Από αρχές του μηνός ισχύει ο λεγόμενος «φόρος του άνθρακα» στη Ν. Αφρική. Ο νέος νόμος δίνει κίνητρα στη βιομηχανία για να στραφεί στις ΑΠΕ. Η χώρα κάνει ένα τολμηρό βήμα, εκεί όπου άλλες χώρες ακόμη διστάζουν.
Όπως και πολλές άλλες χώρες ανατολής και δύσης έτσι και η Ν. Αφρική πέρασε από χίλια κύματα μέχρις ότου θεσπίσει τον λεγόμενο «φόρο του άνθρακα», δηλαδή φορολογία επί των ρύπων που προκαλούν την κλιματική αλλαγή. Μια φορολογία που ακόμη και χώρες, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, δεν έχουν τολμήσει να επιβάλουν. Οι συζητήσεις στη Ν. Αφρική είχαν ξεκινήσει εδώ και 8 χρόνια και κατέληγαν πάντα σε αναβολές. Τώρα όμως η πρώτη επίσημη πράξη του νεοεκλεγμένου προέδρου Σίριλ Ραμαφόζα ήταν να υπογράψει τον σχετικό νόμο, όπως το έχουν κάνει άλλες 40 χώρες πριν από αυτόν.
«Σχετικά ευέλικτος ο νέος νόμος»
Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για νέο νόμο αλλά για τη χώρα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι είναι επαναστατικός και απόλυτα αναγκαίος.
Ο Μόρνε ντι Πλέσις, από την περιβαλλοντική οργάνωση WWF, θεωρεί ότι θα έπρεπε να είχε θεσπιστεί από καιρό, γιατί η Ν. Αφρική ανήκει στις χώρες εκείνες που μολύνουν, σε σχέση με την οικονομική τους δύναμη, περισσότερο το περιβάλλον με εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Έτσι, με τη νέα νομοθεσία οι βιομηχανικές επιχειρήσεις θα πρέπει να καταβάλλουν 120 Ραντ, γύρω στα 8 ευρώ, για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπουν. «Ο νόμος είναι σχετικά ευέλικτος» υποστηρίζει ο Μόρνε ντι Πλέσις.
«Στόχος του δεν είναι να εξοντώσει τη βιομηχανία. Προετοιμαζόμαστε για ένα καλύτερο μέλλον από το σημερινό. Πρόκειται για την επίδραση που έχει η οικονομία μας στην κλιματική αλλαγή». Και η επίδραση είναι μεγάλη. Ο κρατικός ενεργειακός κολοσσός Eskom διαθέτει πολλά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας με βάση τον άνθρακα. Η βιομηχανία τσιμέντου και χάλυβα είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα και εκτός αυτού το χειμώνα τα νοικοκυριά καίνε ξύλα για να ζεσταθούν.
Συνειδητοποίηση των επιπτώσεων για το κλίμα
«Έτσι ο συγκεκριμένος φόρος προσπαθεί να αποτρέψει όλους εκείνους που μολύνουν υπερβολικά την ατμόσφαιρα, να συνεχίσουν να το κάνουν. Και δημιουργεί κίνητρα, τόσο ως προς τον τρόπο παραγωγής ενέργειας, αλλά και ως προς τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας» επισημαίνει ο ντι Πλέσις. Επί χρόνια η νοτιοαφρικανική βιομηχανία κατάφερνε να αντισταθεί με επιτυχία στην υιοθέτηση του νόμου. Τα επιχειρήματα γνωστά: ότι θα συρρικνώνονταν τα κέρδη με αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής ηλεκτρικού. Με τον νέο νόμο πισωγύρισμα δεν υπάρχει.
Οι βιομηχανίες θα πρέπει να αποδεσμευτούν από τη χρήση ορυκτών καυσίμων και να στραφούν προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ΑΠΕ. «Οι τιμές των ΑΠΕ έχουν μειωθεί σε τέτοιο βαθμό που τα ορυκτά καύσιμα δεν είναι πλέον ανταγωνιστικά» σημειώνει ο Νοτιοαφρικανικός ακτιβιστής. «Πουθενά στη Ν. Αφρική δεν θα πρέπει να χτιστεί νέο εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας με βάση τα ορυκτά καύσιμα. Πρόκειται για τεχνολογία του παρελθόντος. Η πράσινη ενέργεια είναι πιο φτηνή από ότι η καύση ορυκτών καυσίμων». Για τους καταναλωτές υπάρχει πάντως εγγύηση ότι οι τιμές ενέργειας δεν πρόκειται να αυξηθούν τα επόμενα 3 χρόνια. Τι θα γίνει μετά το 2022, κανείς δεν ξέρει. Τα σημαντικό είναι ότι οι Νοτιοαφρικανικοί έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή.
Γιάνα Γκεντ/NRW
Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου
dw