Γράφει η Μανταλένα Παπαδοπούλου
Υπό τα φρικτά ελλείμματα εθνικής στρατηγικής στην Ελλάδα και στην Κύπρο, η Μεγαλόνησος και πάλι οδηγείται σε έναρξη διαπραγματεύσεων ώστε να λυθεί (;) το Ζήτημα γρήγορα και «για να τελειώνουμε». Το προσχέδιο του κοινού ανακοινωθέντος για έναρξη των διαπραγματεύσεων περιέχει σοβαρά θολά σημεία και ασάφειες που μπορεί να οδηγήσουν σε εκ προοιμίου υποχωρήσεις και δεσμεύσεις για την απόφαση επί της οποίας θα κληθεί να ψηφίσει ο Κυπριακός λαός. Ευτυχώς τουλάχιστον οι Κύπριοι
θα έχουν τον τελευταίο λόγο. Όμως ο κίνδυνος αποδυνάμωσης και αποσταθεροποίησης είναι ορατός.
Στο Σχέδιο Ανάν, η Κύπρος βροντοφώναξε ΌΧΙ. Όχι στην ομαδική αυτοκτονία, όχι στην απώλεια της Ελευθερίας, όχι διασφαλίζοντας την μη παραβίαση της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας. Κάθε διαπραγμάτευση οφείλει να ξεκινήσει με την εντολή αυτού του ΌΧΙ και τις προεκλογικές δεσμεύσεις του κ. Αναστασιάδη.
Όμως στο προσχέδιο βλέπουμε κάτι διαφορετικό. Δεν είδαμε καμία αναφορά σε εγγυήσεις, ξένα στρατεύματα, βάσεις, ενώ βλέπουμε μια προσπάθεια να καταλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία με τη λογική (;) της «παρθενογένεσης», και μια λύση οριστικοποίησης της διχοτόμησης, με δυο κυριαρχίες και τρεις ιθαγένειες κατά παράβαση της διεθνούς νομιμότητας και με το ρίσκο ενός μη βιώσιμου αποτελέσματος. Κάθε πρόθεση διαπραγμάτευσης οφείλει να ξεκινά με τον τερματισμό της κατοχής εδαφών και του εποικισμού, την αποχώρηση ξένων στρατευμάτων, την απόλυτη στήριξη των συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Απέναντι σε ένα αναθεωρητικό κράτος όπως είναι η Τουρκία, με έκδηλη επιθετική πολιτική και με δημοσιευμένες προθέσεις (βλ. Α.Νταβούτογλου), μοναδική επιλογή είναι η εφαρμογή αποτρεπτικής στρατηγικής. Όχι ο συνεχής κατευνασμός, που οδηγεί σε περαιτέρω διεκδικήσεις. Το ότι τα χρόνια περνούν και το ζήτημα δεν επιλύεται, δεν πρέπει να οδηγεί τις ηγεσίες στην υιοθέτηση ηττοπαθούς συναίνεσης κάνοντας εκπτώσεις. Πέρα από το πλεονέκτημα της συμμετοχής της Κύπρου στην Ε.Ε., η Ελληνική πλευρά οφείλει να συνεκτιμά το ενδιαφέρον της Τουρκίας να ενταχθεί. Διότι τη συμφέρει να αποδείξει πως μπορεί να λειτουργήσει βασισμένη στις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης.
Ο ξένος παράγοντας είναι δεδομένο πως θα πιέσει. Γιατί το ζήτημα για αυτόν είναι ποιος ελέγχει, κυριαρχεί, αποφασίζει για τον υποθαλάσσιο πλούτο και τη γεωπολιτική σημασία της Νήσου. Μερίδιο ευθύνης έχει η Κύπρος και η Ελλάδα καθώς δεν κατόρθωσαν να έχουν μια σταθερή ορθολογική στρατηγική, με τραγικές συνέπειες στα διαπραγματευτικά μας εργαλεία. Κάτι που αντίθετα η Τουρκία κατάφερε. Εμείς έχουμε ηγεσίες προθύμων, που δεν έχουν ιδέα πως λειτουργεί το διεθνές σύστημα, δεν αντιλαμβάνονται πως μπορεί κανείς να αξιοποιήσει το διεθνές δίκαιο και σαφέστατα έχουν έλλειμμα διαπραγματευτικών ικανοτήτων.
Οι συγκυρίες πλέον είναι διαφορετικές. Στην προεδρία δεν βρίσκεται κάποιος ηγέτης αντίστοιχος του πατριωτικού φρονήματος του Τάσου Παπαδόπουλου, αλλά ο κ. «ΝΑΙ στο Σχέδιο Ανάν». Την δυστυχή επιλογή της η Κύπρος αργά ή γρήγορα θα την μετανιώσει. Ο κ. Αναστασιάδης, προβαίνοντας σε σωρεία λαθών από την ανάληψη της εξουσίας μέχρι σήμερα, συνέβαλε ώστε η Κύπρος, από ένα δυνατό οικονομικά κράτος σε ευημερία, να βρίσκεται στη δίνη της κρίσης και ανάμεσα σε ισχυρά γεωπολιτικά συμφέροντα τα οποία η Τουρκία με συνεπείς στρατηγικές κινήσεις έχει προσεγγίσει.
Το πολιτικό παρελθόν του κ. Αναστασιάδη, υπέρμαχου του Σχεδίου Ανάν, εγείρει ανησυχίες. Το ίδιο ο κ. Σαμαράς και οι συν αυτώ. Ο πρόθυμος πρωθυπουργός της Ελλάδας που ανερυθρίαστα αναφέρθηκε σε δύο κοινότητες, γιατί να διστάσει να συμφωνήσει σε απώλεια εθνικής κυριαρχίας της Κύπρου, όταν το έχει ήδη κάνει για την χώρα που υποτίθεται πως κυβερνά; Ούτε «κατά λάθος» δεν δικαιολογούνται τέτοιες δηλώσεις.
Κάθε πολιτική ηγεσία οφείλει να καλλιεργεί πολιτική σκέψη στους πολίτες, βασισμένη στην ακεραιότητα της εθνικής επικράτειας και βάσει των προτεραιοτήτων και των εθνικών συμφερόντων κάθε ελεύθερου κράτους, σεβόμενη και αξιοποιώντας τη διεθνή νομιμότητα. Ο λαός λοιπόν καλείται να κάνει την υπέρβαση και να ανατρέψει ηγεσίες που δεν διασφαλίζουν δημοκρατία, άσκηση λαϊκής κυριαρχίας, εθνική κυριαρχία και την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. Ο Ελληνισμός έχει αποδείξει πως μπορεί, έστω και με εκβιαστικά διλήμματα, να προβεί σε ορθολογικές επιλογές επιβίωσης αν και το διαφαινόμενο κόστος θα είναι υψηλό. Το κόστος όμως μιας αλά Ανάν λύσης είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Καμία κοινωνική οντότητα δεν μπορεί να συνηγορήσει υπέρ της ολοσχερούς απώλειας της ταυτότητάς της, της ύπαρξής της, της ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσής της.
Εν ολίγοις, επειδή ο Κυπριακός λαός διατηρεί ένστικτο επιβίωσης και θα αντισταθεί και πάλι στην εκχώρηση όλων των κυριαρχικών του δικαιωμάτων και της ανεξαρτησίας του, ο κ. Αναστασιάδης είτε λειτουργεί με παραλογισμό είτε επιθυμεί να τον θυμούνται σαν ένα πρόεδρο που προσπάθησε τουλάχιστον να φέρει τη λύση… Βέβαια η «προσπάθεια» θα καταγραφεί στην ιστορία σαν απλή πολιτική ρητορική.