράγωγά τους, η αδιαφορία και η φρίκη, μας ρίχνουν στο μηδέν… [] αν οι λιμοί και οι σφαγές δεν είναι ο έσχατος φόρος για το πέρασμα από τη βαρβαρότητα στο σοσιαλισμό, αλλά εκφράζουν τη διαιώνιση της παλιάς βαρβαρότητας και τον ερχομό μιας καινούριας, τότε ταυτόχρονα και οι δυό μαζί, η φρίκη και η αδιαφορία, λιώνουν πάνω μας… Γιατί τίποτα δε μεταμορφώνεται καλύτερα σε αδιαφορία από τη φρίκη…» (Edgar Morin : Αφήνοντας τον Εικοστό Αιώνα, εκδ. Ροές, σελ. 93-94)

Κάθε απόρριψη του παράνομου μετανάστη με βάση ρατσιστικές και ξενοφοβικές ιδεολογίες, έχει λοιπόν απορριφθεί, όμως, πρέπει και ένα ακόμα σημείο να τύχει της απερίφραστης απόρριψης. Είναι εκείνο που με αφορμή την πολιτισμική ανωτερότητα, οδηγεί στην απόρριψη του «ξένου», του «παράνομου μετανάστη» εν προκειμένω, στη βάση ακριβώς αυτής της προσέγγισης. Ο «ξένος» εν προκειμένω, εμφανίζεται ως εκπρόσωπος μιας Βαρβαρότητας, που απειλεί με εκβαρβάρωση άλλους εκλεπτυσμένους πολιτισμούς που αποτελούν τόπους υποδοχής τους. Αυτή η Βαρβαρότητα μπορεί να έχει ως σημείο αναφοράς θρησκευτικές πεποιθήσεις, κοινωνικές παραδόσεις, πολιτικές παραδόσεις, αξιακά συστήματα, ή οτιδήποτε άλλο.
Η «βαρβαρότητα» του «Άλλου» (από μια μικρή ομάδα ως ένα λαό ή ομάδα λαών), δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο, και, ας το πούμε, μπορεί το «πας μη Έλλην βάρβαρος» να είναι το πιο γνωστό moto, όμως, δεν αποτελεί, σε καμία περίπτωση αμιγώς ελληνική «εφεύρεση». Και άλλοι πολιτισμοί έχουν ενταγμένη τούτη την γνώμη στην αντίληψη που έχουν για τους άλλους -και τους εαυτούς τους.
Ασφαλώς είναι αληθές πως κανείς πολιτισμός δεν αναπτύχθηκε στον ίδιο βαθμό με τον άλλο, ασφαλώς κάποιοι προηγούνται και κάποιοι έπονται, όμως, εκείνος ο πολιτισμός που θα αρχίσει να κομπορρημονεί και να ρίχνει υποτιμητικά βλέμματα σε άλλες πολιτισμικές παραδόσεις, από τη στιγμή αυτή αυτός ο πολιτισμός θα αρχίσει να χάνει «βαθμούς πολιτισμικής μεγαλοσύνης», θα αρχίσει να χάνει βαθμούς συμβολής του στο παγκόσμιο πολιτισμικό γίγνεσθαι, θα αρχίσει να γίνεται ένα κλειστό πολιτισμικό πρότυπο και άρα να μην αφορά κανέναν άλλον παρά όσους τον επικαλούνται. Πολιτισμική παράδοση που θέλει να διακατέχεται από τη σεμνή περηφάνια της συμβολής της στο παγκόσμιο πολιτισμικό γίγνεσθαι είναι εκείνη που σέβεται την ιστορική και πολιτισμική πορεία όλων των υπολοίπων και η μόνη της φιλοδοξία είναι πως θα μπορέσει να συμβάλλει στην πολιτισμική γονιμοποίηση όλων των πολιτισμικών παραδόσεων, χωρίς το στοιχείο της βίαιης επιβολής, μα ως αποτέλεσμα μιας αβίαστης διαδικασίας σύγκλισης των επιπέδων παιδείας και διαβίωσης μα και των προοπτικών όλων των λαών, μια διαδικασία που πολύ φοβάμαι δεν έχει σχεδιαστεί καν για να δρομολογηθεί και όταν αυτό συμβεί, θα απαιτηθεί ικανός ιστορικός χρόνος, που το ισοδύναμό του θα είναι βιολογικός χρόνος πολλών γενεών. Τα πολιτισμικά πρότυπα, από τη κυοφορία τους ίσαμε την ανάπτυξή τους, ποτέ, μα ποτέ δεν ακολούθησαν τον βιολογικό χρόνο των ανθρώπων. Έχουν την δική τους Ιστορική Βιολογία. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος πολυπολιτισμικής προσέγγισης και όχι η άνοστη και επιπλέον πολιτισμικά δηλητηριώδης σούπα που τρεχόντως μας σερβίρεται από την Νεοφιλελεύθερη Παγκοσμιοποίηση.
Έτσι, π.χ., ό,τι αποκαλείται στη Δύση «ισλαμοφοβία», οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι είναι αντικειμενικώς ασύμβατος με πλήθος ουσιωδών δυτικών πολιτισμικών παραμέτρων ακόμη κι αυτών που θεωρούνται αυτονοήτως για μας δεδομένων όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία, η εκκοσμικευμένη εξουσία, τα δικαιώματα των γυναικών κ.λπ., πολιτισμικές διαφορές που πολύ δύσκολα μπορούν να βρουν τρόπο αμοιβαίου συγκερασμού διότι ανάγονται σε πυρηνικά πολιτισμικά αξιώματα και όχι σε διαφορές που προκύπτουν έξω από τον πολιτισμικό πυρήνα της κάθε πολιτισμικής παράδοσης. Η απειλή κατάρρευσης αυτού του πυρήνα, έστω και μερικώς, ασφαλώς δε μπορεί να θεωρηθεί πως δεν παράγει σφοδρές ανησυχίες και φόβους, ούτε είναι δυνατή υπό τις παρούσες ιστορικές συγκυρίες η οποιαδήποτε ενσωμάτωση τέτοιων θεμελιωδώς διαφορετικών προτύπων χωρίς να κλονιστεί σοβαρά όχι απλώς η κοινωνική συνοχή και ηρεμία μα και η ίδια η ειρήνη. Τα διδάγματα που αντλούνται από τη κατάρρευση των πολυπολιτισμικών σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη είναι άκρως διδακτικά όπως και η ιστορία γενικότερα των πολιτισμικών συγκρούσεων.
Όσοι αναφέρονται σε τέτοιες έννοιες, όπως πολιτισμική ένταξη και πολιτισμική αφομοίωση, ως ζητήματα διαδικασιών που καθορίζονται από κρατικές πολιτικές και που αρκεί ένας καλός σχεδιασμός ώστε να τις καταστήσουν αποτελεσματικές, ασφαλώς, αν δεν υποκρίνονται, τότε, είτε δεν έχουν αντιληφθεί τίποτα από την Ιστορία ή, απλά, ανήκουν σ’ εκείνη την χορεία των ανθρώπων που πιστεύουν ότι μπορούν να επιβάλλουν δικούς τους νόμους σε αντικατάσταση άλλων ιστορικών νόμων οι οποίοι δεν υποστηρίζουν τη μεγαλαυχία τους, ακόμα κι εκείνοι οι άνθρωποι οι οποίοι όταν βρίσκονταν στην εξουσία η και την κατείχαν ολοκληρωτικά ή σε πολύ μεγάλο βαθμό, τελικώς ό,τι μπόρεσαν να πετύχουν ήταν πολύ πενιχρά και πρόσκαιρα αποτελέσματα και σε ορισμένες περιπτώσεις, απλώς αίμα και έγκλημα. Η ιστορία των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, μπορεί να προσφέρει παραδείγματα κάθε είδους, όμως, σημασία έχουν τρία πράγματα : πρώτον, το πόσα και τι μεγέθους είναι τα θετικά και τα αρνητικά αποτελέσματα της πολιτισμικής συνύπαρξης διαφορετικών εθνοτήτων, δεύτερον, πόσο διάρκεσαν και τρίτον, τι ήταν και τι είναι εκείνο που οδήγησαν πολυεθνικά κράτη (και επομένως και πολυπολιτισμικά κράτη) να διαλυθούν (μπορούμε να εστιάσουμε στον 20ο αιώνα για λόγους οικονομίας), και γιατί το μελλοντικό πολυεθνικό κράτος (το «παγκόσμιο χωριό») που ονειρεύεται ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να έχει καλύτερη τύχη.
Και δεν μπορώ να μην επισημάνω ένα μεγάλο παράδοξο και ταυτόχρονα μεγάλη αντίφαση στο συνολικό αφήγημα της Ευρώπης (πλην των γνωστών εξαιρέσεων) και βεβαίως και της Ελλάδας στο ζήτημα της ένταξης των παράνομων μεταναστών (με το παράδοξο τούτο να μην αφορά μονάχα αυτούς) στις κοινωνίες των ευρωπαϊκών χωρών υποδοχής τους, όταν η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση μισό και πλέον αιώνα απέτυχε να δημιουργήσει ένα αν όχι κοινό ευρωπαϊκό κοινωνικό πλαίσιο λειτουργίας και ανάπτυξης, τουλάχιστον ευρέως αποδεκτό πλαίσιο, ένταξης των ίδιων των ευρωπαϊκών κοινωνιών και λαών εντός του άνω πλαισίου, το οποίο ουσιαστικά είναι ανύπαρκτο, αφού σε κάθε περίπτωση υπερισχύουν τα εθνικά κοινωνικά πλαίσια, τα οποία ουδένα σοβαρό ανταγωνισμό αντιμετωπίζουν από κανένα πολυπολιτισμικό πρότυπο, παρά τα ξενοφοβικά περιστατικά, και διότι η «ευρωπαϊκή κοινωνία» δεν υπάρχει ελλείψει «ευρωπαϊκής κρατικής» οντότητας εντός της οποίας θα λειτουργούσε και αναπτύσσονταν με όρους αλληλεγγύης και κοινών προοπτικών
Η Αθλιότητα αν φημίζεται για κάτι είναι η σχεδόν απεριόριστη εμπιστοσύνη της στη σημασία της Δύναμης και της Πυγμής όσο και του Φόβου. Κι ενώ κάποιος που μπορεί να πιστεύει στα ίδια αυτά πράγματα εν τούτοις την ίδια στιγμή γνωρίζει πως απαιτείται και διπλωματία προκειμένου να επιβληθούν, τόσο περισσότερη διπλωματία όσο μεγαλύτερος είναι ο πληθυσμός πάνω στον οποίο πρόκειται να επιχειρήσει να επιβληθεί η Αθλιότητα, εν τούτοις το στοιχείο της διπλωματίας δεν αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό της γνώρισμα. Έτσι, η βίαιη επιβολή των επιδιώξεών της γεννά όλα αυτά τα οποία προβάλλουν προσκόμματα στις επιδιώξεις της και η ίδια τα καταγγέλλει στη συνέχεια. Έτσι, π.χ., η παράνομη μετανάστευση είναι, μια σημαντική αιτία της δημιουργίας ξενοφοβικών συνδρόμων και επιθετικού εθνικισμού, ενώ είναι ακόμα πιο μεγαλειώδης η αφέλεια για να μην πω ανοησία όλων εκείνων που νομίζουν οτι αρκεί μια νομοθεσία, όσο αυστηρή κι αν είναι προκειμένου να τα αντιμετωπίσουν.
Η Αθλιότητα γνωρίζει πως οι «κυρίαρχες» ιδεολογίες (σοσιαλισμός, φιλελευθερισμός και σοσιαλδημοκρατία) για διάφορους λόγους η καθεμιά, όχι μονάχα δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν μια έγκυρη πυξίδα που θα έδειχνε με σχετική ασφάλεια την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει η Ανθρωπότητα για να κρατηθεί σε μια απόσταση ασφάλειας από την Αθλιότητα, μα τούτη η τελευταία άρχισε, άρχισε γι’ ακόμα μια φορά, να διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία στη θέση όλων των παραπάνω ιδεολογιών. Η Αθλιότητα, έχει ντυθεί στον μακραίωνα Ιστορικό Ρου, όλα τα ενδύματα όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων ανάλογα με το τι κάθε φορά την εξυπηρετούσε αφήνοντας στην αιωνίως έκπληκτη Ανθρωπότητα να ζει στην Αιώνια Ψευδαίσθηση ενός «καλύτερου μέλλοντος», την μόνη σταθερή και κυρίαρχη στους αιώνες Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων, την Παγκόσμια Τάξη της Δύναμης των Λίγων Διεθνών Παγκόσμιων Συμφερόντων κι αυτών που τη κάθε φορά την εκφράζουν.
Το γιατί τώρα μάλλον η Αθλιότητα παρά η Αντί-Αθλιότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο κυρίαρχος του παιχνιδιού στον Ιστορικό Χρόνο, όχι βεβαίως στο αγώνισμα των πνευματικών επιδόσεων, αλλά στο πολύ πρακτικό ζήτημα ποιος κάθεται στο Θρόνο του Κυρίαρχου που αποτελεί και το τελικό ζητούμενο, είναι μια μεγάλη ιστορία. Οι Υψηλές Θεωρίες, Θεωρία που εξυμνούν την Ανθρώπινη Ζωή που πρέπει να λαμβάνει το πλέον Υψηλό Περιεχόμενο τοποθετώντας τον ΚΑΘΕ Άνθρωπο στο υψηλότερο σκαλί της κλίμακας της Αξιοπρεπούς Διαβίωσης, και καθιστώντας τον ως πολίτη συνδιαμορφωτή και όχι θεατή των εξελίξεων που τον αφορούν ως άτομο, ως μέλος της κοινωνίας και της χώρας στην οποία είναι ενταγμένος μα και των παγκόσμιων εξελίξεων, όλα αυτά κατά καιρούς έχουν αναπτυχθεί και ενταχθεί σε θεωρητικά πρότυπα, όμως, η Πραγματικότητα, η Πραγματική Ζωή, εξακολουθεί όχι απλά να μην εφάπτεται καν επί τούτων των θεωριών, μα αντίθετα η Αθλιότητα έχει στημένο το θρόνο της επί των ερειπίων των μεγάλων διακηρύξεων των θεωριών αυτών.
Δεν υπάρχει ούτε μια περίοδος της Ιστορίας που να μην προσφέρει παραδείγματα Βαρβαρότητας αντάξια όσων έχουν συμβεί στη πρόσφατη παγκόσμια ιστορία, ας πούμε των τελευταίων 100-150 ετών.
Η Βαρβαρότητα είναι η μόνη διαχρονική, παγκόσμια, ανεπιθύμητη, πλην υπαρκτή κοινή πολιτισμική κληρονομιά, η μόνη πολυπολιτισμική πραγματικότητα που έρχεται από την Αυγή της Ανθρώπινης Ιστορίας χωρίς να έχει χάσει καθόλου τη ζωτικότητά της. Αυτή η Βαρβαρότητα δεν υστερεί σε καμία πολιτισμική κληρονομιά. Αυτή η Βαρβαρότητα αν δεν εξαλειφτεί ή δεν καταστεί μια ήσσονος σημασίας πολιτισμική παράδοση, αν δεν νικηθεί από τις δυνάμεις που μπορούν να την απειλήσουν, τότε, πάντα θα είναι πολύ νωρίς κάθε προσδοκία η Ανθρωπότητα να μπορέσει σε μια νέα εποχή που η ειρήνη και η ευημερία των πολλών θα συνιστά μια προοπτική ορατή και όχι απλά ευχετική.
Η Αθλιότητα οφείλει την νεανικότητά της, σε αντίθεση με εκείνες τις δυνάμεις ή/και καταστάσεις που την απειλούν, στην μεγάλη διαφορά των ταχυτήτων που κινούνται, όπως ο αστροναύτης που ταξιδεύοντας με τη ταχύτητα του φωτός όταν επιστρέψει στη Γη, τα βρει τους συνομηλίκους του γέρους. Αν η Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου δεν βρουν τρόπο να την ανταγωνιστούν αποτελεσματικά στο ζήτημα αυτό, τότε, μάλλον τις περισσότερες φορές θα βλέπουν την πλάτη της με ό,τι αυτό σημαίνει.
Με τις ανωτέρω παρατηρήσεις είναι φανερό ότι ξαναγυρνάμε στο ζήτημα της «Μεγάλης Εικόνας» για την οποία ήδη κάναμε λόγο. Μπορούμε να συμπληρώσουμε τις παρατηρήσεις που ήδη κάναμε για το θέμα αυτό, εντάσσοντας όχι ως μια «φιγούρα» της «Μεγάλης Εικόνας» μα ως μια δεσπόζουσα, κυρίαρχη μορφή της, την παντοδυναμία της Βαρβαρότητας και Αθλιότητας, ενίοτε υπό τον μανδύα της Δημοκρατίας και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που έχει οδηγήσει σε κρίση υπερπαραγωγής των αιτίων που την παράγουν. Σε μια εποχή, όπου παγκοσμίως η Ανθρωπότητα, ουδέποτε άλλοτε στην ιστορία της κατείχε τόσο οικονομικό πλούτο και κυρίως, ουδέποτε άλλοτε κατείχε τέτοια επιστημονική γνώση και τέτοιο επίπεδο τεχνολογίας, και που αν στοιχειωδώς επεδείκνυαν οι έχουσες και κατέχουσες χώρες την αλληλεγγύη τους προς τις φτωχότερες που είναι ταυτόχρονα και οι χώρες που τροφοδοτούν τις πλουσιότερες με τις πρώτες ύλες και την αμειβόμενη με όρους δουλείας των προηγουμένων αιώνων εργασία των πληθυσμών τους, σε μια τέτοια εποχή λοιπόν που αν είχε μπει ένας στοιχειώδης φραγμός στην άνευ όρων και ορίων λεηλασία των φτωχών χωρών, σε μια εποχή που αν ένα κλάσμα του παγκόσμιου πλούτου είχε αναδιανεμηθεί μεταξύ της παγκόσμιας ολιγαρχικής ελίτ που το ιδιοποιείται και του υπόλοιπου κόσμου, σήμερα, αρχίζοντας από το πιο φτωχό κράτος του πλανήτη, δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε ένα παιδί που να λιποθυμά (πόσο μάλλον να πεθαίνει) από την πείνα, διότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε μια οικογένεια που να ζει υπό καθεστώς ανέχειας, θα έπρεπε σ’ αυτό το φτωχό κράτος ο πληθυσμός του να απολαμβάνει όλα τα κοινωνικά αγαθά (υγεία, παιδεία, ασφάλεια). Μια τέτοια Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων, που θα δημιουργούσε πρόσθετο πλούτο και για τις πλούσιες χώρες, ασφαλώς και θα ενίσχυε την παγκόσμια ευημερία και ειρήνη. Όμως, την ίδια στιγμή δεν τρέφω αυταπάτες για την πραγματική δύναμη της Αθλιότητας και Βαρβαρότητας : είναι, απλά, πανίσχυρες και κυρίαρχες του παιχνιδιού. Η κυριαρχία τους αυτή, όχι δεν απειλείται από πολιτικούς που η ικανότητα ή/και η θέλησή τους είναι αντιστρόφως ανάλογη των πολιτικών τους παχυλών διακηρύξεων, αφήνοντας στην άκρη όσους φανερά ή κρυφά βρίσκονται στην υπηρεσία της Αθλιότητας και της Βαρβαρότητας, αλλά, έχουν εργαλειοποιήσει την ίδια την ανέχεια των πολλών, στρέφοντάς τους εναντίον των ολιγότερο φτωχών διακηρύσσοντας το δικαίωμα στην αναδιανομή του «πλούτου» και αλληλεγγύη των ίδιων των φτωχών με μια επέκταση και προς τους «πλουτοκράτες» της μικρομεσαίας αστικής τάξης. Δεν ξέρω πότε αυτό το παιχνίδι θα φτάσει στο τέλος του, ξέρω όμως το πως. Όπως τέλειωσαν ανάλογα παιχνίδια της Αθλιότητας και Βαρβαρότητας σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους : θα τελειώσει με πόνο, δάκρυα και δυστυχώς, ξανά με αίμα. Άλλωστε αυτή η αλυσίδα Πόνος – Δάκρυα – Αίμα, δεν έλειψε ούτε μια στιγμή από τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου κι εδώ, που καταχρηστικά θεωρείται και ως μια εκ των πλέον μακρόχρονων περιόδων ειρήνης στην Ιστορία. Διότι η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Πόλεμοι και θύματα πολέμου δεν έπαψαν ούτε μια στιγμή να υπάρχουν. Απλά, δεν υπήρξε την περίοδο αυτή πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις, κι αυτό μετρά γι’ αυτές. Όμως, το ίδιο το Παγκόσμιο Σύστημα που στηρίζουν, φέρνει και τα σπέρματα της καταστροφής του, χωρίς όμως να μπορώ να ισχυριστώ πως κάτι το ελπιδοφόρο κυοφορείται. Μάλιστα ο κίνδυνος απλά να μεταλλαχθεί η Αθλιότητα σε και το ισοδύναμό της όχι απλά είναι πιθανός μα ορατός.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ